Fractal

Ο ποιητής – άγγελος

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

  

Γιώργος Δελιόπουλος,[1] “Επισκέπτης Άγγελος”, Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, 2015, αρ. 12.

  

Α] Επισκέπτης Άγγελος : Πάει πολύς καιρός που λάβαμε κι οφείλαμε να καταθέσουμε ήδη την άποψή μας για τη συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου, Επισκέπτης Άγγελος, που επιμελήθηκε η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, τον Δεκέμβριο του 2015. Ομολογούμε πως η έκδοση είναι άψογη και διανθισμένη με θαυμάσια σχέδια κάρβουνου της Γλύκας Διονυσοπούλου, στην οποία είναι αφιερωμένη και η συλλογή. Είναι από τις λίγες φορές που φτάνει στα χέρια μας ένα τόσο άρτιο βιβλίο, που σέβεται πολύ τη σοβαρή ποιητική τέχνη, αυτή που ασκείται, ευτυχώς για μας, μακριά από το πολύπαθο λεκανοπέδιο της Αττικής. Αυτό για το οποίο χαιρόμαστε είναι πως η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, εκδίδει ανάλογα βιβλία, (όπως δηλώνει ο αριθμός έκδοσης), προσπαθώντας να ορίσει το καλλιτεχνικό της στίγμα. Το επαρχιακό τοπίο, που δεν παρέχει ανάλογες ευκαιρίες, χαρίζει τουλάχιστον στον καλλιτέχνη εκείνη την τερπνή μοναξιά που παραμένει πεισματικά μακριά από λυκοφιλίες και αντίξοες χειρονομίες επιβολής υπό τα κάλπικα φώτα της πρωτεύουσας. Επειδή πιστεύουμε πολύ στην Ποίηση και, ευτυχώς ή ατυχώς, οι ποιητές αφθονούν στη χώρα μας, ένα μεγάλο μέρος μιας ιδιαίτερης φωνής ή πνοής, ασκείται στην ενδοχώρα και είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό.

 

 

Ο Γιώργος Δελιόπουλος υπηρετεί ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε χρόνια δύσκολα λόγω της ύφεσης που νοτίζει στόχους και επιθυμίες, σε μια χώρα ανάξια να εκτιμήσει σοβαρούς καλλιτέχνες, που ζουν μακριά από τη χυδαία δημοσιότητα. Ο Επισκέπτης Άγγελος είναι βιβλίο ετών, αν κρίνουμε τα μέρη ή τις ενότητές του, ΑΓΟΡΑ, ΛΟΓΟΣ και ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, που εκδίδεται ως δεύτερη μετά την ποιητική συλλογή Μικρός Οδυσσέας, Ιωλκός 2009. Η συλλογή ανοίγει με τον «Επισκέπτη Άγγελο», που υποδύεται ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος και δηλώνει: Θα βάλω καθαρά φτερά / κι αρπάζοντας τον ήλιο / να κατεβώ σαν Άγγελος / στην αγορά του κόσμου. Ο άγγελος εδώ είναι ο αγγελιαφόρος, πρόσωπο των αρχαίων τραγικών, που με τον μονόλογό του εισάγει τους ακροατές – εδώ αναγνώστες – τα όσα η μοίρα τον επέλεξε να μιλήσει, να δει και να στιγματίσει στην αγορά αυτού του Κόσμου. Η κατάβαση στον κόσμο φαντάζει ως παντοτινή μετοικεσία, έστω και με κομμένα φτερά.

 

 

 

