Fractal

Για τους «Επιλήσμονες»

Γράφει η Λίλια Τσούβα // *

 

epilismonesΜαρία Σύρρου “Επιλήσμονες”, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2016, σελ. 48

 

«Η ποίηση είναι απαραίτητη, μόνον ας ήξερα γιατί.» M’ αυτή την παράξενη τοποθέτηση ο πολυτάλαντος γάλλος καλλιτέχνης Ζαν Κοκτό συνόψισε κάποτε την αναγκαιότητα της τέχνης και το συζητήσιμο ρόλο της στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.

Ο Eρνστ Φίσερ, από την άλλη, απαντώντας στο ερώτημα για το νόημα της τέχνης, τη θεωρεί υποκατάστατο της ζωής, μέσο που φέρνει τον άνθρωπο σε κατάσταση ισορροπίας με το γύρω κόσμο. «Είναι αυτή που ξεκουράζει, που ψυχαγωγεί. Είναι ψυχαγωγικό να βυθίζεσαι στη ζωή και στα προβλήματα του άλλου, να ταυτίζεις τον εαυτό σου με έναν πίνακα ζωγραφικής, μ’ ένα μουσικό κομμάτι, μ’ ένα ποίημα… Γιατί η “μη πραγματικότητα” κάνει την πραγματικότητα εντονότερη», υποστηρίζει.

Αυτή τη «μη πραγματικότητα», αυτή την υψηλή πνευματική δόνηση που αποκαλούμε ψυχαγωγία, μας χαρίζει η Μαρία Σύρρου με την πρώτη της ποιητική συλλογή, αφιερωμένη στο σύντροφό της Ευάγγελο Τζάνο. Τα ποιήματα χωρίζονται σε τρεις ενότητες: επτά πρόσφατα, του 2015-2016, στην ενότητα «Επιλήσμονες» (τίτλος που δίνεται σε ολόκληρη τη συλλογή, επίσης), ένα ποίημα στην ενότητα το «Χάσμα» (γραμμένο το 1996) και δώδεκα παλαιότερα, από το 1991 έως το 1993, στην ενότητα «Πετροκέρασα».

Με τα ποιήματα αυτά, χωρίς να ξεστρατίζει από τη μοντέρνα ποιητική γραφή και χρησιμοποιώντας το ύφος αυτής της τεχνοτροπίας, κινείται ανάμεσα στο συναισθηματισμό και τη στοχαστική διάθεση. Αρθρώνει το δικό της ποιητικό λόγο ακολουθώντας τις περιπέτειες της ψυχής και αναμετρούμενη με την ανθρώπινη μοίρα. Την απασχολεί η φθαρτότητα της ύπαρξης, ο έρωτας, η πολιτική, τα προβλήματα της καθημερινότητας, οι καιροί που αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα θέματα αυτά συναντά ο αναγνώστης κυρίως στα πιο πρόσφατα ποιήματά της, που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Επιλήσμονες». Στα παλαιότερα ποιήματα, τα πιο νεανικά, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μεγαλύτερη εσωτερικότητα και πιο προσωπικούς προβληματισμούς.

Αν μου επιτρεπόταν ο όρος, θα έλεγα πως η ποίηση της Μαρίας Σύρρου είναι ιδεαλιστική. Χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις προσπαθεί να καθορίσει τη σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν και το Θεό. Στην προσπάθειά της αυτή τη διακρίνει μια συνεχής αγωνία. Yποφέρει από εφιαλτικές παραισθήσεις. Η μνήμη εκπυρσοκροτεί και την ταλανίζει. Σύνηθες μοτίβο στα ποιήματά της είναι η εναλλαγή των πεδίων του ύπνου και του ξύπνου. Θα τη δούμε συχνά να μετεωρίζεται ανάμεσα στο ομιχλώδες του ονείρου και την πραγματικότητα της αφύπνισης. Τα προαιώνια ερωτήματα για τη ζωή και την ύπαρξη την ταλανίζουν βαθιά, ωστόσο αποδέχεται τη συνύπαρξη του υλικού με το ανορθολογικό. Παρότι επιχειρεί καταβύθιση στα μύχια της ζωής, η ανθρώπινη ρευστότητα και το υπαρξιακό ζήτημα την απασχολεί το ίδιο όπως και τα μικροπροβλήματα της καθημερινότητας.

