Fractal

Επίμονα διλήμματα και εσωτερικές επίπονες συγκρούσεις, στο δρόμο της απώλειας της αθωότητας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Julian Barnes, “Η μοναδική ιστορία”. Μετάφραση-Σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά. Εκδόσεις Μεταίχμιο. 2018, Αθήνα

 

Ξεκινώντας το διάβασμα του τελευταίου βιβλίου ‘Η μοναδική ιστορία’ του Τζούλιαν Μπαρνς και σχεδόν από τις πρώτες σελίδες του, ερχόμαστε σε επαφή με κάποια ρήση τουΣάμιουελ Τζόνσον από το Λεξικό της Αγγλικής Γλώσσας (1755), όπου αναγράφεται ότι ‘Μυθιστόρημα: Μια μικρή ιστορία, συνήθως ερωτική’ (Asmalltale, generallyoflove). Εκ πρώτης όψεως,θα μπορούσαμε να παραδεχτούμε, ότι οιατομικές και μεμονωμένες ερωτικές ιστορίες, σε γενικές γραμμές, είναι μικρές σε βαρύτητα και ειδικό βάρος σε σχέση πάντα με συγκεκριμένα  παγκόσμια γεγονότα, αν και η ιστορία μπορεί να είναι κρίσιμης και ουσιώδους σημασίας για τους συγκεκριμένους εραστές που εμπλέκονται σε αυτή.‘Η μοναδική ιστορία’, το δέκατο τρίτο μυθιστόρημα τουΤζούλιαν Μπαρνς, αποδεικνύεται από πολλές απόψεις ένα σύγχρονο υπόδειγμα και αναθεωρημένη σχετικά μορφή του προηγούμενου ορισμού του Σάμιουελ Τζόνσον. Μια μικρή ιστορία υπό την έννοια της οικειότητας και της συγκεκριμένης εστίασης σε έναν άντρα,  η ανάμνηση της ιστορίας ενός ανθρώπου,ένα βιβλίο σχετικά μικρό σε μέγεθος, το οποίο όμως  καλύπτει χρονικά περισσότερες από τρεις δεκαετίες πλούσιες σε σημαντικά γεγονότα. Είναι η ιστορία αγάπης η οποία του άλλαξε και τουκαθόρισεσε σημαντικό βαθμό τη ζωή, από την αθωότητα έως την πείρα, από τη εφηβεία του στην ενηλικίωση, από τηνεανική ερωτική τρέλλα έως εκείνη την περίεργη  κούραση και την αναπόφευκτη ανιαρότητα που προκαλεί άθελά του ο παντοδύναμος χρόνος. Συχνά πυκνά,  σε όλο το βιβλίο, ο νεαρός αφηγητής και πρωταγωνιστής Πωλ, βρίσκεται κυριολεκτικά στο προσκήνιο των γεγονότων, άλλοτε απευθυνόμενος σε εμάς και άλλοτε μονολογώντας χωρίς κάποιο εμφανές ακροατήριο.Είναι εκείνος που θέτει το δραματικό ερώτημα στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, ‘Θα προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ, ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο;  Νομίζω πως αυτό είναι τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα’! Και συνεχίζει, ‘Ίσως  να επισημάνατε και σωστά, ότι δεν πρόκειται για πραγματικό ερώτημα. Επειδή δεν έχουμε  επιλογή…’. Και λίγο παρακάτω, δικαιολογεί τα μόλις λεχθέντα από αυτόν, ‘… Εάν είχαμε επιλογή, τότε θα είχαμε όντως ερώτημα. Αλλά δεν έχουμε, άρα δεν είναι…’!