1] Τα ποιήματα της ΑΓΟΡΑΣ είναι το απόσταγμα από φάσεις της ζωής που στοιχειώνουν μέσα μας, ίσως προφητικές, αν μην είναι ήδη πραγματικές. Στο πρώτο πεζό ποίημα  «Φρουροί», του εν συγχύσει κόσμου, δυο φίλοι, ο ποιητής μαζί με κάποιον Δημήτρη, παίζουνε στα ζάρια-χαρτιά τα ρούχα των ληστών, χωρίς να είναι δικά τους και χωρίς απόφαση να ποντάρουν στον θάνατο των άλλων για να ζήσουν. Στο ποίημα «Τοκογλύφος», ένας πικρός απολογισμός προς την παρελθούσα ζωή των σαράντα χρόνων πήγαν στον βρόντο, ακόμα και ο ερχομός του αγαπημένου προσώπου τον θεωρεί δανεισμένη ευτυχία / βάζοντας τόκο την ανάπηρη ζωή μου / σαράντα πεταμένα καλοκαίρια. Ο δοκιμασμένος χρόνος στο μάταιο, κάνει τον γράφοντα να μην μπορεί να δει, ως μεγάλος πια, την ευτυχία που έχει χάσει πια τη δύναμη και την αίγλη της. Στο «Μαγαζί του τρελού», ένα απλούστατο ποίημα, είναι διάχυτος ο σαρκασμός. Ο τρελός / πουλάει αναμνηστικά / και ομοιώματα συναισθημάτων / πάμφθηνους έρωτες, για ανθρώπους που ζουν το εφήμερο, πουλώντας ακόμα και αγάπη, που δεν υπάρχει κανείς να την πάρει λόγω ελλείψεως ζήτησης. Το «Κάπου αλλού» αφορά την ειλικρινή αγάπη που δεν υπάρχει πουθενά, παρά μονάχα στη σιωπή / αποτυπώματα χαδιών / γραμμένη με τη σκόνη / αποτυπώματα φιλιών.  Αυτός ο κόσμος δεν έχει αγάπη, δεν τον αφορά καν η αγάπη. Κάπου αλλού ίσως να υπάρχει. Το ποίημα «Όλοι χάνουμε» αποτελείται από δύο μέρη και ο τίτλος συνδέεται πετυχημένα στο Α΄ Μέρος με το πρώτο στίχο: τα πουλιά όμως όχι – το προνόμιό τους. Αρκούνται στο ελάχιστο. Το πέταγμα για τον άνθρωπο είναι πικρό. Στο Β΄ Μέρος ο Γιώργος Δελιόπουλος αποφαίνεται: με τη φτωχή μας μνήμη / που δεν έμαθε ακόμη / πως μπορεί να προδοθούμε. Έκθεση στην προδοσία. Στο σονέτο «Μικρός Φλεβάρης» περιγράφεται το αδύνατο και το σκληρό της προσωπικής ζωής στον μήνα που, καθορίζοντας το έτος δίσεκτο, το κάνει γρουσούζικο, εκλιπαρώντας τον επόμενο μήνα Μάρτιο, για να βρει τη χαμένη μέρα / ένας χρόνος δίσεκτος ήταν ο ληστής.  Στον «Προδομένο Μάη» ο ποιητής εξακολουθεί να ζει με τους χειμώνες, ενώ το καλοκαίρι αργεί, όπως και όμορφοι αιώνες. Απομένει η πίστη για το καλύτερο, αφού έτσι κι αλλιώς τι μπορεί να κάνει κάποιος / μονάχος σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει; «Η σκόνη του αύριο» είναι ένα πεζό ποίημα, που θυμίζει όνειρο με έντονες υπερρεαλιστικές καταβολές. Εδώ το ζητούμενο είναι πού βρίσκεται το πέτρινο κλειδί της χάρτινης εξώπορτας, για να ξεκλειδώσει τον κόσμο της παλιάς αίγλης, αλλά δυστυχώς, ο ποιητής τολμά να πει: δε βλέπω άλλο εφιάλτες με φαντάσματα. Εγώ πού είμαι; Στο ποίημα «Ο φόβος των δέντρων» είναι απειλητικός. Οι στίχοι εδώ βουλιάζουν απ’ τα επίθετα, για να αποδοθεί η ορμή των κλαδιών και της ρίζας για καταστροφή. Φύλλα, κλαδιά και καρποί είναι στο έδαφος για την τελική επιδρομή. Η φύση δεν είναι βάλσαμο κι αποβαίνει εφιαλτική κι επιθετική. Ο ποιητής εύχεται να καούν οι ρίζες που μοιάζουν με ληστές, και