Fractal

Μελέτη: “Εσθιομένη καρδία” Herzmaere – Konrad von Würzburg

Του Στάθη Κομνηνού // *

 

[Αποσπασματική προδημοσίευση στο Fractal της ομώνυμης μελέτης ]

 

Σημείωση : στην σημερινή προδημοσίευση τής μελέτης μου, υπάρχει μια καινοτόμος και πρωτότυπη εισήγηση που αφορά στην εξιχνίαση πτυχών και εκφάνσεων τού οικονομικού φαινομένου, όπως αυτό έχει εξελιχθεί στις μέρες μας. Η εισήγηση αυτή βρίσκεται στην υποσημείωση αρ. 39. Τολμώ να δηλώσω πως η αξία αυτής τής εισήγησης ίσως ξεπερνά κατά πολύ το συναφές μ’ αυτήν παράδειγμα Weber για τις σχέσεις  καπιταλισμού/προτεσταντισμού. Τονίζω, πως όσο κι αν ερεύνησα, δεν συνάντησα κάτι παρόμοιο σε ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΛΙΜΑΚΑ. Το αναφέρω διότι μπορεί κανείς να «ανοίξει» την υποσημείωση (δεν έχω χρόνο εγώ αυτόν τον καιρό), να την εκδιπλώσει και να τη διευρύνει και ακολούθως να εκπονήσει μιαν… «ελληνική»(οικονομικού, και όχι μόνον, ενδιαφέροντος) πρόταση !…  Τα αποσπάσματα αυτής της μελέτης χωρίζονται, στην παρούσα προδημοσίευση στο FRACTAL, από διακεκομμένες γραμμές και κάποιες σχετικές με το θέμα εικόνες. Ευχαριστώ ολόψυχα τον Γιώργο Κόρδη για την ύπαρξη της ζωγραφικής του στην Ελλάδα και τον Κόσμο…

 

es_1

 

 

———————————————————————————-

Οι συγγένειες

Πέρα από το αμιγώς λογοτεχνικό ενδιαφέρον για ένα άγνωστο στην Ελλάδα και αμετάφραστο έργο τής μεσαιωνικής ερωτικής ποίησης, που θεώρησα πως έχει αρκετούς δεσμούς με τη χώρα μας, μπορεί και ανεπίγνωστα για το ίδιο, και που συντάσσεται, κατά ένα τρόπο, με βασικές πολιτισμικές μας συντεταγμένες, οι οποίες σμίλεψαν βαθιά το εθνικό μας σώμα, σκοπός βαθύτερος αυτής τής παρουσίασης τού γερμανού ποιητή είναι η ουσιαστικότερη γνωριμία των δύο λαών. Είμαι σχεδόν αμετακίνητος στη θέση πως η ουσιαστικότερη γνωριμία μεταξύ δύο ετερογενών οντοτήτων (όσο μπορούν να είναι ετερογενείς οι οντότητες που ονομάζονται άνθρωπος, λαός, πολιτισμός…) γίνεται μέσω αυτού που συνηθίζουμε να ονομάζουμε πολιτισμός και πολύ λιγότερο μέσω μιας… χρηματικής κατάθεσης σε κάποια γερμανική τράπεζα, μιας αγοράς ενός Volkswagen, η τής χρήσης παρθένου καλαματιανού ελαιολάδου στο γερμανικό πιάτο. Αν έχει κάποια αξία η ευρωπαϊκή ιδέα, τότε την έχει αποκλειστικά για το λόγο αυτό : την αλληλογνωριμία λαών που μέσα στις τεράστιες και αγεφύρωτες σε πάμπολλα επίπεδα διαφορές, μοιράζονται και συνέχονται από έναν, κατά το μάλλον ή ήττον, κοινό πολιτισμό, και την προσπάθεια συνύπαρξης, ακριβώς βάση τής διαφορετικότητας και τής ανάγκης ενώσεως και διαλόγου μέσα σ’ αυτήν. Οι Βρυξέλλες, εδώ και καιρό, δείχνουν όχι μόνο να το έχουν λησμονήσει αυτό και να παρουσιάζονται ενοχλημένες και στην απλή υπενθύμισή του, αλλά έχουν στρέψει πεισματικά το βλέμμα αλλού, εκεί απ’ όπου δεν έρχεται από το μέλλον η ένωση αλλά η διάσπαση. Άλλωστε, βασική αιτία τής επερχόμενης ευρωπαϊκής κατάρρευσης είναι η καταπάτηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και εθνικών πολιτικών, που κάνει τούς λαούς να ασφυκτιούν κάτω από τις απρόσωπες ντιρεκτίβες ενός αντιδημοκρατικά θεσπισμένου κέντρου αποφάσεων. Η αλληλογνωριμία των λαών οφείλει να είναι και να γίνεται σε βάθος. Γι αυτό και η παρούσα επιλογή. Η ευχή και ο βαθύτερος πόθος μου, στη μικρή ανθολογία που λίγο καιρό πριν εκπόνησα, ήταν η επεξεργασμένη παρουσίαση των χαρακτηριστικών δύο λαών, ώστε να μπορεί σε μια κάποια επιστημονική βάση, και όχι ως συνηθίζεται σε μας φολκλορικά, ευκαιριακά και αεριτζίδικα, να σταθεί μια πολιτισμική διπλωματία. Όπως και λίγο παρακάτω αναφέρω, αν υπάρχει ελπίδα σύστασης σοβαρής εξωτερικής πολιτικής, τότε η τελευταία διέρχεται αποκλειστικά μέσω τής διπλωματίας που μπορεί να «στήσει» ό,τι αποκαλούμε «πολιτισμός». Γνωρίζοντας πώς τρώει, πώς κοιμάται, πώς αγαπά και πώς χτίζει ένας γερμανός, μπορούμε όχι μόνο να τον γνωρίσουμε σε βάθος, αλλά προτάσσοντας, με γνώση πάντα, τα δικά μας «Πώς», να αφομοιώσουμε δημιουργικά οθνεία στοιχεία, να απορρίψουμε άλλα και να αντιδώσουμε, έχοντας τα ξεκάθαρα εκθέσει…, αυτά που εκείνος θα μάς ζητήσει, βλέποντας πως τον ενδιαφέρει καίρια η ενσωμάτωσή τους στο εθνικό του σώμα. Αυτά τα «πώς», αυτές οι συσσωρευμένες τροπικότητες που αυτά, σαφώς, υποδηλώνουν, είναι αυτό που αποκαλούμε πολιτισμό. Πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χρ. Γιανναράς[1] : «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τρόπος τής πόλεως (η κοινή ιεράρχηση των αναγκών, τα κριτήρια ιεράρχησης και η νοηματαδότηση τής πραγματικότητας που διαμορφώνει αυτά τα κριτήρια) είναι και ένας πρώτος ορισμός τής σημασίας τού  πολιτισμού. Ούτε τα κριτήρια ούτε η νοηματοδότηση που προϋποθέτουν έχουν πάντοτε, για όλα τα μέλη ενός συνόλου, την ενάργεια τής συνειδητής επίγνωσης. Αυτή την επίγνωση εκφράζουν και επεξεργάζονται συνήθως οι ταλαντούχοι διανοητές και δημιουργοί  –φιλόσοφοι και καλλιτέχνες. Γι αυτό και επεκράτησε να ταυτίζουμε τον πολιτισμό κυρίως με τα δικά τους έργα. …. Ο πολιτισμός ορίζεται, απλά και ρεαλιστικά, ως ο τρόπος του βίου. Και διαφοροποιείται ο πολιτισμός ανάλογα με τις νοηματοδοτήσεις και τα κριτήρια που διαμορφώνει.» (οι πλαγιογραφήσεις τού συγγραφέα). Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι και για έναν ακόμη λόγο σημαντικές. Αποδεχόμενοι τη «θέση» περί «συνειδητής επίγνωσης», αποδεχόμαστε το «πρωτείον», ας μού επιτραπεί να πω, τής έντεχνης αποτύπωσης τού τρόπου τής πόλεως ως τού πλέον σαφούς παράγοντα φανέρωσης ταυτότητας και συνεπώς, η στόχευσή μας να παρουσιάσουμε ένα μεσαιωνικό καλλιτέχνημα  προσλαμβάνει πλήρη δικαιολόγηση. Οφείλω, όμως, να προσθέσω πως αυτή η έντεχνη αποτύπωση δεν περιορίζεται σε κάποια χαρισματούχα επώνυμα, κατά το λεγόμενο, άτομα, αλλά παρουσιάζεται και ανωνύμως, με κάθε λαϊκή καλλιτεχνική έκφραση που αποτυπώνει συλλογική ταυτότητα, δηλαδή τρόπο βίου, πολιτισμό. Ένα παράδειγμα, που αναφέρεται επίσης σε άλλη σελίδα τού ίδιου βιβλίου[2]. Δεν μπορώ στα στενά πλαίσια αυτού τού σημειώματος να αναπτύξω τη φιλοσοφία τής δυτικής οικονομικής θεωρίας, που εισέρχεται, και ο Weber είναι έξοχος μάρτυς αυτού, στα χωράφια τής… σωτηριολογίας (!) και προσλαμβάνει χαρακτήρα απόλυτης τελεολογίας… Προσωπικά, δεν θα είχα πολλούς ενδοιασμούς να αφήσω απερίφρακτες τις λογής «σωτηριολογίες» και να αποδεχθώ το όντως αυτοδύναμό τους στην προοπτική μιας τελείωσης. Όμως το θέμα δεν είναι εκεί. Η οικονομική σωτηριολογία τής Δύσης με απωθεί και την βρίσκω, σε γενικές γραμμές, απελπιστικά στενή, νευρωτική και αλλοτριωμένη. Γιατί ; Εδώ είναι το θέμα. Διότι, ως Έλληνας, συνηθίζω να κοιτώ τον τόπο μου και τους ανθρώπους του, τις πρακτικές τους…, να στρέφω το βλέμμα στον εαυτό μου και να ενδοσκοπούμαι στο φόντο αυτών και, έπειτα, να διαβάζω Αριστοτέλη και να προβάλλω αυτόν σ’ αυτά και αυτά σ’ αυτόν. Ενδιαφέρει αυτή όλη η κίνηση, με τα στοιχεία που την απαρτίζουν, έναν Γερμανό ή κάποιον Ελβετό ; Πάρα πολύ πιθανόν. Διότι μπορεί όχι μόνο να μπουν σε ένα παιχνίδι διαλόγου και αλληλογνωριμίας απλά, αλλά και να αναθεωρήσουν συστατικά του τρόπου τους. Άλλωστε, η αναθεώρηση δεν είναι κάτι απριορικά κακό και τουλάχιστον εμείς οι Έλληνες έχουμε αποδείξει πολλές φορές πως έχουμε τα κότσια να την επιδιώξουμε και να την αντέξουμε. Αν, λοιπόν, κάποιος Γερμανός θελήσει να ταρακουνήσει την τελεολογία/σωτηριολογία του, που εδράζεται, μονοσήμαντα κάποτε, στην (ιδεοψυχαναγκαστικής χροιάς) εργασία διαβάζοντας… Αριστοτέλη ή παρατηρώντας και συζητώντας με κάποιο κάτοικο τής νεώτερης Ελλάδας, τότε όντως μπορεί να γίνει λόγος και να υπάρξει στέρεη ελπίδα για κάποιον κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Φυσικά, η κίνηση επιρροής μπορεί να γίνει και από αυτόν προς εμάς. Ιδού, τι αναφέρει ο Αριστοτέλης για την εργασία, κοιμίζοντας την ελληνική ματιά στα πράγματα : «…δοκεί τε η ευδαιμονία εν τη σχολή είναι΄ασχολούμεθα γαρ ίνα σχολάζωμεν.»[3] (κάποτε, μάλιστα, τόσο υπερβολικά και αναξιοπρεπώς ώστε να μην ασχολούμεθα καν…Όμως, δεν έχει σημασία αυτό τώρα.). Η ευδαιμονία βρίσκεται στον… ελεύθερο χρόνο (εξαιρετικά σκληρό και ακανθώδες πεδίο που καθρεφτίζει ό,τι είσαι…), όχι στην παραγωγή και την κατανάλωση, που δεν την αποκλείουν, ασφαλώς, ωστόσο δεν τη μονοπωλούν, και αυτό είναι το σπουδαιότερο. Η σωτηριολογία μετατοπίστηκε και εντάχθηκε σε πεδίο διάφορο από εκείνο τής (μανιώδους…) παραγωγής των αναγκαίων. Η τελεολογία τής εργασίας, επίσης. Το κατά κεφαλήν εισόδημα δεν ιεραρχήθηκε ως η πεμπτουσία τού βίου, ούτε ως …υπαρκτική καταξίωση και ολοκλήρωση τού υποκειμένου. Η αχαλίνωτη και αποκλειστική μέριμνα για υλικό πλουτισμό μπορεί, κάλλιστα, να ελεεινολογηθεί με βάση τέτοιες θεάσεις τού βίου. Η πρόταση προβλήθηκε και είναι έτοιμη προς βρώση για όλους. Την αποδέχονται ;Την ενστερνίζονται; Όπως και να έχει το κέρδος είναι ένα, και είναι σπουδαίο : εκφράστηκε και εκτέθηκε ιδιαιτερότητα, ιδιοπροσωπία, ιθαγένεια, ταυτότητα. Τα μεγέθη επρόβαλαν την ιδιοσυστασία τους και κάθε περαιτέρω διάλογος για μια κοινή πορεία, έστω και μέσα στις αντιθέσεις, εντός τής διαφορετικότητας είναι εφικτή και ρεαλιστική. Στην αντίθετη απ’ αυτήν περίπτωση, ποριζόμαστε από τη μια τον πίθηκο, από την άλλη τον αυτιστικό, και από την τρίτη το ιμπεριαλιστικό φασιστοειδές. Πάντως, ο σκοπός αυτής εδώ τη λογοτεχνικής γνωριμίας στοχεύει ακριβώς σ’ αυτή τη ρεαλιστικότητα της επικοινωνίας/σχέσεως μέσα, ακόμη, και από τις αντιθέσεις, τις διαφορές και τούς αλλότριους τρόπους τού βίου, τους διαφορετικούς πολιτισμούς.

 

es_2

 

Στη μικρή ανθολογία[4] που εκπόνησα για τη μεσαιωνική γερμανική ερωτική ποίηση, πρόταξα τού κειμένου ένα ερώτημα που  είχε θέσει κάποτε ο Walther von der Vogelweide : Saget mir ieman, waz ist minne ? (Ποιος θα μου πει τι είναι η αγάπη ;).Αυτός, υπενθυμίζω, είναι και ο κυριαρχικός άξονας που γύρω του περιστρέφεται η μεσαιωνική γερμανική ποίηση των τροβαδούρων, αλλά που, επίσης, είναι το κυρίαρχο ερώτημα και σε άλλες εθνικές λογοτεχνίες τής εποχής. Στην ίδια ανθολογία είχα εκφράσει την ευχή να υπάρξει μια συγκριτική μελέτη τής δικής μας παραγωγής εκείνων, πάνω-κάτω, των χρόνων με την αντίστοιχη γερμανική, μ’ αυτά τα λόγια : «Σε σχέση με τους αιώνες αυτούς, όπου μορφοποιείται η γερμανόφωνη ποίηση, θα ήταν καλό και ενδιαφέρον να επιχειρούσαμε μια σύγκριση, μια παραβολή, με την ελληνική ποιητική παραγωγή εκείνων των χρόνων.». Δυστυχώς, δεν υπάρχει ο χρόνος ώστε να μπω σ’ αυτό το ερευνητικό ταξίδι. Είμαι ήδη επιβάτης σε άλλα. Κρατώ την ελπίδα μου για το μέλλον. Ωστόσο, κάποιες νύξεις μπορώ να δώσω, και ελπίζω να βρεθούν συνοδοιπόροι στην ουσιαστική γνωριμία των λαών, που με τις μελέτες αυτές επιχειρώ, ώστε να αναλάβουν κι αυτοί μέρος των βαρών από τις θαλασσοπορείες.

Στο μεσαιωνικό ποιητικό (3841 ανομοιοκατάληκτοι στίχοι)[5] μυθιστόρημα, που φέρει τον τίτλο «Λύβιστρος και Ροδάμνη», υπάρχει ένας αφηγητής, όπως ακριβώς στο Herzmære τού Konrad von Würzburg, που εδώ μεταφράζουμε. Είναι ο Κλειτοβός. Στη στιχομυθία που έχει με τον πρωταγωνιστή, δέχεται την δήλωση απ’ αυτόν ότι «Δεν εγνώριζε τι είνε έρως΄αλλά φονεύσας ποτέ εν τω κυνηγίω τρυγόνα, είδε και την σύντροφον αυτής εκ λύπης διά την απώλειαν τού συντρόφου πίπτουσαν προ των ποδών το νεκράν. Εκ τούτου κατέμαθεν ο Λύβιστρος την δύναμιν τού έρωτος», όπως μάς λέει ο Κρουμβάχερ[6]. Παρακάτω, μαθαίνει κι άλλα για το μεγάλο ερώτημα. Μέσα σε όνειρο όμως. Με τα λόγια και πάλι τού Κρουμβάχερ[7] «…η Αγάπη και ο Πόθος οδηγούσιν αυτόν εις το ιερόν τού Έρωτος, όπου δύο γυναίκες, η Δικαιοσύνη και η Αλήθεια, διδάσκουσιν αυτόν τα κατά τον έρωτα.». Μαζί μ’ όλα αυτά, και λες για να γίνει η εμπλοκή επισημότερη, έχουμε την εμφάνιση ενός βασιλιά, τού …Βερδερίχου, που ζητά το χέρι τής Ροδάμνης. Ασφαλώς το όνομα δεν είναι άλλο από το κοινότατο γερμανικό όνομα Friedrich, που πήρε αυτή την εξελληνισμένη μορφή του, όπως ορθότατα επισημαίνει και ο ίδιος ο Κρουμβάχερ[8]. Οι πολιτισμικές επαφές, όπως είναι προφανές, υπάρχουν κραταιές και πάνω σ’ αυτές και μόνο μπορεί να συσταθεί αλληλογνωριμία και προοπτική ουσιώδους σχέσης. Ακριβώς σε αντίθεση με ό,τι πράττει η πτωχοτραπεζοκρατία[9] κάποια χρόνια τώρα, ή η νεφελοτραπεζοκρατία (όπως εγώ αρέσκομαι να την αποκαλώ λόγω, από τη μια, ανύπαρκτου ιδιωτικού χρήματος, αέρα κοπανιστού δηλαδή, και τζογαρίσματος έως εβδόμου ουρανού, από την άλλη…) πριν τη μεγάλη κρίση τού 2008, στην ευρωπαϊκή «ένωση» (εξόφθαλμος ευφημισμός), που νομίζει ή …επιδιώκει να «νομίζει», ως κλινικώς μωρά και ανόητη, ότι η ένωση είναι πρωτίστως οικονομική (ευφημισμός αντί τού ρεαλιστικώς ορθού : νεοαποικιοκρατία δια των μεταμφιέσεων…) και όχι πολιτική ή θεσμική ή ακόμη-ακόμη πολιτισμική. Πολιτισμική, ναι, διότι ΕΞ ΑΥΤΟΥ το ΠΑΝ. Αλλά προσοχή : με διατήρηση των διαφορών και τής ιδιοπροσωπίας (γι αυτό το λόγο, άλλωστε, εκπονείται η παρούσα μελέτη…) και ανάπτυξη αδιάκοπου διαλόγου για τις βαθύτατες διαφορές που χωρίζουν τούς ευρωπαϊκούς λαούς.

