Fractal

Διήγημα: “Έρκυνα”

Της Μαρίας Λούλου // *

 

 

 

 

Περπατούσαμε για ώρα πολλή. Κάπου στη μέση εγώ της ανθρώπινης αλυσίδας . Η κούραση με είχε καταβάλει. Ο αέρας ανέδινε τη μυρωδιά του χώματος που είχε μπολιαστεί από τη βροχή. Μέρα βροχερή μας έτυχε το ταξίδι. Τα σύννεφα χαμηλωμένα μοιάζαν να ξαποσταίνουν στις κορυφές των κρημνών βράχων. Ίσα που φαίνονταν μέσα στο αιώνιο σκοτάδι.

Ανοίκειος ετούτος ο τόπος.

Τα βήματα δύσκολα. Πρώτα με το μυαλό σήκωνα τα πόδια και ύστερα το σώμα ακολουθούσε. Το νερό που έρεε σε αντίθετη φορά δυσκόλευε την κίνηση. Άλλοτε ήσυχο σαν εξημερωμένο ρυάκι που καλοδεχόταν τους επισκέπτες του και άλλοτε ξερνούσε σαν χείμαρρος πάθη θνητά, ανομολόγητες αμαρτίες, σκοπούς προδομένους, κρίματα απλήρωτα.

Ακόμα και έτσι, όμως, στάθηκε για μένα μια συντροφιά. Το πλήθος, που φιδοσερνόταν βουβό, με έκανε να τρομάζω. Κουβέντες λιγοστές, κάτι πνιχτά κλάματα, κάτι ανώφελοι αναστεναγμοί που όσο ξεμακραίναμε τόσο εκείνοι σώπαιναν. Και είχε μονάχα έναν χτύπο το πλήθος. Πρόσωπα δεν έβλεπα… Θηλυκά, αρσενικά, παιδικά δεν ξέρω αν ήταν … Μα είχαν καρδιά… άκουγα τον ήχο της ξερρυθμισμένης καρδιάς … μπορεί και να ήταν όλων ενωμένη σε μια… μα είχαν …Λες και η δική μου για εκεί να είχε δραπετεύσει; Ζήλεψε μάλλον και αφού πένθησε την ομορφιά και τη χάρη του κορμιού που εγκατέλειπε πρόωρα, έτρεξε να ενωθεί με την καρδιά του πλήθους, μια ψυχή στην ακινησία του χρόνου…

Και η ώρα κυλούσε.

Εβούιζαν τα φυλλώματα των πλατάνων. Έλεγα πως ο δρόμος δε θα ‘χε τελειωμό. Τα γόνατα λύγιζαν, τα πόδια πληγιάζονταν. Πέτρες κοφτερές έμπαιναν εμπόδιο στο διάβα μας, μπλέκονταν με τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών. Αίμα δεν έτρεχε, το έγλειφε το νερό… ίσως και να μην υπήρχε άλλο. Τώρα το νερό έφθανε μέχρι τη μέση του κορμιού. Το πάγωνε, το περόνιαζε. Με τα χέρια σαν κουπιά χτυπούσα με δύναμη το νερό να ευκολύνω την κίνηση. Εκείνο αντιδρούσε.

Και ετούτος ο ποταμός στιγμές στιγμές έμοιαζε αδιάφορος για το ταξίδι. Δε μας δώριζε ούτε τη λύπη ούτε τη χαρά του. Μονάχα είχε τη δύναμη να γαληνεύει και την πιο πυρωμένη καρδιά. Μόνοι οι βράχοι αγέρωχοι από πάνω μας σα να πενθούσαν τις ζωές τις σπαταλημένες.

Νιώθω γύρω μου τις σκιές των τεθνεώτων. Πειθήνιες, συγκαταβατικές να εκπληρώνουν τη μοίρα τους και τις δοξασίες. Και καθώς προχωρώ, για να παρηγορηθώ φέρνω στο νου αναμνήσεις της σύντομης μου ζωής. Μέσα στη σιγή του πλήθους στα αυτιά πετούν σα φιλικά έντομα λόγια αγάπης και χωρισμού, οι ευχές για καλό κατευόδιο. Ανάκατοι, ακανόνιστοι ψίθυροι, διακριτικοί μήπως ταράξουν την ανθρωποπομπή.