να κοπούν τα δέντρα – τρομοκράτες. Η γειτονιά του ποιητή είναι κι αυτή ρημαγμένη, μόνο τα εφηβικά δέντρα απομένουν για να μεγαλώσουν όσο πρέπει. Στον «Μεθυσμένο Ιούλιο» ο ρυθμός είναι πετυχημένος. Το ντεκόρ του ποιήματος είναι μια μεθυσμένη νύχτα Ιουλίου με αλκοόλ, κι ερωτική διάθεση σε ξέφρενη χρυσή ανάσα άμμουμε τα σκαλισμένα σου φιλιά πάνω στα χείλη. Η δεύτερη στροφή του ποιήματος αρχίζει με μια εξαιρετική αντίφαση: Έτσι ξεχνώ ευχάριστα αυτούς που με μισούν / και λησμονώ ανώδυνα εκείνους που μ’ αγάπησαν. Αν απομένει κάτι στη μνήμη που αντιμάχεται το μίσος είναι αυτή η σκηνή. Η «Φυγή» που ακολουθεί, είναι ένα εξαιρετικό ποίημα. Στον τίτλο μπαίνει ερωτηματικό. Το πολύτιμο πρόσωπο, ο άλλος, απομένει στην κάμαρα μαζί με τον ποιητή μέχρι που αποχωρεί ως περιττός. Η συντροφιά (ως παρουσία ανθρώπινη ή ως άσκηση τέχνης) είναι κι αυτή καταδικασμένη. Ο γράφων φέρει ο ίδιος την ευθύνη ενός φορτίου λέγοντας: και θα φορώ κατάμονος / τα μουσκεμένα ρούχα / με τα δάκρυα της πόλης / βαρύς από την τόση λύπη / θα γυρεύω τη φυγή/. Μα κλειδωθήκαμε μαζί / τα ρούχα μου κι εγώ / ας ήταν έστω κι άλλα μάτια / να μοιραστούμε δάκρυα / ή τη συνομωσία της χαράς. Στο επόμενο ποίημα «Γιατί φοράς κλουβί;» αποδεικνύεται πως η καταφυγή σ’ αυτό δίνει την ασφάλεια της παρατήρησης ήδη από την μικρή ηλικία: κι από μικρός χαζεύω το αύριο / κοιτώντας μέσα από τις τρύπες / από στενά χωρίσματα / ανάμεσα σε σίδερα / ανάμεσα στους άλλους / ανάμεσα σε μένα και σε μένα… / παρ’ όλο που κάθε καινούργια μέρα μια θηλιά. Στην «Αθανασία» η αιώνια κι ασφαλής ζωή απαιτεί τη συνεχή αλλαγή ρούχων, αλλά στο τέλος τελείωσαν τα ρούχα του κι απέμεινε / κάπου γυμνός χωρίς ψυχή. Η δυσκολία ενός χαρακτήρα να μένει ακέραιος στην καθημερινότητα που απαιτεί ελιγμούς και πισωγυρίσματα. Ακολουθεί το θαυμάσιο λυρικό ποίημα «Αναγκαία υπόσχεση», αφιερωμένο στη Γλύκα, αποτελεί μια ερωτική υπόσχεση πως η αγάπη θα μείνει ακέραιη και σταθερή για την ερωμένη, παρ’ όλο που το γήρας είναι αναπόφευκτο για τον ίδιο τον ποιητή. Η «Παρηγοριά», ποίημα αφιερωμένο κι αυτό στη Γλύκα, είναι και αυτό εξαιρετικό. Η ψυχρή, ηλεκτρονική ζωή-εποχή έχει ως αντίβαρό της την ειλικρινή αγάπη. Το «Περιμένοντας τ’ ανέλπιστο» είναι σπουδαίο σπάραγμα. Το διάστημα των πενήντα χρόνων παρακμάζει τον ποιητή που λέει: από την τόση πείνα έγινα ζητιάνος σου / από τον λίγο χώρο στένεψε ο νους μου. Η σκέψη της αγαπημένης κατάντησε πήλινη φυλακή – ερωτική εμμονή.  Το ποίημα «Ελπίδα» αποτελεί μια έκκληση αν και Πάντα υψώνεται ανάμεσά μας κάποιος τοίχος για επαφή και στοργή, που είναι ικανή, Για να περνούν απέναντι οι καρδιές μας / στο διπλανό δωμάτιο / στην άγνωστη αυλή / στο εχθρικό μας σπίτι.  Ο «Αναξίμανδρος»[2] μιλάει για την αιώνια αλήθεια που ισχύει ίσαμε σήμερα: να μιλήσει την Αλήθεια του / να πει ότι ποτέ δεν ήμασταν / εκείνο που πιστέψαμε / ότι ο κόσμος πλάστηκε αλλιώς / και οι σοφοί μας έμαθαν στο λάθος.