 

es_3

 

Είναι πολύ σημαντικό το γνωσιοθεωρητικό μοτίβο που, για μια ακόμη φορά, προβάλλεται εδώ : δεν μαθαίνει κανείς τον Έρωτα, την Αγάπη, ει μη δια θανάτου ! Αυτό είναι μεν κάτι που διατρέχει όλη τη  μεσαιωνική ερωτική λογοτεχνία, αλλά που το βεληνεκές του ξεκινά από πάρα πολύ πίσω και φτάνει πολύ μπροστά, έως τις μέρες μας[10]. Είναι μια γνωσιοθεωρητική πρόταση, που θεμελιώνει, επισήμως…, η εμφάνιση τού Χριστιανισμού. Και σε σχέση με τον τελευταίο δεν πρέπει να λησμονούμε πως η μεσαιωνική ερωτική ποίηση επιθυμεί συχνότατα να προσδώσει θεολογικό άνοιγμα και κρηπίδωση στα πεπραγμένα της. Επισημαίνω ότι πλην τού γερμανικού ονόματος στο ελληνικό ποιητικό μυθιστόρημα, πράγμα που αποτελεί μια πρώτη ένδειξη επαφών…, έχουμε την εικόνα τής τρυγόνας από τη μια, που δίδεται και από τον Konrad (βλ. στιχ. 249-250 : «Σαν τ’ άκακο τρυγόνι/ Άρχισε να ζει,» ), από την άλλη το κεφαλαίο Άλφα στο ουσιαστικό Αγάπη (και όχι μόνον…), που εμφανίζεται και στο τέλος τού έργου του (βλ. στιχ. 537 : «τής Βασίλισσας Αγάπης, τής Κυράς», και στιχ. 552-553:«Η βασίλισσα Αγάπη, η Κυρά, κανένα τίμημα υψηλό./ Ποτέ Της άλλοτε η Αγάπη  του/…», και που στο γερμανικό αποδίδεται με τους όρους “frou Minne”, και, πρωτίστως, το ίδιο το γεγονός τού θανάτου, που μαρτυρεί κοινή θέαση στο ερωτικό γεγονός. Θάνατο τού ιππότη από ανυπότακτη λύπη και αχαλιναγώγητο πόθο και θάνατο τής δέσποινάς του από την ίδια αιτία, όταν αυτή μαθαίνει το χαμό του. Φυσικά, θα πρέπει να επισημάνει κανείς την πτυχή εκείνη τού θανάτου, που αποκαλώ ζωντανό θάνατο : τον χωρισμό, την απόσταση, την απομάκρυνση. Μέσα στο ζωντανό αυτό θάνατο περνά τις μέρες του το ερωτευμένο ζευγάρι και βιώνει την αγάπη και την αφοσίωση τού ενός προς τον άλλον, με τον πλέον… σφριγηλό τρόπο. Είναι αξιοπρόσεχτο αυτό το κεφαλαίο άλφα τής Αγάπης, καθώς μαρτυρεί …ΣΩΜΑ, δηλαδή αντικειμενικότητα, δηλαδή Τόπο. Νιώθει κανείς, και αυτό είναι εξεχόντως σημαντικό, ότι δεν θα ήταν σωστό να μιλήσει πια κανείς για απλά… συναισθήματα, για το συναίσθημα τής Αγάπης, αλλά για έναν Τόπο αυτής, που αναζητείται. Αυτό το σημείο δένει με τρόπο ιλιγγιώδη και απρόβλεπτο τις δύο πνευματικές παραδόσεις : ελληνική και γερμανική. Και λέω απρόβλεπτο, διότι από τη μια η ελληνική (ορθόδοξη) θεολογία έχει υπογραμμίσει αυτή τη διάσταση στο θέμα, και μάλιστα τη θεωρεί ακρογωνιαίο λιθάρι τού χριστιανικού οικοδομήματος (με άλλα λόγια : 1. Ο Θεός είναι αγάπη 2. Ο Θεός είναι πρόσωπο 3. Άρα η Αγάπη είναι Πρόσωπο, δηλ. Τόπος !…)[11], και από την άλλη έρχεται η, δήθεν άσχετη με τα θεολογικά, Ποίηση και δηλώνει παρόμοιες θεάσεις τού ερωτικού γεγονότος. Σχετικά με την προσωπική διάσταση τής Αγάπης και την τοπικότητά της, που πλέον ξεφεύγει εμφανώς από τα πλαίσια τής ψυχολογίας και των συναισθημάτων, όπως έχει συνηθίσει άκοπα και ανώδυνα να την εντάσσει κανείς, θα κάνουμε λόγο παρακάτω, όπως επίσης θα επεκταθούμε λίγο περισσότερο και στη γνωσιοθεωρωτική πρόταση τής γνώσης/γνωριμίας τής Αγάπης δια θανάτου. Αυτό που επιδιώκεται εδώ είναι ο εντοπισμός κοινών σημείων μεταξύ δύο πολιτισμικών παραδόσεων και νομίζω πως η παραπάνω παραβολή, έστω και κατά ένα τρόπο σχηματική, είναι αρκούντως ενδεικτική.      

 

es_4

 

Ωστόσο, για να ξαναγυρίσουμε στην αρχή αυτής τής παραγράφου, ο Κρουμβάχερ κάνει μια σημαντική δήλωση που θα πρέπει να μάς προβληματίσει δημιουργικά. Εννοώ, πως οι επίδοξοι ερευνητές θα πρέπει να … αποδείξουν τον ισχυρισμό και τη θέση Κρουμβάχερ και, ακολούθως, τα πορίσματά τους να χρησιμεύσουν στον διάλογο των δύο λαών και στην ανάπτυξη, πάνω στη βάση αυτής τής θέσης, τής όποιας πολιτισμικής μας διπλωματίας. Δυστυχώς, και πρέπει να το τονίσω αυτό μια και αναφέρομαι σε  πολιτισμική διπλωματία, ξεχνούν τα αμαθή παιδάρια τής πολιτικής (άκρατος ευφημισμός στις μέρες μας) ότι οι παραδοσιακοί πρωτεργάτες τής διπλωματίας δεν είναι οι πολιτικοί, αλλά οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, που πάνω στους ιδρώτες τους χτίζει (αν χτίζει…) η πολιτική. Μια μεγάλη, κατά την ιστορική παράδοση, μαζικού χαρακτήρα απόδειξη : η, κατά τον πανέμορφο θρύλο, επίσκεψη των ρώσων τού Βλαδιμήρου στην Αγία Σοφία, και η προτίμηση, δια τού ΚΑΛΛΟΥΣ, τής ορθοδοξίας (πώς, έπειτα, να μη σωτηριολογεί περί Κάλλους ο Ντοστογιέφσκι ;…). Είναι αυτός ο δεσμός, που σμιλεύεται αρχικά δια τής Τέχνης, με το «ξανθόν γένος», ο οποίος φτάνει μέχρι τον Κατσώνη, τον Καποδίστρια, τη φιλική Εταιρεία, το Ναυαρίνο, τους ρωσοτουρκικούς πολέμους και τη συνθήκη τής Αδριανουπόλεως με το δέκατο άρθρο της. Η δήλωση: «…αμφότερα τα μυθιστορήματα είναι μ ι κ τ ά προϊόντα φραγκικού και ανατολικού πολιτισμού΄αμφότερα εγεννήθησαν εις εκείνας τας χώρας τού βυζαντηνού κράτους, αίτινες δια τής φραγκικής κατακτήσεως εγνώρισαν καλώς τα δυτικά έθνη΄άλλ’ όμως δεν είνε εντελώς όμοιοι οι κοινοί ούτοι παράγοντες.»[12](η αραιογράφηση τού συγγραφέα. Κρατώ πάντα την ορθογραφία τού κειμένου.). Η φραγκική κατάκτηση, θυμίζω, έλαβε χώρα, επισήμως[13]…, το 1204. Ο Konrad von Würzburg γεννιέται το 1225. Και ο γερμανός Κρουμβάχερ κάνει λόγο, στο παραπάνω χωρίο, για ιστορική πρωτοκαθεδρία των ελλήνων[14].

Πριν φύγω οριστικά από την παραβολή/αντιβολή «Λύβιστρος και Ροδάμνη» και Herzmære, οφείλω να επισημάνω άλλον έναν κοινό τόπο, που, επιπροσθέτως, συνιστά άξονα τής ερωτικής μεσαιωνικής ποίησης. Σχετικά μ’ αυτόν θα επεκταθώ παρακάτω. Είναι το ζήτημα τής άσκησης και τής ασκητείας. Ο έρωτας, η αγάπη, συντελείται με τα όπλα τους. Η επίτευξή της συνιστά άθλο, κατόρθωμα. Και είναι, άλλωστε, φυσικό μια που αν η Αγάπη είναι Τόπος και Πρόσωπο, απαιτεί εκστατικότητα, δηλαδή κίνηση-προς και συνάντηση, και είναι πασίγνωστο πως ούτε το ένα ούτε και το άλλο είναι εύκολα πράγματα. Όλα θα ηταν πολύ πιο εύκολα αν περιορίζαμε την αγάπη στα όρια τού συναισθήματος. Έτσι, κατά ένα τρόπο, θα μπορούσαμε κάπως να την… ελέγξουμε. Όμως, αν την τοποθετήσουμε… «αντικειμενικά», τότε οι δυσκολίες γίνονται μέγιστες, μια που τα «αντικείμενα» υπάρχουν για να μάς αντιστέκονται, εκ φύσεως, μανιωδώς. Και πάνω στην αντίσταση εμείς δοκιμάζουμε τα μέταλλα που οι ίδιοι είμαστε. Η μεσαιωνική θέαση για τον έρωτα είναι αθλοθετική. Αγωνιστική. Ιπποτική, δηλαδή. Και αν έτσι, τότε ακραιφνώς… επιστημονική. Κανείς δεν αγωνίζεται όπως τύχει. Ούτε και περιμένει βραβεία γυμναζόμενος με επιπολαιότητα και ασυγχώρητο ερασιτεχνισμό. Έχει, για μια ακόμη φορά, δίκιο ο Κρουμβάχερ όταν λέει πως «Ιδίως δε ακριβούς επεξεργασίας έτυχον πάντα τα ε ρ ω τ ι κ ά  π ρ ά γ μ α τα.»[15],(η αραιογράφηση τού συγγραφέα). Ιδού, λοιπόν, πως χαρακτηρίζεται στον «Λύβιστρο» (στιχ. 1, 5, 19) ο ερωτευμένος : «Ερωτοπαιδευμένος». Ο Κρουμβάχερ, πολύ εύστοχα, επιχειρεί και μια …ελληνογερμανική σύνδεση : «Τού ερωτευμένου το έργον κατήντησεν, όπως και εις την ποίησιν των τροβαδούρων και των Γερμανών τραγουδιστών τού έρωτος, αληθής γυμνασία…»[16], (η πλαγιογράφηση και η παχυγραφία δικές μου). Οι στίχοι που πρεσβεύουν μιαν ίδια αντίληψη στο μεταφραζόμενο έργο μας είναι ενδεικτικά ο πρόλογος, στιχ. 1-29, όπου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε :

 

…Πως καθένας που το πόδι του

Βάζει στο μονοπάτι τής αγάπης

Συχνά πρέπει πρωτύτερα ν’ ακούσει

Τι έχει κανείς να διηγηθεί και τι να εξυμνήσει

Για τους μεγάλους έρωτες

Τί τούς συνέβει

Και πώς τούς έζησαν αυτοί που κοιταχτήκαν

Με τής αγάπης τους τα μάτια.

Αφού αναμφίβολη είναι αλήθεια :

Όποιος ακούει διηγήσεις τής αγάπης                                                       

Είτε συχνά γι αυτήν διαβάζει,

Μπορεί κι ο ίδιος πιο καλά σ’ αυτήνε να δοθεί…

 

αλλά και ο επίλογος, η αρχή και το τέλος, δηλαδή, τού Herzmære :

 

Δεν έχω πια κάτι άλλο να σάς πω.                                                              

Καθείς, που φρόνημα έχει υψηλό

Κι ευχαρίστως πράττει το καλύτερο,

Πρέπει, αυτό που μόλις τώρα άκουσε,

Να το υιοθετήσει σαν να ’τανε δικό του.

 

es_5

 

Ό,τι οι ασχολούμενοι γερμανοί μελετητές αποκαλούν Beständigkeit, σταθερότητα, επιμονή, με άλλα λόγια : γυμνασία, ασκητική,  εντοπίζεται, επίσης, και από τον Κρουμβάχερ, που θεωρεί πως στον «Λύβιστρο», αλλά και στον Βέλθανδρο, η ιδέα είναι, για άλλη μια φορά, κοινή : «η απόκτησις τής ερωμένης δια καρτεροψυχίας και ανδρείας[17] (οι πλαγιογραφήσεις δικές μου). Ενδεικτικές λεπτομέρειες, τέλος, τού διαλόγου των δύο πολιτισμικών παραδόσεων εντοπίζουμε στη χρήση λέξεων (και συνηθειών…) όπως γεράκι (Λύβιστρος, στιχ. 38, 95, 123, 126)[18], αντί για φαλκώνι (Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, στιχ. 791), όπου και η φερόμενη φραγκική[19] (;) συνήθεια κυνηγιού των γερακιών αναφέρεται από τον Konrad στη συνάντηση συζύγου-υπηρέτη, στιχ.355.

 

es_6

 

Άλλα ελληνικά ποιητικά ερωτικά μυθιστορήματα που ο μελετητής μπορεί να στήσει πάνω τους τον καμβά των διαπολιτισμικών σχέσεών μας με τη δυτική Ευρώπη εν γένει είναι το «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα» (το οποίο βρίσκεται σε διάλογο με την προβηγκιανή ποίηση, ως κρίνω), που αξιοσημείωτο είναι, όπως για μια ακόμη φορά αναφέρει ο Κρουμβάχερ, ότι «η θυγάτηρ και η αμφίπολος τού Φράγκου βασιλέως φέρουσιν ελληνικά ονόματα, ο δε βασιλεύς των Ρωμαίων και οι υιοί του φραγκικά.»[20]. Ο καμβάς αυτός είναι έγκοπος. Εννοώ πως το έργο τής εξακρίβωσης κάποιας ιθαγένειας στα λογοτεχνικά προϊόντα τής εποχής είναι έργο δύσκολο και πολλές φορές αδιέξοδο. Ο Κρουμβάχερ το επισημαίνει αυτό και δηλώνει, συχνά μάλιστα, πως δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί ποιος επηρέασε πρώτος ποιον[21]. Το «Φλώριος και Πλατζιαφλώρα», ένας ακόμη πολιτισμικός διάλογος με την προβηγκία και πολύ πιθανόν και με την Ιταλία. Επίσης, το «Ημπέριος και Μαργαρώνα», για άλλη μια φορά ένας προβηγκιανός πολιτισμικός διάλογος. Ακόμη, το «πρέσβυς ιππότης» και το εξαιρετικό «Τα κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην», όπου μαζί με αρκετά ακόμη στήνουν, πολύ πιο πριν  από τον Walpole, έναν μυθιστορηματικό κώδικα, φωτεινής καταγωγής, ωστόσο, και προορισμού (μιλώ για τον έρωτα…), όπου υπάρχει το ερωτόκαστρο, ο δράκων, το δρακοντόκαστρο, γρύπες, παγώνια και άλλα πτηνά (μάλιστα κάποτε αυτόματα πτηνά…), ο μυστηριώδης, κάποτε, κήπος και πολλά άλλα που συστηματοποίησε, βλέποντας προς άλλη, φυσικά, κατεύθυνση, το λεγόμενο γοτθικό μυθιστόρημα κατά τον… 18ο αιώνα. Επίσης, η «Αχιλληίς», που κάνει συχνή μνεία φράγκικων ηθών. Και ας μη ξεχνούμε, ο Konrad von Würzburg γράφει, όπως παραπάνω σημειώσαμε, τον… «Τρωικό Πόλεμο» (Der Trojanerkrieg) με 40.000 στίχους, τη στιγμή που συνυπάρχει,στα χρονικά πλαίσια τού Μεσαίωνα πάνω-κάτω, ομότιλο ελληνικό μυθιστόρημα, το «Πόλεμος τής Τρωάδος», που αντλεί κατεξοχήν από φραγκικές πηγές. Ακόμη, η «Ιλιάς» τού Ερμονιακού, που σε αντίθεση με τον «Πόλεμο τη Τρωάδας», αντλεί κατεξοχήν από ελληνικές πηγές, αν και θολές, όπως σημειώνει ο Κρουμβάχερ[22].  Βεβαίως, ακόμη, τα «Ροδιακά» ερωτικά άσματα, που λέξεις τους χρησιμοποίησα, μια-δυό φορές, στην μετάφρασή μου τού έργου τού Konrad von Würzburg (βλ. στιχ. 196 και 271), και αρκετά άλλα.