Στο έργο της θα συναντήσουμε πολλές επιρροές από την αρχαία ελληνική και χριστιανική παράδοση, τις θετικές επιστήμες και το θέατρο. Μέσα από την ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα από τη μια, προσπαθεί να ανιχνεύσει τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου, να εισχωρήσει στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα από μια καθαρά ορθολογιστική επιστήμη από την άλλη, τη φυσική, επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει την ανθρώπινη ύπαρξη και να εκφράσει προσωπικούς προβληματισμούς για τη ζωή. Λέξεις-εκφράσεις επιστημών καθαρά ορθολογιστικών πεδίων γίνονται συχνά εργαλείο για το συγκερασμό επιστήμης και θρησκείας και την άρθρωση ενός λόγου ιδεαλιστικού.

Η ποίηση της Μαρίας Σύρρου διακρίνεται από έντονη θεατρικότητα. Στα ποιήματά της «στήνονται» θεατρικές σκηνές, κατασκευάζονται θεατρικοί μονόλογοι. Αλλά και η ίδια η εργογραφία του θεάτρου αποτελεί συχνά την αφετηρία της έμπνευσης. Όπως, επίσης, η αρχαία ελληνική κουλτούρα. Μυθολογία και φιλοσοφία χρησιμοποιούνται αριστοτεχνικά. Το ίδιο και η παγκόσμια λογοτεχνία. Όλα, δείγμα της καθολικότερης παιδείας που διακρίνει τη λογοτέχνιδα.

Μιλήσαμε εξαρχής για ποίηση έντονης πνευματικότητας. Όμως, παρότι ο οίστρος της Μαρίας Σύρρου στρέφεται προς πιο διανοητικές σφαίρες, η ποίησή της δε χάνει ούτε στιγμή το λυρισμό της. Είναι ποίηση λυρική. Η ποιήτρια αγαπά τις λέξεις. Παίζει με τις λέξεις. Στήνει διάλογο μαζί τους. Χρησιμοποιεί πληθώρα εκφραστικών μέσων: μεταφορές, εικόνες, αντιθέσεις, αφήγηση, παρομοίωση, προσωποποίηση. Όλα συνταιριασμένα όμορφα σε ένα υπέροχο λυρικό αποτέλεσμα. Ο λυρισμός αυτός είναι που σε γοητεύει. Οι εικόνες είναι που δίνουν τη δύναμη στην ποίησή της, αυτές είναι που υποβάλλουν τον αναγνώστη.

Ο λόγος της είναι στέρεος, καθαρός. Οι λέξεις κυρίως λόγιες. Όμως ο αναγνώστης θα συναντήσει και ξένες λέξεις και ορολογία, αρχαίες και μεσαιωνικές λέξεις, ακόμη και λαϊκές. Μια ευρεία γκάμα λεξιλογίου προσφέρει πλούσια γλωσσική υφή στα ποιήματα και δίνει στην ποιήτρια τη δυνατότητα να καταγράψει με ακρίβεια τον επιθυμητό προβληματισμό. Συχνά χρησιμοποιεί την παρήχηση, στοιχείο που προσδίδει ιδιαίτερη μουσικότητα και ρυθμό στα ποιήματα. Στο σύνολο των ποιημάτων της Μαρίας Σύρρου χαιρόμαστε καλοδουλεμένους στίχους με δυνατά ρήματα, μετοχές και ουσιαστικά σε εξαιρετικές συνθέσεις. Θαυμάζουμε την ικανότητα των συμβολισμών, τη δεδηλωμένη σχέση των σημαινόντων και των σημαινομένων. Ο στίχος τής είναι ελεύθερος, με εσωτερικό ρυθμό. Εξαίρεση αποτελεί ένα μόνο ποίημα, που πλέκεται με ιαμβικό ρυθμό («Η πρώτη συνάντηση»).

 

Μαρία Σύρρου

Μαρία Σύρρου

 

Σα μια πρόκληση της ποίησης σε μονομαχία βλέπει τα ποιήματά της, που την περίμεναν, όπως γράφει, «δέκα και εννέα συναπτά φθινόπωρα», «δέκα και εννέα έτη φωτός».

