Fractal

Η έννοια της αρρενωπότητας στο «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ

του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

1-the-sun-also-rises

 

Το γεγονός του τραυματισμού του Χέμινγουεϊ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η έντονη προσπάθεια και το άγχος του να δημιουργήσει μέσα στα μυθιστορήματά του ένα χαρακτήρα που θα αντανακλούσε τον εαυτό του, έγιναν αντικείμενο επανειλημμένων σχολίων και δημοσιεύσεων για σχεδόν έναν αιώνα, από αναγνώστες και κριτικούς. Ένα φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης του Χέμινγουεϊ στην Ιταλία, ίσως να βοήθησε κάποιες συνδέσεις μεταξύ της αναπηρίας και της ηθικής και διανοητικής του βλάβης. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, γνωρίζουμε ότι παρατηρήθηκε αυξανόμενη παρουσία βετεράνων τραυματιών στη μεταπολεμική Αμερική, γνωστού όντος ότι σύμφωνα με την Λαμαρκιανή λογική ένας τραυματισμένος στρατιώτης είχε τη δυνατότητα να αποδυναμώσει την εθνική υγεία μεταδίδοντας ελαττώματα στην συνολική γονιδιακή δεξαμενή.

Παραθέτοντας στοιχεία από την αλληλογραφία του συγγραφέα, ο βιογράφος του, James Mellow, αναφέρει ότι λίγο μετά την άφιξη του Χέμινγουεϊ στο νοσοκομείο του Μιλάνου, ένας από τους πρόσφατα αποκτηθέντες φίλους του, αποδείχτηκε πρόβλημα. Ο φίλος αυτός ήταν ο πλούσιος Englefield, ένας Άγγλος στα πενήντα του, αδελφός κάποιου Λόρδου, ο οποίος τον επισκεπτόταν συχνά, φέρνοντας στον συγγραφέα πάμπολλα δώρα, από κολόνιες μέχρι αλκοολούχα ποτά. Κάποιοι κριτικοί υπαινίσσονται ότι το εν λόγω ένα περιστατικό, ίσως κέντρισε το ενδιαφέρον του Χέμινγουεϊ στην ιδέα της ερωτικής παραλλαγής. Ο Englefield θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποτελούσε αυτό που οι ερευνητές αποκαλούν ‘devotee’, ένα είδος φετιχιστή, στον οποίο οι ερωτικές επιθυμίες προκαλούνται από τη θέα ατόμων με αναπηρίες, ακρωτηριασμούς και άτομα γενικώς με ειδικές ανάγκες. Το πεδίο αυτό της ψυχιατρικής που μελετά τις αναπηρίες, αναπτύσσεται εδώ και καιρό με ταχείς ρυθμούς με σκοπό να προχωρήσει και να πετύχει μια πληρέστερη κατανόηση αυτού του είδους του φετιχισμού, ως μέρος της ευρύτερης έρευνας σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους τα πολιτιστικά στερεότυπα διασταυρώνονται με τα βασίλεια του μύθου, της ψυχολογίας, της ψευδοεπιστήμης και της ιατρικής, και ακόμα πως επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων με σωματικές και ψυχικές διαταραχές.

