Fractal

Διήγημα: “Έπρεπε ν’ ανθίσει”

Της Μάρης Τσαμακίδου-Παπαποστόλου // *

 

 

 

Άγουρη αγάπη με κομμένα χείλια

Δροσιά στην αγάπη δοσμένη

Σε φύλαξα σε φίλησα σε είδα

Δώς μου το χέρι σου να σε φιλήσω ακόμα

Και μη ντραπείς μην κοκκινίζεις

Το ποτήρι γιομάτο κρασί έλα να χύσουμε

Σε άλλη μέθη να γιορτάσουμε τα δάχτυλα

Που πρωτοαντικριστήκαν

Τα μάτια τα στόματα που δεν μιλάνε πια

Όταν στην επαφή ταιριάζουν

Κι ανεβαίνουν της ηδονής τη θάλασσα

Χειροκροτούν πάνω στον πόνο της αγάπης

 

Γιώργος Σαραντάρης

 

 

f16

 

Το συνεσταλμένο αγόρι στεκόταν δίπλα στον αποφασιστικό πατέρα, με τα χέρια στις τσέπες από αμηχανία, χαμόγελο που πάσχιζε ν’ ανατείλει και βλέμμα βελούδινο. Κοντοκουρεμένα σκούρα μαλλιά και γεροδεμένη κορμοστασιά παρά τα δεκατέσσερά του χρόνια. Η φυσιογνωμία του τόσο γλυκιά που αμέσως ένοιωθες τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο. Ένας εκκολαπτόμενος έφηβος με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ιδιαιτέρως στη ζωγραφική, άριστος μαθητής και πολλά υποσχόμενος στο πεδίο της μαθηματικής σκέψης.

-Μα καθίστε… γιατί μένετε όρθιοι; Ακούστηκε η θεία Θεανώ. Έλα, Αλέκο μου, εδώ δίπλα να τα πούμε!

Και γυρίζοντας προς το νεαρό:

-Κατεβαίνει όπου να ναι και η εξαδέρφη σου. Καιρός να γνωριστείτε· μακρινά μεν αλλά εξαδέρφια. Δεν έχει να κάνει όμως αυτό, αγόρι μου. Με τον πατέρα σου είμαστε πολύ δεμένοι κι αγαπημένοι, που, τρόπος του λέγειν, ούτε με τα πρώτα μου δεν είμαι έτσι.

Ο Μέρκος συνόδεψε το καταφατικό του νεύμα μ’ ένα μισοσβησμένο χαμόγελο ενώ με το βλέμμα του περιεργαζόταν τον χώρο. Ψηλοτάβανο αρχοντικό, με βαριά επίπλωση και υπέροχα φωτιστικά. Μια διακριτική μυρωδιά λεβάντας χαϊδεύει τις αισθήσεις του, μα πιο πολύ μαγεύεται από τους πίνακες που κοσμούν τους γύρω τοίχους. Εντυπωσιάζεται πιο πολύ από εκείνον που απεικονίζει τη μητρική στοργή.

Βυθισμένος στις σκέψεις του δεν αντιλαμβάνεται την όμορφη παρουσία δίπλα του. Και πριν ακόμα συνειδητοποιήσει ποια είναι, εκείνη τον πλησιάζει και με γλυκιά, χαμηλή αλλά σταθερή φωνή του λέει:

-Είμαι η εξαδέρφη σου, η Πούπουλη. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, Μέρκο. Η μαμά μού έχει μιλήσει για σένα με τα καλύτερα λόγια.

Της έδωσε το χέρι σε χαιρετισμό. Ένοιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν και μια ελαφριά τρεμούλα στο σώμα. Απλή μέσα στο ταφταδένιο της φόρεμα με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν στους ώμους και μικρές ατίθασες μπούκλες να παιχνιδίζουν στο μέτωπο και το λαιμό. Μάτια εκφραστικά και κορμί λαμπάδα.

–Έλα, μην καθόμαστε εδώ. Άσε τους δικούς μας να τα πούνε κι ας πάμε στον κήπο.

