Fractal

Βαθύ συναίσθημα και κοινωνική ευαισθησία

Γράφει η Περσεφόνη Τζίμα //

 

epochi-afisΚούλα Αδαλόγλου, “Εποχή αφής”, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016

 

Το καινούριο βιβλίο “Εποχή αφής” με τα ποιήματα της Κούλας  Αδαλόγλου το διάβασα με γνήσια ευχαρίστηση και  είδα με χαρά την ποιητική της ωρίμανση και την ευρηματικότητά της. Μου άρεσαν οι τρεις φωνές,  Α΄, Β΄ και  Γ΄, που δίνουν μια άλλη διάσταση φόντου, ένα ευρύτερο πλαίσιο ποιητικών υποκειμένων. Κυρίαρχη φαίνεται η φωνή Α΄, παράλληλη ή απαντητική η φωνή Β΄, και η Γ΄ πιο ολιγόλογη και σαν αποστασιοποιημένη φωνή παρατηρητή που συμπληρώνει την «παρέα». Τις εισπράττουμε ταυτόχρονα, νομίζω, και σαν τρεις παραλλαγές ποιητικής έκφρασης, σε διαφορετικές διαθέσεις, του ίδιου και του αυτού ποιητικού υποκειμένου.

Με την ανάγνωση έφτασα σε μια απολαυστική εμβάθυνση που πράγματι με άγγιξε. Αναγνώρισα ένα βαθύ συναίσθημα που υποφώσκει ή σιγοβράζει ανήμπορο και εμποδισμένα ανεκδήλωτο, άλλοτε μέσα στο πλαίσιο του χειμώνα (πρωτοχρονιάτικα), στα «Ίχνη», με παγωνιά καιρού και ψυχής, αν και μόνο ένας έρωτας ομορφαίνει και λάμπει το πρόσωπο αυτονόητα.

Και βέβαια, «Να γινόταν» οι φαντασιώσεις, τα όνειρα και τα οράματα πραγματικότητα,  ο καθένας φαντάζεται  τι τέλεια (και ιδανικά ) που θα ήταν.  Κοντά στα άλλα, αναρωτήθηκα επίσης αν «ο Γαλιλαίος» και οι «ηλεκτρονικές του άμυνες» υποδηλώνουν έναν άντρα τεχνοκράτη και άρα πραγματιστή και την άρνησή του να απαντήσει σε e-mail.  Ίσως. Μολονότι σημασία έχει κυρίως η συνολική αξία του ποιήματος.

Λυρική η ποιητική εμβόλιμη πρόζα στη σελίδα 15, στο «Χρόνος», καθώς και η ακόλουθη φωνή Γ΄, με την εναλλαγή χρωμάτων, με τις οπτικές και τις ακουστικές εικόνες.

Ακούστηκε η βροντή, μια λάμψη,/ το σύννεφο σκόρπισε σε μυριάδες κομμάτια./ Απ’ το ταβάνι έπεφτε μια βροχή από μοβ πέταλα. (Φωνή Γ΄, σ. 16)

Στη συνέχεια, αλλαγή εποχής, στο «Φέιγ βολάν», το ποιητικό υποκείμενο βγαίνει στο καλοκαίρι, στους δρόμους, στην εξοχή. Ζέστη, θαλασσινό αεράκι, ανάσες. Στην Εποχή αφής μού αρέσει αυτή η (εξωτερική) έξοδος από το εσωτερικό αδιέξοδο.  Πολύ μεστές οι σελίδες 21-23, με το ομώνυμο ποίημα της συλλογής:

Εποχή αφής./ Ο άνεμος στα μαλλιά./ Τα δάχτυλα στα μαλλιά. / Τα δάχτυλα στα δάχτυλα./ Τα δάχτυλα στα χείλη./ Τα χείλη στο μάγουλο./ Το μάγουλο στην παλάμη./ Η σιωπή στα χείλη.

