Fractal

Διήγημα Fractal: Επιτακτικά «όχι»

Της Τζένης Μανάκη // 

 

 

dihghma

 

Νόμιζε ότι μέσα από τα μάτια της κόρης της διάβαζε και την ψυχή της.

”Θα μιλήσει. Θα το δεις ότι θα μιλήσει. Είναι μια παραξενιά που θα της περάσει”.

Έπειθε με τα ίδια της τα λόγια τον εαυτό της.

Περνούσε μόνο ο χρόνος. Η ”παραξενιά” έμενε σταθερή. Στη συνείδησή της είχε επιβάλει απαγορευτικό ενοχών, που όμως δεν ίσχυε τις ώρες του ξυπνήματος , που ο νους αδρανεί , κυμαίνεται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Τότε τρύπωναν μέσα από τις μισάνοιχτες πόρτες της ψυχής της, από τα τάρταρα της συνείδησής της , όπου τις είχε φυλακίσει, οι βασανιστικές εικόνες του επεισοδίου που προκάλεσαν την αφωνία της κόρης της, συντροφιά με παρελθοντικές εικόνες φρίκης της δικής της παιδικής ηλικίας.

Είχε υποστεί τόσα που μέσα της εγκαταστάθηκε η πεποίθηση, ότι δεν χρωστούσε σε κανέναν καλές συμπεριφορές όταν οι άλλοι αποκρινόταν με βία, υστεροβουλία, μίσος, προδοσία, υποκρισία και ψευτιά.

Η μικρή της Άννα και ελάχιστα πρόσωπα ήταν η εξαίρεση στον κανόνα της. Κι εκείνος, όσο κράτησε ο έρωτας. Ο δικός της. Για τα δικά του αισθήματα είχε υποσυνείδητα αμφιβολίες, λίγο χρόνο μετά την αρχή της σχέσης τους, οι οποίες σταδιακά μεγάλωναν.

Την Άννα την είχε ξυπνήσει ο στριγκός ήχος της δικής της φωνής. Στη θέα της μικρής το βλέμμα της Ελπίδας έφυγε, η σφαίρα δεν βρήκε τον στόχο της. Ευτυχώς; Και ναι και όχι. Η απάντηση της, εξαρτιόταν από το ρίγος που της προκαλούσε η βέβαιη τιμωρία. Δεν θα άντεχε έναν εγκλεισμό, με παράλληλη απώλεια παρουσίας της, στη ζωή τής Άννας. Δεν τον είχε καταγγείλει για την επαναλαμβανόμενη κακοποίησή της, χάρη στη μικρή.

Έφερνε στο νου της την αγαπημένη της κόρη εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας με το μακρύ νυχτικό της, τα ξέπλεκα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της, τα ξυπόλυτα πόδια της να τους κοιτάζει τρομαγμένη, ανήμπορη να κινηθεί ή να αρθρώσει μια λέξη, μετά εκείνο το συλλαβιστό έντρομο, επιτακτικό ”Ο-χι ”, που έγινε αφορμή της αστοχίας. Η σφαίρα διαπέρασε το τζάμι του παραθύρου, που θρυμματίστηκε με έναν υπόκωφο κρότο πάνω στο χαλί, και χάθηκε σε άγνωστη κατεύθυνση. Το όπλο τής έπεσε από τα χέρια και προσγειώθηκε με την καυτή του κάννη επάνω στο μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού της. Ακόμη, παρά την πάροδο του χρόνου είχε την αίσθηση ότι την πονούσε, την έκαιγε. Εκείνο το σπασμένο στα δύο ”ό-χι” ήταν η τελευταία λέξη της Άννας.. Δεν ξαναμίλησε. Τα δύο γαλάζια μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω στο χέρι της μάνας της, για όση ώρα κι εκείνη έντρομη προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες μιας πράξης που σχεδίαζε από καιρό και δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει. Φέρνει στο νου της, τον θρασύδειλο, με απέχθεια, με το πανιασμένο από φόβο πρόσωπό του, ξέπνοο και πανικόβλητο να τρέχει προς την πόρτα, σχεδόν να σπρώχνει την κόρη του, να βρει διέξοδο. Κι όμως η μικρή δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Έμεινε για ώρα εκεί παγωμένη, με το βλέμμα καρφωμένο, ασάλευτο, στο αρχικό σημείο του καρπού της μάνας της που κρατούσε το όπλο, λες και οι κινήσεις που ακολούθησαν δεν είχαν συμβεί.