[…]

Μετρώ στο πληκτρολόγιο τα γράμματα.

Είκοσι τέσσερα. Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη.

Σκέφτομαι μήπως προκαλέσω και την έμπνευση.

Θα είναι πρόκληση σε μονομαχία.

Αν παρ’ ελπίδα με καταδεχτεί, η ακριβοθώρητη

–πιστόλι ή ξίφος, ας επιλέξει εκείνη–,

έχω την αγαθή προαίρεση να με συντρίψει.

Έναν εκπληκτικό θεατρικό μονόλογο, εμπνευσμένο από το έργο του Σέξπιρ Άμλετ πλέκει στο ποίημα «Σαλό το βύθος με κυκλώνει». Το ποιητικό υποκείμενο εδώ υποδύεται την Οφηλία που περιμένει τον Αμλέτο της, το «γητευτή» της καρδιάς της. Ένας συναρπαστικός εσωτερικός μονόλογος σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, μια συνομιλία με τον εαυτό, που μετατρέπεται σε ερωτική έκκληση για αγάπη και αποδοχή. Ο πλούσιος λυρισμός του ποιήματος το μετατρέπει σε αγωνιώδη ερωτική ικεσία, μια σπαρακτική ερωτική κραυγή.

Μη με προδώσεις, κύριέ μου,

[…]

Κουράστηκα απώλειες να μετράω.

Δες, νύχτωσε κιόλας γητευτή μου,

κράτα το χέρι μου να μη χαθώ.

Μεγάλο που είναι το ταξίδι της αγάπης.

Ο πληθωρισμός των εκφραστικών μέσων συνθέτει ένα κλίμα ερωτικής απόγνωσης  υποβλητικό, μέσα σε εναλλασσόμενο πεδίο πραγματικότητας και ονείρου. Η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση προσδίδει στο λόγο την αμεσότητα μιας συναρπαστικής εξομολόγησης, ενώ με το δεύτερο πρόσωπο διαμορφώνεται έντονο κλίμα οικειότητας και διαλόγου.

Η συνεχής δέηση, ο κρυστάλλινος λόγος, η πληθώρα των επιθέτων και των μεταφορών, καθώς και οι υποβλητικές εικόνες και παρομοιώσεις μάς μεταφέρουν σε ατμόσφαιρα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αξίζει, βέβαια, να παρατηρήσουμε πως ο έρωτας στην ποίηση της Μαρίας Σύρρου δεν είναι ποτέ καθαρά ηδονιστική έλξη, ούτε απλός ρομαντισμός. Είναι συναίσθημα βαθύ, διαρκές και ακέραιο.

Το δράμα των προσφύγων δεν την αφήνει ασυγκίνητη. Δύο ποιήματά της είναι γραμμένα με αυτό το θέμα: «Ζωές εξιλαστήριες» και «Συρία. Εις μνήμην». Το πρώτο είναι χτισμένο πάνω σε δύο ουσιαστικά: «ζωές» και «ματιές». Τα ουσιαστικά αυτά συνοδεύονται από λέξεις αρνητικές, περιγραφικές της ζωής απόκληρων και αναξιοπαθούντων ανθρώπων: «ζωές ριζωμένες στο τίποτα/ με άδειες παραμονής ληγμένες/ ματιές πεταμένες σ’ ένα άδειο παρόν». Τρία ρήματα μόνο συνοδεύουν τα ουσιαστικά και τους προσδιορισμούς τους: «είναι», «σπαράζουν» και «καθαγιάζουν», που όμως περικλείουν και τον πυρήνα του λόγου. Είναι τα ρήματα της πιο ουσιώδους αναφοράς, αυτά που προσφέρουν όλη την ενέργεια. Πηγή αυτής της ενέργειας είναι η εξιλαστήρια ζωή των προσφύγων, δηλαδή η ζωή ανθρώπων που υποφέρουν, κατηγορούνται και λογοδοτούν, αντί του πραγματικού ενόχου. Όλο το νόημα συμπυκνώνεται στον τελευταίο στίχο: «ματιές, ζωές εξιλαστήριες».

[…]

Κάτι τέτοιες ζωές,

κάτι τέτοιες ματιές

κολασμένες, καθαγιάζουν

αυτόν τον πλανήτη της ύβρεως.

