Fractal

Διήγημα fractal: “Επιβατηγόν «Άγιος Γεώργιος»”

Της Χριστίνας Ντούση //

 

 

 

 

Το 1990 δεν υπήρχαν κινητά. Δούλευα σε ένα μπαρ στην Πατησίων- καφέ κουρτίνες, χαμηλά τραπέζια, καπνοί και μεθυσμένες εκμυστηρεύσεις. Σχολούσα ξημέρωμα και πήγαινα γραμμή για ύπνο. Οποίος ήθελε να με βρει, περνούσε απ’ το μαγαζί.

Ερχόταν τότε ένα παιδί από την ΑΣΣΟΕ. Για καιρό, καθόταν στην άκρη του μπαρ, του σέρβιρα Henessy σε μικρό κρυστάλλινο ποτήρι, άναβε τσιγάρο και με παρατηρούσε με σιωπηλά, μισόκλειστα μάτια όλη τη βραδιά.

Ήταν ένας γλυκός Νοέμβρης, η μέρα χάραζε γαλάζια, όταν μου είπε «ξέρεις που φτιάχνουν τον καλύτερο καφέ;» Σήκωσα τα μάτια μου απ’ το ποτήρι που σκούπιζα, να καταλάβω αν αυτό ήταν πρόσκληση. Ήταν, πράγματι. Ανεβήκαμε στο παπί, κάπου λίγο πριν το λιμάνι του Πειραιά φώναξα για ν’ ακουστώ: «μα που πάμε;». «Θα δεις», μου έκανε νόημα με το χέρι. Στην προβλήτα με άφησε για λίγο και γύρισε με δυο εισιτήρια. «Φύγαμε, είπε και με οδήγησε στο πλοίο.

Ξαπλώσαμε στους καναπέδες. Οι μηχανές πήραν μπρος και εμάς μας πήρε ο ύπνος. Ξυπνήσαμε απόγευμα, στο κατάστρωμα ο ήλιος είχε αφήσει μια πορτοκαλιά ανάσα, η θάλασσα είχε αυτό το ακίνητο πηχτό γαλάζιο του δειλινού. Βολευτήκαμε στην πλώρη, ο αέρας τσιμπούσε λίγο. Ο κόσμος ήταν απέραντος.

Στο πλοίο ήμασταν εμείς, δυο ηλικιωμένες κυρίες με μπόγους, και το πλήρωμα: μελαχρινά, σκαμμένα πρόσωπα, ροζιασμένα χέρια. Μας κοιτούσαν με ήμερα, σχεδόν τρυφερά μάτια. Μου παρήγγειλε καφέ και ένας κοντούλης, λίγο νευρικός, αυτός που έλυνε κι έπιανε τους κάβους στα λιμάνια, μου έβαλε στο χέρι ένα ζεστό φλιτζάνι. Η μυρωδιά του μπερδεύτηκε με τη θαλασσινή αύρα. «Ο καλύτερος, δε στα λέγα;» μου είπε δείχνοντας την καραβίσια κούπα.

Η νύχτα μας τύλιγε, μια σιωπή απόκοσμη πατούσε πάνω στον βόμβο των μηχανών και τον εκμηδένιζε. Ο αέρας με ξέπλενε απ’ τους καπνούς, τις ομιλίες, το αλκοόλ. Μείναμε έτσι σιωπηλοί, με τα γόνατα και τους αγκώνες μας να αγγίζονται φευγαλέα.

Κατεβήκαμε στην Ανάφη, μέσα στη βαθιά νύχτα. Κανείς δεν μας περίμενε, τα σπίτια σκούρα και κλειστά. Απ’ το πλοίο μας κούνησαν το χέρι «ξαναπερνάμε σε δύο μέρες, πάτε στου Τάκη να σας βολέψει».

Δυο μέρες τριγυρνούσαμε στην Ανάφη πιασμένοι απ το χέρι. Πατούσαμε ξερά φασκόμηλα, μαζεύαμε μαβιά κυκλάμινα, ξεκολλούσαμε πεταλίδες απ’ τα βράχια. Ο Τάκης μας φίλευε ρακή και φρέσκο καλαμάρι. Μεταξύ μας μιλούσαμε μόνο με στίχους, δικούς μας, άλλων.

Ύστερα γυρίσαμε. Το διαμέρισμα της Κυψέλης μου φάνηκε σπιρτόκουτο.

Να μη μιλήσω για το μπαρ.

Δίπλωσα το χαρτί με την ιστορία μου και το έτεινα στον ψυχολόγο: «ακριβώς πότε τον ερωτεύτηκα, ορίστε». Πλάι μου, χωρίς πια να αγγίζονται φευγαλέα τα γόνατα και οι αγκώνες μας, το παιδί απ’ την ΑΣΣΟΕ δίνει κι εκείνο τη δική του εκδοχή. Κοιτάζω το χέρι του. Έχει τα καφέ στίγματα της ηλικίας και μερικές γκρίζες τρίχες.

«Αν πούμε τα ίδια, ίσως και να έχουμε μιαν ελπίδα», σκέφτομαι.

 

Χριστίνα Ντούση, 12.11.1

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top