Η Ελπίδα δεν κατάφερε ποτέ να προσδιορίσει το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι να κινητοποιηθεί, να την πάρει στην αγκαλιά της. Η μικρή την κοίταζε ακόμη με το αδρανοποιημένο βλέμμα της όταν την απόθεσε στο κρεβάτι. Κίνησε απότομα το κεφάλι της όταν το δεξί χέρι της Ελπίδας, της χάιδεψε το πρόσωπο. Ύστερα γύρισε από την άλλη πλευρά και κρύφτηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Η Ελπίδα συνέχισε να τη χαϊδεύει πάνω απ’ αυτά κι όσο τη χάιδευε εκείνη μαζευόταν μέχρι που το σώμα της έγινε ένα μικρό κουβάρι, λες και προσπαθούσε να εξαϋλωθεί.

Έμεινε εκεί κουλουριασμένη κάτω από το γαλάζιο πάπλωμα με τα άσπρα συννεφάκια πάνω από ένα εικοσιτετράωρο, ακίνητη, ανεπηρέαστη από το χάδι της μάνας της, από το ανοιγοκλείσιμο της πόρτας και τον ανατριχιαστικό ήχο του μεντεσέ.

Η Ελπίδα προσπάθησε να κοιμηθεί. Δεν το κατάφερε. Κάθε λίγο σηκωνόταν και μπαινόβγαινε στην κάμαρα της Άννας.. Το σχήμα του σώματος της μικρής έμενε απαράλλαχτο. Φοβήθηκε. Σήκωσε το σκέπασμα κι αφουγκράστηκε την αναπνοή της.

Το κορμάκι της ήταν κρύο, η αναπνοή της αγχωμένη. Τα μακριά μαλλιά της σκέπαζαν το πρόσωπό της, τα τράβηξε απαλά πίσω από το αυτί της. Μάτια σφαλιστά, βλέφαρα ανήσυχα. Δεν κοιμόταν.

”Αγάπη μου, αγάπη μου”, ψιθύρισε καθώς χάιδευε το ψυχρό μέτωπο της κόρης της. Τη σκέπασε με το πάπλωμα και χώρεσε στην αγκαλιά της το κουλουριασμένο παιδικό σώμα.

Προσπάθησε και η ίδια να χαλαρώσει από την ένταση. Το αίσθημα δικαίου που την είχε κυριεύσει, πριν αποτολμήσει να σηκώσει το όπλο εναντίον του, άρχισε να υποχωρεί. Ο φόβος των συνεπειών της πράξης που δεν ολοκλήρωσε γέμιζε την ψυχή της με αντικρουόμενα αισθήματα μίσους και ανακούφισης συγχρόνως.

Καθώς αγκάλιαζε την κόρη της ένα παταγώδες αίσθημα φόβου διαπέρασε όλο το σώμα της. Φόβος για τις σκέψεις των άλλων για τον απρόσμενο χωρισμό της. Η ίδια προσπαθούσε ακόμη και στο στενό περιβάλλον να κρύψει τα πραγματικά της αισθήματα. Υποκρινόταν δημόσια χωρίς προσπάθεια, σαν αποκύημα της ανάγκης να διατηρήσει τα κεκτημένα της και είχε τόσο συνηθίσει την κατάσταση, σαν δεύτερη φύση, έτσι, που μετά την τελευταία κακοποίηση ξαφνιάστηκε με τα πραγματικά της αισθήματα, αηδίασε με την υποχωρητική της στάση. Δεν μπορούσε πια άλλο. Το μίσος, που είχε αφήσει πίσω για τους άνδρες, με αφορμή τον πατέρα της, ξεπήδησε ζητώντας εκδίκηση. Πίστεψε ότι τού είχε σφαλίσει την πόρτα, τότε που ο έρωτας την ξάφνιασε με την παρουσία του, τότε που τα συναισθήματά αγάπης είχαν κάνει πλήρη κατάληψη στην ψυχή της, όμως εκείνο επανήλθε ζωντανό, κάποτε και έτοιμο για δράση.