51lmTfDL9fL._SY344_BO1,204,203,200_Το βιβλίο «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά», αρθρώνει ιδέες που τη στιγμή αυτή μελετώνται και συζητούνται ευρέως στο πεδίο της αναπηρίας, ιδιαίτερα εκείνων των μορφών που σχετίζονται με τα την ταυτότητα των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Η εξέταση των νέων αυτών εννοιών, με τη σειρά τους, επιτρέπουν την επαναξιολόγηση της στάσης του Χέμινγουεϊ απέναντι στους τραυματισμούς γενικώς και ειδικότερα στο θέμα της αρρενωπότητας. Συγκεκριμένα, οι εμπειρίες του αποδυναμωμένου ήρωα του πολέμου, Τζέικ Μπαρνς, αντικατοπτρίζουν την ευαισθητοποίηση του Χέμινγουεϊ σε αυτό που οι ερευνητές αποκαλούν ιατρικό μοντέλο ατόμων με αναπηρία, μια κοσμοθεωρία που έχει να κάνει με την προσπάθεια των ατόμων με ειδικές ανάγκες να αποδείξουν και στον κόσμο γενικότερα, ότι είναι εντελώς θεραπευμένοι και ως εκ τούτου φυσιολογικοί. Η υποτονική κατάληξη του μυθιστορήματος υποδηλώνει ότι η φιλοσοφία που αρνείται συνεχώς τις σωματικές πραγματικότητες, μπορεί να είναι τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, καταστροφική. Στο τέλος, ο Τζέικ δεν θα επιτύχει ποτέ την ψυχολογική σταθερότητα που ποθεί, γιατί δέχεται τις επικρατούσες κοινωνικές και ιατρικές θεωρίες και φιλοσοφικές έννοιες σχετικά με τον τραυματισμό του και αυτές οι ιδέες, με τη σειρά τους, θα τον αφήσουν πάντα ευάλωτο στον φόβο ότι θα μείνει εκφυλισμένος, άχρηστος ή διεστραμμένος.

Η συνάντηση με τον Englefield μπορεί να είχε επισημάνει στον Χέμινγουεϊ στην υποψία ότι, έχοντας κάποια αναπηρία ίσως οδηγηθεί σε μια νέα σειρά από νέα σεξουαλικά στερεότυπα και πολιτιστικές παραδοχές, και κυρίως στην ιδέα ότι η αναπηρία εκείνη θα μπορούσε να μετατρέψει τους άντρες σε ομοφυλόφιλους ή σε ανθρώπινα όντα χωρίς σεξουαλική ζωή. Τα φαντάσματα του ευνούχου και του αλλόκοτου στοιχειώνουν τον Τζέικ Μπαρνς, και τον οδηγούν σε αναζήτηση βιώσιμης ταυτότητας. Στο μυθιστόρημα, ο αγώνας του Τζέικ να ορίσει τον εαυτό του ως ανάπηρο άνθρωπο, τον εξωθεί σε θεατρινίστικες συμπεριφορές ανάμεσα σε αρσενικούς χαρακτήρες. Σε γενικές πάντως γραμμές, οι κριτικοί έχουν παραλείψει συστηματικά την αναφορά για την πολυπλοκότητα της σχέσης μεταξύ της ταυτότητας του Τζέικ και των στερεότυπων που συνδέουν τους τραυματισμούς, τη σωματική δύναμη και τον εκφυλισμό της αρρενωπότητας. Η Φροϋδική σχολή, είτε ευθυγραμμίζει τον Τζέικ με τη στερεότυπη εικόνα ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες ο οποίος λαμβάνει ως αντισταθμιστικό δώρο την καλλιτεχνική ή συναισθηματική ευαισθησία λόγω ακριβώς της βλάβης του, ή άκριτα δέχεται τη θεωρία ότι γίνεται gay λόγω των τραυματισμών του. Ο Τζέικ γνωρίζει και προχωρά αποφασιστικά σε παραίτηση από τη σεξουαλικότητά του. Είναι εξοικειωμένος με την όλη κατάσταση, και δηλώνει άχρηστος. Μόνος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, θυμάται τον τρόπο χειρισμού της αναπηρίας του από την Καθολική Εκκλησία. Το επόμενο μοντέλο αναπηρίας που συναντά ο Τζέικ, είναι ο ταυρομάχος Μπελμόντε. Ο χαρακτήρας του Μπελμόντε ωστόσο, έχει επισκιαστεί, από την κρίσιμη γοητεία της σχέσης μεταξύ του Τζέικ και του κολασμένα όμορφου νέου ταυρομάχου, Πέντρο Ρομέρο. Ο ταυρομάχος περιγράφεται ως ένα παράδοξο, κάποιος που έχει καταφέρει να ζήσει στο παρελθόν την πραγματική του ζωή, αφού ‘Δεκαπέντε χρόνια πριν, έλεγαν πως αν ήθελε κάποιος να δει τον Μπελμόντε έπρεπε να κάνει γρήγορα, ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, αν και από τότε έχει σκοτώσει περισσότερους από χίλιους ταύρους’. Άρρωστος λόγω ενός συριγγίου που τον ταλαιπωρούσε επίμονα, ο Μπελμόντε ‘ένοιωθε απατημένος και κλεμμένος και το σαγόνι του μάκραινε σε περιφρόνηση του κόσμου και το πρόσωπό του γινόταν ωχρότερο κι ο άνθρωπος κινιόταν με μεγαλύτερη δυσκολία καθώς ο πόνος του δυνάμωνε και τελικά ο κόσμος στράφηκε ενεργητικά εναντίον του και τότε εκείνος έδειξε απόλυτη περιφρόνηση και αδιαφορία’, ενώ λίγη ώρα αργότερα, ‘αντιμετώπισε τα γιουχαΐσματα και τις βρισιές και στο τέλος μαξιλάρια και κομμάτια ψωμί και ντομάτες που του πετούσαν κάτω στο στίβο, εκεί όπου είχε γνωρίσει τους μεγαλύτερους θριάμβους του’. Υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι ο Μπελμόντε δεν μπορεί να φτάσει τις πρώην επιδόσεις και μεγαλεία, απλώς και μόνο επειδή δεν είναι πλέον αρκετά καλά, ο Χέμινγουεϊ αναγνωρίζει το βάρος της κοινωνικής προσδοκίας για τους ανθρώπους με αναπηρίες, κι ακόμα απορρίπτει ένα ακόμη ελαττωματικό πρότυπο, έναν ταυρομάχο, μια απόπειρα για να εξαγνίσει τον εαυτό του από κάθε χαρακτηριστικό που σχετίζεται με το άκυρο, το άχρηστο. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε ο Τζέικ Μπαρνς να συναντήσει την ευτυχία σε έναν κόσμο που διαμορφώνεται από τους περιορισμούς του ακρωτηριασμένου σεξουαλικά σώματός του και από τις πολιτιστικές αφηγήσεις που στιγματίζουν τη σχετική παραμόρφωση;