 

 

 

2] Ο ΛΟΓΟΣ αφορά τον ποιητικό λόγο και τη σημασία της γλώσσας, με το ερώτημα αν μπορεί ένας τεχνίτης να μιλήσει για τα αιώνια και άλυτα θέματα της ζωής. Η «Γλώσσα των ανθρώπων» είναι ποίημα, στο οποίο ομολογείται πως η κατάκτηση της γλώσσας δεν αρκεί παρ’ όλο που η γλώσσα κρύβει ανοιχτές πληγές / άλλοτε γιατρεύονται κι άλλοτε  σκοτώνουν, καταλήγοντας: πως δε γράφεις τη ζωή μοναχά με λέξεις / κι απ’ τις λέξεις μόνο δε γνωρίζεις τίποτα. Ακολουθεί το εξαιρετικό ποίημα η «Ποιητική» που αφορά την τέχνη του δημιουργού το αίμα της ψυχής που διαφέρει άρδην με τη σχέση- τακτική-συμπεριφορά του αναγνώστη σχετικά με την αντιμετώπιση ενός ποιήματος. Στο επόμενο «Ποίηση» αποκαλύπτει την κοινή διαπίστωση κάθε τεχνίτη πως αυτή η τέχνη μας κάνει πιο ευαίσθητους / για να πονάμε ευκολότερα, αφού δεν υπάρχει περίπτωση ο ποιητής να γίνει καλύτερος ως άνθρωπος. Η ευαισθησία όμως αυτή έχει σχέση με την ωμότητα των ποιητών, επειδή σκοτώνουν τους καλύτερους στίχους / τις ωραιότερες λέξεις / την Ποίησή μας και τον Ποιητή. Στην «Υπόσχεση φωτιάς» αφορά την ακραία στιγμή της ζωής που οδηγεί στη δημιουργία, το πάθος και η αναμέτρηση με τις λέξεις. Το πεζό ποίημα «Λόγια στο τζάκι» δίνει την απαλλαγή από την τύρβη του κόσμου με το να προτείνει: Βρες μια γωνιά χωρίς κανένα όνειρο, δίχως αρώματα, δίχως φωνές ή ένοχα επίθετα… Η «Υπενθύμιση» αφορά το μαχαίρι (ζοφερές μνήμες της δημιουργίας), που θα επιστρέφει με τα σβησμένα γράμματα / κι όπως τα ξαναγράφεις / θα σε πληγώνει πάλι. Στους «Ένοχους στίχους» ο ποιητής  μπορεί και ανοίγει κλειστές πληγές / κι όλο θυμίζουν / τα παλιά εγκλήματα / που σβήνουμε απ’ τη μνήμη. Στο επόμενο ποίημα η ποίηση αφορά τις λέξεις και τους ανθρώπους, η καθημερινότητα του μόχθου κάνει τους τεχνίτες να ονομάζονται στον τίτλο «Βαφείς του Γκρίζου». Στο πεζό-ποίημα «Άρρωστη μνήμη» με τις υπέροχες εικόνες αφορά μια επίκληση στον ποιητικό λόγο για θεραπεία που δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Ο Απόστολος του Ιησού, ο Σίμων Πέτρος, λειτουργεί ως δείγμα πειθαρχίας και υποταγής στην ποιητική τέχνη. Το ποίημα «Σύνθημα» αρχίζει: Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη. Η ποιητική τέχνη δεν εντάσσεται σε εργασία, είναι ίσως μάταιος ο κόπος και ο στόχος αντιστρατεύεται με τον μόχθο του εργάτη, γι’ αυτό έχουν πάντα δίκιο οι άλλοι.  Το «Επίμονα ερωτηματικά» για την ύπαρξη και την ποιητική τέχνη γίνονται καρκινώματα που ίσως αποβούν μοιραία στο μέλλον. Ο χρόνος «Μέλλοντας» ως τίτλος στο επόμενο ποίημα προδίδει τον ποιητή γιατί Ποτέ του δεν θα γίνει ενεστώτας – μόνο θα και θα – ποτέ του. «Ο θλιμμένος Σεπτέμβρης» είναι ένα εξαιρετικό ποίημα με θαυμάσιες εικόνες. Η ζωή του καλοκαιριού χάνεται στο φθινόπωρο των στίχων που παραμένουν χωρίς απάντηση: πού πέταξαν τα χάρτινα πολύχρωμα πουλιά; / γιατί κρατώ θλιμμένα πλαστικά λουλούδια; / πώς φόρεσε ο ήλιος το βαρύ σύννεφο; / μα δε σου έχω έτοιμη απάντηση ακόμα. Οι γαλάζιοι «Σαλτιμπάγκοι» που άλλοτε διασκέδαζαν τον κόσμο, πούλησαν τα σύνεργά τους και κατήφεια έχει πέσει στην κοινωνία, καταλήγοντας στην ανευθυνότητα: έχουν γίνει σαν εμάς / καθωσπρέπει κύριοι. Τα λόγια της ποίησης είναι «Επείγοντα λόγια», κι ας ματώσουν τα λόγια, δε με νοιάζει. / Η ώρα έφτασε λοιπόν κι ας μη αργούμε / σήμερα πρέπει, τώρα! τώρα! τώρα! Το πεζό ποίημα, η «Ταμπακιέρα», κερδισμένη από τον ληστή με σημαδεμένη τράπουλα πρέπει να επιστραφεί σ’ αυτόν και πάλι. Τα τσιγάρα δεν αρκούν, αν και μερικές φορές το κάπνισμα είναι για τη λήθη. Ο ποιητής συστήνει να κλειδωθούν οι πόρτες τις νύχτες, γιατί περαστικοί ληστές ψάχνουν ξεκλείδωτες εισόδους. Οι ταμπακέρες γι’ αυτούς που δεν καπνίζουν είναι για κρυψώνα τιμαλφών ή το σπουδαιότερο: για πολύτιμα λόγια, χωρίς αντίκρισμα. Στο ερωτικό ποίημα «Για να σε ονειρεύομαι», το όνειρο είναι προτιμότερο από το όνομα παρά η συνάντηση. Μα δεν πειράζει / μου είναι αρκετό / να ξέρω τ’ όνομά σου / μου είναι αρκετό / για να σε ονειρεύομαι.