 

es_7

 

Είναι ξεκάθαρο, νομίζω πως ο ερευνητής που θα θελήσει να διεξαγάγει επιστημονικούς εντοπισμούς για τις πολιτισμικές σχέσεις και αντιδόσεις τού ελληνισμού με τη δυτική Ευρώπη, μέσα στα πλαίσια τής μεσαιωνικής λογοτεχνικής παραγωγής, δεν θα ζημιωθεί. Η λογοτεχνική αυτή παραγωγή και σχέση δεν παραμένει,  αποκλειστικά, στους χώρους τής φιλολογίας. Το υπόβαθρό της είναι  αυτό που βαθύτερα ενδιαφέρει, κι αυτό μαρτυρεί ή όχι για ευρύτερα κοσμοείδωλα και κοινωνικοπολιτικές δομές, που πάνω τους θα μπορούσε να στηθεί με αξιώσεις ένας σχεδιασμός Κοινής Συνύπαρξης, και όχι απλά κάποιας ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης (ένας ακόμη κραυγαλέος ευφημισμός)… Οι διαφορές και οι αντιθέσεις, στα πλαίσια ενός τέτοιου σχεδιασμού και μιάς τέτοιας θέασης, που σέβεται τη διαφορετικότητα και συνομιλεί μαζί της, έχει προοπτική και μέλλον. Όπως πάντα, άλλωστε, ο πολιτισμός. Ο αντίποδας αυτού, ο επιπόλαιος, νηπιαγωγικός και ευκαιριακός πανοικονομισμός, ως σχεδιασμός…κοινού (!) μέλλοντος μπορεί μοναχά για ένα πράγμα να είναι απολύτως βέβαιος : για την οσονούπω κατάρρευσή του.

 

es_8

 

Η σχηματική μεν αλλά ενδεικτική, θέλω να πιστεύω, παραβολή που επιχείρησα, μεταξύ τού έργου που εδώ μεταφράζω και τού ελληνικού «Λύβιστρου», συνιστά καλό και γόνιμο παράδειγμα δημιουργικής αντιμετώπισης τού φαινομένου. Ο Κρουμβάχερ[23] σχηματίζει μια γοητευτική θεωρία που επιζητεί, νομίζω, την επιβεβαίωση ή την απόρριψή της. Πιστεύει πως ναι μεν η  ρομαντική διασκευή αρχαίων μυθιστορηματικών υποθέσεων βρήκε γονιμότερο έδαφος στη Δύση απ’ ότι στο Βυζάντιο, αλλά σπεύδει να τονίσει δύο πράγματα : α) πως το Βυζάντιο επικοινωνούσε απευθείας με τα πρωτότυπα, που «ένεκα των φιλολογικών των μελετών και τής εκπαιδεύσεώς των εγνώριζαν τόσον καλώς τα πρωτότυπα, ώστε εκ τούτου επί πολύ παρεμποδίσθη η επί το δημωδέστερον και κατά το σύγχρονον πνεύμα διασκευή των αρχαίων μύθων»[24] !!!, και β) θεωρεί πως «τα ουσιωδέστατα στοιχεία αυτής (της ρομαντικής διασκευής…) ευρίσκονται αληθώς ήδη εις τα ελληνικά συγγράμματα…». Συνεπώς, από τη μια η μειονεκτική και θρηνολογούμενη πολιτισμική μας «υπανάπτυξη» θεωρείται όχι μόνο ανύπαρκτη από τον γερμανό ερευνητή, αλλά και δηλώνεται, αντ’ αυτής, η υψηλή παιδεία των … σκοταδιστών (!) βυζαντινών και, από την άλλη, ο δανεισμός, για μια ακόμη φορά, χρεώνει, όπως πάλι ο ίδιος ερευνητής αναφέρει, τη δυτική, κυρίως, πλευρά… Ασφαλώς, τα δάνεια μπορούν, κάλλιστα και πολύ εύκολα, να μετατραπούν σε αντιδάνεια. Και μάλιστα σε γοητευτικά. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι είναι απαραίτητη η εμβάθυνση στα επιμέρους στοιχεία, ώστε να φανεί, όσο πιο καθαρά γίνεται, όχι μόνο τι δίνει ποιος και πως, ενδεχομένως κάνει λόγο γι αυτό…, αλλά, επιτέλους, και τι παίρνει ως ξένο, το οποίο ενσωματώνει στα ημέτερα.

 

es_9

 

Είναι πάντα καλό, νομίζω, να γνωρίζει κανείς πως αυτό που δανείζεται είναι όντως ξένο, από το να τρέφει αυταπάτες πως είναι, ενώ στην πραγματικότητα δανείζεται από τον εαυτό του. Ίσως, στη δεύτερη περίπτωση, ο δανεισμός να είναι όχι μόνο βαρύτερος και… απεχθέστερος, αλλά, το κυριότερο, αλλοιωτικός μιας ιθαγένειας και καταπιεστικός για την απρόσκοπτη ανάπτυξή της. Μια γνώση ταυτότητας και μια σύγκρισή της με οιαδήποτε άλλη, μπορεί να  οδηγήσει, με όση ασφάλεια είναι δυνατόν, σε αποτιμήσεις που διασώζουν όχι μόνο αυτοεκτίμηση και αξιοπρέπεια, αλλά και θεμελιώνουν γηγενή πολιτισμικό βίο, έτοιμο να διαλεχθεί με το έτερον, ακριβώς χάρη στη διαφορετικότητά του αυτή και στην επίγνωση αυτής τής διαφορετικότητας. Άλλωστε, αυτό και μόνο επιζητεί κάθε έτερον : τη διαφορετικότητα για να συνομιλήσει μαζί της και όχι το αντιγραφικό κακέκτυπο, όπως συνηθίζει τα τελευταία 200 χρόνια να κάνει, πιθηκίζοντας, η Ελλάς. Εννοώ πως, μπορεί κανείς να εκτιμά τον Arthur Conan Doyle ή την Agatha Christie, παραδείγματος χάριν, αλλά θα πρέπει και να επισημάνει ότι ένα έξοχο… αστυνομικό…μυθιστόρημα υπάρχει στον Οιδίποδα τύραννο, περίπου 2.500 χρόνια πριν απ’ αυτούς. Αλλιώς, όπως βγαίνει στη συνάντηση με το έτερον (και βλέπε εδώ το φύραμα τής ελληνικής πολιτικής σκηνής…), έτσι και ξαναμπαίνει : καρπαζοεισπράχτορας.    

 

es_10

 

——————————————————————————-

 

Στον αντίποδα αυτής τής αίσθησης μιας εγγενούς στον άνθρωπο ολιστικής θέασης των πραγμάτων, η σύγχρονη ενικότητα των ενδιαφερόντων. Η απολυταρχικού χαρακτήρα, συχνότατα, μονομέρεια τής θέασης και τής πράξης. Πλήξαμε πια αφόρητα από τον ποιητή που δεν ενδιαφέρεται για το οντολογικό, ας πούμε, ερώτημα και για την ακροβατική θεολογία τής Χαλκηδόνας, το ζωγράφο που μυωπικά αποστέργει να ενδιαφερθεί για την ποίηση, το μυθιστόρημα ή τούς πολιτικούς θεσμούς, το μουσικό που έχει κατασιγάσει μέσα του και τον παραμικρό ήχο ενδιαφέροντος για το θέατρο, τη φιλοσοφία ή την οικονομία. Πέρα από άγνοια και, ενδεχομένως, έλλειψη παιδείας, όλα αυτά μαρτυρούν για μια ανθρωπολογική στένωση, μια νοητική και καρδιακή συρρίκνωση, ένα περιορισμό τού φυσικού ανθρώπινου εύρους, κι αυτό είναι που προβληματίζει βαθιά… Μιλώ, έχοντας κατά νου ένα Δέον για όλα αυτά. Η κατηγορία τού Δέοντος δεν απολείπει, θαρρώ, από την καθολική ματιά. Ο άνθρωπος οφείλει να πιέσει, κάποτε, τον εαυτό του να βηματίσει προς το εύρος, έστω κι αν δεν νιώθει επιτακτική αυτή την ανάγκη μέσα του. Είναι ένα Καθήκον, και ξέρω πως ούτε και η λέξη είναι αρεστή στα σύγχρονα αυτιά, ούτε και ό,τι αυτή υποδηλώνει. Οι ανηφόρες, άλλωστε, τείνουν να καταργηθούν μετά μανίας στον 21ο αιώνα.

 

es_11

 

——————————————————————————

….διότι αποσκοπεί και ελπίζει να χτυπήσει μια φλέβα που να ακουμπά σε κάτι αρχετυπικό, κάτι πρωτογενές, με άλλα λόγια, κάτι πρωταρχικό. Κάτι ανθρώπινα ολιστικό. Κάτι που να  αφορά σε μιαν ανθρωπολογικήν αμεσότητα και όχι απλά σε μιαν σεχταριστική (αυτάρεσκη;) καλλιτεχνική δημιουργία. Ασφυκτιά στην αποκλειστική δυναμική ενός καλλιτεχνικού αισθήματος ή εικόνας και στα στενά πλαίσια ενός απλού, όσο κι αν είναι ωραίου και υψηλού, καλλιτεχνικού συμβάντος. Αυτά πια λείπουν επισήμως. Οι τάσεις αυτές καταδιώκονται ανηλεώς και με κάθε μέσο, εντός και εκτός των χώρων τής τέχνης. Από «καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων» και μη. Ηχούν στ’ αυτιά των ανθρώπων τού αιώνα μου οπισθοδρομικές, αναχρονιστικές, παρωχημένες, περιφρονητέες. Οι ίδιοι, ως καλλιτέχνες πρωτοποριακοί και ρηξικέλευθοι, δεν θα καταδέχονταν ποτέ να ασχοληθούν με τα φιλοκαλικά, ας πούμε, κείμενα, τις αρεοπαγιτικές συγγραφές, τη φιλοσοφία τού Παρμενίδη, τις θεολογικές πραγματείες τού Καντακουζηνού και τα ιστορικά συγγράμματα τού Γεωργίου Ακροπολίτη, φερ’ειπείν, και τού Γεωργίου μοναχού. Ένας Έλληνας (και τώρα πια όχι μόνον…, λόγω τής παγκοσμιοποίησης των παρωπίδων, ως θεμέλιου λίθου τής πλέον εγγυημένης πρωτοπορίας…) που ζωγραφίζει στο Βερολίνο ή το Παρίσι, δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να διαβάσει Άννα Κομνηνή ή Λαόνικο Χαλκοκονδύλη. Μπορεί να τύχει να τού πέσει στο δρόμο του μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών, όμως δεν θα την αναζητήσει. Τί σχέση μπορεί να έχει μαζί του, με την τέχνη του, η βιογραφία τού Αραβαντινού για τον Αλή Πασά ;… Προς Θεού, καμία ! Άπαγε !

Θα πει κανείς : ναι, αλλά ο μεσαιωνικός μας τροβαδούρος ήταν υποχρεωμένος να σκεφτεί έτσι, διότι το κοινωνικό περιβάλλον, που μέσα του αυτός δρούσε και εκφραζόταν, δεχόταν την ποδηγέτηση τής εκκλησίας σε κάθε πτυχή του και η χειραφέτηση δεν είχε επέλθει ακόμη. Αλήθεια ; Τότε γιατί οφείλει να γράψει εκείνα τα «ακατανόητα» “Datta. Dayadhvam. Damyata. Shantih shantih shantih”[25], ο T.S.Eliot στη Waste Land, το 1922, και να μπει στην άχαρη διαδικασία να υπομνηματίσει κιόλας το ποίημα, προσφέροντας πέντε σελίδες επιβαρυντικών και δεσμευτικών, από τη μια μεριά τουλάχιστον αν το δει κανείς, για την ποιητική ανάγνωση υποσημειώσεων ; Υποσημειώσεων που, …με φρόνημα αναγεννησιακό…, περιλαμβάνουν από Ιεζεκιήλ και Εκκλησιαστή, Τριστάνο και Ιζόλδη (τού, και στο μελέτημα αυτό, μνημονευόμενου μεσαιωνικού τροβαδούρου Gottfried von Straßburg ), κάρτες ταρώ και Frazer, Beaudelaire και Dante, Οβίδιο και Σαίξπηρ, άγιο Αυγουστίνο και…το λόγο τής φωτιάς τού Βούδα. Είναι προφανές, μάλιστα, πως η πρόθεσή του είναι να βοηθήσει τον ανεξοικείωτο με αυτά τα κείμενα σύγχρονο αναγνώστη, που ακολουθεί τη μονομερή πεπατημένη των ενικών ενδιαφερόντων. Και σταματά εκεί ο νομπελίστας ποιητής ; Εξαντλούνται οι αγιογραφικές αναφορές σ’ ένα μόνο παράδειγμα ; Ασφαλώς όχι. Χορικά από το Βράχο (Choruses fromThe Rock): Τωβίας, Νεεμίας, και η θεματολογία, ας πούμε, τού γνωστότατου ποιήματος «Ταξίδι των μάγων» (Journey of the Magi)[26], για να περιοριστώ σε δύο πολύ γνωστά ελιοτικά κείμενα. Αν κανείς κάνει αυτόν τον παραλληλισμό, τότε όχι μόνο η θρησκευτική μέριμνα τού Konrad von Würzburg γίνεται κατανοητή, θεμιτή και αποδεκτά ποιητική, αλλά μιλά σύγχρονα, όπως ακριβώς ένας σύγχρονος ποιητής. Κι αυτός είναι και ο λόγος που δικαιώνεται, από άλλη πλευρά από εκείνη τής αλληλογνωριμίας των λαών και τής πολιτισμικής διπλωματίας, η ανακίνηση τού ενδιαφέροντος που επιχειρώ εδώ για τη μεσαιωνική κοσμοθέαση.

Ο Έλιοτ, αυτά. Οι δικοί μας ; Τι γίνεται εδώ ; Τώρα, όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, σχεδόν ψηλαφητό σκότος. Σκότος… «μεσαιωνικόν». Οι νέοι, σχεδόν καισαρικά αποκομμένοι πια από λογοτεχνήματα ενός ή και ενάμιση το πολύ αιώνος (!!!), με λειτουργική αδυναμία πρόσβασης σ’ αυτά, «καλλιτεχνούν» αυτιστικά απ’ αυτούς και γι αυτούς. Μοιάζουν να έχουν μόλις τώρα γεννηθεί τα πράγματα. Τώρα μοναχά συμβαίνει ο κόσμος. Τώρα υπάρχουν τα φαινόμενα. Τώρα γεννήθηκε η τέχνη και η ιστορία. Τώρα. Οι  συνέχειες και οι σκυταλοδρομίες είναι περιττά, αντιαναπτυξιακά βάρη. Οι ρίζες αρκετά ενοχλητικές. Το εύρος ανώφελη και ανούσια πολυδιάσπαση και χαοτικότητα. Το σπιτάκι μας είναι άπαν το κοσμικό φαινόμενο.

 

es_12

 

Οι παλαιότεροι προσπάθησαν, κάποτε, να στήσουν ένα διάλογο και να οικειωθούν το άνοιγμα, το εύρος. Φερ’ ειπείν η μελέτη τού Ελύτη για τον Ρωμανό το Μελωδό. Ακόμη περισσότερο : αποπειράθηκαν να συνομιλήσουν με παλαιές ποιητικές φόρμες και εικόνες. Χτυπητό και γνωστό παράδειγμα: «Το Άξιον εστί». Ωστόσο, με ενοχλητικό, κάποτε, ερασιτεχνισμό. Ενοχλητικό, διότι προδίδει την επιφανειακότητα και την ευκαιριακότητα, ορισμένες φορές, τής ανάγκης τους για τη διάνοιξη, το εύρος, το καθήκον τού συνομιλείν με την ολότητα. Για το μη αυτονόητο, εν τέλει, τού χρέους τής οικείωσης όσο το δυνατόν περισσοτέρων γνωστικών πεδίων. Ένα, και πάλι, χτυπητό παράδειγμα: Για κάποιον που έχει στοιχειωδέστατη εκκλησιαστική παιδεία (βλέπε : για κάποιον που όντας ποιητής ενδιαφέρεται για σύνολο το γλωσσικό φάσμα έστω και συνακόλουθα για όλο το εύρος τής πνευματικής ζωής και τής ιθαγενούς πνευματικότητας…) τα ερωτήματα και οι απορίες τού Ελύτη, που διατυπώνονται στην προαναφερθείσα μελέτη, ηχούν όχι μόνο αδαή και ερωτήματα αρχαρίου, αλλά και αρκούντως οχληρά, εξαιτίας τού απαράδεκτου αναλφαβητισμού που αποκαλύπτουν ! Ρωτά, λοιπόν, και περιμένει, ως δηλώνει, απάντηση από την επιστημονική κοινότητα για τη γλώσσα τού Ρωμανού. Συγκεκριμένα για ό,τι τού φαντάζει ως γλωσσική ιδιοτυπία τού εκκλησιαστικού ποιητή. «Δεν είμαι προετοιμασμένος ν’ αντιμετωπίσω επιστημονικά το θέμα. Οι ειδικοί μιλούν για μια «κοινή» τού έκτου αιώνα. Πιθανόν. Όμως, από ένα πρόχειρο γλωσσάριο που βάλθηκα να καταρτίζω χωρίς άλλες αξιώσεις, οδηγήθηκα σε δύο υποψίες, που τις υποβάλλω για ν’ απαντήσουν όσοι έχουν αρμοδιότητα : Μήπως μερικές απ’ αυτές τις λέξεις δεν υπήρχανε καθόλου στην κυκλοφορία και τις έπλασε – όπως είχε κάθε δικαίωμα – ο ίδιος ο ποιητής ; Μήπως μερικές άλλες λέξεις τις άντλησε από παλαιότερα στρώματα ή τις χρησιμοποίησε, από άγνοια, παραφθαρμένες ;»[27], (η πλαγιογράφηση δική μου). Απομονώνω ορισμένες λέξεις, από το πρόχειρο αυτό ελυτικό γλωσσάριο, που «βγάζουν μάτι» με το… αυτονόητο που εκπροσωπούν : γλωσσοκόμω (!), εκίσσησεν (!), εγκρυφίας (!), κοδράντην (!), ορτυγομήτραν (!), οξυγράφου (!), περίψημα (!), προσκαρτερούντες (!), στηλογραφεί (!)… κλπ. Λοιπόν, δεν ξέρω αν ο νομπελίστας και μεγάλος μας ποιητής πήρε ποτέ, ως όφειλε, κάποια απάντηση από την ένοχα σιωπηλή επιστημονική κοινότητα (…), όμως ούτε άγνοια τού Ρωμανού υπάρχει, ούτε παραφθαρμένες είναι οι λέξεις, ούτε νεολογισμοί, ούτε μαρτυρούν κάποια γλωσσική ιδιοτυπία τού Ρωμανού, ούτε «ανύπαρχτες στην κυκλοφορία» (!), ούτε αντλημένες από κάποια ασαφή και αόριστα «παλαιότερα στρώματα», αλλά είναι κοινότατες και γνωστότατες σε όσους έχουν διαβάσει έστω και μία φορά το Ευαγγέλιο, τους δαβιτικούς Ψαλμούς και γενικά την Καινή και Παλαιά Διαθήκη, για να μην παραθέσω και πολλές άλλες που καταλογογραφεί ο σημαντικότατος ποιητής και προέρχονται αυτούσιες από την προγενέστερη θεόλογική μας γραμματεία. Ιδού :

α) Γλωσσοκόμον = Ιωαν. 12,6 και 13,29. Μάλιστα, η λέξη σχετίζεται με την προδοσία τού Ιούδα λόγω τής φιλοχρηματίας του, όπως υποθετικά ερμηνεύει ο επιστήθιος φίλος και ευαγγελιστής, και ακριβώς για το λόγο αυτό θα έπρεπε να είναι γνωστή, αφού το γεγονός τής προδοσίας είναι άκρως εκμεταλλεύσιμο καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά.