Το μυθιστόρημα προτείνει, τουλάχιστον αρχικά, ότι ο Τζέικ θα μπορούσε να επιτύχει μια αίσθηση ολότητας, αν μπορούσε να ερμηνεύσει σωστά τις συγκεκαλυμμένες αλήθειες στα λεγόμενα της Μπρετ Άσλευ και του Μπιλ Γκόρντον, δύο χαρακτήρες οι οποίοι, λόγω των μη συμβατικών κοσμοθεωριών τους, δεν υπηρετούν τόσο ως πρότυπα για μίμηση, αλλά μάλλον ως οδηγοί για να δείξουν πώς ο Τζέικ θα μπορούσε να ευδοκιμήσει σε καταπιεστικό και στενάχωρο περιβάλλον. Οι κριτικοί αναφέρθηκαν επανειλημμένως στο θέμα του έρωτα μεταξύ ακρωτηριασμένων ηρώων και ‘κανονικών’ εραστών και στα βιβλία ‘Across the River and into the Trees’ και ‘To Have and Have Not’ του Χέμινγουεϊ, και στο κατά πόσο ο συγγραφέας ήταν πρόθυμος να εξετάσει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας σεξουαλικής συμπεριφοράς και να συμπεριλάβει τον αποδυναμωμένο Τζέικ στο πάνθεον των τραυματισμένων, αλλά σεξουαλικά ενεργών ηρώων. Ωστόσο, η κρίσιμη και βασική στιγμή που προδιαγράφει την πορεία της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του Τζέικ, δεν εμφανίζεται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου αλλ
ά μάλλον σε ένα ταξί στο Παρίσι, όταν βρίσκεται μόνος με τη Μπρετ. Εδώ βλέπουμε πόσο πραγματικά κατάλληλη ήταν η Μπρετ να έχει εραστή τον Τζέικ, γιατί μάλλον ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί την πιθανότητα μιας μη παραδοσιακής ερωτικής σχέσης, αλλά η συνάντηση δεν ξεκινά καλά:

“Μην μ ‘αγγίζεις”, λέει, ‘‘σε παρακαλώ μην μ’ αγγίζεις’’.

Αυτή η αντίδραση της Μπρετ, δείχνει μια γυναίκα που είναι ενήμερη σχετικά με τη φύση του τραυματισμού του Τζέικ και είναι αηδιασμένη και μόνο από τη σκέψη της σεξουαλικής σχέσης με έναν άνθρωπο του οποίου τα γεννητικά όργανα έχουν ακρωτηριαστεί.

Αλλά η σκηνή δεν τελειώνει εκεί! Παρά τις διαμαρτυρίες της, η Μπρετ τελικά παραδέχεται ότι λιώνει μόλις την αγγίξει! Έτσι επιβεβαιώνει την ικανότητα να βιώσει έντονη σωματική αίσθηση από την απλή διέγερση, η οποία μπορεί να μεταφραστεί σε ικανότητα να αντλήσει ικανοποίηση από μη παραδοσιακό σεξ. Οι περιγραφές των ματιών της παρέχουν επίσης ένα είδος σιωπηλής απάντησης στην ερώτηση του Τζέικ σχετικά με το τι μπορούν να ‘κάνουν’ ως εραστές. Η ίδια ήταν νοσοκόμα στον πόλεμο και βεβαίως έχει αποδείξει την ικανότητά της να αντέχει το θέαμα των φρικιαστικών πληγών και των απαιτητικών βλεμμάτων των τραυματισμένων στρατιωτών. Μπορεί να φοβόταν τόσα άλλα πράγματα, αλλά δεν φοβόταν να έχει σεξουαλικές σχέσεις με ένα παραμορφωμένο άνθρωπο.

Μέσα από αυτή τη σκηνή, ο Χέμινγουεϊ ουσιαστικά προτρέπει τον Τζέικ να κάνει αυτό που πρέπει προκειμένου να επιτύχει την ευτυχία και την ψυχολογική του σταθερότητα. Αυτός είναι εκείνος που θα επανεκτιμήσει τα αποτελέσματα του τραύματος για τον ίδιο τον εαυτό του, απορρίπτοντας πρώην αντιλήψεις για ελαττωματική αρρενωπότητα βασισμένη σε συνήθη πολιτιστικά και ιστορικά στερεότυπα. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να απαλλάξει τη συνείδησή του από την ιδέα ότι ο σεξουαλικός ακρωτηριασμός μπορεί να του προκαλέσει ψυχικό και φυσικό εκφυλισμό και να τον οδηγήσει σε ομοφυλοφιλία ή ‘αχρηστία’, μια ιδέα τόσο κομψά συμπυκνωμένη στα λόγια του Ιταλού συνταγματάρχη που λέει στον Τζέικ όταν τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο, ‘Εσείς, ένας ξένος δώσατε κάτι περισσότερο κι από τη ζωή σας’.