 

 

3] ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Το καταφύγιο της νύχτας» ο καθρέφτης και ο ποιητής είναι μόνοι. Ο καθρέφτης παρατηρεί ψυχρά και ο τεχνίτης καταγράφει. Το είναι και το φαίνεσθαι ως μία πραγματική μάχη για την αλήθεια. Στους «Ραγισμένους καθρέφτες» ο πρώτος στίχος: Λίγος ο χρόνος για πολλές σκέψεις, μας ανακαλεί στη μνήμη το χρέος του ποιητή για να μιλήσει. Η επιφάνειά του κάθε καθρεφτη ραγίζει, όταν όλα τελειώνουν ξαφνικά κι απομένει μόνο η διαπίστωση: Τελικά, δεν ήμασταν ποτέ / εκείνοι που νομίζαμε / και τα ευτυχισμένα μάτια / ήταν κάποιας άλλης / ενώ εσύ με περίμενες / κρυμμένη στους καθρέφτες. Το «Απολεσθέντα» αφορούν την απάτη του ποιητή ως Κληρονόμος / μιας πέτρινης μάσκας / τη φορούσα για σένα / και τη δούλευα χρόνια /είχα βάλει καθρέφτες για τα μάτια. Η μάσκα σπάει για να δει τα ερείπια μιας σχέσης. Στο πεζό συμβολικό ποίημα «Διαίρεση», έχουμε τον Ιησού στη σκηνή του Μυστικού Δείπνου, που εξελίσσεται εδώ σε μια θαυμάσια παραλλαγή του. Μοίρασμα άρτου και οίνου σε όλους τους μαθητές. Ο Ιησούς δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του. είμ’ ένα κούφιο σώμα, ένας άδειος αμφορέας! Τότε οι μαθητές σηκώθηκαν κι έφυγαν, αφήνοντάς τον μόνο για να σταυρωθεί. Η προσφορά και η ανιδιοτέλεια ανταποδίδεται με τη μοναξιά στην καταδίκη. Το πεζό ποίημα «Χρωμοσώματα» αφορά τον καλλιτέχνη που είναι ικανός να διαχέει το βλέμμα του στα χρώματα του κόσμου κι ας γεννήθηκε από μια γκρίζα μάνα. Η πραγματικότητα που είδε έξω από τη μήτρα τον δυσκολεύει να επιλέξει χρώμα. «Ο αόρατος πατέρας» αφορά τον πατέρα που τολμά να δηλώσει στον γιο που έχει φύγει από καιρό / και τρέχεις στη ζωή /…  και τώρα / είμαι πάλι εκεί / να σε κοιτώ χωρίς να με κοιτάς / με τη ματιά της απουσίας μου / εγώ, ο αόρατος πατέρας σου. Η «Κληρονομιά» είναι ένα ποίημα που αφορά τις πληγές, τις χίμαιρες που αφήνει ο ποιητής στον άλλον – αναγνώστη; – και που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσει. Αναμφίβολα, το ποίημα «Αναγκαίες νύχτες» είναι κορυφαίο. Στις νύχτες αποκτούν όλα τα όρια τους. Ο άνθρωπος τότε μόνο βλέπει ξεκάθαρα. Ο ήλιος μπερδεύει και προκαλεί σύγχυση. Μπροστά από τον ήλιο είμαστε σκιές /… Επομένως έχουμε ανάγκη από νύχτες / για να καταλάβουμε τις μέρες. Το ποίημα «Εντός ζωής» έχει ως πρώτο στίχο κάποιο Αττικό νεκροταφείο. Μνήμες που βασανίζουν ανθρώπους εντός ή εκτός ζωής. Εκτός τειχών ή εντός ζωής / οι άνθρωποι αφήνουν / στ’ απωθημένο σχήμα τους / μαρμάρινα σημάδια. Η ζωή των ανθρώπων και μετά θάνατον η μνήμη αυτής ζωής, μαρμαρωμένη στη σκέψη μας. «Μινώταυροι»: στο κορυφαίο αυτό ποίημα ο ανάμικτος μυθικός ήρωας, είναι ένα τέρας με τα ελαττώματα του ανθρώπου ή του θεού. Η οποιαδήποτε αναμέτρηση με τη ζωή, ακόμα και με τη τέχνη, είναι μια μάχη ονειρική με δαίμονες και χάρτινες μορφές. Τώρα όμως δεν υπάρχουν οι λαβύρινθοι / και οι ξένοι δεν μου στέλνουν τα παιδιά τους. Ο ποιητής επικαλείται να βρεθεί μια Αριάδνη /… για να κρύψω τους ελεύθερους μινώταυρους. Η «Παιδική θάλασσα», (η καλύτερη εποχή του ανθρώπου είναι η παιδική ηλικία), αφορά μια θάλασσα, όπου / κι ατίθασοι αγέρηδες σκορπούσαν κάθε βλέμμα / στον ανοιχτό ορίζοντα. Η ενηλικίωση είναι σαφώς τραγική: θάλασσα δεν υφίσταται, αλλά υπάρχει μόνο το εδώ ή το εκεί / το πρόσωπό μου ή το πρόσωπό σου / ο βυθός μου ή ο βυθός σου. Η «Ημερομηνία λήξης» (εξαίρετο) είναι ένα ερωτικό σπάραγμα από την εποχή που το σώμα της αγαπημένης ήταν έφηβο κα με τον χρόνο Τώρα σκουριάζει το κορμί σου απ’ τα χρόνια. Ο έρωτας, ακόμα και ο σαρκικός, έχει ημερομηνία λήξης. Μας ξαφνιάζει κάπως οι στίχοι του τέλους: Τώρα το είδωλό μου ράγισε στο βλέμμα σου / και δεν ποθώ να σε αναζητήσω άλλο / τώρα πια γέρασες πολύ και δεν μου κάνεις. «Το σώμα» είναι ποίημα με δυνατό, αιχμηρό συναίσθημα. Ο ποιητής έρχεται σε σύγκρουση με τον εσωτερικό του κόσμο, λες και τον αποποιείται, συγκρίνοντας τον με τη σάρκα. Μιλάει για το αίμα που κοχλάζει… και πώς ξεπηδά από τις φλέβες των ονείρων! για τα αρώματα της παιδικής λήθης / Πιείτε! Πιείτε / το δάκρυ της παλλόμενης καρδιάς μου! και καταλήγει: πως το σώμα είναι η μόνη μου Αλήθεια! Το ποίημα «Χρυσόσκονη» αφορά αυτούς που δίνουν εμπιστοσύνη σε δαίμονες κι ανθρώπους / που κρατούν χρυσόσκονη, έστω κι αν πάντα αμφιβάλλουμε / κι όλο να ρωτάμε…. Απλώς / είμαστε πλασμένοι / με ωραία μάτια / για να διακρίνουμε / σκόνες και χρυσούς / σκόνες και κομμάτια. Η υποχώρηση πότε στους μεν και πότε στους δε είναι κοινή τακτική επειδή διαθέτουμε ωραία μάτια. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα, «Αφηρημένη τέχνη». Η κατάκτηση της ποίησης παρομοιάζεται με δυο τρία σχήματα / χρώματα μπλεγμένα / κόκκινα τετράγωνα / μαυρισμένοι κύκλοι. Η πόλη έρημη και δρόμοι που μ’ αφήνουν / δρόμοι που ξανάρχονται / για να διαπεράσουν / τα πρησμένα μάτια μου / πιο αφηρημένοι. Ο τεχνίτης πάντα προχωρεί στα σκοτεινά και σημασία έχει, βέβαια, η αποστολή του για να βρει-ανακαλύψει το τέλειο αποτέλεσμα, το άρτιο ποίημα.