Επανέρχεται αμέσως μετά η παγωνιά του χειμώνα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά: Κι αυτός ο ντορός…/ Διακλαδώσεις παγωμένου χιονιού εκατέρωθεν/ και ο διάδρομος ύπουλος («Ντορός», σ. 24)

Προβάλλεται πάλι η απουσία και η απόσταση (κιάλια όπερας, τα κιάλια-μάτια μου, το πρόσωπό σου λιγοστεύει κουκίδα έμεινε, «Όψεις», σ. 26 ).

Με αρκετά «γριφώδη ενάργεια» εισέπραξα τη Γ΄ φωνή-σύνθεση στη σελίδα 27. Ένιωσα έναν πόθο πολύτιμο αλλά ανεκπλήρωτο, που ο «άλλος» τον πέταξε, ούτως ειπείν, «στα σκουπίδια» – και πόσο μια τέτοια αντιμετώπιση τραυματίζει αλλά και γεννάει στίχους.  Εμπόδια παντού: καφασωτά παράθυρα, το χνούδι στα δάχτυλα είναι μόνο ένα ίχνος, ένα ψίχουλο, μια αφή πόθου, εκδηλωμένου ή εμποδισμένου.

Καφασωτά/ παράθυρα/ στριμωγμένη η ανάσα στριμωγμένο φιλί/ στραμπουληγμένη η ματιά

Πολύ δυνατοί και οι στίχοι της αντρικής φωνής Β΄, του ανθρώπου με τη « ματαιωμένη προσδοκία», τη « χορταριασμένη αγκαλιά» «για τα ουδέτερα μέλη του που βαλτώνουν στη λάσπη», σ.29-32.

 

adaloglou_k

Κούλα Αδαλόγλου

 

Αγγίζει βαθιά τον αναγνώστη, η αναφορά στα κοινωνικά φαινόμενα της σύγχρονης ανεργίας, της φτώχιας, της προσφυγιάς.

 Καθάρισε τη μνήμη του τηλεφώνου./Τόσο κόκκινο, την πνίγει./Εικόνες από μακριά και πιο κοντά/ διαμελισμένα ερείπια/ πρόσωπα θρήνος/ οροί τραύματα αίμα/ ρουκέτες παράκρουσης/ ανατιναγμένη λογική/ ζωές λαθραία παγιδευμένες/ λάμες απόγνωσης σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας (Φωνή Γ΄, σ. 32)

Στο «Havel» με ανακούφισαν και με χαλάρωσαν πολύ οι εικόνες των πουλιών, του πάρκου, των κυκλάμινων, του ψαρέματος στο ποτάμι, αν και υποδηλώνεται πάλι ένας χωρισμός σύντομος ή μονιμότερος με όλη τη μελαγχολία που τον συνοδεύει.

Η φωνή Β΄ του άντρα στο «Σε τούτη την άλλη γωνιά» με παράπονο εκφράζει την απουσία της Α΄, τη μοναξιά του, την απομύθευση των χωρών της βόρειας Ευρώπης, εκτός μόνο από κάποιες εικόνες που του την θυμίζουν (τα κόκκινα φύλλα ξυπνούν μνήμες).  Πόσο ωραία αίσθηση αφήνει η παράθεση των αρωματικών βοτάνων, όπως και άλλες λέξεις-στίχοι (ταξιδεύουν ανθίζουν, ξυπνούν, στην υγρασία φως, η γλώσσα που πλαταγίζει όνειρα, φιλιά κάτω απ’ την ομπρέλα), στη σελίδα 36.

Δεν είναι μικρό το βάσανο και ο σπαραγμός της φωνής Β΄, έχει κι αυτή τα δίκια της (έμεινες να ψειρίζεις τα draft/ να επιμένεις στην τελική μορφή/ να ενδοσκοπείσαι με την ψύχωση της εμμονής, και αγκαθωτός κάκτος ο τσακισμένος μου χώρος, η μπόχα της ερήμωσης, το ξεκοίλιασμα του διωγμού, αιχμηρό σπίτι ματώνει τις φλέβες μου), στις σελίδες 38-40.