Ματιές, ζωές εξιλαστήριες.

Το ποίημα «Συρία. Εις μνήμην» είναι ένα αριστούργημα υψηλής εμπνεύσεως. Ένα ποιητικό μνημόσυνο για τους πρόσφυγες που πνίγηκαν στη Μεσόγειο, ένα προσκλητήριο νεκρών, με ονόματα 29 Συρίων «και των τέκνων τους». Δυνατοί χαρακτηρισμοί με επίθετα και μετοχές σε ρόλο κατηγορουμένου («Άκλαυτοι, άθαφτοι, χαμένοι αριθμοί, σοροί ξεβρασμένοι, οστρακισμένοι απ’ τη γενέθλια γη»), που προσδιορίζουν το απάνθρωπο της μοίρας των ανθρώπων αυτών. Υποβλητική πρωτοπρόσωπη γραφή με ρήματα δυναμικά: «ξορκίζω», «χαράζω», «παραδίνω», με το ρήμα «χαράζω» μάλιστα σε επανάληψη, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη ένταση στο συναίσθημα. Καθαρά χημικά στοιχεία, όπως το κοβάλτιο, το μολυβδαίνιο, το κάδμιο και ο χαλκός, συνδέονται ευρηματικότατα με ανθρώπινα συναισθήματα και υψηλές αξίες. «Βιβλικά πετρώματα» μας μεταφέρουν στις χώρες της Μεσοποταμίας, που σήμερα φλέγονται. Βότσαλα και κοχύλια παίρνουν τη μορφή ανθρώπων που χάθηκαν στο βυθό της Μεσογείου, αυτόν που έγινε και ο τάφος τους. Πετρώματα χαράσσονται με «ακατάληπτα» ονόματα ανθρώπων από ναυάγια. Άπειρα τα ξεχασμένα ναυάγια στη Μεσόγειο ανά τους αιώνες. «Όστρακα ασβεστολιθικά, τάφοι και τούτα μες στον υγρό τον τάφο τον αχόρταγο». Όλα ξεχασμένα στο χρόνο, στο βυθό της θάλασσας. «Τυμβωρύχος ο πόνος».

Το ποιητικό υποκείμενο, συγκλονισμένο, αποφασίζει να γίνει ο συλητής αυτών των θαλάσσιων τάφων, προκειμένου να παραβιάσει το εσωτερικό τους και να καταγράψει τις ανώνυμες ανθρώπινες ψυχές που βρίσκονται θαμμένες εκεί αιώνες και αντιπροσωπεύουν το προσφυγικό δράμα.

[…]

Βότσαλα και κοχύλια

τα παραδίνω με εμβρίθεια ληξιάρχου

στην ανοχή της θάλασσας.

Μυριάδες στο βυθό τα μνήματα.

Λησμονημένα στους αιώνες.

Παρηχήσεις, προσωποποιήσεις και μεταφορές διαμορφώνουν ένα πολλαπλασιαστικά αυξανόμενο συναίσθημα που μετατρέπει τον ποιητικό λόγο σε ανθρώπινο λυγμό. Το ασύνδετο σχήμα και ο ενεστώτας προσδίδουν γοργότητα και διάρκεια στην πράξη. Η φωνή του ποιητή κλαίουσα, σπαρακτική. Η μαρτυρική πορεία του ανθρώπου στους αιώνες, η αναμέτρησή του με το παράλογο του πολέμου, η άδικη απώλεια της ύπαρξης.

Στο ποίημα «Νέος αιώνας, ο πανάρχαιος», που αφιερώνεται στο λογοτέχνη Ιάσονα Δεπούντη, ο οίστρος στρέφεται προς πιο διανοητικές σφαίρες. Η θεωρία των βαρυτικών κυμάτων, η Μεγάλη Έκρηξη, οι κινήσεις των άστρων και των πλανητών, δανεισμένες από τις καθαρά ορθολογιστικές επιστήμες, γίνονται αφορμή να εκφραστούν ερωτήματα και προβληματισμοί για την ανθρώπινη ύπαρξη, το άπειρο του σύμπαντος και το πεπερασμένο του ανθρώπου. Ένα σύντομο πέρασμα της μνήμης, μια φευγαλέα αναδρομή στην αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου ανά τους αιώνες να λύσει το μυστήριο της ζωής, να αποκρυπτογραφήσει τη λειτουργία του. Μια έκφραση μεταφυσικής αγωνίας, μια αγωνιώδης προσπάθεια προσέγγισης του υπερκείμενου.