 

 

4] ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Ο Επισκέπτης Άγγελος, είναι ένα σπουδαίο ποιητικό βιβλίο με κατεκτημένη γλώσσα και πολλαπλή θεματική. Ο Γιώργος Δελιόπουλος πριν περιγράψει ως άγγελος ό,τι είδε και να το αναστήσει στα μάτια μας με τις ενότητες ( 1. ΑΓΟΡΑ: Κοινωνία, η Καθημερινότητα και η Ποικιλία της, 2. ΛΟΓΟΣ : Η Ποιητική Τέχνη, η Δυσκολία της Γλώσσας ως Αποτύπωση της ζωής και ως Γεφύρωμα οποιαδήποτε σχέσης και 3. ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Το Είναι και το Φαίνεσθαι των πραγμάτων-ανθρώπων ) μελέτησε κι αφομοίωσε την τεχνική του από την ελληνική και την παγκόσμια ποιητική παραγωγή. Είναι ικανός να γράψει τόσο απλά ποιήματα όσο κι ερμητικά, εμπλουτισμένα με θαυμάσιες εικόνες, πότε συμβολικές και πότε υπερρεαλιστικές, για να αποδώσει την ουσία ενός ερειπωμένου κόσμου. Στη συλλογή αυτή έχει καταπιαστεί με όλα εκείνα που στιγματίζουν τη ζωή μας και τα αποδίδει με μια θαυμάσια έκφραση, της οποίας η δυναμική σφραγίζει βαθιά τον αναγνώστη. Ο Γιώργος Δελιόπουλος ο Ποιητής της Κοζάνης, είναι πλασμένος να μας δώσει σπουδαία πράγματα. Χαιρόμαστε επίσης ιδιαίτερα που η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης συμπεριέλαβε στην καλαίσθητη λογοτεχνική σειρά της αυτό το βιβλίο. Στο κάτω μέρος του εξωφύλλου η φράση οίκος βελτιώσεως αποκαλύπτει τη σοβαρή αποστολή των μελών του πολιτιστικού επιτελείου της βιβλιοθήκης για έκδοση σημαντικών βιβλίων. Για μας, τουλάχιστον, δεν μένει άλλο, παρά να ευχηθούμε τη συνέχεια της λαμπρής αυτής προσπάθειας.