β) Εκίσσησεν = Ψαλμ. 50, στιχ. 8. Ο κατεξοχήν ψαλμός που αναγινώσκεται…καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες.

γ) Εγκρυφίας = Γεν. 18,6. Εξ. 12,39. Αριθ. 11,8, Βασ. γ΄17,12 Ιεζ.4,12.

δ) Κοδράντην = Ματθ.5,26. Μαρκ. 12,42. Λέξη με εσχατολογικό άνοιγμα και πολλές ιστορικές εμπλοκές…

ε) Ορτυγομήτραν = Εξ. 16,13. Αρ. 11,31. Ψαλμ. 104 (105), 40 Εμβληματική λέξη τής περιπλάνησης στην έρημο και τού γεγονότος με το μάννα ! Ιδού και τα χωρία όπου το μάννα βρίσκεται δίπλα-δίπλα με την… άγνωστη λέξη Εξ. 16,35. Αρ.11,6-7-8-9 (!).

στ) Οξυγράφου = Ψαλμ. 44 (45), με πυκνή θεολογική και πατερική χρήση και συχνά απαντώμενη στην εκκλησιαστική λατρεία. Μάλιστα, όπως και σε άλλες, ο Ρωμανός διατηρεί ακόμη και την πτώση τής λέξης, όπως τη συναντούμε στην αγ. Γραφή !

ζ) Περίψημα = Α΄Κορ.4,13. Παύλειος και ευρύτερα αποστολικός αυτοχαρακτηρισμός, που κατά την αίσθησή μου είναι άκρως ποιητικός, «μεταμοντέρνος» (…) και επαναστατικός.

η) Προσκαρτερούντες = Πραξ. 1,14. 2,42. 2,46. 6,4. Ρωμ. 12,12. Κολ.4,2. Μια ακόμη εμβληματική λέξη. Περιγράφει αδρά την πρωτοχριστιανική κοινότητα και το σπουδαιότερο : αναφέρεται στο πλαίσιο τής Θ. Κοινωνίας, που το έργο τού Konrad σχετίζεται ευθέως μαζί της, όπως θα δείξουμε λίγο παρακάτω. Μαζί δε με αρκετές άλλες λέξεις τού καταλόγου θα έλεγε κανείς πως είναι γνωστή από το κατηχητικό ακόμη…

θ) Στηλογραφεί (στηλογραφία) = Ψαλμ.15 (16). 55 (56). 59 (60), όπου μαρτυρείται ποιητική τροπικότητα… Εννοώ, πως αν διαβάσει κανείς τούς ψαλμούς (όπως έχει ποιητική υποχρέωση κάποιος ως ποιητής…) θα δει πως στην αρχή των ψαλμών υπάρχουν επιγραφές. Μάλιστα, ακριβώς αυτές οι επιγραφές (π.χ. τω Ασάφ) είναι που έκαναν πολλούς να διατυπώσουν την άποψη πως δεν είναι όλοι οι ψαλμοί τού Δαυίδ, υπόθεση που έχει πια οριστικοποιηθεί από την φιλολογική έρευνα. Στην προκειμένη περίπτωση, το ουσιαστικό «στηλογραφία», εξ ου και ο ρηματικός τύπος στον Ρωμανό, υπάρχει σε αρκετούς ψαλμούς ως ειδολογική περιγραφή (μνημείωση κάποιου σημαντικού συμβάντος, ή νικηφόρα αναφορά για κάποιο σημαντικό γεγονός και ούτω καθεξής) σαν κάτι αντίστοιχο με τον όρο Επίνικοι ή Ολυμπιόνικοι στον Πίνδαρο, ας πούμε. Φερ’ ειπείν, στον 55ο ψαλμό διαβάζουμε στην αρχή : «Εις το τέλος, υπέρ τού λαού τού από των αγίων μεμακρυμμένου΄ τω Δαυίδ εις στηλογραφίαν, οπότε εκράτησαν αυτόν οι αλλόφυλοι εν Γεθ.»[28]. Υπενθυμίζω πως σχόλια στους ψαλμούς – ένα κείμενο εξαιρετικής και θεμελιώδους σπουδαιότητας και περιωπής στη ζωή τής εκκλησίας και τής συναγωγής… –, έχουν υπάρξει από πολύ νωρίς στην πατερική γραμματεία και φτάνουν μέχρι και τα εκτενέστατα σχόλια των Ευθυμίου Ζιγαδηνού και αγ. Νικοδήμου αγιορείτη (τρεις ογκώδεις τόμοι)[29], τον οποίον έχει υπόψη του ο Ελύτης από το «Συμβουλευτιόν εγχειρίδιον» ή και τον «Αόρατο πόλεμο», όπως πιθανολογώ. Προκαλούν δυσάρεστη αμηχανία όλες αυτές οι απορίες και υποθέσεις τού μεγάλου μας ποιητή, καθώς και μια ελάχιστη εξοικείωση με τα σχόλια αυτά ή το ίδιο, φυσικά, το κείμενο των Ψαλμών αρκεί για να σβήσουν τέτοιου είδους απορίες. Παραξενεύει δε το γεγονός πως ο Ελύτης, όχι μόνο βασίζει τη δομή τού «Άξιον εστί» στους χαιρετισμούς και στον Ρωμανό, στο είδος δηλαδή τού Κοντακίου δηλαδή, αλλά και προτάσσει της συλλογής ένα στίχο από τον ΡΚΗ΄ ψαλμό ! Αποτέλεσμα απλής τυχαιότητας η γνωριμία με τον Δαυίδ και η πρόταξη τού στίχου του ; Επιδερμική και μόνο η χρήση τής μορφολογίας και τής στιχοποιίας τής εκκλησιαστικής υμνογραφίας στο μνημειώδες ποιητικό έργο που προαναφέραμε ; Χρηστική αποκλειστικά και πιθανότατα προκατειλημμένη η σχέση με τα προϊόντα τής πατερικής παραγωγής ; Ίσως. Πιθανόν μέχρις ενός βαθμού. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει με τούς δυτικούς λογοτέχνες που γνωρίζουν πολύ καλά τα παραδοσιακά πολιτισμικά τους κοιτάσματα, για να χρησιμοποιήσω και μια έκφραση τού Έκο. Από τον Joyce μέχρι τον Dante η σχέση είναι οργανική, κι αυτό ακριβώς είναι που λείπει σε μας. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς πιστός για να σχετισθεί μ’ αυτήν την παράδοση[30]. Οφείλει, όμως, κάποιος που διεκδικεί φωνή έκφρασης ενός λαού να θωπεύει ΟΛΟ το Σώμα του.

 

es_13

 

Έτσι, ο κανόνας των βιβλίων τής Αγ. Γραφής είναι διαμορφωμένος από τα μέσα ή τέλη περίπου τού… β΄μεταχριστιανικού αιώνα[31], εξαιτίας τής απειλής κυρίως των Γνωστικών, και συνεπώς όλες οι λέξεις είναι από αιώνες γνωστές στην «κυκλοφορία» και διόλου επινόηση τής ποιητικής ιδιοφυίας Ρωμανού τού Μελωδού. Όσες για τις άλλες, που παραθέτει ο Ελύτης και δεν αναφέρω εδώ, όπως αρχέκακος (αναφέρεται από τον Κλήμεντα ήδη), αορασία (από τον Ειρηναίο), δεκάπληγος (από τον Ιππόλυτο, Μεγ. Βασίλειο) κλπ, πολλές προέρχονται από την πατερική γραμματεία και, εξίσου, δεν είναι επινοήματα τού Ρωμανού. Ως φαίνεται, ο ποιητής Ρωμανός διάβαζε πολλή …πεζογραφία και ως πιστός, αλλά και ποιητής, θεώρησε καθήκον του να ασχοληθεί και με τη θεολογία. Είναι προφανές ότι πολλές απορίες και ερωτήματα δεν θα υπήρχαν καν, ούτε και θα σχηματίζονταν ευφάνταστες υποθέσεις αν κανείς αισθανόταν την υποχρέωση να κολυμπήσει σε όλες τις θάλασσες του τόπου του, έστω κι αν δεν τού αρέσουν πολλές από τις παραλίες τους ή φοβάται, κάποτε, και απωθεί τα άγνωστα νερά τους. Την εποχή που γράφεται το κείμενο ο Ελύτης ήταν 64 χρόνων[32] !

 

es_14

 

Μέχρι την ηλικία εκείνη, η εξοικείωση με τον τεράστιο όγκο των πατερικών κειμένων και την εκκλησιαστική λατρεία, προφανώς είναι ελάχιστη ή έστω πολύ μικρή και το κακό είναι πως μέχρι και τη δημοσίευση τού κειμένου 11 χρόνια αργότερα (!), όταν ο ποιητής είναι  75 χρονών (!), μετά και την απονομή τού Νομπέλ το ’79, δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα, αφού οι «απορίες» και τα «ερωτήματα» τού δοκιμίου όχι μόνο δεν έχουν λυθεί αλλά εξακολουθούν να παραμένουν εδραία (!). Θυμούμαι, όμως, στη συνάφεια αυτή ένα λογοτεχνικό Δέον, όταν ο Σικελιανός επισκέφτηκε τριαντάρης το Αγ. Όρος[33]. Φυσικά, η ανάσα των μειζόνων λογοτεχνών μας πριν τη γενιά τού ’30 είναι άλλη και η δίψα για καθολικότητα αναλόγως διάφορη[34]. Το ίδιο και η αίσθηση τού καθήκοντος και των υποχρεώσεων που οφείλει να έχει κάποιος που θα αναλάβει τη διακονία να εκφράσει, ως ποιητής, το λαό του : «Να διαβάσω Χρυσόστομο, Βασίλειο και Γρηγόριο Ναζιανζηνό» (καταγραφή 10 Ιουλίου 1914). Και συνεχίζοντας το χρέος τής μαθητείας, έστω και σε μια κάπως ώριμη ηλικία γι αυτές τις τάξεις, λέει : «Αντιφωνάρια. Χερουβικοί ύμνοι. Κοντάκια Ρωμανού τού Μελωδού. Ιωάννης ο Δαμασκηνός (υμνογράφος) και Κοσμάς Μαϊουμά. Ιωσήφ ο υμνογράφος τας ακολουθίας» και «Το κατασάρκι τής Αγια-Τράπεζας είναι το σάβανο τού Χριστού.» (καταγραφή 12-13 Ιανουαρίου 1914). Και λίγο παρακάτω η μαθητεία συνεχίζεται με εντατικό ρυθμό : «Η νηστεία πριν από την κοίμηση τής Θεοτόκου. Μεταμόρφωσις Σωτήρος 6 Αυγούστου..» (καταγραφή 19 Ιανουαρίου 1914), και «Προ τής Αναστάσεως ψάλλεται ο Χερουβικός ύμνος «Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία». Κοσμάς και Δαμασκηνός, υμνογράφοι. Εισόδια τής Θεοτόκου, ως τριετίζουσα δάμαλις εισήχθη εις τα Άγια των Αγίων όπου και έμεινεν επί 12-13 έτη. Όλος ο Αύγουστος είναι καθιερωμένος εις την Θεοτόκον (Κοίμησις).»(καταγραφή 20-22 Ιανουαρίου 1914), και “«Λειτουργική» Ρομποτή. «Λειτουργική» Φιλίππου Παπαδοπούλου»” (καταγραφή 31 Ιανουαρίου 1914), για να διαβάσε, προφανώς, …λειτουργική (!) ένας Έλληνας ποιητής. Άραγε σε τί τού χρησιμεύει ;… Έπειτα το «Ωρολόγος (εκκλησιάρχης/ διευθύνει την εκκλησιά, σημαίνει) εξωτερικό. Τυπικάρης (ο διευθύνων τον οργανισμόν τής ακολουθίας) εσωτερικό. Διαβαστής, ο διαβάζων το απόδειπνο, προσευχάς, Κύριε ελέησον κτλ» (καταγραφή 9-10 Μαρτίου 1914) και το «Ξυπνώντας βαθιά νύχτα εστοχαζόμουν το τραγούδι τα Δωδεκαετούς[35] Ιησού»»,(καταγραφή 1-2 Μαίου 1914) και τέλος το εξαιρετικά ενδιαφέρον «Το κοίταγμα τού έξω κόσμου από τα’ Άγιον Όρος» (καταγραφή 15 Αυγούστου 1914)[36], το οποίο κλείνει το μάτι σ’ αυτούς που νοούν για τις πιθανές αρμονίες, ευρύτητες, αντανακλάσεις, σπόντες και τεθλασμένες που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν τέτοιου είδους ταξίδια καθηκόντων και υποχρεώσεων… Κατανοώντας, μάλιστα, ακριβώς αυτό, η επιμελήτρια τής έκδοσης μνημονεύει[37], πολύ ενδεικτικά για το εδώ μελέτημά μας, λόγια τού Πρεβελάκη: «γνώρισα στη ζωή μου άντρες που τόλμησαν να ζήσουν στο περιθώριο τής κοινωνίας και να διαστείλουν την ύπαρξή τους ως την ακραία της εκπλήρωση», που συνηγορούν για την αναγκαιότητα και το καθήκον τής ευρύτητας.  Πολύ, επίσης, εύστοχα παρατηρεί τη διάχυτη σικελιανική ανάγκη για τη «μυστική συμβίωση με το Παν» και αποφαίνεται πως «…ήταν μοιραίο «το κοίταγμα τού έξω κόσμου από τ’ Άγιον Όρος» να καταλήξει στους ΔΕΛΦΟΥΣ»[38]. Η γραφή και ο κόσμος της είναι από φύση ένας χώρος πρωταθλητισμού. Ο ερασιτεχνισμός δεν απαγορεύεται, αλλά πολύ συχνά συσκοτίζει τα πράγματα και καλύπτει τη σιλουέτα των αθληφόρων που αγωνίζονται και συνεχώς ανεβαίνουν. Η γραφή ως άθλημα είναι ένα καύκαλο χελώνας που φέρουν πάντοτε πάνω τους οι επαγγελματίες πρωταθλητές και που επεκτείνεται έως το άπειρο. Το χείριστο στις μέρες μας δεν είναι η αυτιστική εγκατάλειψη όλων αυτών. Θα μπορούσε κανείς και να τη συγχωρέσει ή και να επαινέσει, ακόμη, έναν παρθενικό πρωτογονισμό, που μπορεί και να αναπαρθενεύει τα πράγματα και να τα απαλλάσσει από πολλά και επικίνδυνα μαλάματα, για να θυμηθούμε και τον Σεφέρη. Το κακό είναι η φανατισμένη και μονολιθική αντικατάσταση τού πρωταθλητισμού από τον ερασιτεχνισμό τής ατομικής στένωσης στο συναισθηματάκι, το ευρηματάκι, την ιδεούλα, την πρωτοποριούλα τής διπλανής πόρτας, την αυταρκειούλα στα όρια ενός πολλαπλασιασμού τής καθημερινότητας, το …πάρα πολύ ανθρώπινο, κοντολογίς, τής ανάσας και τού βλέμματος.

 

es_15

 

—————————————————————————–

 

Ο δρόμος που έχει διακηρύξει ο Βερνάρδος τού Κλερβώ με το περίφημο “in tantum Deus cognoscitur, in quantum amatur” (ο Θεός γνωρίζεται τόσο όσο αγαπάται…) έχει μπει στο περιθώριο και τα πάντα φαντάζουν αρνητικά για …ρεαλιστικές κινήσεις σαρκικής (και ….άλλης) ωμοφαγίας. Και η πραγματικότητα που αλέθεται, για να χρησιμοποιήσω αυτό το εξαίσιο ρήμα ενθυμούμενος τον Ιγνάτιο Αντιοχείας…, μέσα στη στοματική κοιλότητα θα  καταντήσει λίγους αιώνες μετά …σύμβολο, τύπος, ιδέα, υποκριτική. Ως προκύπτει, ο μεσαιωνικός μας ποιητής μένει ακλόνητα πιστός στην ωμοφαγία τού σώματος και τού αίματος, απορρίπτοντας κάθε εξιδανικευτική συμβολοποίησή[39] τους, λες και διάβαζε… Αρτώ. Και συμβαδίζει, χέρι-χέρι, με την ξακουστή ρήση τού υλιστή και αθεϊστή Φόϋερμπαχ

(Feuerbach)για τον οποίο γράφει τις περίφημες θέσεις ο Μάρξ, ασχολείται εκτενέστερα μ’ αυτόν στην «Αγία Οικογένεια» και ο Ένγκελς τού αφιερώνει ολόκληρο βιβλίο, πως «ο καθένας είναι ό,τι τρώει»[40].

