Fractal

Την αλήθεια στα ποιήματα έμαθα, αν με γυρεύεις, αναγνώστη, ψάξε!

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

epitafios_dromosΚώστας Θ. Ριζάκης «Επιτάφιος δρόμος», εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 173

 

Το κείμενο αυτό αποτελεί μια ανάγνωση της συλλογής «Κυρίως Ναός» (2006) του Κώστα Θ.Ριζάκη που μας δίνει το στίγμα της ποιητικής του κατεύθυνσης, όπως την συναντούμε μέσα στον  συγκεντρωτικό αυτό τόμο, στον οποίο περιλαμβάνεται η συλλογή.

Αν -υποθετικά -μου ζητούσε κάποιος να δώσω το στίγμα της ποιητικής του Κώστα Ριζάκη, θα έλεγα ότι ο ποιητής, μέσα από υποβλητικά σκηνικά, ύφος εξομολογητικό στα σημεία, σταθερή απεύθυνση, και χαμηλούς, φαινομενικά τόνους συνθέτει ποιήματα σκληρά στον πυρήνα τους. Ξέρει να δημιουργεί μια ήρεμη δύναμη, μια «ματωμένη στο σκοτάδι κραυγή», για να δανειστώ δικούς του στίχους *

Mπαίνουμε μέσα στον «Κυρίως Ναό», όχι ευλαβικά, αλλά με ειλικρινή διάθεση να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με τις αλήθειες του ποιητή. Δεν είναι μελοδραματικός στο πρώτο ποίημα της συλλογής («στ’ όνομά σου») που «της νύχτας το ταίρι» τον πρόδωσε, αλλά έχει κάθε δικαίωμα να λέει: «σκυλί το πνεύμα μου αβάπτιστο και ξέρεις/ μπορεί τους δρόμους να γαβγίζει στ’ όνομά σου». Και έχει κάθε δικαίωμα την  ανάμνηση να την φιλτράρει και να την ονομάζει «νόνα», και να γράφει ένα ποίημα για τη σιωπή του που «στο άπειρο γέρασε» («μετά τη βροχή». Είναι σαν να μας αφηγείται μικρές παράξενες ιστορίες με τα ποιήματά του, που έχουν κάτι το μυστηριακό ή το αλλόκοτο. Κάποια από αυτά είναι κλεισμένα στον εαυτό τους, αλλά κάποια στημονική του ιδέα προκαλεί τον αναγνώστη να τα «ξεκλειδώσει» και να προσπαθήσει να οικειοποιηθεί το φως. Στο «δέντρο της στάχτης» μια πίστη αιωρείται: «ό,τι χάθηκε μέσα μου καίει/ δε σβήνεται». Έτσι γράφει στον πρώτο στίχο, ενώ στον τελευταίο: «ό,τι καίει ούτε σβήνει  ούτε χάνεται/ ό,τι πέρασε δένει.» Κυκλικά oργανώνει τα νοήματα του ποιήματος. Το ποίημα βυθισμένο στη μεταφορά, εκπέμπει φως στο απέραντο «μ’ έλιωσε φως προς το βράδυ,/ με ξενύχτησε λύχνο ως το χάραμα.»  Καλά κρυμμένος πίσω από την ποιητική περσόνα  εκείνος. Αν τον γυρεύεις, θα πρέπει να ψάχνεις διαρκώς και αδιαλείπτως εσύ. Ατενίζοντας το ποίημα ο ποιητής, συνδιαλέγεται μαζί του, ψηλαφίζει παράλληλα την υφή του, αλλά και τη σκιά του: «στα γραφεία δεν γράφεται ποίηση/(την αλήθεια στα ποιήματα έμαθα)/ αν με γυρεύεις αναγνώστη-ψάξε: /κι ο ποιητής: η μνήμη που αφήνει /ερήμην με δίκασες  ποίημα!/  Είναι για τον Ριζάκη το ποίημα ζωντανός οργανισμός, ριγεί, αλλά και γράφει τη δική του ιστορία. Σε όλες του τις συλλογές συνεχίζει αυτόν το διάλογο με την ποιητική τέχνη, έτσι από παντού ξεπετάγονται ποιήματα που δίνουν το παρόν .Το θέμα είναι όμως πάντα: « […]να καμακώνεις μες στο ποίημα το φως», όπως θα πει στα «Τελευταία Ονόματα». Σε ποιητικούς καμβάδες αναμετράται με το παρελθόν, τις αναμνήσεις, τους έρωτες, τραγουδά τους αυτόχειρες φίλους, κάποτε αυτοπροσδιορίζεται: «πάντα ερημίτης, πάντοτε ασκητής/οδεύω aπ’ την απόγνωση στο τέρμα» **