Τον έπιασε από το χέρι και σχεδόν τον έσυρε προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Εκείνος την ακολούθησε μη μπορώντας -κι ούτε θέλοντας- να προβάλει καμία αντίσταση μα ούτε και να εκφράσει γνώμη. Κατέβηκαν τη σκάλα σχεδόν ταυτόχρονα κα σταμάτησαν κάτω από τη λεμονιά στην άκρη του κήπου. Ειπώθηκαν άδολα λογάκια, ένωσαν τις παιδιάστικες ανησυχίες τους και ύστερα από ώρες σφράγισαν τη φιλία τους με μια χαρούμενη αγκαλιά.

Στην αρχή βλεπόντουσαν πολύ συχνά. Ο Μέρκος τής μιλούσε ώρες μ’ ενθουσιασμό για τη ζωγραφική κι εκείνη ανταποκρινόταν στη ζέση του λέγοντας: «Επειδή δεν μπορώ να σου περιγράψω τι νοιώθω, να σου το τραγουδήσω, να σου το χορέψω, ίσως;» Πήγαιναν μαζί σε εκθέσεις ζωγραφικής, σε συναυλίες και σε κάθε είδους πολιτιστικά δρώμενα. Ατελείωτους περιπάτους στο πάρκο ή στην παραλία τα καλοκαιρινά απογεύματα όπου ο Μέρκος έστηνε το καβαλέτο στην αμμουδιά κι εκείνη φώτιζε τα χρώματά του σιγοτραγουδώντας απ’ τ’ αγαπημένα της. Τακτοποιούσε τον ανασηκωμένο από τον αέρα γιακά της ζακέτας της, λέγοντάς της τρυφερά: «Η μόνη σου ατέλεια…» Του έλεγε πως, απ’ όλη την ομορφιά της φύσης πιο πολύ την συγκινούσαν οι υπέροχες φτερούγες των πουλιών, το αρμονικό τους σχήμα και η δύναμή τους ενάντια στους αέρηδες.

Κι ο Μέρκος της ζωγράφιζε χιλιάδες πολύχρωμα πουλιά με ανοιγμένα τα φτερά να πετούν στο γαλάζιο τ’ ουρανού, ενώ εκείνη τραγουδούσε το «Άσπρο μου περιστέρι, πέτα, στον ουρανό το γαλανό, τ’ άσπρα φτερά σου άνοιξέ τα και φέρε αυτόν που δεν ξεχνώ».

Μα η ζωή αποφάσισε ερήμην τους. Ο Μέρκος άρχισε να ελαττώνει τη συχνότητα των συναντήσεών τους και όποτε βρισκόντουσαν ήταν κάπως σκεφτικός. Μάταια η Πούπουλη του ζητούσε να της μιλήσει.

-Μα τι σόι φίλοι είμαστε; Μίλα μου, πες μου αυτό που σου συμβαίνει. Έκανα κάτι άθελά μου που σε πείραξε; Σου ζητώ συγγνώμη, παιδί μου. Γιατί δεν βλεπόμαστε πιο συχνά; Εντάξει! Δε λέω, έχουμε τη μελέτη για τις εξετάσεις, μα αυτό δεν μπορεί ν’ αποτελέσει λόγο να διακόψουμε εντελώς. Άσε τη συγγένεια… Τη φιλία μας δεν την λογαριάζεις;

Τον κοίταζε στα μάτια, του τράνταζε τους ώμους. Έκανε τα μύρια όσα για να μάθει τι συνέβαινε, μα εκείνος την καθησύχαζε με χαμόγελο. Όμως η διαίσθησή της δε λάθευε! Ένοιωθε πως κάτι γινόταν, κάτι που δεν μπορούσε να το εντοπίσει κι όσο κι αν παιδευόταν δεν κατέληγε σε κανένα συμπέρασμα. Ανησυχούσε για κείνον, τον σύντροφο των παιδικών της χρόνων, το φιλαράκι της, τον εξομολογητή της. Όμως, δεν του πήρε λέξη.

