Fractal

Διήγημα: “Επιστροφές”

Της Πέρσας Ζηκάκη // *

 

 

 

[από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων «κομμάτια ζωής στο συρτάρι»]

 

 

Κάθε απόγευμα σχεδόν έκοβε βόλτες στο λιμάνι, εκεί από όπου φεύγουν τα καράβια για να ταξιδέψουν μαζί με τα όνειρα. Του άρεσε να κάθεται επάνω στη δέστρα και να καπνίζει αναπολώντας. Το λιμάνι ήταν για εκείνον καταφύγιο αναμνήσεων, άλλοτε αναχωρήσεων κι άλλοτε γυρισμών.

Ποτέ δεν αποκαλούσε “αφίξεις” τους γυρισμούς, ούτε καν τις επιστροφές. Πίστευε πως δεν ανήκαν στις αφίξεις. Πάντα τον πλήγωναν, πάντα του άφηναν μνήμες ανοιχτές σαν τα νωπά τραύματα, εκείνα τα “σαρκοβόρα” που δεν κλείνουν εύκολα και πιο πολύ πονάνε όταν έρχονται σε επαφή με το νερό, ειδικά το θαλασσινό που περιέχει αλάτι.

Επιστροφές από όνειρα που είχε “βιώσει” σε μια πραγματικότητα που ποτέ δεν τον κάλυπτε, ή έτσι τον βόλευε να πιστεύει, του φαινόταν πολύ δύσκολο να “αρχειοθετηθούν” μέσα του. Επιστροφές που ακόμα κι αν του είχαν αφήσει όμορφες μνήμες δεν έπαυαν ποτέ να είναι βασανιστικές. Άλλωστε, πράγμα περίεργο, οι όμορφες αναμνήσεις ήταν που τον πονούσαν πιο πολύ.

Ίσως να έφταιγε η “ταχεία τους βιωσιμότητα” σκεφτόταν μοιρολατρικά, ενώ τίποτα δεν εύρισκε σαν αντίδοτο για την ακατάσχετη μελαγχολία που τον κατάπινε θαρρείς, κάτι που να μπορούσε να τον παρηγορήσει αλλά και να τον απομακρύνει από εκείνο το νωθρό σκεπτικό που μέρα τη μέρα κατέτρωγε τα εγκεφαλικά του κύτταρα και γνώριζε πια καλά ότι του αφαιρούσε αντί να του προσθέτει.

Εκεί, στο τέλος της προβλήτας στάθηκε κι άναψε τσιγάρο. Μπροστά του το απέραντο γαλάζιο τον είχε ολότελα απορροφήσει.

Κανένας πηγαιμός, μήτε ερχομός. Μια ακινησία, που όμως τον βόλευε εκείνη την ώρα. Ήταν που ξαπόσταιναν φαίνεται τα όνειρά του, ή η ιδέα πως ετοιμαζόταν να ξυπνήσει μια αόριστη ελπίδα που κοιμόταν μέσα του χαμογελαστή.

Και τότε άκουσε πίσω του μια γυναικεία φωνή, γνώριμη, αγαπημένη.

-Σύμπτωση, κι εσύ εδώ; Γύρισε και κοίταξε ίσα να βεβαιωθεί πως δεν ήταν της φαντασίας του. -κι εγώ, ψιθύρισε έκπληκτος, ενώ πήρε μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του πριν το λιώσει με το παπούτσι του στο τσιμέντο της προβλήτας. Θεώρησε ότι ήταν πολύ άχρηστος μάρτυρας της στιγμής.

Κοιτάχτηκαν ίσια στα μάτια. Άλλα λόγια δεν ειπώθηκαν.

Σιωπή μόνο. Από αυτή που μιλάει πολύ, σχεδόν φωνάζει κι η ηχώ τη φέρνει πίσω σαν αντίλαλο.

Πέρασε το χέρι του στους ώμους της. Εκείνη δεν τραβήχτηκε.

-Όπως τότε, της ψιθύρισε.

-Ναι, όπως τότε, επανέλαβε εκείνη.

Κοιτούσαν κι οι δύο μπροστά τον ανοιχτό ορίζοντα.

“Σαν ατέλειωτο μπλε σεντόνι όμορφα στρωμένο, σχεδόν αμεταχείριστο” την άκουσε να λέει.

“Ναι, μόνο που κανένας από τους δυο μας δεν τόλμησε να ονειρευτεί για πολύ πάνω του” απάντησε, κι απόρησε κι ο ίδιος με την απάντηση που είχε δώσει. Δεν ήταν ποιητής, ούτε στίχο ποτέ στη ζωή του είχε γράψει.

Πέρασε το αριστερό του χέρι στους ώμους της και την έσφιξε με δύναμη. Ήταν άραγε αγκάλιασμα απόγνωσης ή μήπως συμφιλίωσης με τη πραγματικότητα;

……………………………………..

“Πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγω”, είπε ξαφνικά εκείνη ύστερα από κάποια λεπτά αμηχανίας.

“Πέρασαν τα χρόνια”, ψιθύρισε κι εκείνος σαν μεθυσμένος, ενώ συνέχιζε να την κρατά σφιχτά, σχεδόν κτητικά, έχοντας πάντα περασμένο το αριστερό του χέρι στους ώμους της. Αγκαλιά με πολύ πόνο ήταν εκείνη.

“Πάμε λοιπόν”, συμπλήρωσε εκείνη χαμηλόφωνα. Απομακρύνθηκε από κοντά της λίγα μόλις εκατοστά. Ήταν ή έμοιαζε χαμένος.

Προχώρησαν ο ένας δίπλα στον άλλο ως εκεί που τελείωνε η προβλήτα.

Για εκείνους τελείωνε βέβαια, γιατί ίσως για κάποιους άλλους εκεί άρχιζε.

Η προβλήτα… ή ένα ταξίδι…..

Του έτεινε το χέρι. Χαιρετισμός από αυτούς που τσακίζουν μέσα στη δήθεν ουδετερότητά τους. Το πήρε και το έφερε στα χείλη του.

Ήταν ένα φιλί απέραντης αγάπης, τρυφερό, γεμάτο νοσταλγία, αλλά και…. στοργή.

Την παρακολούθησε ασάλευτος να απομακρύνεται ώσπου χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, βασικά από τη ζωή του.

“Επιστροφές”, μονολόγησε. “Αφήνουν μνήμες ανοιχτές σαν τα τραύματα εκείνα τα “σαρκοβόρα” που δεν κλείνουν εύκολα και πιο πολύ πονάνε όταν έρχονται σε επαφή με το νερό, ειδικά το θαλασσινό, που περιέχει αλάτι…»

 

 

* Η Πέρσα Ζηκάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας γαλλική φιλολογία, ελληνική φιλολογία, (τμήμα ιστορικό αρχαιολογικό). Υπηρέτησε τη Μέση Εκπαίδευση στη Πάτρα, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε πριν λίγα χρόνια. Το 2008 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα «Τύψεις και μαργαριτάρια». Το 2009 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Οι κληρονόμοι της σιωπής» Το 2012 το μυθιστόρημα «Πάντα κάτι θα λείπει» Το 2016 κυκλοφόρησε το τέταρτο μυθιστόρημά της «Η Τεθλασμένη».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top