Το καταχωνιασμένο παρελθόν για την ανάγκη επιβίωσης, βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαναγυρίζει κάθε φορά που κλονίζεται παρόν. Η θλίψη, συνέπεια της βαθιάς απογοήτευσης από τη δική του αλλαγή , πέρασε πάνω από την ζωή της σαν την ψυχρή αύρα ενός γκρίζου σύννεφου στη διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας. Εικόνες ανείπωτης φρίκης επανερχόταν στο νου της. Το μελανιασμένο σώμα της μάνας της πρόβαλε σαν θλιβερός πίνακας σε μαύρο φόντο. Ο πόνος στο κακοποιημένο δικό της σώμα ήταν η χαραμάδα που άφησε ελεύθερα όλα εκείνα τα σκληρά συναισθήματα που είχε καταχωνιάσει στα βάθη της ψυχής της .

Υπέκυπτε σιωπηλά για χρόνια, κρύβοντας τον πόνο που πλήγωνε την ήδη τραυματισμένη ψυχή της , κάθε φορά που εκείνος ύψωνε τη φωνή του απαιτητικά σαν κυρίαρχος του χώρου και του χρόνου της, αυστηρός φρουρός των τύπων που ο ίδιος είχε θεσμοθετήσει. Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν βέβαιη ότι θεωρούσε τον εαυτό του φορέα ανώτερης δύναμης που είχε την υποχρέωση να την τιμωρήσει με βιαιότητα για κάθε παρέκκλιση από τους κανόνες του.

Τον κοίταζε συχνά με μάτια έκπληκτα, κι αυτό που αντίκριζε ήταν η αγριότητα που κυριαρχεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων που αδυνατούν να βρουν παρηγοριά, να νιώσουν αγάπη.

Οι θυελλώδεις αψιμαχίες τους και η βία που τις ακολουθούσε, έσπασαν κάποτε το φράγμα της αντοχής της.. Δεν τον ήθελε δίπλα της ούτε για χάρη της Άννας.

Αντιλήφθηκε ότι ξόδευε για χρόνια την ζωή της στο ακατανόητο που της φαινόταν αποκρουστικό, αλλά αδυνατούσε να το πολεμήσει. Έπρεπε να βρει το κουράγιο! Τα λόγια της δεν βρήκαν ποτέ ανταπόκριση. Κατέληξε ότι η βία μόνο με βία σκιάζεται.

Ο ήχος του κλειδιού, το τρίξιμο της πόρτας , η αναπάντεχη άφιξή του ένα χρόνο μετά το περιστατικό, την άφησαν ενεή στο αντίκρισμά του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν ένα κακό όνειρο. Δεν πρόλαβε να πει ούτε μια λέξη. Ακινητοποιήθηκε σαν να τη φύσηξε μια μαγική δύναμη και πέτρωσε.

Ένα επιτακτικό, διαπεραστικό ”Όχι” την έφερε ξανά στη ζωή. Γύρισε και είδε τη μικρή της Άννα ξυπόλυτη, με λυτά τα καστανόξανθα μαλλιά της στο άνοιγμα της πόρτας του δωματίου της. Το αποφασιστικό, επιτακτικό ”Όχι” ήταν η πρώτη της λέξη μετά την ηθελημένη αφωνία της.

Εκείνος, πέταξε τα κλειδιά κι έκλεισε με δύναμη πίσω του την πόρτα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top