Και πάνω που πήγα να γυρίσω το κλειδί της μνήμης και να φυλακίσω στο μυαλό για πάντα τα όμορφα θνητά μου χρόνια, το παρελθόν αρχίζει να σβήνει… Ξεθωριάζουν οι θύμησες, θαμπώνουν οι μορφές αγαπημένων προσώπων όπως θολό είναι και το νερό που μας τυλίγει. Αυτό που έχει ποτίσει τα κουρέλια που έχουμε ζωστεί. Δε βρίσκω τα υφάσματα πάνω μου. Εξαϋλώθηκαν … Και το δέρμα αρχίζει να αραιώνει, να φθίνει.

Πώς γίνεται;

Δεν έφερα ούτε για μια στιγμή το νερό με τη χούφτα μου κοντά στο στόμα.

Ξαφνικά τα πόδια αισθάνονται ένα τρεμούλιασμα από κάτω. Σα να δονείται ο πυθμένας του ποταμού. Μια δύναμη αιώνια φυλακισμένη στα έγκατα της γης βάλθηκε να λευθερωθεί. Το θρόισμα των φύλλων αγριεύει. Το κρύο νερό αρχίζει τώρα να κοχλάζει. Το πλήθος πανικοβάλλεται. Στόματα προσπαθούν να σχηματίσουν ουρλιαχτά. Χέρια υψώνονται στον ουρανό. Ύστατη έκκληση για οίκτο. Ο ποταμός θεριεύει. Ήρθε η ώρα. Μια δίνη σχηματίζεται. Το πλήθος αρχίζει να οπισθοχωρεί. Μάταια… τα πόδια ξεριζώνονται εύκολα και οι πρώτοι οδοιπόροι γρήγορα παραδίνονται στη ρουφήχτρα του ποταμού. Μερικοί προσπαθούν να πιαστούν από τα κλαδιά που απλώνονταν σα χέρια που υπόσχονται τη σωτηρία. Ανθρώπινα χέρια και πόδια μπερδεμένα φαίνονται λίγα μέτρα μπροστά μου να καταπίνονται από τον ποταμό-τέρας. Βουβά… Φθάνει η σειρά μου. Ζυγώνω στο τέλος. Προσπαθώ να κοιτάξω στην άλλη μεριά του νεροστρόβιλου, που αναθυμιάζει θανατικό. Οι λειμώνες με τους ασφοδέλους που φαίνονται στο βάθος δε με ξελογιάζουν… Ταξίματα της συντρόφισσας Περσεφόνης.

Δεν έχω προλάβει να ξαστοχήσω τα πάντα… Θρηνώ τη νεότητα που αφήνω, το ευτυχισμένο πατρικό, τη λατρεμένη πατρίδα… Δεν έχω λησμονήσει… Δε με καταδέχτηκε η λήθη. Πονώ για τα όνειρα τα ξεψυχισμένα.

Δεν μπορώ να αντισταθώ.

Κάνω να κοιτάξω πίσω.

Να με δω για τελευταία φορά φωτεινή, ανθρώπινη.

Αγνοώ τις οδηγίες…

Και με μιας το κορμί μου σκληραίνει.

Εκείνο το άυλο σώμα που μου είχε απομείνει, το άερινο, το άφλεβο παίρνει να πετρώνει. Οι χαριτωμένοι βόστρυχοι, οι τρυφερές παρειές, τα άλλοτε ροδαλά χείλη, τα μάτια τα σπινθηροβόλα λίθινη παίρνουνε μορφή. Και μένω εκεί μισοβυθισμένη. Με μια ανεξήγητη χαρά χαραγμένη στο πρόσωπο, ένα μειδίαμα στα χείλη που ξεγέλασα τον ποταμό.

Δείχνω ευτυχισμένη … είμαι ευτυχισμένη …

Κι ας μην ησύχασε πότε η ψυχή, κι ας είναι καταδικασμένη να περπατεί αιώνια στο φαράγγι. Κι ας μη διάβηκε ποτέ την πύλη του Κάτω Κόσμου…

Με τον ποταμό κάναμε εκεχειρία, του πρόσφερα γενναιόδωρα και το όνομα μου. Και μένω εδώ ακόμα, στην Έρκυνα, κόρη των αιώνων… και οι σκέψεις συνεχίζουν να με αγγίζουν σαν επουράνια λυτρωτική βροχή .

 

 

 

Η Μαρία Λούλου έχει εμμονές με τις συλλαβές, τις μελωδίες, τα μάτια και τα ταξίδια. Καμιά φορά γράφει γιατί οι λέξεις των ψυχών περιμένουν να ειπωθούν.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top