Στο μελέτημα αυτό έγινε λόγος για τη σταθερότητα και τη διάρκεια. Οι γερμανοί μελετητές τής έκδοσης τμήματος τού κώδικα Manesse επισημαίνουν[41] πως αυτό τούτο, ακριβώς, το γεγονός τής ωμοφαγίας δείχνει τη σταθερότητα τής ένωσης και των αισθημάτων των εραστών ! Ομιλούν περί θεμελιώδους αρετής και γνησιότητας τής αγάπης. Εδώ όμως, πια, μοιάζουν να διευρύνονται πολύ τα πράγματα και να στοιχειοθετείται μια ολόκληρη πρόταση ζωής. Πολλοί θα έκαναν λόγο για απλή μίμηση κάποιων αγιογραφικών προτύπων που χρησιμεύουν για να εξιδανικευτεί απλά το θέμα τής αγάπης και να πάρει την υψηλή διάσταση που τού ταιριάζει. Για να μιλούμε, δηλαδή, γι αυτό από μακριά και δίχως να υφιστάμεθα οιεσδήποτε αλλοιώσεις, που άλλωστε τόσο μα τόσο μάς φοβίζουν εμάς τούς σε ορνιθώνες διαβιούντες σύγχρονους.

 

Z_CAP005_052

 

——————————————————————————

 

     Βάκχες.     Πριν προχωρήσω εμβαθύνοντας στο κυρίαρχο θέμα τού ποιήματος τού Konrad, που βαίνει διαγωνίως (!), συγγραφικά χάριν σεμνότητος και δέους ως εικάζω, και δεν είναι άλλο από την ωμοφαγία εν επιθυμία πλήρους ένωσης, οφείλω να σταθώ στις θεάσεις επί τού θέματος που είναι και πολύ προγενέστερες και ατόφια ελληνικές. Έγινε λόγος για την Αγαύη. Ευριπίδου Βάκχαι, λοιπόν, ίσως η πλέον «θρησκευτική» τραγωδία τής αρχαιοελληνικής τραγωδιογραφίας, και το μοναδικό άταφο πτώμα τής ελληνικής τραγωδίας : Πενθέας. Η ωμοφαγία επί ελληνικής θεατρικής σκηνής. Θεατρικής όμως τόσο που φτάνει να διασώζεται στη δραματουργία που αντιπροσωπεύει η Θεία Λειτουργία. Ας ξεκινήσουμε από τις διαφορές. Για να αντιληφθούμε καλύτερα τα μεγέθη και τις προτάσεις που αυτά, έτσι κι αλλιώς, αρθρώνουν.Ο Διόνυσος δεν είναι εκείνος που μελίζεται, όπως είδαμε να «παθαίνει» παραπάνω ο Αμνός[42]. Μελίζεται και διαμελίζεται ο άνθρωπος. Ασεβής ή όχι, είναι εκείνος τελικά που παθαίνει, διότι ο Διόνυσος εξέρχεται «ραδίως»[43] από τη φυλακή τού Πενθέα απολύτως ανέπαφος ως θεοπρεπώς, κατά την αρχαιοελληνική αντίληψη, αρμόζει στον θεό : «αυτός εξέσωσ’ εμαυτόν ραδίως άνευ πόνου» (στ. 614) και «ταύτα (τα δεσμά δηλαδή) και καθύβρισ’ αυτόν, ότι με δεσμεύειν δοκών ούτ’ έθιγεν ούθ’ ήψατο ημών…» (στ.616-617) αφού, εν τέλει, ο Πενθέας, ως αμετανόητος Παύλος[44], κλωτσούσε κι αυτός στα καρφιά (!) : «προς κέντρα λακτίζοιμι θνητός ών θεώ»[45] (στ.795). Σε μια περίεργη, ομολογουμένως, αντιστροφή των πραγμάτων ο μελλοντικός Θεός τού ελληνικού τοπίου, ο Χριστός, παίρνει τη θέση τού Πενθέα και προχωρά στον εκούσιο διαμελισμό Του και στην προτροπή προς τούς… θιασώτες Του να γευτούν τη σάρκα και το αίμα Του. Στο δράμα «Χριστός Πάσχων», όλα αυτά έχουν πάρει ήδη τη νέα θέση τους. Και στις δύο παριπτώσεις δηλώνεται, άμεσα ή έμμεσα,η ανάγκη για ωμοφαγικό δείπνο, και αυτό είναι το σπουδαίο[46].

 

es_17

 

Ωστόσο, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η διαφορά έγκειται στις προϋποθέσεις και τις προοπτικές. Και ακόμη ότι και στις δύο περιπτώσεις δηλώνεται απερίφραστα ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ. Συντελείται, δηλαδή, με τούς πλέον «ζωώδεις» όρους η πραγματικότητα τού φαγείν και τής κατάποσης. Δίχως ιδεαλισμούς, ιδεατά σχήματα, συμβολισμούς και εξειδανικεύσεις. Δεν είναι, με  άλλα λόγια, μια φαντασία το τελούμενο, όπως στην περίπτωση τής Ιφιγένειας εν Αυλίδι, όπου, θα έλεγε κανείς, συναντούμε την πρώτη επίσημη θεώρηση των πραγμάτων ως δοκήσεως. Ως αντιρρεαλιστικών φαινομένων. Ως μυθευμάτων και άφλεβων συμβάντων. Ως αναιμικών προσωπείων. Τελικά, ως ακοινώνητων «ουσιών». Διότι, περί αυτού πρόκειται τελικά. Μια Ιφιγένεια, οφείλω να τονίσω εδώ, που ποτέ δεν θα πρέπει να λησμονούμε να την παραβάλλουμε προς το μεσανατολικό ταίρι της : τον Ισαάκ τού Αβραάμ… Οι κατοπινοί δοκήτες και το, δια τού Γνωστικισμού, ογκώδες, κάποτε, χριστιανικό ρεύμα τού δοκητισμού δεν είχαν παρά να αντιγράψουν απλά το παλαιό …αρχαιοελληνικό πρότυπο τής δοκήσεως, τής μεταμορφώσεως, τού προσωπείου[47], όχι όμως τής τολμηρής Ενσαρκώσεως. Όχι, λοιπόν, το ΚΟΙΝΟ και των δύο περιπτώσεων είναι ο Ρεαλισμός τής ωμοφαγίας και των γεγονότων τής ζωής. Η αποφυγή και τής υποψίας ακόμη για κάθε είδους Sublimierung, που αναφέραμε σε άλλο σημείο. Η θεωρητικοποίηση, δηλαδή, τού ζώντος Γεγονότος τής Ζωής. Αυτό είναι τόσο σπουδαίο που θα πρέπει να το έχει συνεχώς στο νου του ο αναγνώστης, μέχρι να αναφερθώ ειδικά στο θέμα παρακάτω. Σημειώνω, έτσι για την ιστορικότητα τού θέματος και την επιβεβλημένη εξακτίνωσή του, που δείχνει, θεωρώ, την καθολικότητα τής ανάγκης για την ύπαρξη τού ωμοφαγικού γεγονότος, πως στους Αζτέκους[48] υπήρχε τελετή που ονομαζόταν Θεοφαγία[49] (teoqualo). Νομίζω, μια και μιλάμε για ουσιαστική αλληλογνωριμία πολιτισμών, πως δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ο ρωμαϊκός Βάκχος ουδεμία σχέση έχει, όπως και τόσα μα τόσα άλλα…, με την ελληνική εκδοχή του, καθώς περιορίζεται ασφυκτικά και έχοντας υποστεί «οντολογικό ακρωτηριασμό» σε θεό τού κρασιού. Στη Ρώμη ο Διόνυσος δεν είναι  ο ελληνικός πολύμορφος : χθόνιος, Άδης, Ζαγρεύς και πάμπολλα άλλα, αλλά ο απλός θεός μιάς τεχνητής επιφανειακής ευδαιμονίας δίχως …σκοτεινές προεκτάσεις, δίχως ωμοφαγικό Κιθαιρώνα. Ορθά επισημαίνει ο Jan Kott ότι «ο ρωμαϊκός Βάκχος ήταν σχεδόν αποκλειστικά θεός τού κρασιού, ενώ ο ελληνικός Διόνυσος ήταν η ενσάρκωση όλων των ζωτικών χυμών[50] : νερό, γάλα, κρασί, σπέρμα»[51]. Και η αναφορά εδώ στον ρωμαϊκό Βάκχο μόνο τυχαία δεν είναι. Καθώς, η ρωμαϊκή παράδοση φτάνει στη Δύση μέχρι την Αναγέννηση, δυσχεραίνοντας το έργο των «ομοϊδεατών» τού Konrad von Würzburg, με το στρογγύλεμα των ελληνικών πραγμάτων που επιφέρει, στο να ανακαλύψουν την ελληνική ωμοφαγική θέαση τού κόσμου. Έτσι, η αποτίμηση του έργου και των «θέσεων» του μεσαιωνικού μας ποιητή, οφείλουν να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη το αντίθετο, κάποτε, προς τις επιλογές του δυτικοευρωπαϊκό κλίμα.

Ο ρεαλισμός τού γεύματος, δίχως ωραιοποιημένες αλληγορίες, ως θέλει και επιμένει η ελληνική εκδοχή τής ωμοφαγίας, δηλώνεται απερίφραστα και σε πολλά σημεία στο ευριπίδειο έργο : «…δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν» (στιχ.739), «κρεμαστά δε (τα κρέατα) έσταζ’… αναπεφυρμέν’ αίματι»(στιχ.741-2), «νίψαντο δε αίμα» (στιχ.767), «απεσπάραξεν ώμον» (στιχ. 1127), «ρηγνύσα σάρκας» (στιχ. 1130) και προπαντός το «αίμα… ωμοφάγον χάριν, ο δ’ έξαρχος Βρόμιος, ευοί» (στιχ.139-141), όπου τονίζεται η ωμοφάγος ηδονή και το θεϊκό επιφώνημα εν είδει ευδοκίας… Πολύ ορθά τονίζει ο H. Jeanmaire ότι «η θυσία τού θύματος δια σ π α ρ α γ μ ο ύ και η  ω μ ο φ α γ ί α, δηλαδή η κατακοπή τού θύματος και η βρώσις των ωμών σαρκών και τού αίματος»[52] (η αραιογράφηση τού συγγραφέα), συνιστούν θεμελιώδεις άξονες τής λατρείας τού Διονύσου. Στο έργο τού Konrad von Würzburg, ο ρεαλισμός και όχι ο συμβολισμός τής πράξεως δηλώνεται ξεκάθαρα και δίχως περιστροφές στους στίχους 431-32, 440-1, 454, 458-9 όπου και γίνεται μνεία περί αγριότητος (!!!), 488, 493, 495. Και το ωμοφαγικό αυτό αρχέτυπο, που μάς δωρίζουν οι Βάκχες, με τον ακραιφνή ρεαλισμό του, δεν αποτελεί εξαίρεση και αναπανάληπτο γεγονός στην ελληνική θεολογία και ποίηση, ούτε και στέκεται μόνο του δίχως παρόμοιους δορυφόρους: α) Ακταίωνας[53], όπου και πάλι κατασπαράζεται στον… Κιθαιρώνα, πολύ κοντά στους Άγιους Τόπους των Μουσών… (!, εννοώ πως απέναντι βρίσκεται ο Ελικών, και από τούς χώρους αυτούς έχουν «περάσει» οι Αμφίων, Ηρακλής, Οιδίπους, Αντιόπη, οι αδελφές τής Σεμέλης…), και που υπάρχει μνεία του στις ίδιες τις Βάκχες (!) στον στίχο 1291 «ούπερ πριν Ακταίωνα διέλαχον κύνες». Απέναντι από τον τόπο τής λατρείας τού Κάλλους (Ελικών) και σε συνάφεια μ’ αυτόν, συντελούνται… γεγονότα ωμοφαγίας (Κιθαιρών) ! Τυχαίο ; Καθόλου, όπως παρακάτω θα δείξω. β) Ορφέας. Πάλι από τις μαινάδες τού Διονύσου. Μάλιστα, συγκρίνεται με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, με παρόμοια τύχη τής κεφαλής, και ήταν ο «μείζων εν γεννητοίς…»[54] τής διουνυσιακής λατρείας, όπως φαίνεται από πολλές πηγές[55]. γ) Τιτάνες, όπου κατατρώγουν ωμοφαγικά τον Ζαγρέα[56], ο οποίος και τελικά ανασταίνεται. Και ας μην ξεχνούμε ότι η πλατωνική[57] θέαση κάνει λόγο για τους Τιτάνες[58] ως το είναι τής ανθρώπινης φύσης. Ωστόσο, στην εκδοχή αυτή και σε αντίθεση με ό,τι παραπάνω αναφέραμε περί τής μη μετόχης τού Διονύσου στην αυτοθυσία και τον κατασπαραγμό του, σε αντίθεση με τον πάντοτε πάσχοντα Χριστό, ο Διόνυσος-Ζαγρέας[59] παθαίνει, εσθίεται, (δια)μελίζεται[60] και δεν απόλλυται, αφού αποβαίνει ακέραιος σωματικά και αναστάς.

 

es_18

 

Στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου έγινε λόγος για την ένωση (Vereinigung)[61] των δύο εραστών στο έργο τού μεσαιωνικού  τροβαδούρου. Μάλιστα, για την πλήρη ένωση. Την αδιάστατη ένωση. Με το αδιάστατο, φυσικά, να σημαίνει και άχρονο. Αυτό συντελείται με την κατοίκηση, την ένδον παραμονή. Το εντός. Αυτή η πρόθεση είναι μια πρόθεση που έπαιξε ηγετικό ρόλο στη ζωή τής Εκκλησίας, αφού αποτελεί το κυρίαρχο, αν θέλετε, ευαγγελικό μήνυμα. Ιδού : «εάν μη φάγητε την σάρκα τού υιού τού ανθρώπου… και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς»[62], «…εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», «ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι’ εμέ», «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν…εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν», «ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων», «μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν», και πάμπολλα συναφή παρόμοια. Ο Kott επισημαίνει, σε σχέση μ’ αυτό, ότι «Ο Διόνυσος είναι ο θεός που μπαίνει μέσα στο σώμα με το χορό… Ο θεός μπαίνει μέσα στις διακατεχόμενες από το θεό. Ο Διόνυσος είναι ο θεός που πίνεται»[63]. Ακόμη και στην πλέον αποτρόπαιη συνειδητοποίηση τής παιδοκτονίας (Αγαύη, Πρόκνη[64], θυγατέρες Μινύου[65], κλπ) αυτό που οδηγεί στην ριζική απόγνωση όσους έχουν ασυνείδητα ή όχι φάει τη σάρκα αγαπημένου τους προσώπου, δεν είναι το απεχθές ή όχι τής πράξης, το ανοίκειό της, η αηδία, ενδεχομένως, που μπορεί να αισθανθούν, ο απερίγραπτος πόνος τής απώλειας τού φαγωμένου απ’ αυτούς προσώπου, όσο το ανεπίστροφο αυτής τής πράξης, το ανώλεθρόν της, η αιώνια ισχύ και μη ακύρωσή της, αφού πια έχουν γίνει ΕΝΑ με το εσθιόμενο πρόσωπο, δίχως ελπίδα καμία διαχωρισμού τους, παρεχτός από την ριζική εκμηδένιση και εξόντωση τού εσθίοντος υποκειμένου. Μόνο η είσοδος τού εσθίοντος στην απόλυτη ανυπαρξία θα μπορούσε να σημαίνει την απαλλαγή του από το συναίσθημα αυτό τής απόλυτης ενότητας με το φαγωμένο πρόσωπο που βρίσκεται εντός του. Αυτό, πια, θα παραμείνει εσαεί εντός ως γεγονός αιώνιας ένωσης. Και όσο κανείς συνειδητοποιεί πως έτσι έχουν τα πράγματα, τόσο καταλήγει στην απόλυτη απελπισία αφού δεν μπορεί πια, κι ας θέλει, να απαλλαγεί από το Σώμα μες στο Σώμα του (Αγαύη, Τηρέας κλπ),  στην περίπτωση, βέβαια, που δεν μιλούμε για έρωτα αλλά για τρομερό φονικό. Οι γερμανοί μελετητές[66] που προαναφέραμε, πολύ ορθά τονίζουν το δεσμό τού έργου με την χριστιανική Ευχαριστία, η οποία λειτουργεί, όπως και θα όφειλε θεωρώ, ως υπόδειγμα ερωτικής σχέσης μεταξύ των φύλων ! Φυσικά, αυτό μπορεί να συμβεί με τη μεταφορική του σημασία και όχι κυριολεκτικά. Και είμαι απολύτος βέβαιος πως απεικονίζει μια πάγκοινη επιθυμία των μανικά ερωτευμένων να καταποθούν από τον/την αγαπημένο/η  τους και να καταπιούν ο ένας τον άλλον. Ωστόσο, αν κανείς παραμερίσει κάπως τις στεγανοποιήσεις των ορισμών και των όρων, όπως μεταφορά ή κυριολεξία, θα δει αρκετά εύκολα πως η «μεταφορική» λειτουργία, αυτής τής μορφής ερωτικής σχέσεως, δημιουργεί εντός μας… κυριολεκτικό σώμα, πως η μεταφορά έχει μεταμορφωθεί σε αχαλίνωτη και διψώσα κυριολεξία, την πραγματικότητα τής οποίας

δε μπορεί επ’ουδενί πια να αρνηθεί ο μανικά ερωτευμένος[67].