Σε όλο το μυθιστόρημα, διερευνά τα ερωτήματα τα οποία ανεγείρει και θέτει επιτακτικά η πείρα του, όσο αφορά το αναπόφευκτο κάποιων παραμέτρων, την ευθύνη έναντι της ατιμωρησίας. Αναφερόμενος στην ιστορία του, κοιτάζει πίσω, εξακολουθεί να αγωνίζεται με επίμονα διλήμματα και εσωτερικές επίπονες συγκρούσεις.Ο Πωλ, όπως μας λέει, επανέρχεται αναπόφευκτα ξανά και ξανά πολύ πίσω,αναθεωρεί και επαναπροσδιορίζει την προσωπική του ιστορία, καθώς  και τη συναισθηματική του εμπειρία.  Δεν ισχυρίζεται αν είναι σοφός ή δίκαιος  σε όσα προηγουμένως διέπραξε. Αντιθέτως απλώς διερωτάται και φυσικά είναι  κατά τα φαινόμενα, μάλλον,ένας αναξιόπιστος αφηγητής. Ο Πωλ προειδοποιεί γι’ αυτό τον αναγνώστη από νωρίς, σε μια συνομιλία του, όταν διατείνεται πως δεν κρατούσε και ημερολόγιο της ιστορίας του, με αποτέλεσμα η εν λόγω ιστορία, τα γεγονότα και όλες οι σχετικές λεπτομέρειες, φαίνονται μέσα από τον στρεβλωτικό, χρωματισμένο και φυσικά τον προστατευτικό φακό της μνήμης. Η μνήμη γι’ αυτόν,  δίνει προτεραιότητα σε ότι είναι πιο απαραίτητο για να βοηθήσει να διατηρηθούν ζωντανές όλες αυτές οι βασικές λεπτομέρειες από τον κάτοχό τους. Η αφήγηση προχωράει  από το απόμακρο στο πιο πρόσφατο παρελθόν, κατά μήκος μιας χρονολογικής τροχιάς, σε τρία ξεχωριστά τμήματα που επιγράφονται: Ένα, Δύο και Τρία.

 

Julian Barnes

 

Το πρώτο μέρος περνάει μιλώντας στο πρώτο πρόσωπο, με τον Πωλ να  θυμάται και να αφηγείται τη συνάντηση με την αγαπημένη  του Σούζαν Μακλάουντ, στο αγαπημένο κλαμπ του  τένις. Εκείνος ήταν δεκαεννέα ετών, ενώ αυτή βρισκόταν στα τέλη της δεκαετίας των σαράντα, τουτέστιν ένα όχι τόσο συνηθισμένο ζευγάρι.Υπάρχει ενσωματωμένη ανάλογη σύγχυση, επιφανειακή κωμωδία και φάρσα και ταυτόχρονα άφθονη τρυφερή ευχαρίστηση. Τογήπεδο του τένις γίνεται ο τόπος όπου αρχίζουν όλα, και απ’ εκεί οδηγούνται στις  πλέον ιδιωτικές στιγμές τους. Στην αρχή όσα διαδραματίζονται μεταξύ τους είναι όμορφα, και όλα είναι πιθανά και δυνατά στον Πωλ. Αλλά δυστυχώς, όπως κάθε ζευγάρι, από την εποχή ήδη του Αδάμ και της Εύας, έπρεπε κάποια στιγμή να φύγουν από την δική τους Εδέμ έχοντας μπροστά τους πολλές και άγνωστες εν πολλοίς περιπέτειες. Ο Πωλ και η Σούζαν, που εκδιώχθηκαν από το κλαμπ του τένις και τα προάστια όπου διέμεναν, έφυγαν απ’ εκεί για να εγκατασταθούν πια σε  σπίτι στο Λονδίνο. Αφήνουν πίσω, αλλά όχι οριστικά, τον αναγκαστικά θυμωμένο σύζυγοτης Σούζαν, τις πληγωμένες κόρες της και τους αγωνιώδεις γονείς του Πωλ για την περαιτέρω τύχη του παιδιού τους με την ηλικιωμένη φυσικά ερωμένη του. Έτσι το ζευγάρι ξεκινάει στη μέση κάπου του βιβλίου και της ιστορίας, την κοινή πλέον ζωή τους.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφηγείται κυρίως στο πρώτο πρόσωπο, αλλά με μια κάπως πιο συγκρατημένη φωνή, αφού ο πρωταγωνιστής κοιτάζει προς πίσω με μεγαλύτερη απόσταση καισίγουρα πιο ψύχραιμα. Υπάρχουν καθημερινές ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν, το πρόβλημα της εργασίας και της ανεύρεσης χρημάτων, ώσπου κάποια στιγμή ανακαλύπτει μια πιο σκοτεινή πλευρά στο χαρακτήρα της αγαπημένης του Σούζαν. Καθώς η σχέση τους αλλάζει, αργά αλλά αισθητά, η αφηγηματική φωνή του γλιστρά σε ένα ακόμη πιο αφηρημένο δεύτερο άτομο. Η εποχή της αθωότητας φαίνεται σαν να βρίσκεται ή τουλάχιστον να πλησιάζει οριστικά στο τέλος της. ‘… Δεν είναι η απώλεια της αθωότητας αναγκαίο και αναπόσπαστο στοιχείο της πορείας προς την ενηλικίωση; Ίσως ναι, ίσως όχι. Το πρόβλημα με τη ζωή είναι ότι σπάνια ξέρεις πότε πρόκειται να επέλθει αυτή η απώλεια, έτσι δεν είναι; Όπως δεν ξέρεις και πως θα είναι τα πράγματα μετά’, αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής.

