Fractal

“Η επίθεση” – Διήγημα της Μαρίας Γαβαλά

 

Θυμάμαι ένα άσπρο, ψυχρό φτερό
Κι έναν μεγαλόπρεπο κύκνο, με το τρομακτικό του βλέμμα,
Να έρχεται προς τα μένα, σαν ένα κάστρο, από την κορυφή
του ποταμού.
Σε κάθε κύκνο κρύβεται ένα φίδι.

Σύλβια Πλαθ (Τρεις γυναίκες- Ένα ποίημα για τρεις φωνές)

 

hero2

 Η Νέλα Κ. παραμέρισε το βαζάκι με την αντηλιακή κρέμα. «Θα πασαλειφτώ αργότερα», αποφάσισε ρουφώντας άπληστα την πελαγίσια αύρα. Ο ήλιος ήταν ακόμη χαμηλά, δεν έπρεπε να ανησυχεί για εγκαύματα στο δέρμα. Τα ασημένια παιχνιδίσματά του, πάνω στη γαλαζοπράσινη επιφάνεια, άγγιζαν τη γραμμή του ορίζοντα.

Πολύ κοντά της, σχεδόν πλάι της, είχε εγκατασταθεί μια παρέα ηλικιωμένων, εφοδιασμένων με ομπρέλες, ψάθες, πτυσσόμενες καρεκλίτσες, πολύχρωμες πετσέτες, αναψυκτικά σε θερμός και χάρτινα κυπελλάκια… Όλοι τους φορούσαν πάνινα καπέλα, μαύρα γυαλιά ηλίου και παπούτσια θαλάσσης, ώστε να μετακινούνται ευκολότερα μες στο νερό και πάνω στην καυτή άμμο.

Η Νέλα Κ. πετάχτηκε πάνω με μια απότομη κίνηση και, χωρίς δεύτερη σκέψη, βούτηξε στη θάλασσα. Το σώμα της έσκισε το νερό σαν σπαθί.

«Νιάτα!» σχολίασε ο κύριος Φαρμακίδης. «Βούτα κι εσύ έτσι, ρε Ανέστη».

«Όλα τα λεφτά» συμπλήρωσε η κυρία Πετρωνία.

«Πάω!» έκανε ο σύζυγός της, ο κύριος Ανέστης, κι έτρεξε στο νερό σέρνοντας τα παχάκια του. Μόλις έφτασε μέχρι τον αστράγαλο, οπισθοχώρησε και δήλωσε στους άλλους.

«Μπούζι!»

Είχε ανατριχιάσει ολόκληρος.

Η Νέλα Κ. έφευγε στα βαθιά κολυμπώντας ελεύθερο. Οι ηλικιωμένοι σηκώθηκαν σαν νευρόσπαστα και, εφ’ ενός ζυγού, ακολούθησαν τον Ανέστη. Δεν τόλμησαν να πιτσιλίσουν ο ένας τον άλλο.

Ένας μαύρος κύκνος, ουρανοκατέβατος σαν μαγική εικόνα, πανέμορφος κατά γενική ομολογία, έπλεε αργά στο νερό, πλησιάζοντας τους λουόμενους. Γλιστρούσε στην επιφάνεια με νωχέλεια και μεγαλοπρέπεια, κοιτάζοντας αγέρωχα μπροστά του και αρπάζοντας, πότε-πότε, με το ράμφος του κάνα υδρόβιο. Τους κοίταξε ακατάδεχτα, αδιαφορώντας για τα επιφωνήματα και τα σχόλιά τους, που έμοιαζαν με θαυμασμό μπροστά σε έργο τέχνης, και συνέχισε απρόσκοπτα την πορεία του σαν να πήγαινε περίπατο προς μια άγνωστη, μυστηριώδη, όχθη.

«Πώς βρέθηκε αυτό εδώ πέρα;»

«Κάποιος έφερε μερικούς στο λιμανάκι. Αλλά δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν εκεί. Παίρνουν δρόμο και σουλατσάρουν, οι κατεργάρηδες».

«Οι αλανιάρηδες…» συμπλήρωσε ο κύριος Φαρμακίδης.

«Μπαλαρίνα!» θαύμασε η Πετρωνία που κολυμπούσε στο πλευρό του άντρα της.