 

Πειραιάς, Μάρτιος 2017

 

 

 _______________________________________

 

[1] Ο Γιώργος Δελιόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σήμερα ζει μόνιμα με την οικογένεια του στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Παράλληλα, συμμετέχει σε πανεπιστημιακές ανασκαφές ως διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου  Πανεπιστημίου.  Το 2009 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, ο Μικρός Οδυσσέας από τις εκδόσεις Ιωλκός και το 2015 η δεύτερη ποιητική του συλλογή, ο Επισκέπτης άγγελος από τις εκδόσεις της Κοβεντάρειου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Το 2013 ανέβηκε από το Θεατροδρόμιο Κοζάνης το θεατρικό του έργο  Επέστρεφε… με θέμα την ποίηση του Καβάφη, ενώ το 2015 η θεατρική ομάδα Οχληροί Κοζάνης ανέβασαν το θεατρικό του έργο Τα ίχνη της μνήμης.

[2] Ο Αναξίμανδρος, (611 π.Χ. – 547 π.Χ.), ήταν ο δεύτερος από τους φυσικούς φιλόσοφους ή φυσιολόγους της Ιωνίας, πολίτης της Μιλήτου, με σύγχρονη επιστημονική ματιά, όπως ο Θαλής, του οποίου άλλωστε υπήρξε μαθητής, σύντροφος και διάδοχος του στη  Σχολή της Ιωνίας. Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και το έργο του. Οι πηγές τον αναφέρουν ενίοτε ως επιτυχημένο σπουδαστή της Αστρονομίας και της Γεωγραφίας και πρώιμο υπέρμαχο της ακριβούς επιστήμης. Λέγεται, επίσης, ότι εισήγαγε τη χρήση του γνώμονα στην αρχαία Ελλάδα και ότι κατασκεύασε χάρτη του γνωστού τότε κόσμου. Ο Αναξίμανδρος, σύμφωνα με τον Ψευδοπλούταρχο  (Στρωματείς 2), εξήγησε την δημιουργία του κόσμου εκκινώντας από το άπειρο. Από το άπειρο ξεχώρισε μια φλόγα και τον νεφελώδη αέρα. Στον πυρήνα του νεφελώματος συμπυκνώθηκε η Γη, ενώ φλόγα έζωνε τον αέρα. Κατόπιν, η πύρινη σφαίρα εξερράγη και διαλύθηκε σε κύκλους τυλιγμένους από νεφελώδη αέρα. Οι κύκλοι απλώθηκαν και σχημάτισαν τα ουράνια σώματα. Σύμφωνα με τον Αέτιο, ο Αναξίμανδρος θεωρεί πως τα άστρα είναι συμπυκνώσεις αερίων  και πυρός, που δημιουργήθηκαν από περιδινήσεις. Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, όρισε το άπειρο ως ουσία χωρίς όρια, μορφή ή ιδιότητες. Στην Αστρονομία, όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Αναξίμανδρος κατασκεύασε ηλιακά ρολόγια, και, όπως αναφέρει ο Πλίνιος, υπολόγισε τη  λόξωση της εκλειπτικής. Ο Αναξίμανδρος αποδίδει μια εικόνα της Γης, σύμφωνα με την οποία η Γη είναι κυλινδρική με πλάτος τριπλάσιο από το μήκος και οι άνθρωποι κατοικούν στην επάνω επιφάνειά της. Δε στηρίζεται πουθενά και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, απέχοντας ίσα από όλα τα σημεία του (ΨευδοπλούταρχοςΣτρωματείς 2). Τελευταίο στάδιο της κοσμογονίας του φιλόσοφου, όπως παραδίδεται από τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά 67) είναι η αποξήρανση τμημάτων της Γης υπό την επίδραση του Ήλιου. Ό,τι απέμεινε από αυτή την αρχική αποξήρανση διαμόρφωσε τη θάλασσα. Ο Αναξίμανδρος διατύπωσε επίσης και μια πρώιμη εξελικτική θεωρία, βάσει της οποίας η ζωή εμφανίστηκε -μέσω προφανώς της αυτόματης γένεσης εξαιτίας της ηλιακής θερμότητας– στον πηλό ή τη λάσπη. Τα πρώτα πλάσματα που παρουσιάστηκαν ήταν ιχθυόμορφα και τα περιέκλειαν κελύφη. Αποβάλλοντας τα κελύφη τα πλάσματα αυτά προσαρμόστηκαν βαθμιαία στο αέριο περιβάλλον. Ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος αυτής της εξελικτικής βαθμίδας, γεγονός που μας οδηγεί στη σκέψη ότι ο φιλόσοφος είδε την γένεση του κόσμου και της ζωής ως μια ενιαία εξελικτική διαδικασία, που δεν απέχει πολύ από τη σύγχρονη εξελικτική θεωρία. Ο Αναξίμανδρος ακόμη, πίστευε ότι κανένα από τα τέσσερα βασικά στοιχεία δεν υπερτερεί στον Κόσμο σε σχέση με τα άλλα, και πως υπάρχει μια κοσμική δικαιοσύνη η οποία εξασφαλίζει την ισορροπία αυτή. Όπως αναφέρει ο Ιππόλυτος, ο Αναξίμανδρος πίστευε πως ο άνεμος  είναι αέρας σε κίνηση, πως οι βροχές προέρχονταν από τους ατμούς της Γης, οι οποίοι δημιουργούνταν από την εξάτμιση των υδάτων λόγω της θερμότητας του Ήλιου. Έλεγε πως όταν ο αέρας φυλακίζεται μέσα σε πυκνά σύννεφα, σκίζει τα σύννεφα για να διαφύγει, προκαλώντας έντονο θόρυβο, τη βροντή, ενώ, όταν ο αέρας συγκρούεται με τα σύννεφα, δημιουργούνται οι αστραπές. Επίκεντρο της φιλοσοφίας του Αναξίμανδρου είναι το άπειρον, ένα άπειρο όμως που πιθανώς προσλαμβάνει δύο ερμηνείες: 1. Άπειρον α+πέρας = χωρίς τέλος  και 2. Άπειρον α+περάω =αδιαπέραστο. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως εννοούσε μια πρωταρχική αιτία δίχως όρια στον χώρο. Το Άπειρον είναι απεριόριστο στον χώρο και ποιοτικά ακαθόριστο, καθώς δεν προσδιορίζεται μορφικά ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία. Στο Άπειρον ο Αναξίμανδρος δεν είδε μόνον την πρωταρχική ύλη και την αρχική κατάσταση του κόσμου αλλά και την αιτία της κοσμικής τάξης. Σε αυτή την πρωταρχική ουσία απέδωσε θεϊκές ιδιότητες, χαρακτηρίζοντας το άπειρο ως αθάνατον,  ανώλεθρον  και  θείον, σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο (Εις τα Φυσικά 24. 13). Η αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας να το καθορίσει ποσοτικά και ποιοτικά το καθιστά απεριόριστη πηγή και κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου. Δυστυχώς κανένα έργο των προσωκρατικών φιλοσόφων δεν σώζεται ακέραιο. Έχουμε πληροφορίες γι’ αυτούς σε αρχαίους συγγραφείς από τον Πλάτωνα μέχρι και τους όψιμους Βυζαντινούς και στις μαρτυρίες, τις έμμεσες δηλαδή αναφορές. Η πρώτη εκτενής αναφορά απαντά στα Μετά τα Φυσικά 1. 3-10 του Αριστοτέλη, όπου και τίθεται το πρόβλημα των πρώτων αρχών. Αυτού του είδους η συστηματική ιστορία της φιλοσοφίας συνεχίστηκε στο χαμένο έργο του Θεόφραστου Φυσικών δόξαι. Εκείνος που ανασύνθεσε το έργο του Θεοφράστου και κατηγοριοποίησε πρώτος όλα τα αποσπάσματα των προσωκρατικών, ήταν ο Hermann Diels στο έργο του Die Fragmente der Vorsokratiker το 1903. Οι εκδόσεις του συγγράμματος ανανεώνονταν, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι αυτή του φιλολόγου Walter Kranz το 1952. Γνωστά έργα του Αναξίμανδρου: 1. Περί της Φύσεως, το οποίο είναι το πρώτο σωζόμενο κείμενο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και μας το παραθέτει σε απόσπασμά του ο Σιμπλίκιος. Βέβαια είναι αμφίβολο αν αυτός ήταν ο πραγματικός τίτλος του έργου, μια και συνηθιζόταν στην αρχαιότητα σε ανάλογα έργα να αποδίδεται ο συγκεκριμένος τίτλος. 2. Χάρτης του γνωστού κόσμου (χαμένος). Ορισμένες από τις ιδέες του Αναξίμανδρου διατηρήθηκαν στην (χαμένη) Ιστορία της φιλοσοφίας του Θεόφραστου, οι οποίες μάλιστα αναφέρονται και από ύστερους συγγραφείς.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top