Ο Μέρκος βρέθηκε να σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Σε μια σοφίτα που έβλεπε στο στενό δρομάκι της Μονμάρτρης, ανάμεσα στα χρώματα, τους καμβάδες, τα τελάρα και τις ερωμένες, ζούσε με τη σκέψη της Πούπουλης. Κάθε μέρα τής έγραφε γράμμα που όμως δεν ταχυδρόμησε ποτέ. Ήταν ο τρόπος του να επικοινωνεί μαζί της. Έγραφε ακατάπαυστα κα συγχρόνως άκουγε τις μουσικές που εκείνη αγαπούσε. Λάτρευε ό,τι την συγκινούσε. Ήξερε πως εκείνη θα σπούδαζε στο Ωδείο, μα ποτέ δεν θέλησε να μάθει κάτι παραπάνω για την προσωπική της ζωή. «Είμαι πολύ πονεμένος… Και πολύ μόνος, σ’ όλη μου σχεδόν τη ζωή. Όταν σε χρειαζόμουν, όταν σε ήθελα πολύ, δεν σε είχα. Ποτέ η μορφή σου δεν ξεθώριασε μέσα μου. Θυμάμαι όλη μου τη ζωή να σε γυρεύω, να σε θέλω απελπισμένα», της έγραφε ανάμεσα σε τόσα άλλα.

Η Πούπουλη σπούδασε αυτό που λάτρευε, μουσική. Και τώρα τη δίδασκε σε παιδιά. Παντρεύτηκε κι απόκτησε μια κόρη. Ζούσε ευτυχισμένη, δίχως όμως να ξεχάσει ποτέ το Μέρκο της. Πάντα περίμενε ένα σημάδι ζωής του. Αυτή η ελπίδα την έτρεφε, της κρατούσε συντροφιά τις στιγμές της εθελούσια; μοναξιάς της. Γλυκές αναμνήσεις και νοσταλγία των χρόνων εκείνων. Σφίξιμο στο μέρος της καρδιάς και γλυκός πόνος της προσμονής. Θυμάται τους ποταμούς των δακρύων στον αποχαιρετισμό τους. Συναντήθηκαν από βραδύς στη δική τους γωνιά του πάρκου. «Υποσχέσου μου πως δεν θα ξεχάσεις τη φίλη σου», του έλεγε εκείνη ανάμεσα στ’ αναφιλητό της. Κι ο Μέρκος με πόνο στην καρδιά την παρηγορούσε, χαϊδεύοντας τις ατίθασες μπούκλες της και σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Όχι, καλό μου!… Σσσσς!… Ησύχασε!…» Έτρεμε σύγκορμος από συγκίνηση βλέποντάς την απαρηγόρητη, θλιμμένη. Και συνέχιζε να της μιλάει τρυφερά. Όταν ήρθε η ώρα να πουν το τελευταίο αντίο, εκείνος την πλησίασε τρέμοντας. Τα χείλη τους έσμιξαν τόσο απαλά, έτσι όπως αγγίζουν το εικόνισμα. Κοιτάχτηκαν, ανάσες γρήγορες, σώματα να λιώνουν από συγκίνηση κι ύστερα καθένας ακολούθησε το δικό του δρόμο, το δικό του πεπρωμένο!…

Κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι της ζωής τους. Τα χρόνια πέρασαν βαριά επάνω στους ώμους και των δυο. Η Πούπουλη, χήρα τώρα, με μόνη της συντροφιά την «περιστέρα» της, όπως φώναζε χαδιάρικα την κόρη της. Δεν πέρασε όμως ούτε μια βραδιά που να μην προσευχηθεί και για τον παιδικό της φίλο. Παρακαλούσε να είναι καλά στην υγειά του, δημιουργικός στη δουλειά του και να παραμείνει ο ίδιος υπέροχος άνθρωπος που γνώρισε και μοιράστηκε τόσα μαζί του. Χρόνια πολλά, μετά τη χηρεία της, έστω και πλατωνικά τού χάριζε τη γλύκα της σκέψης της, ζωντανεύοντας εκείνο το ένα και μοναδικό τους φιλί.

Καθισμένη κοντά στο παράθυρο, με τη γάτα της αγκαλιά, ξαναβυθίζεται και σήμερα στις σκέψεις και το ονειροπόλημα. Από το πρωί ένοιωθε κάποια ιδιαίτερη ανησυχία χωρίς να μπορεί να εξηγήσει την αιτία. Ένοιωθε πως θ’ ακούσει κάτι άσχημο κι έτσι τηλεφωνούσε κάθε ώρα την «περιστέρα» της για να σιγουρευτεί ότι είναι καλά. Μόλις ησύχαζε, αφήνονταν να παρασυρθεί και πάλι από τις σκέψεις της. Ο ήχος του τηλεφώνου τη βγάζει βιαίως από το ταξίδεμά της.