«Σου αρέσει, Ανέστη μου;» τον ρώτησε με τρυφερότητα σαν να ζητούσε τη γνώμη του για ένα γλυκό ή για μια ωραία γυναίκα. Ο Ανέστης ύψωσε το κεφάλι, κοίταξε προσεκτικά τον κύκνο και απάντησε.

«Αμέ!»

Αφού το σκέφτηκε όμως καλύτερα, ρώτησε:

«Πώς το ξέρεις ότι είναι θηλυκό;»

Η Πετρωνία δυσκολεύτηκε να απαντήσει.

«Έτσι μου φάνηκε», είπε στο τέλος.

Το επόμενο πρωί, η Νέλα Κ. κατέβηκε στην παραλία γύρω στις έντεκα. Τούτη τη φορά ήταν ολομόναχη. Το τσούρμο των ηλικιωμένων έλαμπε διά της απουσίας του. Ούτε ρίγα από τις ομπρέλες τους, ούτε κρόσσι από τις πετσέτες τους, ούτε υποψία από τα καλαμπούρια τους. «Μας τελείωσε το ΚΑΠΗ», σκέφτηκε ικανοποιημένη.Πήρε βαθιά ανάσα, έστρωσε την πετσέτα της στο καλύτερο σημείο της παραλίας, πλάι στο μοναδικό αρμυρίκι της άμμου, άφησε κάπου παράμερα το βαζάκι με το αντηλιακό, έλυσε τα κορδόνια του μαγιό της και ξάπλωσε μπρούμυτα. Δεν είχε διάθεση να πέσει αμέσως στο νερό, πρώτα ήθελε να χαλαρώσει λιγάκι. Ο ήλιος, χαμηλά ακόμη στον ουρανό, χλιαρός, νανουριστικός, της χάιδευε την πλάτη. Η Νέλα Κ. βυθίστηκε σε έναν σύντομο υπνάκο. Για πόση ώρα ακριβώς; Δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει.

Κάτι που έμοιαζε με σιγανό πάτημα ζώου –νυφίτσας καθώς της φάνηκε μες στη νάρκη της–, πλησίαζε σταθερά στο σημείο όπου ήταν ξαπλωμένη. Το αυτί της έπιασε μια βαριά ανασαιμιά, η οποία γινόταν ολοένα εντονότερη και πολύ απειλητική. Της φάνηκε σαν λάστιχο που ξεφουσκώνει αργά και διακεκομμένα, αφήνοντας έναν υπόκωφο στριγκό ήχο. Ακολούθησαν ένα ανατριχιαστικό γρατζούνισμα πάνω σε πλαστική επιφάνεια κι ένα σούρσιμο ή ψαχούλεμα στην άμμο. Χωρίς να μετατοπιστεί, ανασήκωσε το κεφάλι της. Η άμμος τριζοβολούσε βγάζοντας φλόγες.

Μερικούς πόντους πιο πέρα από το σώμα της, ακίνητα, καρφωμένα στην άμμο, με τις μύτες στραμμένες προς τη μεριά της θάλασσας και τις φτέρνες προς τη μεριά της ακτής, στέκονταν ένα ζευγάρι τρυπητά πλαστικά παπούτσια θαλάσσης, στο χρώμα του κιτρινισμένου από τη χρήση και την πολυκαιρία λευκού, και κάπως ξεχειλωμένα λόγω της παραμορφωτικής αρθρίτιδας του ποδιού που τα φορούσε. Τα παπούτσια έδειχναν αναποφάσιστα, αυτό όμως κράτησε για λίγο, κατόπιν έκαναν επιτόπου στροφή – τώρα οι φτέρνες στραμμένες στο νερό και οι μύτες στη στεριά –, ενώ ένα μάτσο ανθρώπινες σάρκες έσκυβαν, με ζόρι, για να παραμερίσουν ένα σκουπίδι, να στρώσουν την ψάθα, την πετσέτα, και για να παρατάξουν πάνω στην πετσέτα κάποια μικροπράματα.Οι αρθρώσεις του γέρικου κορμιού άφηναν παρατεταμένα κρακ…

«Καλημέρα! Πώς είναι σήμερα η θάλασσα;» ζήτησε να μάθει η κυρία Πετρωνία.