Η πρωτοπρόσωπη γραφή δημιουργεί κλίμα προσωπικής εξομολόγησης. Ο τρόπος όμως που αρθρώνεται το ποίημα το καθιστά έκφραση των ανησυχιών όλου του ανθρώπινου είδους, εφόσον η εκπληκτική αντίθεση στη δεύτερη στροφή («σε αύριο αρχαίο») προσδίδει διαχρονικό χαρακτήρα στα λεγόμενα.

Αισθητοποιώντας το πνευματικό, η καλλιτέχνις αρθρώνει λόγο ποιητικό για τη φύση και τη ζώσα ύλη. Στο τέλος, συγκεράζονται αρμονικά επιστήμη και θρησκεία. Η εκκλησιαστική φράση για την υπόσταση του Θείου μεταφέρεται αυτούσια:

[…]

Πεπερασμένος νους, τω όντι ον

αναζητώ δημιουργό ακατάληπτο, άκτιστο

στης εντροπίας τη μυστηριακή ευταξία

το χρίσμα αποζητώ της έκστασής μου.

Από την πρώτη ενότητα δε λείπουν, βέβαια, και ποιήματα πολιτικά. Ένα θαρραλέο ξεφλούδισμα της πολιτικής «εντός και εκτός των τειχών» επιχειρείται στο ποίημα «Ελεύθερη πτώση». Με όρους της οικονομίας (όπως, για παράδειγμα, η λέξη Χρηματιστήριο), αλλά και με βάση τις πτώσεις των ονομάτων (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, αφαιρετική), πλάθεται ένα ποίημα εξαιρετικής εμπνεύσεως, κεντρική συνιστώσα του οποίου είναι η βαρβαρότητα της πολιτικής των ισχυρών εναντίον των ανίσχυρων. Διάχυτη η ειρωνεία, εκφράζεται εξαιρετικά επιτυχημένα με τη χρήση της αρχαΐζουσας γλώσσας.

[…]

Ελληνιστί, αμφότερες οι πτώσεις,

απ’ τη μια τσέπη του αφεντικού στην άλλη.

Βάρβαρη φράση εις την μαλλιαρήν.

Η βαρβαρότης άπτωτος.

Το ποίημα «Χειροκροτήστε με» αναφέρεται σε ένα επίσης σύγχρονο θέμα: στο facebook και το μαγικό του κόσμο. Ο πρώτος στίχος μάς αιφνιδιάζει με την εύστοχη χρήση της λαϊκής λέξης «καλέ». Ευφυής ποιητική επινόηση, εκφραστική της τεράστιας διάστασης που έχουν λάβει τα κοινωνικά δίκτυα στις λαϊκές μάζες. Με λόγο ευθύβολο, με ευδιάκριτο το σημαίνον από το σημαινόμενο, χτίζεται ένα ευρηματικότατο ποίημα που στηλιτεύει τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνικών δικτύων. Θίγεται, από τη μια, η δημοκρατικότητα του επικοινωνιακού αυτού μέσου, θίγεται όμως και η προσποίηση, η εγωπάθεια, ο ναρκισσισμός  που δημιουργεί. Στο ποίημα θα βρούμε και ξένες εκφράσεις, ταιριαστές με την ξενόφερτη ονομασία του facebook. Ο χαριεντίζων λόγος, το λαϊκότροπο ύφος, τα υποκοριστικά, οι επαναλήψεις και οι διατυπώσεις της καθομιλουμένης προσδίδουν την αμεσότητα του προφορικού λόγου στο ποίημα και έναν ιδιαίτερα υποβλητικό αυθορμητισμό. Ταυτόχρονα εξυπηρετούν τη ρυθμικότητα και το εννοιολογικό του περιεχόμενο. Έτσι, το μετατρέπουν σε μια εξαιρετικά  ευθύβολη σάτιρα, με τελική ωστόσο υποταγή του ποιητικού υποκειμένου στη γοητεία του: «Ε, φιλαράκο, πού πας; Μου έκανες like;».