Το γλυκό πάρτυφαίνεται να έχει τελειώσει. Η μέση του ταξιδιού τους, η μεσότητα της ιστορίας τους, είναι σκοτεινή και πλημμυρισμένη με τις ανάλογες προκαταλήψεις. Σεόλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, διερευνά τα ερωτήματα που θέτει η πείρα του, τα ζητήματα επιλογής έναντι του αναπόφευκτου, την ευθύνη έναντι της ατιμωρησίας, τον προορισμό έναντι των δρόμων που δεν έχουν χαραχθεί ή ακολουθηθεί. Κάποια στιγμή ασχολείται επισταμένα μονολογώντας και δηλώνοντας για το θεσμό του γάμου, λέγοντας, ‘… ο γάμος είναι ένα κλουβί μέσα στο οποίο ζει ο εφησυχασμός. Ο γάμος είναι μια κοσμηματοθήκη μέσα στην οποία συντελείται μια μυστηριώδης αλχημιστική αντιστροφή μετατρέποντας το χρυσό, το ασήμι και τα διαμάντια σε απλά μέταλλα και χρωματιστά γυαλάκια. Ο γάμος είναι ένα για χρόνια αχρησιμοποίητο υπόστεγο όπου μένει δεμένη μια παλιά βαρκούλα για δυο άτομα, διόλου αξιόπλοη πια, με τρύπες στον πάτο και το ένα κουπί να λείπει. Ο γάμος είναι ω, υπάρχουν δεκάδες πιθανές παρομοιώσεις…’!

Η αρχική προφητεία και η όλη δημιουργηθείσα κατάσταση, σκουραίνουν περισσότερο στο τρίτο και τελικό τμήμα του βιβλίου.Εδώ, η φωνή του πρώτου προσώπου εξαφανίζεται σχεδόν εντελώς, και ο γενικότερος τόνος είναι στην ουσία παντού απόμακρος και ψυχρός. Ο Πωλσε τούτο το τμήμα του κειμένου αφηγείται τα γεγονότα ως επί το πλείστον σε τρίτο πρόσωπο, αντικειμενοποιώντας τον εαυτό του ως ‘αυτός’, μιλώντας μάλλον για οτιδήποτε και οποιονδήποτε άλλο,παρά για τον ίδιο τον εαυτό του. Περιστασιακά, μετατοπίζεται σε φωνή κάποιου άλλου προσώπου,   περιγράφοντας τον εαυτό του και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σαν να μαλώνει τον εαυτό του και να   επιπλήττει ότι και όσα έκανε προηγουμένως. Απ’ την αρχή του μέρους ετούτου, μας γνωρίζει ότι ‘…κατά καιρούς έθετε στον εαυτό του ένα ερώτημα περί ζωής. Ποιες είναι πιο γνήσιες, οι ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες αναμνήσεις’, για να μας δηλώσει ευθύς αμέσως, πως το ερώτημα δεν έχει απάντηση! Σε αυτή την τρίτη και τελική πράξη του μυθιστορήματος, ο αφηγητής παρουσιάζεται μουδιασμένος, παράλυτος και ναρκωμένος, και σίγουρα  όχι σοφός.Είναι παλαίμαχος της αγάπης και της ταλαιπωρίας, και λέει, βλέποντας τον εαυτό του από μια θλιβερή, μετανοιωμένη και αναισθητοποιημένη απόσταση, μπορεί να υπάρχουν ‘πλεονεκτήματα για να νιώθεις λιγότερος’.