Ξαφνικά, ο Τζέικ ‘βλέπει’ την αλήθεια μπροστά και αποφασίζει να αλλάξει δραστικά τη ζωή του, να βρει το δρόμο του προς την επίλυση του γρίφου της νέας του ταυτότητας, προσπαθώντας πάντοτε για το καλύτερο που μπορεί, με τις τυχαίες πάντα υποδείξεις που του δίνονται. Μερικές από αυτές τις συμβουλές προέρχονται από τον Μπιλ Γκόρντον, που αναδύεται ως μέντορας του Τζέικ κατά τη διάρκεια ενός περίεργου οδοιπορικού για ψώνια στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια αυτής της παρέμβασης, ο Μπιλ κάνει μερικά εκκεντρικά πειράγματα και προχωρά ακόμα σε συνδέσεις μεταξύ των νεκρών σωμάτων και της ηθικής, με τρόπους σχεδιασμένους έτσι ώστε να τον βεβαιώσει ότι είναι κάπως άνετος με τους μη τυποποιημένους οργανισμούς και ίσως είναι τελικά σε θέση να βοηθήσει τον Τζέικ στο ταξίδι του προς την πολυπόθητη ψυχολογική ολοκλήρωση. Έτσι ο Μπιλ σταματάει μπροστά από ένα κατάστημα ταρίχευσης και περιέργως επιμένει στον Τζέικ να αγοράσει κάτι:

‘‘Να ένας ταριχευτής ζώων. Μήπως θέλεις να αγοράσεις κάτι; Ίσως κανένα χαριτωμένο σκυλί’’;

Ο Τζέικ αρνείται, αλλά ο Μπιλ δεν θα υποχωρήσει. ‘‘Σημαίνει τα πάντα στον κόσμο για σένα αφού το αγοράσεις. Απλή ανταλλαγή αξιών. Ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με απούλητα ταριχευμένα σκυλιά’’, λέει. Αυτό το περίεργο αστείο για τα αυτιά του Τζέικ, έρχεται στο νου του αργότερα, όταν ο ίδιος τον συστήνει στην Μπρέτ ως ταριχευτή. ‘‘Αυτό συνέβαινε σε άλλη χώρα, και εκτός αυτού όλα τα ζώα ήταν νεκρά’’, απαντά ο Μπιλ.

Ο έπαινος του Μπιλ για ασυνήθη σώματα και η βεβαιότητα για την αξία τους, φαίνεται σε μια μεταφορική έκφραση της ίδιας ευρύτητας σκέψης που τον οδήγησαν να διασώσει ένα μαύρο βιεννέζο πυγμάχο από λιντσάρισμα νωρίτερα στο μυθιστόρημα, σε μια σκηνή που περιγράφει ο Μπιλ αδιάφορα, με παιχνιδιάρικους όρους. Στο σύνολό τους, αυτές οι σκηνές καθιερώνουν την αναζήτηση του Μπιλ στην προσωπικότητα του Τζέικ ως ανάπηρου ανθρώπου. Συγκεκριμένα, αυτά τα περιστατικά δείχνουν ότι ο Μπιλ Γκόρντον όπως και η Μπρετ Άσλευ, είναι αποφασισμένοι να προσαρμοστούν σε μη παραδοσιακούς κώδικες συμπεριφοράς, οι οποίοι τους επιτρέπουν να δουν την αξία κάποιων σωμάτων τα οποία η ευρύτερη κοινωνία θα θεωρούσε ίσως άχρηστα και πεθαμένα, και να βοηθήσουν τον Τζέικ να διατυπώσει τις δικές του αρχές για την επιβίωση ως ένας πληγωμένος άντρας, σωματικά και ψυχικά. Για να διαπιστώσουμε κατά πόσο ο Μπιλ πέτυχε στη θεραπεία των ψυχικών τραυμάτων του Τζέικ, πρέπει να επανεκτιμήσουμε προσεκτικά το ψάρεμα στο ποτάμι από τον Μπιλ και τον Τζ
έικ, που λαμβάνει χώρα και περιγράφεται από τον συγγραφέα στο δωδέκατο κεφάλαιο του βιβλίου. Εκεί μέσα, προωθείται κομψά μια απρόσμενη ελευθερία έκφρασης μεταξύ των δύο ανδρών, στο βαθμό που οι ομοφυλοφιλικές επιθυμίες αυξάνονται τόσο κοντά στην επιφάνεια της προσωπικότητας του Τζέικ, ώστε να μην είναι ή ειδωθούν ως λανθάνουσες. Εδώ ο Χέμινγουεϊ αναγνωρίζει τις παραδοσιακές και ιδιαίτερα τις φροϋδικές έννοιες της αρρενωπότητας.