Η δεύτερη ενότητα («Χάσμα») περιλαμβάνει ένα μόνον ποίημα, αφιερωμένο στους γονείς της ποιήτριας, με τον τίτλο «Σελιδοδείκτης ονείρων». Μια εσωτερική αναδρομή επιχειρείται στην ενότητα, μια προσωπική αναδίφηση με κέντρο τη μνήμη. Ένα ξεφύλλισμα του βιβλίου της ζωής. Το ψηφιδωτό της ψυχής κατακερματίζεται, όπως είναι φυσικό σε  αυτές τις περιπτώσεις της εσωτερικής ψηλάφησης. Έρχονται στην επιφάνεια απραγματοποίητα όνειρα, ανθρώπινα λάθη, παραμελημένες υποσχέσεις. Φλέγεται η ψυχή, παραδέρνεται μέσα στους «σελιδοδείκτες του βιβλίου» της ζωής. Οι μνήμες χάνονται. Όμως, παρότι η λήθη σβήνει τις δυσάρεστες μνήμες, το ποιητικό «εγώ» επιμένει πεισματικά να αναμοχλεύει το παρελθόν, επιχειρώντας εισβολή στην εσωτερική ζωή. Υποβλητικό το δεύτερο πρόσωπο γραφής στο ποίημα, ανοίγει διάλογο με τον αναγνώστη, απευθυνόμενο στον καθέναν.

Η τελευταία ενότητα με τίτλο «Πετροκέρασα» περιλαμβάνει πιο προσωπικά ποιήματα. Επικρατεί η πρωτοπρόσωπη γραφή. Ήδομαι, θλίβομαι, ενθάδε κείμαι, έβρεχε κι έκλαιγα, για σένα έκλαιγα, έρωτές μου, έμεινα ξάγρυπνη, θυμάμαι, ξυπνώ, ελευθερώνομαι… Προστακτικές και υποτακτικές εμφανίζονται στην ενότητα αυτή, για να δηλώσουν άλλοτε τη δυναμική προτροπή και άλλοτε την παραχώρηση, την ευχή, την επιθυμία. Κυριαρχούσα έγκλιση ωστόσο η οριστική, η έγκλιση του πραγματικού, όπως και ο ενεστώτας, ο χρόνος της διάρκειας. Όμως η ανάγκη ψηλάφησης γεγονότων αυστηρά προσωπικών στιγμών, που συνέβησαν στο παρελθόν, αναδεικνύει συχνά και τον αόριστο, ως χρόνο του συντελεσμένου γεγονότος, που έρχεται επίμονα και νοσταλγικά στη μνήμη, προκειμένου να επαναφέρει τα συμβάντα μιας άλλης περιόδου και να προσδιορίσει με βάση αυτά το παρόν.

Από την άλλη, οπτικές και κινητικές εικόνες, ερωτήσεις και ασύνδετα, μεταφορές, προσωποποιήσεις, επαναλήψεις, επίθετα και εξομολογητικός τόνος συνθέτουν στην ενότητα αυτή ένα ενδιαφέρον παζλ χρωμάτων και ψυχικών διακυμάνσεων που προσδίδει έντονο λυρισμό στο λόγο και θέλγει τον αναγνώστη.

Το νόημα της ύπαρξης, ο έρωτας, η ανθρώπινη ασημαντότητα απασχολούν και εδώ την καλλιτέχνιδα. Δουλεμένα όλα τα ποιήματα προσεκτικά, εκπέμπουν βαθύ προβληματισμό και χαρακτηρίζονται από ποιητική δεινότητα. Τρία ποιήματα παρουσιάζονται με δύο γραφές, εκ των οποίων η δεύτερη είναι πρόσφατη. Ο εσωτερικός ρυθμός συνεχίζεται κι εδώ, ενώ το συναίσθημα είναι περισσότερο εμφανές στην ενότητα αυτή. Ο έρωτας καθαγιάζεται: «Ήδομαι τα θεία δάκρυα», «Άγιο δικό μου εσύ,/ αίτιο ύπαρξης ανθεκτικής/ στη θλίψη και την προσμονή».