Η Νέλα Κ. είχε ξανοιχτεί στα βαθιά. Ξεκίνησε να κολυμπά με γρήγορο ελεύθερο. Η αρτιότητα της εκτέλεσης ήταν και το ζητούμενο. Οι κινήσεις των χεριών και των ποδιών έπρεπε να είναι απολύτως συντονισμένες με κάθε εισπνοή-εκπνοή της. Μετά το κρόουλ, η Νέλα Κ. ξάπλωσε ανάσκελα στο ακύμαντο νερό. Ολόκληρο το σώμα της τώρα ευθυγραμμιζόταν με την επιφάνεια της θάλασσας και το γαλάζιο στερέωμα. Τα βλέφαρα κατεβασμένα, τα ρουθούνια χαλαρά και τα χείλια μισάνοιχτα. Μετά από αυτό το σύντομο διάλειμμα, ακολούθησαν οι ασκήσεις σύσφιξης των κοιλιακών, με τα πόδια να κινούνται χιαστί μες στο νερό.Η δεξιά κνήμη να πηγαινοέρχεται πάνω από την αριστερή,πενήντα φορές, κι άλλες πενήντα το αντίθετο, η αριστερή πάνω από τη δεξιά. Σύνολο εκατό ψαλιδισμοί, καταπώς συνιστούσε το φυλλάδιο οδηγιών. Τούτο το είδος των ασκήσεων ολοκληρώθηκε με γρήγορες κινήσεις των κάτω άκρων, αλλά με μέτρο ώστε να μην πάθουν κράμπα.

Ακολούθησε μια θεαματική βουτιά, ως τον βυθό με τα φύκια.

 

d4

 

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν μπροστά της δύο κύκνοι. Ζευγάρι. Ολόμαυροι, ουρανοκατέβατοι σαν μαγική εικόνα, με μακρύ λεπτό λαιμό και σκούρο κόκκινο ράμφος. Γλιστρούσαν απαλά στο νερό, αφήνοντας πίσω τους μικρά αυλάκια. Το λίκνισμά τους ήταν κομψό, μεγαλοπρεπές και αλαζονικό. Εκ παραλλήλου, δεν παραμελούσαν το κολατσιό τους. Έβαζαν στην μπάντα την ατσαλάκωτη πόζα τους για να τσιμπήσουν κάνα ψαράκι.

Στην αμμουδιά, οι κυρίες είχαν σχηματίσει μικρό κύκλο γύρω από την Πετρωνία. Εκείνη αποφάσισε να ικανοποιήσει την περιέργειά τους και να τους δείξει τι κουβαλούσε, καθημερινά, μες στην τσάντα της. Με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση τράβηξε το φερμουάρ. Οι κυρίες έσκυψαν πάνω από το άνοιγμα.

Η Πετρωνία έβγαλε πρώτα το κινητό της, κατόπιν το πιεσόμετρο και τα χάπια άμεσης δράσης για τις διάφορες ανεπάρκειες του Ανέστη. Οι κυρίες έδειξαν τον απαιτούμενο σεβασμό προς αυτό το κινητό ιατρείο, αλλά βιάστηκαν να προσπεράσουν. Όπως άφησαν κατά μέρος και τη σειρά των αντηλιακών γαλακτωμάτων που συνέλεγε η Πετρωνία. Αντιθέτως προσηλώθηκαν στα αξιοπερίεργα μπουκαλάκια, στα βαζάκια και στα σωληνάρια, τα οποία εκείνη ανέλαβε να τους παρουσιάσει ένα προς ένα. Αμμωνία, αντιισταμινική κρέμα, σπρέι κατά της φλόγωσης του δέρματος –ειδική για τσούχτρες, μέδουσες και σφήγκες–, λοσιόν για τα εγκαύματα του ήλιου, ταλκ για τους μύκητες των ποδιών, λάδι ελιάς για πολλαπλή χρήση, μικρή λαβίδα για τα αγκάθια των αχινών, οξυζενέ, μερκουροχρόμ, χανζαπλάστ για τυχόν ατυχήματα, και φυσικά οινόπνευμα και βαμβάκι.

«Τι είδους ατυχήματα;» ρώτησε η κυρία Θάλεια κοιτάζοντας ανήσυχα γύρω της.