Για να δούμε το πλήρες φάσμα των ιδεών του Χέμινγουεϊ τις οποίες παρουσιάζει εδώ, είναι απαραίτητο να επανεκτιμήσουμε το ψυχαναλυτικό παιχνίδι που λαμβάνει χώρα μεταξύ του Τζέικ και του Μπιλ μέσα στο δάσος, όπου δημιουργείται προσεκτικά ένας ασφαλής χώρος για τον Τζέικ ώστε να εκφράσει κρυμμένα συναισθήματα ή ταμπού, χωρίς να επικρέμεται ο φόβος της μομφής. Τέτοιες αναλύσεις και ψυχαναλυτικές συνεδρίες αποτυγχάνουν όμως και οι επιθυμίες του Τζέικ για το ίδιο φύλο, ίσως να μην αποτελούν τη μοναδική αιτία των προβλημάτων του, αφού ο πόλεμος είναι ακόμα πανταχού παρών. Η κατανόηση από τη μια μεριά και η συμπάθεια από την άλλη απέναντι στους βετεράνους του πολέμου, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ποιητική αποκρυστάλλωση των στάσεων και εμπειριών που διαμόρφωσαν τη ζωή των βετεράνων με αναπηρίες κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής και διήρκεσε περίπου μέχρι το 1920. Εκεί που ίσχυε αυτό σε μεγάλο βαθμό, ήταν για τους άνδρες με προφανείς παραμορφώσεις και σοβαρούς ακρωτηριασμούς, οι οποίοι σύμφωνα με τη λαϊκή
μυθολογία της εποχής, ενέπνεαν περισσότερο κι από τον έντονο πατριωτισμό. Αλλά η αναπηρία και ο στιγματισμός του Τζέικ, ήταν αόρατα πράγματα στο δημόσιο μάτι, κι αυτή η μεροληψία υπέρ των ακρωτηριασμένων μεταφραζόταν σε μια διάχυτη δυσαρέσκεια κατά των ανδρών που ήταν απλώς άρρωστοι ή ‘αόρατα’ τραυματίες, και συχνά θεωρούνταν κατώτερο απόθεμα ή κυριολεκτικά λιγότερο σημαντικοί από τους άνδρες με εμφανή τραύματα. Στα μεταπολεμικά χρόνια, σημειωτέον, οι βετεράνοι άντρες με αναπηρία άρχισαν να ανταγωνίζονται για πόρους με τους ανέργους, κι αυτό το είδος δυσαρέσκειας θα στρεφόταν κάποια στιγμή και εναντίον των ηρωικά ακρωτηριασμένων.

 

αρχείο λήψης (1)

 

Με δεδομένο αυτό το ιστορικό πλαίσιο, υπάρχει μια διπλή ειρωνεία στο μυθιστόρημα. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες του σύγχρονου κόσμου, ο Τζέικ θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλος ήρωας του πολέμου. Υπέστη ίσως τον πιο σημαντικό ακρωτηριασμό μέρους του σώματός του, αυτό που οι περισσότεροι άνδρες θα θεωρούσαν ως το πιο ζωτικό όλων και το σπουδαιότερο, η τραυματική αυτή βλάβη δεν μπορούσε να επιδειχτεί μπροστά στο κοινό και σε παρέλαση όπως τόσες άλλες. Το τραύμα του έπρεπε να παραμείνει κρυφό και άγνωστο, πραγματική ‘ντροπή’. Η άλλη ηχηρή στιγμή της ειρωνείας συμβαίνει στο σημείο όπου το χιούμορ του Μπιλ, παραπαίει:

‘‘Καταλαβαίνεις τι δεν πάει καλά με σένα; Είσαι ένας εκπατρισμένος. Ένας από τους χειρότερους τύπους… Έχασες την επαφή σου με τη γη. Καμώνεσαι τον σπουδαίο! Τα ευρωπαϊκά ψευδοπρότυπα σε χάλασαν. Πίνεις μέχρι αναισθησίας. Κυριαρχείσαι από το σεξ. Σπαταλάς τον καιρό σου κουβεντιάζοντας κι όχι δουλεύοντας. Είσαι ένας εκπατρισμένος, καταλαβαίνεις; Τριγυρνάς στα καφενεία’’ .