Στην ενότητα αυτή συγκαταλέγεται το ποίημα «Αρχείο ερώτων», μια εύστοχη αναφορά στους περασμένους έρωτες, μια ευφυής παρήχηση του κάπα. Πέντε στίχοι πλασμένοι με λέξεις που αρχίζουν όλες από το σύμφωνο κάπα. Εξαίρεση, ο έκτος και τελευταίος στίχος του ποιήματος. Έξι ουσιαστικά (κορμιά, καρνάγια, καπόνια, κελαρύσματα, κουφάρια, έρωτές μου) με τους προσδιορισμούς τους και έξι προστακτικές, όλα αρμονικά συνταιριασμένα σε ένα ποίημα-ικεσία, με κατάληξη μια δυναμική ενεργητική προστακτική:

[…]

Έρωτές μου αλλοτινοί, ικετεύω σας, χάστε με.

Την ποιήτρια προβληματίζει ο κόσμος που διαρκώς μεταβάλλεται: «Ποιος κόσμος; Ο δικός μου κόσμος. Αλλάζει», όπως και η καθημερινότητα: «Τόσα μικροπράγματα, τόσες έγνοιες»… Στιγμές ανθρώπινες, στιγμές ευάλωτες, στιγμές όπου οι καθημερινές έγνοιες πνίγουν το ποιητικό «εγώ» και το οδηγούν σε επαναπροσδιορισμό της ζωής και των στόχων. Τότε είναι που ζηλεύει το αηδόνι, το όμορφο δέντρο. Και εκεί τελικά βρίσκει τη γαλήνη, στη φύση. Σ’ αυτή αναζητά τη σωτηρία, τη λύτρωση από την αγωνία.

[…]

Θυμάμαι, τις προάλλες ζήλεψα

το φεγγάρι. Το αηδόνι,

το όμορφο δέντρο. Γαλήνη.

[…]

Γαλήνεψε η ψυχή

κι έμεινα ξάγρυπνη,

να δω τον ήλιο ν’ ανατέλλει.

Το όνειρο παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίηση της Μαρίας Σύρρου. Άλλες φορές καθίσταται η αρχή μιας εξαΰλωσης, μιας λυτρωτικής επικοινωνίας με το υπερπέραν, κι άλλες φορές μετατρέπεται σε εφιάλτη που την ταλανίζει. Η έξοδος χάνεται, τα πόδια καρφώνονται στο έδαφος. Πάντα, όμως, ο «φεγγίτης» είναι «πανσέληνος». Τελικά, έρχεται λύτρωση από τον εφιάλτη και η αισιοδοξία διαπνέει το λόγο. Εκφραστικό δείγμα του αισιόδοξου πνεύματος που κυριαρχεί στην ενότητα είναι το ποίημα «Αιφνίδια έξοδος»:

Οδυνηρή συντροφιά

τα σκοτεινά δωμάτια

οι μνήμες της όσφρησης

των έξαφνων ήχων το μούδιασμα

η σκουριασμένη σκάλα. Την ανεβαίνω βιαστικά.

Αόρατη απειλή. Τα μάτια

αθέλητα τολμούν

προς την κρυστάλλινη

προκλητική γωνιά της οροφής.

Πανσέληνος φεγγίτης.

Πριν αφεθεί στο απροσδόκητο

το κορμί

τεντώνεται.

Τα δάχτυλα

των χεριών οδηγούν

των ποδιών καρφωμένα στο πάτωμα.

Η ορμή

θρυμματίζει τη νύχτα

κι ελευθερώνομαι

στο άχραντο γαλάζιο.

Λυρισμός, εσωτερικότητα και ρυθμός κυριαρχούν στην ενότητα αυτή. Εικόνες και αισθήσεις πιστά και υπέροχα συνταιριασμένες. Η θεωρία της ύλης ως αξεχώριστα δεμένης με το πνεύμα. «Και έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.» Η ψυχή ζητά πνευματικότητα και στρέφεται στους αρχαίους φιλοσόφους, επιθυμεί να ενωθεί με τη φύση, καίγεται για την αγαθότητα, την αρετή. Ο νους, από την άλλη, τείνει να αψηφά τις εσωτερικές καταβυθίσεις, στρέφεται στο ρεαλισμό και την ορθή λογική, ενώ το σώμα επιμένει για τροφή, πρώτιστη ανθρώπινη ανάγκη.