Ο Μέρκος πέθανε.

Θλίψη και θρήνος εντός της. Προφασίζεται ξαφνική αδιαθεσία και απουσιάζει από την ταφή. Μετά από καιρό μια άγνωστή της

γυναίκα την επισκέπτεται. Ευγενικά τη συνοδεύει στο σαλόνι ανυπομονώντας να πληροφορηθεί το σκοπό της επίσκεψης. Είναι η Μισέλ, η τελευταία σύντροφος του Μέρκου’ του έμεινε πιστή -αν και δίχως γάμο- ως το τέλος, γιατί τον αγάπησε στ’ αλήθεια. Του συγχωρούσε κάθε τρέλα του, κάθε παραστράτημα. Και σ’ εκείνη εμπιστεύτηκε ο Μέρκος το γράμμα του για την Πούπουλη.

-Μου είχε μιλήσει για σας, την αγαπημένη του εξαδέρφη. Μου έδωσε αυτό το γράμμα, να το διαβάσετε μετά τον θάνατό του. Λοιπόν, ορίστε! Η αποστολή μου τελείωσε εδώ. Χαίρετε, κυρία μου!

Ακούγοντας Αζναβούρ και γεμίζοντας ένα κρυστάλλινο ποτήρι με κόκκινο κρασί κάθεται αναπαυτικά, παρατηρώντας τον κλειστό μπεζ φάκελο. Τρεις λέξεις μόνο: «Για την Πούπουλη» Μένει ώρα έτσι με καρφωμένο το βλέμμα σ’ αυτές τις τρεις λέξεις. Ανοίγει, σχεδόν τελετουργικά, τον φάκελο. Τον αφήνει με προσοχή στο διπλανό χαμηλό τραπεζάκι, από φόβο μην παραπέσει. Ακουμπάει τις σελίδες κοντά στο πρόσωπό της προσπαθώντας να φέρει στο παρόν μυρωδιές του τότε από εκείνον. Αρχίζει να διαβάζει. Χείμαρρος οι λέξεις, ανακατεμένες οι σκέψεις, αλλά όλες παθιασμένες, όλες καμωμένες σαν από λάβα!

 

Μονμάρτρη, άνοιξη,

Καλό μου, το γράμμα αυτό θα σε βρει όταν εγώ θα κάνω παρέα με το Λωτρέκ, το Μοντιλιάνι και μ’ όλους εκείνους που λάτρεψα. Μη λυπάσαι για μένα, ψυχή μου. Δεν έκανα οικογένεια, γιατί δεν ήθελα ν’ αγαπήσω καμία άλλη εκτός από εσένα. Τώρα πια μπορώ να σου μιλήσω επιτέλους, να σου πω όλα εκείνα τα λόγια που ήταν φυλακισμένα εντός μου και που δεν τόλμησα ποτέ να σου τα πω. Ο φόβος με κράτησε πίσω. Φοβήθηκα μήπως και σε χάσω, μήπως επικαλεστείς τη μακρινή βεβαίως, αλλά συγγένειά μας, και αρνηθείς τα αισθήματά μου ή, στη χειρότερη περίπτωση, γελάσεις γι’ αυτά. Μακριά από σένα σιγουρεύτηκα πως γεννήθηκα για να σ’ αγαπήσω. Λάτρεψα τα πάντα σε σένα από τη στιγμή που σε είδα την πρώτη εκείνη μέρα της γνωριμιάς μας. Θυμάσαι; Τότε που μ’ οδήγησες, σχεδόν με τη βία, στον κήπο σας. Λάτρεψα τις ατίθασες μπούκλες σου, τη φωνή σου όταν τραγουδούσες, τις κινήσεις του κορμιού σου. Αλλά αιχμαλωτίστηκα από τα υπέροχα χέρια σου· τόσο εκφραστικά με έντονη «προσωπικότητα» στην κάθε τους κίνηση αλλά και στην αδράνειά τους. Πόσο υπέροχα!!!