Σε κάθε γεγονός του βίου ένα ποίημα ανατέλλει, νέοι στίχοι σκυφτοί, αλλά αποκυήματα της μνήμης  πιο πολύ ίσως παρά της φαντασίας, γιατί «η μνήμη έχει ζωή», θα σημειώσει στον «επιτάφιο δρόμο» του. Kαι η ποίηση κυρίως ευνοεί και συντηρεί τη μνήμη, αναμοχλεύοντάς την. (-η μνήμη μεσούρανα/κούκου / η μ ν ή μ η μ ε σ ο ύ ρ α ν α/κούκου)***

Ο Ριζάκης έχει αγαπητική σχέση με την ποίηση. Μέσω αυτής αποκαθηλώνει τη ζωή και δείχνει πόσο την κατανοεί στη βάση της. Πόσο συγχωρεί τη ζωή! Ίσως πάλι η δύναμη της ποίησης να είναι αυτή που τον κάνει να ανέχεται την ατελή και βασανιστική πολλάκις ζωή.

Ίσως η ποίηση μια γάργαρη πηγή που τις πληγές γιατρεύει. Ένας τρυφερός υπαινιγμός, μια δραστική εικόνα, ρήματα που στοιχειώνουν τα ποιήματα, παύλες και θαυμαστικά και παρενθέσεις με νόημα, τραγούδια για την αποτυχία, στίχοι με δραματικότητα, να κάπως έτσι ενηλικιώνονται τα ποιήματα στο ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ριζάκη, που ποτέ δεν ξεχνά την ταυτότητα, την υπόσταση και το χρέος του ποιητή: «τί να σηκώσεις ποιητή /και τί να πεις-σε τί ουρανό ψηλά να ακουστείς/»****

 

Κώστας Θ. Ριζάκης, (σχέδιο μολύβι / Γιάννης Δ. Στεφανάκις)

Κώστας Θ. Ριζάκης, (σχέδιο μολύβι / Γιάννης Δ. Στεφανάκις)

 

Ιδιαίτερο μέσα στον Κυρίως Ναό είναι το ποίημα «Οιδίπους» (σε δύο μέρη), εμπνευσμένο από την αρχαιοελληνική τραγωδία του Σοφοκλή. Ο ήρωας έσφαλε άθελά του και αυτοτιμωρήθηκε. Μαύρο παρελθόν, μαύρη γενιά, η μοναξιά που συντρίβει. Ποίημα δυνατό, σωστός δραματικός μονόλογος.

 

Οιδίπους

1.

κερί των ουρανών

-πατέρα μου-

ακτίνα στης ψυχής

 

τον τάφο πολύφυλλο κλουβί η τέχνη μου

 

ορυχείο βρόχινου νυγμού

στο βράχο

 

καμπάνα καμπάνα καμπάνα

εσπερινού

πτυχή του δειλινού μου μάνα

 

φτάνοντας ως εδώ

προσκύνησα

 

τον ήλιο το γέλιο το μαύρο στο λίκνο μου κλάμα

 

2.

σκύλιασε μες στ’ αυτί το χαροπούλι

ω της σοφίας προπομπέ θανάτου

 

κ’ η νύχτα επάνω μου

άσφαλτος πέρασε

συντρίβοντας το στιβαρό κορμί μου

η νύχτα στο αίμα γέρασε

 

μαινάδα ημέρα φλόγισε τη μνήμη:

κανείς, κανείς κοντά μου

 

ποτέ μαύρη γενιά μου δεν ξημέρωσε

 

σπίθα στ’ αποκαίδια

τα παιδιά μου

 

(Ο κυρίως ναός, 2006)
Ένα είναι σίγουρο πάντως: δεν έχουν πετρώσει τα τραγούδια στο στόμα του Ριζάκη. Η ενέργειά του ρέει αγέραστη, πάντα παρούσα ,και μπορεί να ορθώνει νέες μνήμες, να χτίζει ποιήματα με πηλοφόρι την καρδιά του.

 

 

*στ’ όνομά σου, σελ.95

** 23.4.1993

***ο κούκος της μνήμης

****διεθνής του αίματος

 

__________________________

Πρώτη δημοσίευση στο έντυπον Εμβόλιμον, τεύχος 79-80

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top