Συγκλονιστικοί οι στίχοι της Β΄ φωνής στη σελίδα 42, χειμώνας έξω και στην καρδιά ενός ανθρώπου ανέστιου,  ενός αναγκασμένου ταξιδευτή να ξεσπιτώνεται, σαν καταδικασμένου να φεύγει διαρκώς. Στο «Σαν τη γραμμή του ορίζοντα» συνεχίζεται το παράπονο της απαρηγόρητης φωνής Β΄, αφού η αγαπημένη θάλασσα έγινε πια εφιαλτική με τα ξεβρασμένα κορμιά των προσφύγων, το μπλε της θάλασσας φαιό του θανάτου.

Στο «Σαν να ’ταν καλοκαίρι» η φωνή Α΄ συνεχίζει το ζοφερό κλίμα των ναυαγίων του προηγούμενου ποιήματος, σε μονόλογο στην αρχή, απευθυνόμενη στη συνέχεια στον εραστή της απομάκρυνσης, των διαδρομών του τρένου και των πτήσεων, κάνει αναδρομή στις καλές μέρες τους αλλά τώρα (μετά το δικό τους ναυάγιο) αναρωτιέται αν πράγματι εκείνος υπήρξε ποτέ. Μου άρεσε ο συνειρμός των ναυαγίων στη θάλασσα με μια ναυαγισμένη σχέση.

Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, η φωνή Β΄, κάπου σε ξένο τόπο,  δεν έχει πάψει να νοιάζεται για το Α΄ και να βασανίζεται από την απουσία του.

Εν τέλει, η φωνή Α΄ ξαναβρίσκει πραγματικά ή νοερά, το «χαμένο» αγαπώμενο πρόσωπο και εκφράζει ένα ενθουσιώδες σχέδιο, μια υπόσχεση, μια ελπίδα, ένα όνειρο για ξαναζωντάνεμα της επαφής: να μας ανασυνθέτουν σε όλον/ να μας χωνεύουν στο ενιαίο/ στο αναπόσπαστο (σ. 47).

Πολύ εύστοχη και ευρηματική η φωνή Γ΄  που κλείνει σαν επίλογος τη συλλογή:

Για πολύ καιρό ήταν σαν να έμπαινα σε δωμάτιο νεκρού. Απέφευγα την είσοδο./

Δεν άγγιζα τίποτα. Δεν διάβαζα τα σημειώματά τους, δεν γύριζα στην ηλεκτρονική τους συνομιλία, δεν έβλεπα φωτογραφίες τους./ […] Αργότερα έστρωνα τραπέζι, έβαζα πιάτα και ποτήρια γι’ αυτούς. Πολλά βράδια έπινα το τσάι μου μαζί τους, οι γεύσεις και τα φλιτζάνια που τους άρεζαν./ Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να συνθέτω τις σκέψεις τους, να προδιαγράφω το μέλλον τους./ Η συνέχεια έμοιαζε αναμενόμενη./ Ή μήπως τους αγάπησα πολύ; (σ.48)

 

Συνολικά, αν και φαίνεται κυρίαρχο το βαθύ συναίσθημα, που γίνεται βαθύτερο ή στοιχειώνει με την απουσία και την απόσταση, παράλληλα η συλλογή διακρίνεται για την κοινωνική ευαισθησία, ιδίως στο δεύτερο μέρος της, και αυτό νομίζω ότι συμβάλλει στην τελική «κάθαρση», γιατί όταν το προσωπικό εντάσσεται στο κοινωνικό, στο γενικό, αμβλύνονται οι προσωπικές αιχμηρές γωνίες και η αισιοδοξία ξαναγεννιέται.

 

Μακάρι η  Κούλα Αδαλόγλου να διατηρεί πάντα ακμαίο το νεανικό της πνεύμα και να μη σταματά να γράφει ποιήματα, που τα χρειαζόμαστε όσο ποτέ στην εποχή της κρίσης, για να ζεσταίνουμε την ψυχή και όση ανθρωπιά μάς απέμεινε.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top