Η συλλογή κλείνει με το υπέροχο ποίημα «Στο μέτρο του χαμόγελου». Μια όμορφη σκηνή μεσημεριανού φαγητού, η πιατέλα με το βαθύ σκέπασμα, το λινό τραπεζομάντιλο και το χέρι σε σχήμα κύκνου που αφήνει να αναδυθούν πολύχρωμες πεταλούδες-γεύσεις. Η μυστικιστική σκηνή του φαγητού με την ευωχία της, πανδαισία αρωμάτων και γεύσεων, σε μια υπέροχη εικονοπλασία και μεταφορά.

Όμως το κλειστοφοβικό περιβάλλον του εσωτερικού χώρου δεν αρμόζει στην ποιήτρια, την κάνει να ασφυκτιά. Αγαπά το φως. «Παράτολμο/ να μην υπάρχει/ ένα παράθυρο να ανοίξεις./ Μια χαραμάδα φως/ να κρατηθεί το όνειρο», καταλήγει. Η συλλογή κλείνει με αυτή την υπέροχη αναφορά. Με την ανάγκη για έξοδο στο φως, ώστε να κρατηθεί το όνειρο. Με μια θετική, δηλαδή, τοποθέτηση απέναντι στη ζωή.

Όνειρο, πραγματικότητα, παράθυρο, φως. Λέξεις που σηματοδοτούν την ποίηση της Μαρίας Σύρρου. Ποίηση εσωτερική, στοχαστική, λυρική, σε καμία όμως περίπτωση θλιβερή ή αποπνικτική. Προσπαθεί να πλησιάσει την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης με τρόπο, ωστόσο, που δεν κουράζει τον αναγνώστη. Θέματά της, τα προαιώνια αναπάντητα ανθρώπινα ερωτήματα: ζωή, θάνατος, Θεός, άπειρο, μα και η καθημερινότητα. Το αποτέλεσμα απολύτως επιτυχές για τον πομπό και το δέκτη.

Η ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής Επιλήσμονες αφήνει μια γεύση ευχάριστη στις αισθήσεις. Ιώδιο πνευματικό, που γιατρεύει από την ασθένεια του εύπεπτου λόγου και την κακογουστιά της εποχής. Γεμάτη πνευματικότητα η συλλογή, οδηγεί στο στοχασμό. Γεμάτη λυρισμό, αποφορτίζει και γαληνεύει. Άλλες φορές είναι ένας υπέροχος ζωγραφικός πίνακας, άλλες ένα εύηχο ρυθμικό μουσικό κομμάτι, άλλες φορές πάλι ένα συναρπαστικό θεατρικό δρώμενο. Χαρακτηριστικό της, η δυνατή εικονοπλασία. Η ποιητική άποψη, ωστόσο, είναι κυρίως θεατρική. Σκηνικά τα περισσότερα έργα της, πρόσφορα για παιχνίδι θεατρικό.

Η Μαρία Σύρρου, με την πρώτη της ποιητική συλλογή, εισήλθε στο χώρο της λογοτεχνίας δυναμικά και με αξιώσεις. Εγκαταστάθηκε με άνεση στο καινούργιο της σπίτι, την ποίηση. Ίσως να είναι «το πιο αλλόκοτο, το πιο αφύσικο, το πιο απρόβλεπτο απ’ όλα» σπίτι, για να χρησιμοποιήσω τη φράση της ποιήτριας Χλόης Κουτσουμπέλη, όμως φαίνεται πως εξασφάλισε χωρίς πρόβλημα την είσοδό της σ’ αυτό. Όλα της τα έργα είναι όμορφα, σχολαστικά δουλεμένα, με τον οίστρο ανθρώπου τελειομανούς. Δεν τους βρίσκεις εύκολα ψεγάδι. Σε κερδίζουν εξάλλου με τον ερωτικό ρομαντισμό που εκπέμπουν και τον υπαρξιακό προβληματισμό που γεννούν.

 

 

* Η Λίλια Τσούβα γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, από όπου και αποφοίτησε (τμήμα Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών). Εργάστηκε επί χρόνια ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top