Η Πετρωνία δεν απάντησε αμέσως. Η ερώτηση την είχε στριμώξει. Συχνά μια απλή τυχαία ερώτηση την έφερνε αντιμέτωπη με κάτι που ήταν δύσκολο να απαντηθεί. Αλήθεια, τι είδους ατυχήματα; Ένιωσε σαν να ’σκασε αστροπελέκι μπροστά της, σκορπίζοντας στον περίγυρο κάθε είδους συμφορά. Ευτυχώς, η αμηχανία της δεν κράτησε για πολύ. Η Πετρωνία κατέβασε το κεφάλι, πήρε βαθιά ανάσα και ξαναβρήκε αμέσως τη φόρμα της.

«Διά παν ενδεχόμενο. Άνθρωποι είμαστε».

Πολύ γρήγορα, στην ομήγυρη ήρθαν να προστεθούν και οι κύριοι. Ο καθένας στάθηκε πλάι στη συμβία του, οχτώ ηλικιωμένοι, τέσσερα ζευγάρια με κυρτωμένη ράχη, δύο καθισμένα με άνεση στις πτυσσόμενες καρεκλίτσες, ένα μισοξαπλωμένο στις πετσέτες, ενώ το τέταρτο στεκόταν όρθιο, έξω από την καχεκτική σκιά που πρόσφεραν οι ομπρέλες, απερίσκεπτα εκτεθειμένο στην επικίνδυνη ακτινοβολία. Το ρολόι έδειχνε δύο και πέντε μετά το μεσημέρι.

Η Νέλα Κ., από τα βαθιά όπου συνέχιζε να κολυμπάει, τους κοιτούσε και σκεφτόταν: «ζωή να ’χουν».

Απέφυγε να κάνει άλλη βουτιά και έμεινε ακίνητη, να κοιτάζει τους κύκνους που την πλησίαζαν. Για πρώτη φορά πρόσεξε πόσο σκοτεινά κι επιθετικά ήταν τα μάτια τους. Πόσο αλύγιστο το σώμα τους, πόσο σκληρό το ράμφος τους. Και κυρίως, με τι σταθερότητα την πλησίαζαν, σαν να ακολουθούσαν προσχεδιασμένη πορεία. Τότε μόνο ανησύχησε, όταν τους είδε να τη φτάνουν, να χωρίζουν, ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά, εγκλωβίζοντάς την σε έναν δόλιο κύκλο. «Οι κατεργάρηδες», έτσι τους είχε αποκαλέσει ένας από την παρέα των ηλικιωμένων την προηγούμενη μέρα.

Η Νέλα Κ. άρχισε να οπισθοχωρεί άτακτα. Η φωνή της λογικής έλεγε πως ήταν αστείο να τους φοβάται, ανάμεσα σε αυτήν και τα πτηνά υπήρχε επαρκής απόσταση ασφαλείας. Κι ύστερα, ποιος ο λόγος να την εχθρεύονται; Δεν είχε υπολογίσει την ταχύτητα με την οποία γλιστρούσαν στο νερό, ούτε το μήκος του λαιμού τους. Ούτε τι έκρυβαν μες στο κεφάλι τους. Σε μια προσπάθεια να τους εξευμενίσει, καθώς περνούσαν σχεδόν από δίπλα της, σήκωσε το χέρι και τους απηύθυνε έναν μικρό χαιρετισμό. Πιθανόν σκόπευε να τους ξεγελάσει, να τους δώσει την εντύπωση πως ήθελε να τους ρίξει τροφή. Τότε ακριβώς, το ένα από τα δύο πουλιά κινήθηκε αστραπιαία, τέντωσε το λάστιχο του λαιμού του, και κάρφωσε το ράμφος του στο μπράτσο της.

Εκ των υστέρων, η Νέλα Κ. θα είχε τον συνειρμό μιας παράξενης ηλεκτρικής εκκένωσης. Σαν να πήραν φωτιά καλώδια, κρυμμένα στο βάθος των ματιών του πουλιού, λίγο προτού της χιμήξει. Τη συγκεκριμένη στιγμή, όμως, της επίθεσης, το μόνο που έκανε ήταν να αφήσει μια κραυγή και να τραπεί σε φυγή, γρονθοκοπώνταςτο νερό και καλώνταςξετρελαμένη σε βοήθεια.

Όταν συνειδητοποίησε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά και πως τίποτα δεν την απειλούσε άμεσα, σταμάτησε να κολυμπά και κοίταξε πίσω της. Η θάλασσα ξανάβρισκε την ηρεμία της, ενώ οι δύο κύκνοι, σαν να μην έτρεξε τίποτα προηγουμένως, συνέχιζαν ατάραχοι τον περίπατό τους.