Στις τελικές σελίδες του βιβλίου επιστρέφει η φωνή του πρώτου προσώπου, του πρωταγωνιστή της ιστορίας Πωλ. ‘Πήγα να τη δω προτού πεθάνει’,  μας εκμυστηρεύεται λίγο πριν το τέλος του βιβλίου.  Όπως έκανε και στην αρχή του βιβλίου, ο Πωλπροχωράει προς την άκρη της σκηνής και μας απευθύνει την περιγραφή της τελικής σκηνής στην ιστορία του, την προσωπική του ερωτική ιστορία. Παράλληλα, μας κάνει κοινωνούς κάποιων βαθύτερων προσωπικών εξομολογήσεων, όπως μια εγγραφή στο ημερολόγιό του, όπου ανέφερε, ‘… καλύτερα να έχεις αγαπήσει και να χάσεις, παρά να μην έχεις ποτέ σου αγαπήσει’. Και όχι μόνο αυτό! Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, μας γεμίζει ώριμες σκέψεις και απόψεις του, μετά από τόσες εμπειρίες δεκαετιών με το δικό του δρόμο αγάπης, ωριμότητας και δράματος.  Σε τρίτο πάντα πρόσωπο, ωσάν αν υπήρξε κάποιος άλλος και όχι αυτός, μας γεμίζει κατασταλάγματα πείρας και σοφίας, ‘… από το σημείο που βρισκόταν τώρα είχε καθήκον να δει τον εαυτό του όπως ήταν άλλοτε. Παράξενο που όταν είσαι νέος δεν οφείλεις τίποτα στο μέλλον, όταν όμως γερνάς, έχεις χρέος απέναντι στο παρελθόν. Ένα χρέος απέναντι στο μόνο πράγμα που δεν μπορείς να αλλάξεις’!

 

 