Κι ακόμα πιο αιχμηρά, λίγο παρακάτω: ‘‘Δεν δουλεύεις. Άλλοι λένε ότι σε συντηρούν οι γυναίκες. Κι άλλοι ισχυρίζονται ότι είσαι ανίκανος’’!

Σε ένα επίπεδο, αυτή η φλυαρία ενισχύει τη γνωστή αποσταθεροποίηση των σεξουαλικών στερεοτύπων του μυθιστορήματος με τις φιγούρες των παραδοσιακά ομοφυλόφιλων ή αμφιφυλόφιλων. Ωστόσο από μια άλλη άποψη, οι φροϋδικοί όροι σχεδιάστηκαν για να καλύψουν δυσάρεστες αλήθειες. Υπό το πρίσμα αυτό, καθίσταται προφανές ότι αυτό που απελπισμένα προσπαθεί ο Μπιλ, είναι να μιλήσει με τον ένα ή άλλο τρόπο, για τον τραυματισμό του Τζέικ, χαρακτηρίζοντάς τον τη μια φορά εκπατρισμένο και την άλλη, ανίκανο. Όλα τα ελαττώματα που αποδίδονται σε αυτόν τον παρακμιακό χαρακτήρα του ‘εκπατρισμένου’, όπως αλκοολισμός, τεμπελιά, ανεργία, σεξουαλική ιδεοληψία, και εξάρτηση από τις γυναίκες, είναι αδυναμίες που στερεότυπα αποδίδονται σε άνδρες τραυματίες των οποίων οι πολεμικοί τραυματισμοί υποτίθεται ότι κατέστρεψαν όλα τα θετικά σημεία της προηγούμενης προσωπικότητάς τους. Η απάντηση του Τζέικ στον Μπιλ είναι απλή, αλλά σημαντική και ζυγίζοντας τις λέξεις που αναφέρονται στην ανικανότητά του, λέει, ‘‘Απλώς υπήρξα θύμα ενός
ατυχήματος’’.

Ο τόνος εδώ, υποδηλώνει ότι ο Τζέικ βρίσκεται στα πρόθυρα της κάθαρσης και μπορεί τελικά να είναι σε θέση να αποδεχθεί την ανικανότητά του. Κάθε δυνητική ανάκαμψη, ωστόσο, ανατρέπεται, από την απάντηση του Μπιλ:

‘‘Αυτό μην το αναφέρεις. Αυτό είναι κάτι που δεν κουβεντιάζεται. Είναι κάτι που θα έπρεπε να το κάνεις μυστήριο’’.

Εδώ σε κάποιο βαθμό, ο Μπιλ πραγματικά δεν θέλει να μιλήσει με τον Τζέικ για τον τραυματισμό του, διότι ο διάλογος και κατ’ επέκταση η φροϋδική θεωρία εν γένει, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το φάσμα των προβλημάτων που σχετίζονται με τη σωματική βλάβη. Από την πλευρά του, ο Τζέικ ενστικτωδώς κατανοεί την ευκαιρία για επούλωση που του παρουσιάζεται, και θέλει να την εκμεταλλευτεί. Σημειώνει αμέσως μετά, ‘‘… ήθελα να ξανάρχιζε’’, πράγμα που υπαινίσσεται ότι κατά πάσα πιθανότητα ήθελε μια καινούργια σε βάθος συζήτηση. Αλλά το έργο είναι πολύ δύσκολο για τον Μπιλ. Μετά από μια σύντομη συζήτηση, στρέφονται στην καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, αναφέροντας πολλά παραδείγματα.