Στην παραλία είχε σηκωθεί το αναμενόμενο σούσουρο. Από την προσοχή των ηλικιωμένων ξέφευγαν ελάχιστα πράγματα. Το βλέμμα τους λειτουργούσε σαν κρησάρα. Ξεχώριζε τα περιττά, απορρίπτοντάς τα αμέσως. Κρατούσε μόνο τις ουσιώδεις λεπτομέρειες.

«Κι έδειχναν τόσο ακίνδυνοι!»

«Τόσο φιλικοί!»

«Μας ξεγέλασαν».

«Δώσε θάρρος στον χωριάτη, να σ’ ανέβει στο κρεβάτι».

«Δεν έμοιαζαν με χωριάτες. Μάλλον της Λυρικής Σκηνής…»

«Αφού είναι μουγκά…, έτσι δε λένε;»

«Εννοούσα του μπαλέτου της Λυρικής…»

«Είναι επικίνδυνα. Να τα γυρίσουν εκεί απ’ όπου τα πήραν».

Μόνο η Πετρωνία δεν μιλούσε. Αντιθέτως έσπευσε να περιποιηθεί το μπράτσο της πληγωμένης. Το μυαλό της δούλευε σαν πιστόνι. Πόσα χιλιοστά, σε μήκος-πλάτος-βάθος, μπορούσε να είναι το τραύμα; Κι αν ήταν τραύμα εκατοστών, μήπως έπρεπε να επανεξετάσουν το θέμα της…, την σπουδαιότητα του…, την κρισιμότητα εν τέλει των… Κάτι της ερχόταν στον νου, το οποίο πίεζε και την άκρη της γλώσσας της, κάτι θολό κι απερίγραπτο. Ιδέα ήταν; Λέξη; Απειλή μήπως; Καμπανάκι κινδύνου; Μυρωδιά καπνού;

«Όχι αμμωνία, Πετρωνία. Ούτε αντιισταμινικό. Θα προκληθεί επιπλέον ερεθισμός», τη συμβούλεψε ο άντρας της.

«Κάνε δουλειά σου, εξυπνάκια, έχουν γνώση οι φύλακες», απάντησε η Πετρωνία, ενοχλημένη, κουνώντας το φιαλίδιο με το μερκουροχρόμ. Στο άλλο χέρι κρατούσε βαμβάκι, οξυζενέ, χανζαπλάστ. Άρχισε να αφηγείται στο θύμα της επίθεσης, με πολλές λεπτομέρειες, μια ιστορία για κάποιο παρόμοιο περιστατικό αλλά με πρωταγωνιστή έναν γλάρο τούτη τη φορά, που συνέβη εδώ και έξι χρόνια περίπου στα λουτρά της Αιδηψού όπου…

Η Νέλα Κ. είπε:

«Νομίζω πως ήταν το θηλυκό που μου επιτέθηκε».

Η Πετρωνία περιποιήθηκε την πληγή, επιδεικνύοντας ικανότητες προϊσταμένης αδελφής νοσοκόμου. Τέτοια ήταν η επιδεξιότητα των κινήσεών της, η σοβαρότητα που απλωνόταν στο πρόσωπό της, το συνοφρύωμά της, ο προβληματισμός της γύρω από το τωρινό επεισόδιο, ώστε άφησε στη μέση την ιστορία με το συμβάν στο Λουτράκι. Την ξαναθυμήθηκε μόνο αφού ολοκλήρωσε την τοποθέτηση του τσιρότου στο μπράτσο της Νέλας Κ.

«Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, σε λίγες μέρες το τραύμα θα έχει κλείσει», είπε.

Στάθηκε λιγάκι, για να ενώσει τις άκρες του κομμένου νήματος, και συμπλήρωσε:

«Και τότε στο Λουτράκι, με τον γλάρο, το ίδιο ακριβώς έγινε. Το τραύμα επουλώθηκε αμέσως».

Άρχισε να μαζεύει τα χρειώδη, χωρίς να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος ή ποια είχε δεχτεί την επίθεση τότε.