Οι αναγνώστες του Μπαρνς, βρίσκουν σε τούτο το μυθιστόρημα όλη τη ζοφερή κομψότητα του μεγάλου βρεττανού συγγραφέα. Παρά αυτό το συνηθισμένο και εν πολλοίς χιλιοπαιγμένο ερωτικό σενάριο, ο αναγνώστης παραμένει μάλλον γοητευμένος  στο τέλος της ιστορίας. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μπαρνς προσφέρει στον αναγνώστη έναν αφηγητή, ο οποίος είναι προβληματισμένος και ταυτόχρονα χιουμοριστικός. ‘Η μοναδική ιστορία’ λαμβάνει χώρα κατά τη δεκαετία του ’50, του ’60 και του ’70, δηλαδή στην καρδιά της σεξουαλικής επανάστασης όπου και όταν η βαθιά και απύθμενη επιθυμία, ο πόθος, η ασέλγεια και η συναισθηματική ελαφρότητα εξελίχτηκαν σε κανόνα της καθημερινής βρεττανικής, και όχι μόνο βέβαια,  ζωής.Ωστόσο, το ανορθόδοξο και ηρωικό ζευγάρι βρίσκεται να εφάπτεται τόσο με το παλιό κατεστημένο, όσο και με το καινούργιο που ανέτειλε μπροστά.Παρ’ όλο που η σχέση φέρνει το τίμημα του κοινωνικού στιγματισμού και πιο πολύ της ερωτικής απογοήτευσης, ο αφηγητής παραμένει πιστός στην ώριμηπλέον ερωμένη του, φροντίζοντας για την υπερηφάνεια και υστεροφημία του. Ενώ τα έξοδα του αφηγητή αρχικά καλύπτονται και χρηματοδοτούνται από την παντρεμένη ερωμένη του, τη Σούζαν, εκείνος δεν φαίνεταινα νοιώθει σχετικά άνετα με την κατάσταση αυτή.Ο Μπαρνς εδώ μας δίνει μια ενδιαφέρουσα προοπτική της αγάπης και των δύο παικτών της, τόσο μοναδική όσο και συμβατική ταυτόχρονα. Όπως πάντα, καταφέρνει να εμπνεύσει τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες του με ευσπλαχνία και υφέρπον  χιούμορ, απορρίπτοντας τη μεροληψία και την προκατάληψη των φύλων, καθώς και τα άλλα είδη τυποποιημένων προσδοκιών που μας περιστοιχίζουν στην κοινωνική σφαίρα.Όλα πάνε καλά ανάμεσα στους δύο εραστές μέχρι το μισό δρόμο του μυθιστορήματος, όταν ο αφηγητής μας ενημερώνει ότι η σχέση θα τελειώσει σε δώδεκα χρόνια, στο μέλλον. Σε αντίθεση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα, σε τούτο του Τζούλιαν Μπαρνς, γνωρίζουμε αρκετά γρήγορα ποιος θα σκοτώνει αργά αλλά σταθερά τη σχέση και πώς αυτή θα φτάσει στο τέρμα της. Είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι ηερωτευμένη και ηλικιωμένη Σούζαν, ευρισκόμενη στο πλευρό του νεαρού εραστή της, τρέχει σε μια πορεία ασταμάτητης αυτοκαταστροφής. Αυτό που μας αφήνει ο συγγραφέας να μαντέψουμε μέχρι το τέλος είναι, γιατί άραγε το κάνει.Στην αληθινή μεταμοντερνιστική απροσδιοριστία, το ζήτημα του τι αισθάνεται η Σούζαν για τους τρεις ή τέσσερις άνδρες στη ζωή της, αφήνεται εν μέρει υπό αμφισβήτηση, όπως και η πιθανή ψυχρότητά της.Η ανάγνωση του δεύτερου μισού του μυθιστορήματος είναι, όπως ειπώθηκε από κάποιους,  σαν να βλέπει κάποιος μια σύγκρουση αυτοκινήτων σε αργή κίνηση. Στην πραγματικότητα, από τα αρχικά στάδια του μυθιστορήματος δραματοποιείται μια μικρή πολυποίκιλη συντριβή που μας επιτρέπει να μάθουμε ότι η σχέση θα φθάσει κάποια στιγμή ανεπιστρεπτί στην άκρως επικίνδυνη ζώνη.Τα γεγονότα στο μυθιστόρημα είναι επίσης περίεργα αποστασιοποιημένα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν κεντρικές καθοριστικές δραματικές στιγμές. Ακριβώς όπως ο Πωλ δυσκολεύεται να θυμηθεί το πρώτο φιλί, ο αναγνώστης δεν θυμάται ακριβώς τη στιγμή που ξεκίνησε η παρακμή της ηρωΐδας. Η απόδοση του ψυχολογικού ρεαλισμού του Μπαρνς είναι τέτοια που καταφέρνει να κρατήσει την προσοχή του αναγνώστη χωρίς δραματικούς τόνους.