 

 

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

 

es_19

 

* Ο Στάθης Κομνηνός σπούδασε κλασική φιλολογία και έχει εξειδίκευση στις σημιτικές γλώσσες (αραβικά, εβραϊκά, συριακά/αραμαϊκά). Παράλληλα, έκανε μουσικές σπουδές στη θεωρία, αρμονία και αντίστιξη, καθώς και στην ανατολική μουσική (ελληνική/βυζαντινή). Είναι ποιητής, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ερευνητής. Έχει συμμετοχή σε πολλά συνέδρια, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών.Μεταφράζει από και προς 12 γλώσσες και έχει συνεργαστεί με πλήθος εκδοτικούς οίκους και έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά (Παπαδήμας, Δόμος, Παρουσία, Ακρίτας, Λιβάνης κλπ κι επίσης ΝΕΜΕΣΙΣ, Κουκούτσι, Πρωτάτον, Τόλμη, Φρέαρ, Διάστιχο, Βακχικόν, Litteraterra, Ηνιοχείν, Fractal κλπ).

 

 

_______________________________________

 

[1] Βλ. Χρ. Γιανναρά, Πολιτιστική Διπλωματία, προθεωρία ελληνικού σχεδιασμού, σελ. 16, εκδ. Ίκαρος, 2001

[2]Βλ. ενθ.αν. σελ.15

[3] Βλ. Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια, Χ7, 1177b 4-5.

[4] Βλ.ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ
ΠΟΙΗΣΗΣ, https://www.academia.edu/7997239/_

[5] Βλ. Κρουμβάχερ, Ιστορία της βυζαντηνής λογοτεχνίας, μετ. υπό Γ. Σωτηριάδου, τομ. τρίτος, σελ.152-161, Αθήναις 1900.

[6] Βλ. ενθ.αν. σελ.152-153

[7] Βλ. ενθ.αν. σελ.153

[8] Βλ. ενθ.αν. σελ.157. Στην ίδια σελίδα, υπάρχει και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση, που ενισχύει την ιδέα ενός υπαρκτού λογοτεχνικού διαλόγου μεταξύ των δύο λαών. Ο Κρουμβάχερ αναφέρει : «εν παραλλαγή τινι ευρέθη μάλιστα, ως υπετέθη, και μία γ ε ρ μ α ν ι κ ή  λέξις΄εν τη επιτομή, ην εκ τού χειρογράφου παρέσχεν ο Μ. Κρούσιος, επιφωνεί ο Λύβιστρος προς τον εκ τού εφιππίου κρημνισθέντα Βερδερίχον : «Τώρα αποθνήσκεις, σκέλπε !» Το αινιγματώδες τούτο σκέλπε εθεωρήθη ταυτόν προς την γερμανικήν λέξιν Schelme (πανούργος), εξ ου και υπετέθη το ποίημα είνε γερμανικής καταγωγής. Αλλά τούτο βεβαίως δεν είναι ορθόν…», (η αραιογράφηση τού συγγραφέως).

[9] Βλ. Γ. Βαρουφάκης, Παγκόσμιος Μινώταυρος, σελ. 333, εκδ. Λιβάνη, 2012.

[10] Δες Οδ. Ελύτη, Τα ελεγεία της Οξώπετρας, ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ, «Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται», εκδ. Ικαρος, 1991. Είναι σημαντικό που μια από τις… κατηγορίες που υπάρχουν στο όνειρο τού Λύβιστρου, η Αλήθεια, ουσιαστικοποιημένη ως… σάρκα μ’ αυτό το κεφαλαίο Άλφα…, αναφέρεται με φόντο το θάνατο από έναν σύγχρονο έλληνα ποιητή.

 

[11] Δες Στάθη Κομνηνού, Τριάς Εξαπατήσεων, σελ. 70, εκδ.Δόμος, 2009, όπου η Αλήθεια δηλώνεται ως πρόσωπο… Παράλληλα, στο ίδιο ποίημα επιχειρείται μια ανίχνευση τής πρσωπικής αλήθειας ή τού ψεύδους με φόντο το υπαρκτικό γεγονός τής λατρείας, ως καθοριστικού παράγοντα που υπερβαίνει την παραπάνω διπολικότητα και, ίσως ακόμη, και αυτές τις έννοιες που τη συγκροτούν.

[12] Βλ. ενθ.αν. σελ.158

[13] Λέω «επισήμως», διότι εκτός από την κατάκτηση της βασιλεύσουσας, που διήρκεσε κάποιες δεκαετίες, έχουμε προηγουμένως τις φραγκικές κατακτήσεις των νησιών τού Αιγαίου, τμημάτων τής Μικράς Ασίας, τής Ηπείρου, Καστοριάς, μακεδονικών πόλεων κλπ., από το 1080 μ.Χ. περίπου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι όταν, δια στρατιωτικού πραξικοπήματος, αναρριχάται στο θρόνο ο Αλέξιος ο Α΄Κομνηνός (1081 μ.Χ.), ήταν η προδοσία ενός …γερμανού μισθοφόρου εκείνη που τού άνοιξε τη Χαρσιανή πύλη, δια τής οποίας εισχώρησαν στη βασιλεύουσα στίφη μισθοφόρων και την λεηλάτησαν ανηλεώς. Συνεπώς, έχουμε προηγούμενες τού 1204 δυτικές «παρουσίες» στην Πόλη.

[14] Την ανάγκη «αποδείξεως», που λίγο παραπάνω επεσήμανα και ευχήθηκα, υπογραμμίζει και ο Κρουμβάχερ : «Ίνα εξηγηθή και αποδειχθή εντελώς το ειρημένον, ανάγκη θα ήτο ν’ αναλυθώσιν αμφότερα τα ποιήματα πολύ εκτενέστερον και να παραβληθώσι προς άλληλα κατά τας ιδέας, εικόνας και τας γλωσσικάς ιδιότητας πολύ λεπτομερέστερον ή όσον ο χώρος ενταύθα επιτρέπει.» (βλ. ενθ.αν. σελ.158). Νομίζω, πως μια μικρή, έστω, παραβολή, όπως επισημαίνει την ανάγκη της και ο Κρουμβάχερ, κάναμε ήδη.

[15] Βλ. ενθ.αν. σελ.158

[16] Βλ. ενθ.αν. σελ.158. Η θέαση αυτή μοιάζει νέα ή, εν πάση περιπτώσει, μεταχριστιανική. Δεν είναι. Ως φαίνεται, η …στρατεία στον έρωτα έχει επισημανθεί από τούς αρχαίους. Ιδού ένα πολύ γνωστό και γλαφυρό ρητό για την περίπτωση, διατυπωμένο από τον Οβίδιο : «Militat omnis amans» (1, 9, 1), δηλ. όποιος αγαπά (ο αγαπών, όπως έχει η λατινική μετοχή ακριβέστερα, με τον έξοχο παροντισμό της στο ερωτικό γεγονός…) ενεργεί σαν στρατιώτης.

[17] Βλ. ενθ.αν. σελ.155 κ.ε. Στη σελ. 156 είναι αξιοπρόσεχτο πως ομιλεί για «α ν ά μ ι ξ ι ς το ύ  φ ρ α γ κ ι κ ο ύ  π ο λ ι τ ι σ μ ού  π ρ ο ς   τ ο ν   ε λ λ η ν ο α ν α τ ο λι κ ό ν   τρόπον.», (η αραιογράφηση τού συγγραφέα).

[18] Βλ. ενθ.αν. σελ.159, αλλά και σελ. 156, (ειδικά περί τής «συνοικείωσις προς τον φραγκικόν πολιτισμόν», όπως επί λέξει αναφέρει ο Κρουμβάχερ) όπου και σημαντικές παρατηρήσεις για τη δυναμική των δύο πολιτισμικών παραδόσεων προς άλληλας.

[19] Βλ. ενθ.αν. σελ.149, όπου αναφέρει ο Κρουμβάχερ τα εξής : «Και το έθος τής ι ε ρ α κ ο θ ή ρ α ς δεν είνε διόλου φραγκικόν επινόημα», (η αραιογράφηση τού συγγραφέα).

[20] Βλ. ενθ.αν. σελ.149.

[21] Βλ. ενθ.αν. σελ.150, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει : «…ιδίως δε το κ ύ ρ ι ο ν  ζήτημα, εάν ο πυρήν τής διηγήσεως είνε φραγκικής καταγωγής ή ελληνοανατολικής…»

[22] Βλ. ενθ.αν. σελ.127

[23] Βλ. ενθ.αν. σελ.120

[24] Βλ. ενθ.αν. σελ.12ο

[25] Βλ. T.S.Eliot, The Waste Land,σελ. 75-8ο, ed. Faber and Faber, 1985.

[26] Βλ. ενθ.αν. σελ. 158 και 103 αντιστοίχως.

[27] Βλ. Οδ. Ελύτη, Εν λευκώ, σελ. 41-45, εκδ. Ικαρος, 1993.

[28] Δες την ελληνική μετάφραση των Ο΄ (τού εβραϊκού πρωτοτύπου), Επιστημ. Επιμέλεια Prof. D.Dr. Alfred Rahlfs, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1981.

[29] Βλ. Αγ. Νικοδ. Αγιορείτου, μον. Ευθυμ. Ζιγαβηνού, «Ερμηνεία εις τούς ΡΝ ψαλμούς τού προφητάνακτος Δαβίδ», Ι-ΙΙΙ, τομ. 1, σελ. 13-18, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, 1979. Ειδικά δε τη σελ. 215, όπου π.χ. σχολιάζεται ο όρος «στηλογραφία», ως εξής : «Αι στήλαι και αι εικόνες και οι ανδριάντες, κατά τον θείον Χρυσόστομον και τον Ωριγένη, εδόθησαν εις τούς νικητάς και τροπαιούχους δια δόξαν τού ονόματός των ανεξάλειπτον, με το να κηρύττουσιν αυταί την εκείνων ανδραγαθίαν και γενναιότητα. Όθεν αντί στηλών και ανδριάντων ο παρών Ψαλμός αφιερώθη εις τον νικητήν Χριστόν, όστις….».

[30] Ο Σεφέρης μπορεί, συχνά ίσως, να ελεγχθεί για ανεπάρκεια στα περί τα εκκλησιαστικά. Τουλάχιστον, μια τέτοια αίσθηση δημιουργείται σε κάποιον που διαβάζει τις «Σελίδες από ένα ημερολόγιο» (βλ. Θ.Σ.ΕΛΙΟΤ, Η έρημη χώρα, μετ. Γ.Σεφέρη, σελ.19-78, εκδ. Ίκαρος 1979) και τις σχετικές γι αυτά σκέψεις ή συζητήσεις του με τον Έλιοτ. Ωστόσο, η περισσή σοφία και βαθύνοια τού μεγάλου μας ποιητή κάνει εξαιρετικά ουσιαστικούς και καίριους εντοπισμούς. Ιδού : «Τι τα θέλεις, είμαστε ένας λαός με μεγάλους πατέρες τής εκκλησίας, αλλά σήμερα χωρίς μυστικούς΄με μεγάλη προσήλωση στο αίσθημα και στις ιδέες, αλλά μάς αρέσει να δίνουμε και στα πιο αφηρημένα μια μορφή οικειότητας, πράγμα που ένας χριστιανός τής δύσης θα το έλεγε ίσως ειδωλολατρία. …Καμιά από τις παραδόσεις μας χριστιανικές ή προχριστιανικές, δεν έχει πραγματικά πεθάνει. Συχνά, όταν πηγαίνω στην ακολουθία τής Μεγάλης Παρασκευής, μού είναι δύσκολο ν’ αποφασίσω αν ο Θεός που κηδεύεται είναι ο Χριστός ή ο Άδωνις», (βλ. ενθ.αν. σελ.47). Αναρωτιέμαι αν ασχολείται η σύγχρονη ελληνική ποίηση μ’ αυτά και αν νιώθουν την ποιητική υποχρέωση, αν μη τι άλλο, οι ποιητές τής νέας γενιάς να συμμετέχουν σε μιαν εκκλησιαστική ακολουθία έστω παιδευτικά…

[31] Βλ. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 180-181 (όπου και μνεία για τον κανόνα τού Muratori, που προσφέρει, βεβαίως, μιαν ασφαλή χρονολόγηση, παρόλα τα προβλήματα που αφήνει άλυτα και, κάποτε, περιπλέκει…), 225, Αθήναι 1994. Επίσης, βλ. Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία β΄, σελ. 47 (όπου και η αναφορά τής ωριγένειας, ως γνωστόν, προσπάθειας για μια κριτική έκδοση τής Παλ. Διαθήκης από τον γ΄ήδη αιώνα), Αθήνα 1990.

[32] Βλ.ενθ.αν. σελ. 419. Δημοσίευση στο περιοδικό Εκηβόλος 15, 1986.

[33] Βλ. Αγγ. Σικελιανού «Το αγιορείτικο ημερολόγιο», σελ. 200, εκδ. Ακαδ. Αθηνών, ίδρυμα Κ. και Ε. Ουράνη, Αθήνα 1988.

[34] Κρίνω αναγκαία μια παρατήρηση στη συνάφεια αυτή.  Είναι βέβαιο πως η λογοτεχνική γενιά του ’30, όπως και πολλές πριν και μετά απ’ αυτήν, δεν δέχτηκε να πάρει την πνευματική σκυτάλη ούτε τής αμέσως προηγούμενης λογοτεχνικής γενιάς, που στις τάξεις της ανήκαν λογοτέχνες τού διαμετρήματος ενός Σικελιανού ή ενός Καζαντζάκη, ούτε άλλων προηγουμένων. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν σχετίστηκε μαζί της, η βαρύτητα είχε δοθεί στο ανεκδοτολογικό μέρος τής σχέσης. Ασφαλώς, ομιλώ για μια σκυτάλη που θα δείκνυε σαφώς μιαν οργανική συνέχεια. Φυσικά, οι σχέσεις ήταν πολλές και κάποτε αρκετά βαθιές (με τον Κάλβο (Ελύτης), τους Καβάφη-Μακρυγιάννη (Σεφέρης) κλπ), όμως έχω την αίσθηση ότι αυτές λειτούργησαν επιλεκτικά, μεμονωμένα και το χειρότερο δίχως να δίνεται, οργανικά, η αίσθηση μιας συνέχειας, μιας διάρκειας. Αυτό δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, κακό προηγούμενο, ενθαρρύνει την ιδιωτεία πάνω στο λογοτεχνικό ΣΩΜΑ και βλάπτει καίρια την επιδίωξη μιας εθνικής λογοτεχνικής συνέχειας, με όσες διαφορές και αποκλίσεις μπορεί αυτή να περιλαμβάνει. Το ασυντόνιστο, και τελικά ίσως ανερμάτιστο, των ατομικών περιπτώσεων μαρτυρεί την οδυνηρή αμφιταλάντευσή μας ως χώρας, πολιτισμού και λογοτεχνικής ταυτότητας. Αν το δει κανείς έτσι, δεν μοιάζει τυχαία η ανακόλουθη εξωτερική μας πολιτική. Υπάρχουν αιτήματα που οφείλουν να έχουν διάρκεια, ανεξαιρέτως τής ιδιοπροσωπίας των μεμονωμένων περιπτώσεων.

[35] Βλ. Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, τομ. Δ΄, «Ο Δωδεκαετής», σελ.113, εκδ. Ικαρος, Αθήνα ³1975.

[36] Ο Άγγελος (Σικελιανός) έμεινε μαζί με τον Νίκο (Καζαντζάκη) στο Όρος μονάχα 40 μέρες. Φυσικά, η ημερολογιακή έκταση των σημειώσεων και των καταγραφών δεν αντιστοιχεί στη φυσική τους παραμονή εκεί.

[37] Βλ. ενθ.αν. σελ. 9 κ.ε.

[38] Βλ. ενθ.αν. σελ. 16-17, όπου και παραθέτει  σικελιανικές παρακαταθήκες προς επίδοξους ποιητές… : «Η ζωή, το πάθος, η γαλήνη, ανήκουν μοναχά σε κείνους οπού, «παλαισταί μετά τού Θεού», βοηθημένοι από τον Έρωτα, πραγματοποιούν αδιάκοπα τη συντονία τους με το Πάν». Και αν όλα αυτά φαντάζουν πια ολότελα γελοία, στομφώδη και απελπιστικά απολιθώματα, στους νέους εκείνους «καλλιτέχνας» που ζουν τη μιζέρια τής στένωσης θριαμβολογώντας «πρωτοποριακά», ιδού τι εντύπωση κάνουν τέτοιες θεάσεις στους ξένους και πώς λειτουργεί η πολιτισμική διπλωματία, για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω, δια στόματος Paul  Έluard : «Ξαναζούσαμε σ’ αυτόν (στο ποίημα «Στυγός Όρκος») το ξάστερο σου θάρρος, τη θαμπωτικιά συνείδησή σου, τη συγκλονιστική συνέχεια τού Ελληνισμού ανάμεσα από τρεις χιλιετηρίδες. Λαϊκά τραγούδια, ποίηση των Ορθοδόξων Ύμνων και τής Βυζαντινής εποποιίας, ποίηση τού πρωταρχικού Χριστιανισμού και των Εβδομήκοντα, ποίηση ενός Πινδάρου, ενός Αισχύλου, ενός Ομήρου, αλλά και μαζί το θρησκευτικό αυτό αίσθημα που μάς κάνει να νιώθουμε την αμεσότητα των Ολυμπίων θεών και των Μυστηριακών θρησκειών, όσο και των μύθων τού Άδωνη και τού Χριστού, να τί μονάχα η Ελλάδα μπορούσε να μάς δώσει, να τί μάς φέρνεις, αγαπημένε μου Σικελιανέ».