Η Νέλα Κ. έσφιξε το μπράτσο της που δεν έτσουζε ιδιαιτέρως, μια γρατζουνιά εντελώς επιπόλαιη ήταν, ενώ αναρωτιόταν: «Στο Λουτράκι ή στα λουτρά της Αιδηψού; Πού ακριβώς συνέβη το περιστατικό με τον γλάρο;»

Τα μάτια της σκάλωσαν στις σάρκες της Πετρωνίας, σε κάτι καφετιές ουλές πάνω στη νερουλιασμένη κοιλιά της, σημάδια παλιάς εγχείρισης. «Σαν μέδουσα είναι», ανατρίχιασε η Νέλα Κ., μια μέδουσα που πνέει τα λοίσθια, ξεβρασμένη στην άμμο».

Η Πετρωνία έθεσε τότε την ουσιαστικότερη των ερωτήσεων. Με κάθε επισημότητα και αυστηρότητα.

«Τι τους κάνατε;»

«Τους κούνησα το χέρι», απάντησε η Νέλα Κ. Κι αφού το ξανασκέφτηκε, είπε:

«Αυτό που μου επιτέθηκε, σίγουρα, ήταν το θηλυκό. Δεν εξηγείται αλλιώς».

Η Πετρωνία, όσο κι αν απαίτησε να ρίξει ξανά μια ματιά στην πληγή – λες και το τραύμα, λόγω νέων δεδομένων τώρα, θα είχε κακοφορμίσει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και θα είχε αρχίσει να αιμορραγεί ακατάσχετα, μυστηριωδώς, και να πυορροεί –, δεν κατάφερε να ξαναπλησιάσει την παθούσα και να της πάρει άλλη λέξη. Ούτε καν να ισιώσει τις άκρες του χανζαπλάστ μπόρεσε. Είπε «περαστικά σας!», σαν να ’λεγε «με τις υγείες σας!», μάζεψε τα γιατροσόφια και επέστρεψε στην παρέα της.

Τους δήλωσε, ορθά κοφτά, πως επιθυμούσε να γυρίσει αμέσως στο ξενοδοχείο. Κανέναςδεν της έφερε αντίρρηση. Μάζεψαν τα πράματά τους και την ακολούθησαν σαν κουρντισμένα στρατιωτάκια. Στον χωματόδρομο, καθώς επέστρεφαν κατά δυάδες, η Πετρωνία έπιασε σφιχτά το μπράτσο του άντρα της και τον ανάγκασε να περπατάει κολλητά στο πλευρό της, σαν να φοβόταν πως κάποιος, ή κάτι, θα ερχόταν ξαφνικά να της τον πάρει μέσα από τα χέρια.

«Άκου πράματα!» είπε συγχυσμένη. Κι όταν πάτησαν το κατώφλι του ξενοδοχείου, αφού έριξε μια ματιά στο ανοιχτό βιβλίο πελατών που βρισκόταν πάνω στον πάγκο της ρεσεψιόν, ολοκλήρωσε την αρχινισμένη, στην παραλία, σκέψη της.

«Αυτή η Μαρινέλα Κανελλοπούλου μου φαίνεται μεγάλη σουπιά. Δεν είναι τυχαίο που κολυμπάει και λιάζεται μόνη της σαν τον κούκο».

Το ίδιο βράδυ, η Νέλα Κ. ανακαθισμένη στο κρεβάτι της, σκεφτόταν το επεισόδιο με τον κύκνο. Ήταν απρόβλεπτο κι αιφνιδιαστικό, μια πραγματική σπαζοκεφαλιά. Αφύσικο, σχεδόν ψεύτικο. Σαν παραίσθηση. Τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού χάιδευαν την επιφάνεια του τσιρότου στο αριστερό της μπράτσο. Το τραύμα ήταν εντελώς επιπόλαιο. Μια απλή γρατζουνιά. Τέλος την πήρε ο ύπνος ενώ συνέχιζε να είναι καθιστή, με την πλάτη ακουμπισμένη στο κεφαλάρι.

Το όνειρό της συμβόλιζε το προφανές. Ένα γελοίο, ένα χαζό ανέκδοτο.

Εκεί που κοιμόταν, στην αγκαλιά της θάλασσας, της άμμου ή του κρεβατιού – καμιά σημασία δεν είχε τελικά –, την πλησίασε σκύβοντας από πάνω της, με αδιευκρίνιστες αλλά σκοτεινέςπροθέσεις, μια μαύρη σκιά. Ένα προτεταμένο ράμφος πουλιού, το οποίο στη συνέχεια έγινε ρυτιδωμένο μουσούδι γυναίκας, που πρώτα εκτόξευσε τη βαριά ανάσα του κι ύστερα μια απειλητική βρισιά. «Κρονόληρος!» * Πότε και πού είχε συναντήσει ξανά αυτή τη λέξη; Μάλλον σε κάποιο λεξικό.