Αφουγκραζόμουν την ανάσα σου όταν έγερνες για να προσέξεις λεπτομέρειες στη ζωγραφιά μου και τότε για μένα ήταν πάντα ανατολή… Ζεσταινόταν η ψυχή μου από τον ήλιο σου!… Άκουγα μουσική και σιωπηρά έβαζα στίχους μου μόνο για σένα. Λάτρεψα τ’ αποτυπώματά σου στην άμμο σ’ εκείνους τους ατέρμονους περιπάτους. Ανεκπλήρωτος έρωτας!… Ένα αγκάθι που πάντα το κουβαλούσα μέσα μου και κάθε που μου τρυπούσε την καρδιά, κρατούσε ζωντανή την εικόνα σου. Το τρύπημα, μου θύμιζε πως πάντα υπήρχε αυτός ο έρωτας!! Ίσως να μη βίωσες ένα τέτοιον έρωτα, όμως, Πούπουλή μου, σε στοιχειώνει. Δεν μοιάζει κανενός. Είναι ένας έρωτας με διάρκεια, ζωή και ένταση στο ζενίθ. Πλημμύρισε την ύπαρξή μου και έμοιαζα με ηφαίστειο που του έχουν σκεπάσει τον κρατήρα. Είμαι ευλογημένος που έζησα αυτόν τον, έστω και ανεκπλήρωτο, έρωτα. Μεγάλο βιός μου που τον γνώρισα κι ας μη τον χάρηκα με τις αισθήσεις. Πίστεψέ με… Είναι μαγικός!.. Δεν απομυθοποιείται, δε σπαταλιέται σε πεζότητες, δεν ξεφουσκώνει ποτέ, ούτε ξεχνιέται!… Καλό μου, ξέρε το! Η πραγματική ευτυχία έχει πάντα ακριβό τίμημα και το πλήρωσα με το να μη σ’ έχω όπως ήθελα. Υποσχέσου πως θα κάνεις τα πάντα να είσαι ευτυχισμένη. Δεν τον φοβάμαι το Θάνατο. Με λυπεί όμως το γεγονός ότι δεν θα μπορώ να έχω μνήμη. Δεν θα υπάρχει η ευκαιρία να σε νοσταλγώ, ν’ αναπολώ το παρελθόν μας. Την ευκαιρία και την ευχέρεια να μπορώ ν’ ανακαλώ την εικόνα σου, τη μυρωδιά σου. «Ζήσε εσύ· πονάει λίγο αλλά αν πετύχει δεν υπάρχει καλύτερη αίσθηση», μου έλεγε ο Ζωρζ, ένας φίλος ζωγράφος.

Αναρωτιέμαι αν αυτός ο έρωτας είναι μια παγίδα που σ’ εγκλωβίζει σε πολλά συναισθηματικά αδιέξοδα. Δεν τον εξομολογείσαι πουθενά και σε κανέναν Όμως υπάρχει και σιγοκαίει. Κι είναι τόσο σιωπηλός και τόσο ηχηρός συνάμα. Το σίγουρο είναι πως πονάει πολύ σαν ένα εκτεταμένο έγκαυμα. Σκέψου, τι μου συμβαίνει… Δεν κάνω κοινά σχέδια, δεν υπάρχουν συγκρούσεις, διαφωνίες, ίσως και καυγάδες. Δεν έχει ημερομηνία λήξης, καλό μου. Ζει αιώνια μέσα στη σιωπή. Ήσουν ο λόγος για να ζω. Πάλευα για μιαν αγάπη που δεν ήταν μπορετό να τη ζήσω!… Μέσα σ’ αυτή την αγάπη όλα είναι όμορφα… ακόμα και τ’ ασήμαντα φαντάζουν σημαντικά. Ένα ζευγάρι υπέροχα χέρια. Ένα ζευγάρι ατίθασες μπούκλες, ο κόσμος ολόκληρος. Δεν σου μίλησα ποτέ αργότερα γιατί φοβόμουν μήπως χάσω τη μαγεία που ζούσα. «Ωραίες που ’ναι οι αγκαλιές κι ας ζωγραφίζονται μόνο με λόγια» άκουσα κάποτε και σου δωρίζω ετούτη εδώ τη σκέψη, Πούπουλή μου. Κλαίω συχνά σα σκέφτομαι την αθωότητα και την ομορφιά εκείνης της παλιάς εποχής μας. Καλό μου, δεν φτιάξαμε αναμνήσεις καινούργιες. Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς σου τα χαρίζει όλα δικά μου. Δικός μου ο κόμπος στο λαιμό, δικές μου οι ξάγρυπνες νύχτες, δικό μου το σφίξιμο στο στήθος σα σε σκεφτόμουν, δικός μου κι αυτός ο πόλεμος, ο ανελέητος, ο ατέρμονος. Μέχρι τη λύτρωση!.. Που δεν είναι άλλη από τη λησμοσύνη. Δεν υπάρχει, ψυχή μου, τέτοια λύτρωση για μένα. Αδύνατον να λησμονήσω. Ο θάνατος, ίσως;… Σ’ αυτόν τον έρωτα υπήρξα μόνος. Πονούσα αλλά δε μ’ ένοιαζε. Γιατί ήμουν πλήρης, αφελής, ζωντανός, ερωτευμένος. Εν τέλει, καρδιά μου, ο απόλυτος έρωτας είναι ο ανεκπλήρωτος. Η επιθυμία τα κάνει όλα ν’ ανθίζουν. Η απόκτηση τα μαραίνει και τα ξεθωριάζει όλα. Βρες το εσύ, Πούπουλή μου, αν αυτός ο έρωτας αποτελεί μια όμορφη ανάμνηση ή μια «επικίνδυνη» πολύχρονη παγίδα. Πάντως σου λέω πως διατήρησα το ιδανικό, το τέλειο, το άφθαρτο, με αντάλλαγμα μια βασανιστική εμμονή. Δε μάθαμε τίποτε μαζί· έτσι δεν θα ξεχάσουμε και τίποτε μαζί. Όμως, αγάπη μου, θα τελειώσει αυτό που έμεινε μισό. Θα τελεσφορήσει. Δεν θα είναι όμως του κόσμου τούτου, αγάπη μου…

