Fractal

Διήγημα: “Η ετικέτα”

Της Ευδοκίας Σταυρίδου-Τάλια // *

 

f14

 

 

Αγαπημένη μου Ελισάβετ

Οι μέρες μακριά σου είναι αβάσταχτες

Στο καράβι η ζωή….

 

Το γράμμα έπεσε από τα χέρια της Ελισάβετ ταυτόχρονα με το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της.

Ήταν κάμποσες μέρες τώρα που πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι κι αναζητούσε τα πράγματά της. Μόλις τα έβρισκε, τα έβαζε σε κούτες κι έγραφε απέξω τι περιείχε η κάθε μία. Κάποτε ήρθε το σαλόνι και γέμισε κούτες. Με δυσκολία κατάφερνε να κινείται ανάμεσά τους.

Συχνά κοιτούσε το ημερολόγιο που υπήρχε στον τοίχο για να μετρήσει πόσες μέρες τής απέμεναν. Κάθε μέρα που διέγραφε αγχωνόταν και περισσότερο. Κάθε χτύπος του ρολογιού της υπενθύμιζε την αντίστροφη μέτρηση.

Τις νύχτες δεν κοιμόταν παρά ελάχιστα. Κάθε τόσο θυμόταν κάτι, πεταγόταν απ’ το κρεβάτι και το σημείωνε. Είχε στο κομοδίνο της ένα μπλε τετράδιο με ετικέτα. Εκεί τα σημείωνε όλα. Και όχι μόνο τα σημείωνε αλλά τα ζωγράφιζε κιόλας. Οι σελίδες του τετραδίου ήταν χωρισμένες στα δύο. Το πάνω κομμάτι λευκό και το κάτω με γραμμές. Στη σελίδα που είχε γράψει πιάνο είχε ζωγραφίσει νότες. Τις είχε κάνει χρωματιστές δίχως πεντάγραμμο. Κι εκείνες έμοιαζαν να λικνίζονται σα μικρές, πολύχρωμες πεταλούδες υπακούοντας στη μπαγκέτα του μαέστρου αέρα.

Το χτύπημα του κουδουνιού διέκοψε τη ρουτίνα της. Άλλη μια κούτα ήταν έτοιμη και τοποθετήθηκε δίπλα στις προηγούμενες πριν ανοίξει την πόρτα.

«Καλησπέρα, κυρία Ελισάβετ! Βλέπω ετοιμάζεστε. Ωραία! Βρήκατε διαμέρισμα; Δεκατρείς μέρες έχουν μείνει. Λυπάμαι τόσο πολύ που πρέπει να φύγετε, αλλά ο γιός μου χώρισε και πρέπει να του δώσω το σπίτι».

Η Ελισάβετ δεν άνοιξε το στόμα της. Το διπλό κλείδωμα της πόρτας και ο ήχος του μάνταλου συνόδευσαν τη σπιτονοικοκυρά κατά την έξοδό της.

Κι ύστερα επέστρεψε πάλι στις κούτες της.

Το σημείο που της είχε πέσει το γράμμα δεν το πλησίαζε καθόλου.

Κάποτε στο ημερολόγιο απέμεινε μόνο μία ημέρα.

Το σαλόνι ασφυκτιούσε από τις κούτες που είχαν πια βγει μέχρι και το διάδρομο.

Η Ελισάβετ πηγαινοερχόταν, άνοιγε ντουλάπια, συρτάρια, κι έψαχνε. Μήπως και είχε ξεχάσει κάτι. Ένα κομμάτι ζωής που δεν ήθελε να αφήσει πίσω της. Ύστερα έπαιρνε το τετράδιο με την άγραφη ετικέτα, έλεγχε ό,τι είχε καταγράψει, τα αντιστοίχιζε με τις κούτες και αν κάπου κάτι της έλειπε, το συμπλήρωνε με μια ζωγραφιά.

Στο άκουσμα του κουδουνιού σήκωσε ενοχλημένη το χέρι της προτού ανοίξει.

«Καλησπέρα, κυρία Ελισάβετ! Είσαστε βλέπω έτοιμη για αύριο. Ωραία! Αν χρειαστείτε κάποια βοήθεια να με φωνάξετε. Αλίμονο! Πενήντα τρία χρόνια μένετε σ’ αυτό το σπίτι. Ήμουνα στο δημοτικό όταν ήρθατε και τώρα έχω εγγόνια. Το σπίτι που βρήκατε είναι κοντά;»

Για μία ακόμη φορά η σπιτονοικοκυρά έφυγε χωρίς να ακούσει τη φωνή της Ελισάβετ. Ικανοποιημένη όμως, γιατί όλα ήταν έτοιμα για τη μετακόμιση.

Η Ελισάβετ μπήκε στην κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ένα πιάτο, ένα ποτήρι, ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι.

Έβαλε να βράσει λίγα μακαρόνια. Επιθυμούσε να φάει μια μεγάλη ζουμερή μπριζόλα αλλά τα δόντια της την είχαν εγκαταλείψει από καιρό. Έτσι αρκέστηκε στα μακαρόνια που δεν χρειάζονταν και πολύ μάσημα.

Κάθισε στο τραπέζι, έκανε το σταυρό της και άρχισε να τρώει. Όταν τελείωσε, έπλυνε το πιάτο, το πιρούνι και ό,τι άλλο είχε λερώσει. Τα σκούπισε όλα σχολαστικά και τα μετέφερε στην ανοιχτή κούτα που έγραφε «πιατικά και άλλα».

Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και πήρε από το κομοδίνο το μπλε μισό μισό τετράδιο. Επέστρεψε στο σαλόνι, το άνοιξε και άρχισε σχολαστικά να ταιριάζει κάθε σελίδα με την αντίστοιχη κούτα ή κούτες. Τελειώνοντας γύρισε πάλι στην κρεβατοκάμαρα. Ακούμπησε το τετράδιο στο κομοδίνο, πήρε στα χέρια της το στυλό κι έγραψε την ετικέτα ξεκινώντας από την επάνω γραμμή: Ελισάβετ Πετράκη, και από κάτω: Η ζωή μου

Γύρισε ένα ένα τα φύλλα με προσοχή και φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, που είχε μείνει κενή, έγραψε: Παύλος Κανάκης. Ύστερα αναζήτησε ένα μαύρο μολύβι στο συρτάρι του κομοδίνου και βάλθηκε να σχεδιάσει ένα νυφικό στο πάνω μισό λευκό της σελίδας. Το έκανε όμορφο παρόλο το τρέμουλο του χεριού. Το στόλισε με δαντέλες και μακριά ουρά. Τελειώνοντας, άφησε κάτω το μολύβι και έκλεισε το τετράδιο.

Έκανε μερικά βήματα κατευθυνόμενη προς τη ντουλάπα. Ανοίγοντάς την εμφανίστηκε ένα λευκό νυφικό τυλιγμένο σε διάφανη θήκη. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Μόνο το νυφικό. Τα υπόλοιπα ρούχα της βρίσκονταν ήδη στις κούτες.

 

f14a

 

Το ξεκρέμασε, έκλεισε τη ντουλάπα κι επέστρεψε στο σαλόνι. Το ακούμπησε στην πολυθρόνα και κάθισε στο πιάνο. Τα πλήκτρα μεταμόρφωναν κάθε άγγιγμά των δακτύλων της σε μελωδία.

Έπαιξε κάμποση ώρα κι όταν κουράστηκε, σηκώθηκε, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και πλησίασε την πολυθρόνα που είχε ακουμπήσει το νυφικό. Το έβγαλε από τη θήκη ευλαβικά και το έσφιξε στην αγκαλιά της.

Έσκυψε πήρε από το πάτωμα το γράμμα που είχε μείνει εκεί τόσες μέρες και κάθισε. Σκέπασε το σώμα της με το νυφικό συγκρατώντας το με το ένα χέρι ενώ με το άλλο κράτησε το γράμμα.

 

Αγαπημένη μου Ελισάβετ

Οι μέρες μακριά σου είναι αβάσταχτες…

Στο καράβι η ζωή είναι δύσκολη. Ευτυχώς που είναι μαζί μου ο Γιώργης και λέμε καμιά κουβέντα κάπως να ξεχνιόμαστε. Μας φέρονται άσκημα οι υπόλοιποι, γιατί εκείνοι ξέρουν τη δουλειά και είναι χρόνια στα καράβια. Μας βάζουν και κάνουμε όλες τις βρώμικες δουλειές. Όλα όμως μπορώ να τα αντέξω όταν σκέφτομαι πως μόλις γυρίσω, σε ένα χρόνο, θα έρθω να σε ζητήσω απ’ τον πατέρα σου. Σ’ αγαπάω τόσο πολύ κι η αγάπη αυτή μου δίνει δύναμη να αντέχω. Κάθε που νιώθω να λυγίζω, σε βλέπω να μου χαμογελάς. Τις νύχτες συντροφεύεις τα όνειρά μου. Είμαστε πάντα εκεί! Στην μικρή μας παραλία με τ’ αρμυρίκια. Σου κρατάω το χέρι. Περπατάμε ξυπόλυτοι στην άμμο κι εγώ σκύβω και σου ξεκλέβω ένα φιλί. Βάζεις τα γέλια και τρέχεις μακριά μου τάχα να κρυφτείς πίσω από τους κορμούς των δέντρων. Πόσο λατρεύω το γέλιο σου! Είναι γεμάτο ζωή! Γεμάτο χαρά! Είσαι η ζωή μου! Τώρα όμως πρέπει να σβήσω το κερί και να κοιμηθώ γιατί μας ξυπνάνε μέσα στη νύχτα να πιάσουμε βάρδια. Πόσο θα ήθελα να λάβω ένα σου γράμμα έστω και με δυο λέξεις: Σε σκέφτομαι…

Μην το κάνεις όμως. Φοβάμαι μήπως πέσει σε λάθος χέρια και δεν το θέλω. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να αγγίξει την αγάπη μας. Μόλις πάρω χρήματα, θα πάω να σου αγοράσω το πιο όμορφο νυφικό του κόσμου και θα σου το στείλω! Σου αξίζει, όπως σου αξίζει να σε αγαπούν όλοι γιατί είσαι το πιο όμορφο κι ευγενικό κορίτσι που έχω γνωρίσει! Σ’ αγαπώ Ελισάβετ!

Πάντα δικός σου Παύλος

 

Πρώτα γλίστρησε το γράμμα από το χέρι της και ύστερα το νυφικό.

 

 

* Η Ευδοκία Σταυρίδου Τάλια γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε σκηνοθεσία. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Το πρώτο της μυθιστόρημα είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις Ωκεανός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top