Τινάχτηκε πάνω.

Αποφάσισε να σηκωθεί, να πλύνει τα δόντια της, να βάλει κρέμα στο πρόσωπο, και μετά να πέσει κανονικά στο κρεβάτι, κάτω από τα σεντόνια, με σβηστό φως, για να κοιμηθεί σαν άνθρωπος.

Πηγαίνοντας στην τουαλέτα, σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά στο μπαλκόνι του αντικρινού διαμερίσματος. Μισάνοιξε το παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα.

Η Πετρωνία, καθισμένη σε μια καρέκλα βεράντας– με τα σκέλη ορθάνοιχτα, τα πέλματα κολλημένα στο κάγκελο, ανασηκωμένο το νυχτικό της στους μηρούς, και με τις γάμπες της να ξασπρίζουν στο σκοτάδι σαν δαγκάνες –, έκανε αέρα με μια βεντάλια καρφώνοντας τα σφαιρικά μάτια της στη μαυρίλα του κήπου. Μια λιβελλούλα ήταν, έτοιμη να ορμήσει πάνω στο σκοτεινό νερό και να πιάσει κάθε έντομο, κάθε ψυχή που θα τολμούσε να σαλέψει, επιχειρώντας να εισβάλει στο δωμάτιο.

Η Νέλα Κ. άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια της. Έφτυσε, ξέπλυνε το στόμα της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα δόντια της άστραψαν σαν μικροί αδαμάντινοι σταλακτίτες. Παρότι νυσταγμένο και ταλαιπωρημένο, βρήκε το πρόσωπό της όμορφο και ανθεκτικό.Στα αυτιά της έφτασε η μελωδική ηχώ από το τραγούδι της νεότητας και του καλοκαιριού. Μύρισε το άρωμα της άμμου που έφτιαχνε δαντέλα στα τοιχώματα του νιπτήρα. Ένα λουλούδι, χωρίς συγκεκριμένη μορφή, έπαιρνε να σχηματίζεται ανάμεσα στα ρυάκια που άφηναν οι σταγόνες του νερού. Παρέλειψε την κρέμα προσώπου. Επιστρέφοντας στο κρεβάτι, απέφυγε να κοιτάξει ξανά το απέναντι μπαλκόνι.

«Κάθε πράμα στην ώρα του!» χασμουρήθηκε.

Κι αποκοιμήθηκε αμέσως.

 

*γεροξεκούτης

** η μετάφραση των στίχων της Σύλβιας Πλαθ προέρχεται από την έκδοση Sylvia Plath, ποιήματα, μτφ. Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου, Κέδρος 2003.

 

gavala1Η Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού “Σύγχρονος Κινηματογράφος” (1980-84) δημοσίευσε πολλά κείμενα για τον κινηματογράφο. Κινηματογραφικά κείμενά της υπάρχουν επίσης δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες. Έγραψε σενάρια, γύρισε ταινίες μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: “Περί Έρωτος” (1981). – Τιμήθηκε με βραβείο στο “Φεστιβάλ Γυναικείου Κινηματογράφου” της Φλωρεντίας, το 1983, “Άρωμα βιολέτας” (1985) και “Το μαγικό γυαλί” (1989) – Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Κινηματογράφου, την ίδια χρονιά. Δόκιμη πεζογράφος, μετά το 1994, έχει στο ενεργητικό της επτά μυθιστορήματα (“Η υπηρέτρια των αγγέλων”, 1994, “Η κυρία του σπιτιού”, 1996, “Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα”, 1999, “Στη δροσιά των κήπων μου”, 2001, “Ακραία καιρικά φαινόμενα”, 2003, “Τα κορίτσια της πλατείας”, 2006, “Ο λεμονόκηπος”, 2012) και μία συλλογή διηγημάτων (“Από γυαλί”, 2011). Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες. Επίσης, έχει μεταφράσει θεωρητικά κείμενα για τον κινηματογράφο και σύγχρονα μυθιστορήματα, πάντα από τη γαλλική γλώσσα.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Οι ήρωες του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top