Fractal

Διήγημα Fractal: Έτσι έγινα κι εγώ «Νταής»

Της Μαίρης Σάββα // *

 

 

Typewriters

 

 

Η μανούλα μου ήταν από τζάκι και κοκορευόταν γι αυτό.  Ήταν Αγκύρας και αυτό τα λέει όλα. Όταν το σμαραγδένιο βλέμμα της έπεφτε στους κεραμιδόγατους ήταν γεμάτο απαξίωση. Πάντα αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν άραγε καθώς τους παρατηρούσε με εκείνο το υποτιμητικό ύφος. Άγνωστο για ποιο λόγο, μέσα μου, το συνέδεα συνήθως με το γεγονός ότι η αριστοκράτισσα μανούλα, δεν μου μίλησε ποτέ για τον πατέρα μου.

 

Αγαπούσε  τα σαλόνια, τα παχιά χαλιά και τις κομψές λέξεις.  Προσπαθούσε να με εκπαιδεύσει κι εμένα στις συνήθειες της αριστοκρατίας όταν ήμουν μωρό, ψιθυρίζοντάς μου διακριτικά καθώς μου έγλειφε τ’ αφτιά.  Την άκουγα προσεκτικά αλλά μερικές φορές μου προκαλούσε ζαλάδα με την επιμονή της και για να πω την αλήθεια, καθώς μεγάλωνα,  δεν μου έκανε καλή εντύπωση αυτή η διαρκής επίδειξη, η μανία της με τα μεγαλεία και τους ευγενείς τρόπους. Εκείνη απέδιδε την αντίδρασή μου, στην φουντωμένη μου εφηβεία και με υπομονή συνέχιζε –σα να μη συμβαίνει τίποτε- να προσπαθεί μαζί μου.

Εγώ πάλι, βαριόμουν να κάθομαι άπραγος στο σαλόνι, κάτω από το πιάνο ή τον βελούδινο καναπέ, ν’ ακούω τις ανθρωποπαρέες να χασκογελάνε, ή τις κυρίες να πίνουν άνοστο τσάι και να μασουλάνε μπισκότα κουτσομπολεύοντας. Προτιμούσα να παίζω στα κεραμίδια ή στην αυλή με τα γατιά της γειτονιάς.

Το έσκαγα καμιά φορά από το ανοιχτό παράθυρο. Περνούσα τέλεια έξω με τη γατοπαρέα ώσπου κάποια στιγμή, κοιτώντας το σπίτι, αντίκριζα τη μανούλα να στέκεται κοντά στο τζάμι με το  επιβλητικό τρίχωμά της όρθιο και το βλέμμα της οργίλο. Στεκόταν ακίνητη, σαν πίνακας ζωγραφικής.  Την κοιτούσα και με κοιτούσε κι εκείνη. Ύστερα, άρχιζε να παίζει εκείνο τον αντιπαθητικό ρόλο. Νιαούριζε δυνατά.  Έριχνε μια-δυο περίτεχνες λέξεις να την ακούσουν οι άλλοι γάτοι και να εντυπωσιαστούν. Πάντα το κατάφερνε να την κοιτούν με θαυμασμό, ίσως ακόμη και με δέος.

Κάποιο σούρουπο ένας μάγκας γκρίζος γατόπαρδος της ζήτησε εξηγήσεις για τα λεγόμενά της. Ο τύπος ήταν κάπως αγενής, δε λέω, αλλά εγώ πάλι μέσα μου το χάρηκα το θάρρος του.

Εκείνη του απάντησε αφ’ υψηλού και κάπως υποτιμητικά ότι καλά κάνει και αγχώνεται γιατί έχει πολλά να μάθει από τα «καλά» σπίτια της γειτονιάς.  Ύστερα του εξήγησε τι εννοεί και χωρίς να περιμένει να χωνέψει ο γκρίζος τα μεγάλα νοήματα των ακαταλαβίστικων λέξεών της, με κάλεσε με ύφος αυστηρό, να επιστρέψω γρήγορα μέσα.