Για δεκαετίες, οΤζούλιαν Μπαρνςείναι  ένας από τους συγγραφείς που κρατούν τη βρεττανική μυθοπλασία ζωντανή. ‘Η μοναδική ιστορία’ είναι το ρέκβιεμ μιας αγάπης που ξεκινά να απομακρύνεται σχεδόν αμέσως μόλις αρχίσει να δηλώνεται, να γίνεται πραγματικότητα  και να υπονοείται. Στο τέλος η αλκοολική πια γυναίκα ξεμωραίνεται, κι  ο νεαρός άνδρας έχει φύγει, χάνει τον καιρό του εδώ κι’ εκεί  με μερικές γυναίκες, χωρίς να έχει  βρει τελικά την πολυπόθητη ευτυχία που εναγωνίως αναζητούσε στη ζωή του.Το νέο μυθιστόρημα τουΤζούλιαν Μπαρνς‘Η μοναδική ιστορία’, θα υπενθυμίσει με ένα τρόπο στους αναγνώστες του, το‘A Sense of an Ending’ (‘Ένα κάποιο τέλος’ στην ελληνική γλώσσα), το οποίο κέρδισε το βραβείο Booker το 2011. Όπως και εκείνο το μυθιστόρημα, έτσι και το νέο του βιβλίο αφορά έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που κοιτάζει πίσω τη ζωή και το παρελθόν του με μια πικρή αίσθηση και δόση υπαιτιότητας σε  σχέση πάντα με τη νεότητά του. Ίσως για μερικούς συγγραφείς μιας ορισμένης εποχής και ηλικίας, το ίδιο φυσικά και για τον Μπαρνς (1946- ) ο οποίος τώρα είναι εβδομήντα δύο ετών, οιθλιβερές και πονεμένες νοσταλγικές  στιγμές γίνονται επίμονη ιδέα. Σ’ ένα σημείο βάζει τον πρωταγωνιστή του να μας πει ότι ‘… για το ευρύτερο ζήτημα της ηλικίας και της θνητότητας, όχι, δεν πίστευε πως ένοιωθε πανικό επειδή όπου νάναι «θα έκλειναν οι πόρτες». Ίσως όμως να μην είχε ακούσει τους μεντεσέδες να τρίζουν αρκετά δυνατά’.

Ο Μπαρνς υπογραμμίζει ότι η ερωτική περιπέτεια του Πωλ και της Σούζαν  λαμβάνει χώρα σε ένα προάστιο του Λονδίνου,μέσα στη δεκαετία του 1960, μια χώρα, μια εποχή  και μια περιοχή που όχι μόνο καταστέλλουν τη σεξουαλική συμπεριφορά αλλά ταυτόχρονα και τους όρους της μομφής και της επίκρισης των πρωταγωνιστών του ερωτικού σκανδάλου. Αυτό που ξεκίνησε για τον Πωλ ως ένας συναρπαστικά παραβατικός ρομαντισμός,  εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, των δεκαετιών μάλλον, σε μια εξαντλητική προσπάθεια για τη διάσωση της γυναίκας που αγαπά από την προελαύνουσα κατάθλιψη αφενός, και τον ανίατο αλκοολισμό αφετέρου. Αυτή η δοκιμασία του προκαλεί ένα κάψιμο στην ψυχή του, αλλά, το χειρότερο, εμπνέει τέτοιες τραγικές αντιλήψεις όπως το να αγαπάει ο ένας τον άλλο δεν οδηγεί απαραιτήτως και στην αναζητούμενη ευτυχία! Ενώ τα αρχικά μέρη του μυθιστορήματος περιέχουν εντυπωσιακές βινιέτες για την εφηβική αφέλεια  του Πωλ, η συνέχεια της υπόθεσης σταματά σύντομα μπροστά σε μηρυκασμούς, σκέψεις, συλλογισμούς και αναμασήματα σχετικά με τη φύση της αγάπης, την απώλεια της αθωότητας και την αναξιόπιστη μνήμη. Η Σούζαν, από την άλλη μεριά, το παλαιό αντικείμενο της αφοσίωσής του, παραμένει μια αόριστηκαι σαφώς αξιολύπητη παρουσία η οποία εμφιλοχωρεί στο μυθιστόρημα.

Ίσως η αγάπη, μονολογεί ο Πωλ,  ποτέ δεν θα μπορούσε να συλληφθεί και να αιχμαλωτισθεί μέσα σε έναν ορισμό, παρά μόνο σε μια ιστορία!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top