Ερμηνεύοντας το μυθιστόρημα ‘Ο ήλιος ανατέλλει ξανά’, από τη σκοπιά της αναπηρίας οδηγούμαστε σε μια σκοτεινή όψη της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά όχι για τους λόγους που οι περισσότεροι κριτικοί έχουν συζητήσει. Οι επίμονες προσπάθειες και αγώνες του Τζέικ για να βρει μια θέση για τον εαυτό του μέσα στον μεταπολεμικό κόσμο, δίνει την ευκαιρία στον Χέμινγουεϊ για να δείξει ότι ένα ευρύ και μη αναγνωρισμένο φάσμα κοινωνικών ιδεών συνδέονται με τη σωματική βλάβη, και ότι αυτές οι πολιτιστικές αφηγήσεις λειτουργούν διακριτικά και επίμονα στο να κάνουν την αναπηρία μια κύρια αλληγορία για τον ανθρώπινο αποκλεισμό. Ο Χέμινγουεϊ μας δίνει ένα μυθιστόρημα όπου η αποτυχία του ειδυλλίου μεταξύ του ήρωα του βιβλίου και της γυναίκας, αντιπροσωπεύει τον καθημερινό αγώνα για ομαλότητα μιας γενιάς που τραυματίστηκε σοβαρά και επέζησε. Η τελική, τρομερή ειρωνεία του μυθιστορήματος είναι ότι υποστηρίζει την ιδέα ότι η Μπρετ και ο Τζέικ μπορούν να βάλουν τέλος στο μαρτύριο τους και να μείνουν μαζί με όλες τις σημασίες της λέξεως. Ωστόσο, ούτε ο Τζέικ ούτε οι φίλοι του μπορούν να απαλλαγούν των βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεών τους σχετικά με την αναπηρία, και αυτοί οι κοινωνικοί περιορισμοί γίνονται τα πραγματικά εμπόδια για την αποκατάσταση του Τζέικ. Οι φευγαλέες σεξουαλικές απολαύσεις που η Μπρετ δίνει στον Τζέικ είναι φοβερά λίγες και εκφράζονται με τους κλασσικούς τρόπους του Χέμινγουεϊ, δηλαδή την συγκρατημένη έκθλιψη και τη σιωπή, ενδεικτικά στοιχεία ενοχής. Έτσι, στο τέλος του μυθιστορήματος, όταν η Μπρετ δηλώνει ‘‘Ω, Τζέικ … θα μπορούσαμε να ζούσαμε τόσο ευτυχισμένα μαζί’’, ο Τζέικ απαντά μόνο με τη φράση ‘‘Ναι, είναι πολύ ωραίο να το σκέφτεται κανείς’’, αποδεχόμενος ουσιαστικά τη θέση που του επιφύλαξε η ζωή μέσα στην κοινωνία ως ανάπηρο άνθρωπο.

 

Βιβλιογραφία:

• Blackmore David: “In New York It’d Mean I Was A: Masculinity Anxiety and Period Discourses of Sexuality in The Sun Also Rises”. The Hemingway Review. 1998; 18 (1): 49–67.
• Bruno Richard L.: “Devotees, Pretenders and Wannabes: Two Cases of Factitious Disability Disorder”. Journal of Sexuality and Disability. 1997; 15: 243–260.
• Buckley, J.F.: “Echoes of Closeted Desire(s): The Narrator and Character Voices of Jake Barnes”. The Hemingway Review. 2000; 19 (2): 73–87.
• Elliot, Ira: “Performance Art: Jake Barnes and ‘Masculine’ Signification in The Sun Also Rises. American Literature.1995; 67: 77–94.
• Vernon Alex: “War, Gender, and Ernest Hemingway”. The Hemingway Review. 2002; 22 (1): 34–55.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top