Αυτό ήταν. Εκείνη θεωρούσε ότι οι πολυσύλλαβες λέξεις που είχε μάθει στις κοινωνικές συναθροίσεις του σαλονιού τους έβαζαν όλους στη θέση τους. Τους ακαλλιέργητους, όπως τους έλεγε.

Φοβάμαι ότι ο γκρίζος έκανε βούκινο σε όλη τη γειτονιά την ψωροφαντασμένη μαλλιαρή του έκτου ορόφου που κάνει παρέα αποκλειστικά με την καλή κοινωνία, βγαίνει στο παράθυρο μόνο με βουρτσισμένο τρίχωμα και μιλάει σαν να έχει καταπιεί λεξικό.

Το επόμενο σούρουπο που το έσκασα για λίγο από το σπίτι για να αναπνεύσω λίγο αεράκι ελευθερίας, δεν είχα μούτρα να αντικρύσω την παρέα. Δυο γάτοι, μόλις με είδαν,  γουργούρισαν απειλητικά στα κεραμίδια.  Κατέβηκα δήθεν αμέριμνος στο πεζοδρόμιο και περπάτησα. Περπάτησα αργά και καμαρωτά, όπως με είχε διδάξει η μάνα μου.

Κοντά στον κάδο των σκουπιδιών συνάντησα μια χαριτωμένη ασπρόμαυρη ψιψίνα που μου έκανε καιρό τώρα τα γλυκά ματάκια. Μου έριξε μια ματιά εκθαμβωτική, σαν φωτεινή αστραπή και μου φάνηκε πως κούνησε ελαφρά και με νόημα, τη ροζ μυτούλα της. Αναπτερώθηκε το ηθικό μου.

Όμως ξάφνου, όλα κατέρρευσαν! Μια χοντρή μαυρόγατα πετάχτηκε μέσα από τον κάδο με τα σουβλερά νύχια της τεντωμένα έξω και με μια τρομακτική κραυγή που ακούστηκε σ’ όλη τη γειτονιά! Μάγκωσε με τα δόντια της από το σβέρκο την ασπρόμαυρη μικρή ομορφονιά κι εξαφανίσθηκε…

Από τότε η ζωή μου έγινε κόλαση. Τα άλλα γατιά με περιφρονούν ή μου κάνουν πλάκες. Βαριέμαι τις ανθρωπομαζώξεις του σαλονιού, αλλά ντρέπομαι και να κυκλοφορήσω έξω. Τελικά έχω γίνει άξιος απόγονος μιας ευγενούς γάτας Αγκύρας, αφού δεν έχω μούτρα να βγω πια στο πεζοδρόμιο της γειτονιάς.

Προχθές τη νύχτα, μια χαραμάδα ήταν ανοιχτή στη μπαλκονόπορτα.  Βρήκα τη δύναμη και το αποφάσισα. Βγήκα για λίγο να πάρω φρέσκο αέρα.  Ήταν σκοτεινά. Ένοιωσα την αίσθηση της ελευθερίας να με διαπερνά βαθειά μέσα μου, τεντώθηκα και πήρα δυο βαθιές ανάσες.  Ένα λυτρωτικό συναίσθημα με πλημμύρισε, αλλά λίγα δευτερόλεπτα μετά το τέντωμα, επανήλθα στην σκούρα πραγματικότητα.

Ένα απειλητικό άγριο νιαούρισμα έσκισε το βαθύ σκοτάδι. Τρόμαξα πολύ.  Επέστρεψα στην ασφάλεια του σαλονιού, στο παχύ χαλί της αριστοκρατίας, που γνωρίζει τόσες περίτεχνες λέξεις κι εκφράσεις, μα το bullying το αγνοεί, όσο και να κοκορεύεται.

Απλώθηκα φαρδύς-πλατύς εκεί που με βάζει η μαμά, κάτω από το πιάνο.  Θα δουν τι θα τους κάνω εγώ άμα μεγαλώσω. Θα γίνω κι εγώ γάταρος «νταής» και θα δούν τι έχουν να τραβήξουν…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top