[39] Η τάση για εκλογικευτική και συμβολοποιητική προσέγγιση των Τιμ. Δώρων τού Μυστηρίου τής Ευχαριστίας έχει ξεκινήσει ήδη από τον 11ο αιώνα και παρόλη τη σύνοδο τού Λατερανού (1215) να διατηρηθεί ένα είδος ρεαλισμού στην Θ. Κοινωνία, θεωρώ ότι, βάσει κυρίως τής σχολαστικής θεολογίας και τής κλίσης που πήρε η δυτική θεολογία εν γένει, ήταν θέμα χρόνου όχι μόνο η καθιέρωση αυτής τής θέασης, στα πλαίσια τής Μεταρρύθμισης, αλλά και η κατάργηση τού ίδιου τού Μυστηρίου, αργότερα (και σε πλήθος «ομολογιών» της κατατεμαχισμένης Μεταρρύθμισης), ως περιττού για τη ζωή και την ένωση εν Χριστώ. Είναι ενδεικτική η αριστοτελική προσέγγιση και ορολογία τού Ακινάτη στο θέμα. Φαντάζομαι τί θα έλεγε αν τα έβλεπε όλα αυτά ο Καβάσιλας, φερ’ ειπείν, ή ο Μάξιμος… Όμως, όλα τούτα  αφορούν, τελικά, στην ίδια την αντιμετώπιση, πρόσληψη και μετοχή τής ζωής, ως τέτοιας. Έτσι, θα ήταν απαράδεκτα ακραίο να θεωρήσω πως αυτή ακριβώς η αφαιρετική/εξαϋλωτική θέαση τής πραγματικότητας οδήγησε, συν τω χρόνω, στη διάκριση και (πανυβριστική…) διχοτόμηση τής …πραγματικής οικονομίας, στις μέρες μας, (για να δείξω πόσο ουσιαστικά, εν τέλει, είναι αυτά τα θέματα και έως πού μπορούν να φτάσουν οι προεκτάσεις τους…) από τα φαντασιώδη και ουσιωδώς ΑΝΥΠΑΡΧΤΑ τοξικά τραπεζικά προϊόντα, που όχι μόνο σκύλεψαν τη ζωή, αλλά και την κατέστησαν αεριώδη και… εξωπραγματική ; Κάνουν καιρό να αναδυθούν στο πεζοδρόμιο οι δήθεν αφηρημένες και λεπτολόγες θεολογικές ή φιλοσοφικές θεωρήσεις, (αφηρημένες ;!!! λες και δεν τις έκαναν πλάσματα που διαβιούν πάνω στον πλανήτη…, που μιλούν με τους όρους τής συνθήκης του και μόνον, έστω και αν αποπειρώνται συχνότατα να μιλήσουν διαφοροτρόπως…). Αυτό το αληθινό… υπέδαφος (φιλοσοφία, θεολογία) των προβλημάτων το είχε διαβλέψει ιδιοφυώς ο Weber. Παίρνουν καιρό, λοιπόν, οι αναδύσεις και συνάμα υπάρχουν βάθη βαθών. Εννοώ, πως μπορεί κάποιος να εκπονήσει αληθινά βαθυστόχαστες αναλύσεις τής τρέχουσας (οικονομικής ή άλλης) πραγματικότητας, αλλά αν δεν αγγίξει τα «μεταφυσικά» βάθη της δεν θα έχει αγγίξει καν το πρόβλημα που θα συνεχίσει να διαιωνίζεται διαβρώνοντας το παν. Εισηγούμαι, λοιπόν, αυτήν τη γνώμη, που δεν έχω πουθενά αλλού συναντήσει, ούτε και είδα να επιχειρείται κάπου αυτή η διασύνδεση, που εδώ εκθέτω, μεταξύ «καπιταλιστικού» οικονομικού φαινομένου και ρεαλισμού τής μεταβολής των Τιμ. Δώρων. Δεν θα κάνω βήμα πίσω στη διατύπωσή της και θα ευχηθώ να υπάρξει κάποια ενδελεχής μελέτη επί τού θέματος. Θα φωτίσει όχι μόνο το παρόν και τα βαθύτερα αίτια καταστάσεων που βιώνουμε, αλλά και θα βοηθήσει την Ευρώπη να δει τί τής συμβαίνει και θα αποτελέσει, παράλληλα, κάτι αντίστοιχο με το εξαίρετο έργο τού Weber για τον καπιταλισμό σε σχέση με τον προτεσταντισμό. Είθε !

[40] Βλ. Κάρλ Μάρξ-Φρ. Ένγκελς, Η αγία οικογένεια, και Φ. Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος τής γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, σελ. 67-70 (όπου και οι μαρξικές «θέσεις για τον Φόϋερμπαχ»), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984.

[41] Βλ. Der Codex Manesse und die Entdeckung der Liebe, σελ. 139, Universitätsbibliothek Heidelberg, Band II, ²2012, όπου διαβάζουμε : “Das Herz-Mahl und der nachfolgende Liebestod der Frau besiegeln als eine der Leittugenden aufrichtiger Liebe die staete, die Beständigkeit und Dauerhaftigkeit des Gefühls” (η πλαγιογράφηση των συγγραφέων).

[42] Βλ. (λατινικό) εσπερινό τής Κυριακής τού Πάσχα : “Ad coenam Agni providi”, όπου αυτό το providi ενέχει μιαν ολόκληρη τελεολογία, κοσμολογία, σωτηριολογία και ανθρωπολογία, πλην πολλών άλλων. Παραπέμπει κατευθείαν σε μιαν Οντολογία και υπαινίσσεται το Είναι.

[43] Νομίζω πως λίγο μπορεί να ευσταθήσει η άποψη τού Dodds (Βλ. E.R. Dodds, The Bacchae, Oxford, 1944) περί Διονυσιακού Πάθους και διονυσιακού Γολγοθά, αφού, με βάσει το αμέτοχον τού θεού στο διαμελισμό και την «κλάση» του, όλα τα «κακά» που τού συμβαίνουν μπορούν να χαρακτηριστούν απλά ως ταλαιπωρίες.Μιλώ πάντα για τον Διόνυσο των Βακχών. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να λεχθεί για την ορφική παραλλαγή τού Διονύσου, που είναι ο Διόνυσος-Ζαγρεύς, όπου και ισχύουν οι επισημάνσεις τού Dodds.

[44] Βλ. Πραξ. 26,14

[45] Βλ. Euripidis Tragoediae, vol. I, σελ. 110 και 116, Augustus Nauck ed. Lipsiae, Teubneri.

[46] Ενδεικτική η επισήμανση : “…and devoured the bleeding pieces. This so-called omophagy is a sacramental meal; in devouring the parts of the animal the maenads incorporated the god and his power within themselves. ”, (Βλ. The Oxford classical dictionary,σελ. 352, second ed., by N.G.L. Hammond-H.H.Scullard, 101992.), η πλαγιογράφηση δική μου. Σχετικά με την πρόθεση “within” βλ. κατωτέρω, σημ. 84.

[47] Στα πλαίσια, κυρίως, τού Γνωστικισμού αναπτύχθηκε η θεολογική αντίληψη ότι το σώμα τού Χριστού ήταν φανταστικό, φαινομενικό, μια δόκησις. Δηλαδή, κάτι που δεν είχε υπόσταση, μια οφθαλμαπάτη. Ο Μαρκίων, που δημιούργησε μεγάλο ρεύμα οπαδών τον β΄αιώνα, πίστευε στο δοκητισμό και διέδιδε αυτές τις αντιλήψεις. Ο Χριστός δεν σταυρώθηκε αληθινά και εμφανίστηκε στον κόσμο ενήλικος (βλ. Tertullian, Adversus Marcionem, 1, 19, iv,6, MPL). Δηλαδή, δεν υπέστη το Πάθος και συνακόλουθα ο χαρακτήρας τής Θ. Ευχαριστίας είναι … συμβολικός και σε καμία περίπτωση ρεαλιστικός. Είναι εξόχως ενδεικτική η αντικατάσταση των κυριακών λόγων από τον Μαρκίωνα «τούτο εστι το σώμα μου», με τη φράση «τούτο εστι το σχήμα τού σώματός μου». Ο Γνωστικισμός συνήθως συμπεριλάμβανε στη θεωρία του και το δοκητισμό, δηλαδή τον …καθαρό φαινομενισμό για τη φυσική παρουσία τού Χριστού. Ο Χριστός ως κάποιος αγαθός θεός ή αιώνας έρχεται στη γη όχι ως αληθινός άνθρωπος, αλλά «κατά δόκησιν» και ενοικεί στο γιό τού Ιωσήφ και τής Μαρίας, κατά το βάπτισμα, και ακολούθως «κατά δόκησιν», δηλαδή φαινομενικά, έπαθε και αναστήθηκε. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι ότι μετελάμβαναν άρτο και …ύδωρ και κάποτε άλλοτε (κατά το βάπτισμά τους) μέλι και γάλα. Ο Ιππόλυτος (Βλ. Έλεγχος, Χ, 19) αναφέρει : «Τον δε Χριστόν…ον έσω άνθρωπον καλεί (ο Μαρκίων), ως άνθρωπον φανέντα λέγων και ουκ όντα άνθρωπον, και ως ένσαρκον ουκ ένσαρκον, δοκήσει πεφηνότα, ούτε γένεσιν υπομείναντα, ούτε πάθος, αλλά τω δοκείν» (οι πλαγιογραφήσεις δικές μου). Ωστόσο, μέσα απ’ όλο αυτόν τον καταιγισμό τού φαντασιώδους και τής οφθαλμαπάτης, ο Μαρκίων και οι δοκητιστές …απαιτούν να υπάρχει σωτηριώδης και αληθινή ενέργεια ! (Βλ. Βασ. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 68, εκδ. Αστήρ,51990). Θεωρώ πως το ρεύμα τού δοκητισμού, μαζί με αρκετές άλλες κακοδοξίες (νομικισμός, αίρεση καθαρών, ήπιες μορφές γνωστικισμού, δικανισμός, κληρικαλισμός, ένας λαϊκότροπος σαβελιανισμός και πολλά ακόμη…) δεν έπαψε ποτέ να υφέρπει στον εκκλησιαστικό, και όχι μόνον, χώρο και απόδειξη γι αυτό είναι η διατήρησή του, στην εποχή π.χ. τού Αλεξ. Κομνηνού, μέσα στα πλαίσια τής αίρεσης των Βογομίλων και των Παυλικιανών (Βλ. Steven Runciman, The medieval manichee, σελ. 26-93, ed. Cambridge Univ. Press, 71997. Θεωρώ, μάλιστα, πως οι καταδιωκόμενες και παράνομες (!), από το επίσημο Κράτος (ένα λάθος πολιτικής/χριστιανικού φρονήματος, που τελικά έφερε τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα…), χριστιανικές παραφυάδες, με την επιβίωσή τους για αιώνες, κατάφεραν, τελικά, να εισδύσουν και να ενσωματωθούν στο εκκλησιαστικό σώμα, διαχέοντας τον εαυτό τους σε κάθε του γωνιά και εξασφαλίζοντας έτσι, εκ των ένδον, την επιβίωσή τους. Από τις ακραίες εγκρατιτικές τάσεις και τον άκρατο ασκητισμό τής πρωτοχριστιανικής εποχής, που αποσκοράκιζε φυσικές μορφές ζωής, όπως το θέατρο και το τραγούδι, ίσαμε τις ίδιες απαγορεύσεις μέσα στους εκκλησιαστικούς κανόνες και τη συλλογή τους στο «Πηδάλιο», η διαφορά είναι από ανύπαρκτη έως μηδαμινή… Για να ξαναγυρίσω στους δοκήτες και το γνωστικισμό, πολύ σοφά ο Runciman υποδεικνύει (βλ. ενθ. αν. σελ. 5-25 το γνωστικό υπόβαθρο [“The Gnostic Background”] αυτών των θεωριών.), όπου, μεταξύ άλλων, δηλώνεται ότι ο Χριστός δεν σώζει δια τού Πάθους αλλά δια τής διδασκαλίας ! Αυτό, ακριβώς, εννοώ όταν κάνω λόγο για θεωρητικοποίηση και εξαϋλωση τού ρεαλιστικού και ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ πάντοτε γεγονότος τής ζωής. Ουσιαστικά, η δόκησις πηγάζει, ως κρίνω, από τις δυαρχικές θεωρίες των Γνωστικών και τού Μάνη. Είναι αποτέλεσμα μιας μανιχαϊκής θεώρησης τής ζωής, όπου το «πνεύμα» (αγαθόν) είναι πάντα ανώτερο και απείρως καθαρότερο τής (κακής) ύλης και τού σώματος κι αυτή η θεώρηση δεν ανιχνεύεται μόνο στα πλαίσια των αιρέσεων τού Χριστιανισμού, αλλά και στις ανομολόγητες υποστροφές του, εντός των εκκλησιαστικών κόλπων, από την αρχική Ένσαρκο Οικονομία τού ευαγγελικού μηνύματος. Υπάρχει, φερ’ειπείν, και στην πλατωνική θεωρία. Υπενθυμίζω, ωστόσο, ότι η Εκκλησία ορίζεται ως ΣΩΜΑ Χριστού… και καταδικάζονται συνοδικά καθαρολογικές πρακτικές και αντιλήψεις στον τρόπο της Θ. Μετάληψης (ειδικά σκεύη υποδοχής κλπ. Βλ. Φειδά, ενθ. αν. σελ 648, όπου και η περιγραφή τής μέχρι το 10ο αιώνα επικρατούσας κοινής (λαϊκών και κληρικών) πρακτικής τής αδιαμεσολάβητης (λαβίδες κλπ) και έντονης σωματικής εμπλοκής στο Μυστήριο. Στη συνέχεια, δυστυχώς, επικράτησαν καθαρολογικές και ιεροκρατικές αντιλήψεις.). Το ουσιώδες πρόβλημα, που αγγίζει τούς πάντες και δεν αφορά αποκλειστικά σε θρησκευτικά περιβάλλοντα και αιρέσεις, είναι το ασυμβίβαστο και αντιθετικό τού πνεύματος προς την ύλη. Μανιχαίοι και δοκητιστές δεν μπορούν να αποδεχθούν την ΙΣΟΤΙΜΗ διείσδυση τού ενός στο άλλο και τη ΦΑΝΕΡΩΣΗ τού γεγονότος τής ζωής ΚΑΙ από τις «δύο» αυτές πηγές. Δεν αποδέχονται την ΟΡΓΑΝΙΚΗ τους ενότητα. Η νεύρωση που κρύβεται πίσω από τις θεωρίες αυτές είναι η νεύρωση τής μη αποδοχής τής ΟΛΙΚΗΣ ζωής, τής ζωής ως ολικού γεγονότος, τής ύπαρξης ΥΛΗΣ ΜΕΣΑ στο ΠΝΕΥΜΑ και πνεύματος μέσα στην ύλη. Οντολογικά. Στην αντίληψή τους για το ΖΩΝ επικρατεί η φαντασία, η υπόθεση, η προσποίηση, ο θεωρητισμός, ο φαινομενισμός, τα φαντάσματα των … όντων και όχι τα όντα. «Νομίζονται» τα όντα, ΔΕΝ είναι. Όμως, κανείς απλός άνθρωπος δεν θα δεχόταν ποτέ, νομίζω, ότι έζησε, μάτωσε, ερωτεύθηκε, ίδρωσε, σαν μαριονέτα ή ξόανο, για να φέρω το θέμα στα αρμόζοντα φυσικά του πλαίσια.