Φιλώ τη ζωή σου

Μέρκος

 

Όρθια εμπρός από τον τάφο του με μάτια υγρά και ψυχή στεγνή ξαφνιάζεται από τον ίδιο της τον πόνο. Ούτε όνομα, ούτε ημερομηνία ζωής και θανάτου στο μνήμα. Μόνο σκαλισμένη η φράση: «Έπρεπε ν’ ανθίσει;» Με το ερωτηματικό εντονότερα χαραγμένο. Δεν του άφησε κανένα λουλούδι μόνο τον πόνο της και τις σκέψεις της. Με σκυφτό κεφάλι παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Αδήριτη ανάγκη να κλειστεί στη μοναξιά της και να θρηνήσει την «Απολεσθείσα Ιερουσαλήμ». Με σβηστό φως στο δωμάτιο αφέθηκε να λυτρωθεί με το κλάμα. Σκέφτεται πώς θα ήταν η ζωή, αν εκείνος της μιλούσε τότε. Θα έσμιγαν; Πώς θα το δεχόταν ο περίγυρος; Θα γινόντουσαν ευτυχισμένοι; Δεν έφτανε σε καμία απάντηση. Έτσι προτίμησε να πετάξει το βασανιστικό «εάν» και να κρατήσει την εικόνα και τη γεύση εκείνου του πρώτου αλλά και στερνού φιλιού τους.

Όλα τα επόμενα χρόνια που ήρθαν τα πέρασε ζώντας και απολαμβάνοντας , έστω και στη δύση της ζήσης της, τον δικό της ανεκπλήρωτο έρωτα. Ξεψύχησε με τη σκέψη του. Ούτε όνομα, ούτε ημερομηνία ζωής και θανάτου στο μνήμα. Μόνο σκαλισμένη η φράση: «Έπρεπε ν’ ανθίσει!» Με το θαυμαστικό εντονότερα χαραγμένο.

 

 

 

* H Μάρη Τσαμακίδου Παπαποστόλου γεννήθηκε στο Βόλο και ζει στην Καρδίτσα. Έχει σπουδάσει Γαλλική και Ελληνική Φιλολογία, (31 χρόνια στην Μ. Εκπαίδευση), μουσική.  Ασχολείται με το Θέατρο και γενικά με τις Τέχνες σε κάθε τους μορφή. Το πρώτο της μυθιστόρημα: «Πιστοποιητικό ζωής» (στο συρτάρι…ακόμη), ποιήματα και «Μικρά λογοτεχνικά ιντερμέδια»

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top