[48] Βλ. Karl Taube, Μύθοι των Αζτέκων και των Μάγια, εκδ. Παπαδήμα, 1996. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά (σελ.17) : «Στους αζτεκικούς μύθους οι θεοί θυσιάζονται κατά τη διάρκεια τής ανατολής στην Τεοτιχουακάν…», και θυσιάζονται για να υπάρξει συνέχιση και σταθερότητα (!!!, υπενθυμίζω το ιδανικό τής σταθερότητας και διάρκειας (συνέχισης)[Beständigkeit und Dauerhaftigkeit] στους μεσαιωνικούς ερωτικούς ποιητές, που ήδη έχουμε κάνει μνεία του…Βλ. και σημ. 58.) τού κόσμου και οι ανθρωποθυσίες, συνακόλουθα, συντείνουν, μιμητικά (ο όρος μίμησις Χριστού είναι κοινός στη χριστιανική γραμματεία…) προς τη θεϊκή θυσία, στη «διατήρηση τής κοσμικής ισορροπίας», (δες ενθ.αν. σελ.20). Μεταφραζόμενες αυτές οι θεωρήσεις σε χριστιανικά περιβάλλοντα, δεν νομίζω να τύγχαναν ουσιαστικής διαφοροποιήσεως κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει πολλά. Βλέπε επίσης τις σελ. 45, 46, 48, 54, 61, όπου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε «…μεγάλη η επιθυμία της για σάρκα ώστε δεν έχει μόνο ένα τεράστιο σαγόνι, αλλά και στόματα στους αγκώνες, τα γόνατα και σε άλλες κλειδώσεις», «…να ουρλιάζει για αίμα και καρδιές ανθρώπων. Τελικά, μόνο θυσιασμένη σάρκα και αίμα μπορεί να απαλύνει και να ηρεμήσει την Τλαλτεκούτλι, ώστε να συνεχίσει να παράγει…», «Οι θεοί τελικά συμφωνούν ότι πρέπει να θυσιαστούν για να κάνουν τον ήλιο να κινηθεί. …Όπως έπρεπε οι θεοί να θυσιαστούν, έτσι και οι άνθρωποι πρέπει να δίνουν τις δικές τους καρδιές και το αίμα για να εξασφαλίσουν ότι ο πέμπτος ήλιος θα συνεχίζει…», «…ο μύθος των πέντε ήλιων παρουσιάζει τη θυσία ως απαραίτητο μέσο για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής και της κοσμικής ισορροπίας», και «Μέσω της μετανοητικής προσφοράς του αίματός τους, οι θεοί δημιουργούν την τωρινή ανθρώπινη φυλή.». ΑΝ κάποιος νομίζει πως όλα αυτά δεν δηλώνονται σαφώς στην πατερική γραμματεία, τότε η αδαημοσύνη του «βγάζει μάτι». Κι ΑΝ κανείς, πάλι, πιστεύει πως αυτά δεν εντοπίζονται στον σύγχρονο λογοτεχνικό (και κοινωνικό…, με τις ποικίλες ιδεολογίες και θεωρίες…) χώρο, «πολλαχώς και πολυτρόπως», τότε και πάλι η άγνοιά του σκοτώνει. Πρόχειρα, γνωστά, παραδείγματα (αμφότερα και μελοποιημένα για να κατεβούν ευκολότερα στις λαϊκές μάζες…) : Α) «…ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι», «…κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι», «τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου,/ τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου…/ καθρεφτιζόνταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου !», «…πως για τις σπονδές και για το τάμα…τόσα αδέρφια σφάχτηκαν…», «Ομπρός΄βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο…/χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα !…/δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος…/ σπρώχτε με γόνα και με στήθος…/…ομοαίματοι αδερφοί του !» (Βλ. Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, τομ. Ε΄, «Πνευματικό εμβατήριο», σελ.172-3, εκδ. Ικαρος, Αθήνα ³1978). Β) «…είν’ ο μέσα σου ήλιος/ είν’ ο αιώνιος πύρινος τροχός/ είναι το αίμα τού αίματός σου», «…κι ας βαφτεί με το ίδιο το αίμα σου/ το ακρόγωνο λιθάρι !…»  (Βλ. Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, τομ. Γ΄, «Το κατορθωμένο Σώμα», σελ.247-8, εκδ. Ικαρος, Αθήνα ³1976). Γ) «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή/Θέλει νεκροί χιλιάδες να’ναι στους Τροχούς/Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.», «τους παλιούς μου φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα !», «Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν» (Βλ. Οδ. Ελύτη, «Το άξιον εστί», σελ.  εκδ. Ικαρος, . Αν κάποιος νομίζει πως η απόσταση ανάμεσα στη μεταφορά και την κυριολεξία είναι αγεφύρωτη ή και άμικτη των δύο τους, πλανάται πλάνην οικτράν. Κι αν, πάλι, νομίζει πως η δήθεν ποιητική «μεταφορά» δεν υποδηλώνει, …κυριολεκτικά, σάρκα και αίμα, αλλά και «πνευματικό» αίμα και «πνευματική» σάρκα, πλανάται ομοίως. Και αν, τέλος, θεωρεί πως όσα η ΠΟΙΗΣΗ βλέπει και νιώθει δεν ΕΙΝΑΙ, τότε καλά θα κάνει να σύρει τη γομολάστιχα στο νου και τη καρδιά του, μ’ όλες τις εμβιώσεις τους, και να κατέλθει  ζων στους κευθμώνες τού Άδη. Κι αληθινά, τώρα πια μετά τον 20ο αιώνα και τις πανοικονομιστικές ανθρωποθυσίες των αρχών του 21ου, δεν γνωρίζω πόσο «πρωτόγονη» είναι η θυσιαστική κυριολεξία των Αζτέκων και πόσο «μεταμοντέρνα αναπτυξιακή» η μεταφορά τής ανθρωποθυσίας τού… νεοφιλελευθερισμού, τών ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, των «διαρθρωτικών αλλαγών» και των ελλειμμάτων… (άκρατοι ευφημισμοί, καθώς τα μαχαίρια πια δεν είναι αιχμηρά και σιδερένια, αλλά χάρτινα, ιδεατά και πάντοτε, κατά τον αρχαίον τύπον, άψογα ακονισμένα).

[49] Βλ. James George Frazer, The Golden Bough, 1922. “At the festival of the winter solstice in December the Aztecs killed their god Huitzilopochtli in effigy first and ate him afterwards. As a preparation for this solemn ceremony an image of the deity in the likeness of a man was fashioned out of seeds of various sorts, which were kneaded into a dough with the blood of children. The bones of the god were represented by pieces of acacia wood. This image was placed on the chief altar of the temple, and on the day of the festival the king offered incense to it. Early next day it was taken down and set on its feet in a great hall. Then a priest, who bore the name and acted the part of the god Quetzalcoatl, took a flint-tipped dart and hurled it into the breast of the dough-image, piercing it through and through. This was called “killing the god Huitzilopochtli so that his body might be eaten.” One of the priests cut out the heart of the image and gave it to the king to eat. The rest of the image was divided into minute pieces, of which every man great and small, down to the male children in the cradle, receive one to eat. But no woman might taste a morsel. The ceremony was called teoqualo, that is, “god is eaten.”, (οι πλαγιογραφήσεις δικές μου, με σκοπό εύκολα να μπορεί κάποιος να κάνει τούς απαραίτητους παραλληλισμούς…). Είναι άκρως ενδεικτική, επίσης, οι ακόλουθες παρατηρήσεις τού Frazer : “THE CUSTOM of eating bread sacramentally as the body of a god was practised by the Aztecs before the discovery and conquest of Mexico by the Spaniards. “… and the priests and superiors of the temple took the idol of paste, which they spoiled of all the ornaments it had, and made many pieces, as well of the idol itself as of the truncheons which they consecrated, and then they gave them to the people in manner of a communion, beginning with the greater, and continuing unto the rest, both men, women, and little children, who received it with such tears, fear, and reverence as it was an admirable thing, saying that they did eat the flesh and bones of God, where-with they were grieved. Such as had any sick folks demanded thereof for them, and carried it with great reverence and veneration… Twice a year, in May and December, an image of the great Mexican god Huitzilopochtli or Vitzilipuztli was made of dough, then broken in pieces, and solemnly eaten by his worshippers.”. From this interesting passage we learn that the ancient Mexicans, even before the arrival of Christian missionaries, were fully acquainted with the doctrine of transubstantiation and acted upon it in the solemn rites of their religion. They believed that by consecrating bread their priests could turn it into the very body of their god, so that all who thereupon partook of the consecrated bread entered into a mystic communion with the deity by receiving a portion of his divine substance into themselves. The doctrine of transubstantiation, or the magical conversion of bread into flesh, was also familiar to the Aryans of ancient India long before the spread and even the rise of Christianity. The Brahmans taught that the rice-cakes offered in sacrifice were substitutes for human beings, and that they were actually converted into the real bodies of men by the manipulation of the priest. We read that “when it (the rice-cake) still consists of rice-meal, it is the hair. When he pours water on it, it becomes skin. When he mixes it, it becomes flesh: for then it becomes consistent; and consistent also is the flesh. When it is baked, it becomes bone: for then it becomes somewhat hard; and hard is the bone. And when he is about to take it off (the fire) and sprinkles it with butter, he changes it into marrow. This is the completeness which they call the fivefold animal sacrifice.”,(οι πλαγιογραφήσεις δικές μου, προς δημιουργική παραβολή με τα ημέτερα… ). Είναι αξιοπρόσεκτος ο όρος “transubstantiation(μετουσίωση) που παραπέμπει, φυσικά, κατευθείαν στην ισχύουσα ρωμαιοκαθολική δογματική.

[50] Βλ. Euripidis Tragoediae, vol. I, «…ωμοφάγον χάριν, …ρει δε γάλακτι πέδον, ρει δε οίνω, ρει δε μελισσάν νέκταρι…», σελ. 95, Augustus Nauck ed. Lipsiae, Teubneri.

[51]Βλ. Jan Kott, Θεοφαγία, σελ. 223, μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη, εκδ. εξάντας, 1976

[52] Βλ. H. Jeanmaire, Διόνυσος, σελ. 116-7, μετ. Αρτ. Μερτάνη, εκδ. Βιβλ. Κλειώ, 1985. Επίσης, τις σελ. 326-331, όπου μεταξύ πολλών άλλων και τα εμβληματικά επίθετα τού Διονύσου : ωμηστής, ωμάδιος. Στις σελίδες αυτές ο συγγραφέας παραθέτει και αρκετές χριστιανικές φωνές για το θέμα. Ωστόσο, δεν συμφωνώ με την αυθαίρετη γνώμη του (βλ. ενθ.αν. σελ. 327), όταν χαρακτηρίζει την περιγραφή τού υπηρέτη στις Βάκχες (βλ. στιχ.677-774) «φανταστική». Ο χαρακτηρισμός δεν έχει κανένα έρεισμα και θεωρώ πως εκτρέπει το θέμα από την άκρως ενδιαφέρουσα ρεαλιστική του βάση. Αν κάτι μπορεί να έχει διαρκές ενδιαφέρον είναι ακριβώς ο ρεαλιστικός χαρακτήρας τής ωμοφαγίας (υπό οιοδήποτε πρίσμα την θεωρεί κάποιος) που παραπέμπει σε μείζονες οντολογικές θεάσεις. Τονίζω, και πάλι, πως από τον ρεαλιστικό χαρακτήρα (υπό στενότατη, μάλιστα, έννοια) τής Θ. Ευχαριστίας, δεν έκανε ποτέ πίσω η Εκκλησία.

[53] Βλ. Κ. Κερένυι, Η μυθολογία των Ελλήνων, σελ.143-145, μετ. Δημ. Σταθόπουλος, εκδ. Εστίας, 31974

[54] Βλ. Ματθ. 11,11

[55] Βλ. Jan Kott, ενθ.αν. 215.

[56] Βλ. Διόδωρος, 1, 96. Κλήμης, Προτρ. 2,18.

[57] Οι αναφορές στους Τιτάνες είναι πολύ συχνές στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Ο Πλάτωνας λέει (βλ. Τίμαιος 69c) : «καὶ τῶν μὲν θείων αὐτὸς γίγνεται δημιουργός, τῶν δὲ θνητῶν τὴν γένεσιν τοῖς ἑαυτοῦ γεννήμασιν δημιουργεῖν προσέταξεν. οἱ δὲ μιμούμενοι, παραλαβόντες ἀρχὴν ψυχῆς ἀθάνατον, τὸ μετὰ τοῦτο θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν ὄχημά τε πᾶν τὸ σῶμα ἔδοσαν ἄλλο τε εἶδος ἐν αὐτῷ ψυχῆς προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν». Ανάλογες αναφορές βρίσκουμε και στον Πίνδαρο ή στον Οππιανό, που κάνουν λόγο για την «Τιτανική φύση» τού ανθρώπου. Η ιδέα είναι πως οι άνθρωποι κατάγονται από τούς θεούς (Τιτάνες, Διόνυσος), δηλαδή από ένα αθάνατο τμήμα, την ψυχή, και από το χώμα (το σώμα τους), που συνιστά το φθαρτό τμήμα τους. Το σώμα είναι τιτανικής προέλευσης, ενώ η ψυχή είναι θεϊκή. Ωστόσο, τα ψυχικά κακά, όπως η αλαζονεία, έχουν κάποτε την καταγωγή τους από τους Τιτάνες… Η προέλευση τού ονόματος είναι από το ρήμα τιταίνω, που σημαίνει τείνω, τανύω, τεντώνω, εκτείνω τις δυνάμεις μου… Ενδεικτικά αναφέρω πως το θέμα δεν περιπίπτει στα αζήτητα κατά τη χριστιανική περίοδο. Ο Δαμάσκιος, λόγου χάρη, κρίνει πως οφείλει να μπει στον κόπο και να σχολιάσει το ζήτημα, από τη δική του οπτική πάντα : «Πῶς ἐκ Τιτανικῶν θρυμμάτων οἱ ἄνθρωποι γίνονται; Ἡ ἐκ μὲν τῶν θρυμμάτων, ὡς ἀπεστενωμένοι τὴν ζωὴν εἰς ἔσχατον μερισμόν· ἐκ δὲ τῶν Τιτανικῶν, ὡς ἐσχάτων δημιουργῶν καὶ τοῖς δημιουργήμασι προσεχεστάτων.  ὁ μὲν γὰρ Ζεὺς “πατὴρ ἀνδρῶν καὶ θεῶν”, οἱ δὲ ἀνθρώπων μόνων ἀλλ’ οὐχὶ καὶ θεῶν, καὶ οὐκέτι πατέρες ἀλλὰ αὐτοί, οὐδὲ αὐτοὶ ἁπλῶς ἀλλὰ τεθνεῶτες, καὶ οὐδὲ τοῦτο μόνον ἀλλὰ καὶ συντεθρυμμένοι· ὁ γὰρ τοιοῦτος τρόπος τῆς ὑποστάσεως εἰς τοὺς αἰτίους ἀναπέμπεται.», και «Ὅτι ἡ Τιτανικὴ ζωὴ ἄλογός ἐστιν, ὑφ’ ἧς ἡ λογικὴ σπαράττεται. Κάλλιον δὲ πανταχοῦ ποιεῖν αὐτήν, ἀπὸ θεῶν γε ἀρχομένην τῶν Τιτάνων· καὶ τοίνυν τῆς λογικῆς τὸ δοκοῦν αὐτεξούσιον καὶ οἷον ἑαυτοῦ βουλόμενον εἶναι μόνου, οὔτε δὲ τῶν κρειττόνων οὔτε τῶν χειρόνων, τοῦτο ἡμῖν οἱ Τιτᾶνες ἐμποιοῦσιν, καθ’ ὃ καὶ τὸν ἐν ἡμῖν Διόνυσον διασπῶμεν, παραθραύοντες ἡμῶν τὸ ὁμοφυὲς εἶδος καὶ οἷον κοινωνικὸν πρὸς τὰ κρείττω καὶ ἥττω. οὕτω δὲ ἔχοντες Τιτᾶνές ἐσμεν· ὅταν δὲ εἰς ἐκεῖνο συμβῶμεν, Διόνυσοι γινόμεθα τετελειωμένοι ἀτεχνῶς.», Δαμάσκιος, Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος Φαίδωνα, I.8., I.9.

[58] Ο Πρόκλος αναφέρει : «Στα κύματα τού αιθέρα την καρδιά ανέπαφη/ τού Άνακτα τού Βάκχου σώζεις/ από το χέρι των Τιτάνων που έγινε κομμάτια/και στον πατέρα του την παραδίνεις΄κι αυτός ξαναζωντάνεψε, με τη βουλή/ τού που τον γέννησε με την Σεμέλη,/ και στην κορφή τού κόσμου ανυψώθηκε, ο Διόνυσος».

[59] Σε σχέση με ό,τι αναφέραμε παραπάνω περί «εξακτίνωσης» τού θέματος, φέρνοντας και το παράδειγμα των Αζτέκων, ο Jan Kott, (βλ. ενθ.αν. σελ. 217) ορθότατα αναφέρει ότι «Αυτό το μύθο (τής έλευσης, φόνου και ανάστασης τού υιού τού θεού) τον βρίσκουμε σε τόσο απομακρυσμένους και τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτισμούς όπως στο μεσογειακό και τον πολυνησιακό, των Μάγυα και των κανιβάλων Ουϊτότο».

[60] Ιδού τα λόγια τού ιερέα, από την λειτουργία τού Αγ. Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, κατά τη στιγμή τής υψώσεως και τού μελισμού τού Αμνού «Μελίζεται και διαμελίζεται ο Αμνός τού Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος…», προς παραβολική χρήση από τον αναγνώστη… Ενδεικτική και η άποψη τού Πρόκλου για το θέμα του διονυσιακού μελισμού, που αγγίζει βαθιά όσα λέγονται εδώ τόσο για τη χριστιανική αντίληψη, όσο και για την αντίληψη των Αζτέκων σχετικά με την θεοφαγία : «…μετὰ τὸν τοῦ Διονύσου διασπασμόν, ὃς δηλοῖ τὴν ἐκ τῆς ἀμερίστου δημιουργίας μεριστὴν πρόοδον εἰς τὸ πᾶν ὑπὸ τοῦ Διός…» (βλ. Προκλ. Εις Τιμ. I.173)

[61] Βλ.ενθ.αν. σημ.52.

[62] Βλ. αντιστοίχως Ιω. 6,53. 6,56. 6,57.  17,21-23. 14,10.  15,4-10. Πρβλ. αν. σημ. 68.

[63] Βλ. ενθ.αν. σελ. 221.

[64] Ο Τηρέας βιάζει την αδελφή τής Πρόκνης Φιλομήλα και στη συνέχεια τής κόβει τη γλώσσα για να μην μιλήσει. Όμως, η τελευταία μέσα από την Τέχνη, τη γλώσσα δηλ. τής… σιωπής και τού καλλιτεχνικού έργου (…), διηγείται λεπτομερώς στην αδελφή της τί τής συνέβη. Στη συνέχεια η δύο αδελφές σκοτώνουν και κομματιάζουν το παιδί (τον Ίτυ) τής Πρόκνης και το δίνουν στον Τηρέα εν αγνοία του να το φάει, μετά από πρόσκληση σε δείπνο. Είναι χαρακτηριστικές οι εκφράσεις του Karl Kerenyi (Die Mythologie der Griechen) , που ταιριάζουν απόλυτα με το εδώ πραγματευόμενο θέμα μας : «Ήταν η εποχή τής νυχτερινής γιορτής τού θεού τού κρασιού : έτρεξε σα μαινάδα με τις Βακχίδες…και έσυρε τη Φιλομήλα μέσα στην έξαλλη από ενθουσιασμό συντροφιά. Και μετά … οι δύο αδελφές …κομματιάσανε το αγόρι. Αυτό το έκαναν συνειδητά και σκόπιμα. …το κομμάτιασαν και έβρασαν τα κομμάτια μέσα σε μια χύτρα…» (Βλ. ελλην. εκδ., Κ. Κερένυι, Η μυθολογία των Ελλήνων, σελ.529, μετ. Δημ. Σταθόπουλος, εκδ. Εστίας, 31974). Θεατρική/λογοτεχνική επεξεργασία τού θέματος, βλέπε στο θεατρικό έργο των ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ-ΔΗΜ.ΠΟΤΑΜΙΤΗ, Το σκοτεινό αντικείμενο τού πάθους, Θέατρο έρευνας, 2001 (Νοεμ.)-2002 (Απρ.) : https://www.academia.edu/2404477/

[65] Βλ. Κερένυι, ενθ.αν.σελ. 244

[66] Βλ. ενθ.αν. 139, όπου δηλώνεται : “Der Verzehr des Herzens  durch die Dame erscheint nicht nur als intensive Gemeinschaftvollzug, sondern weckt auch deutliche Assoziationen zur Eucharistie”.

[67] Βλ. Γαλ. 2,20 : «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top