Fractal

Επικήδειος αντίλογος

Γράφει η Niemands Rose // *

 

fractal_summerΈκαιγε ο ήλιος την πέτρα, την ταφόπετρα. Κι εμείς κλαίγαμε. Τα δάκρυά μας πέφτανε καυτά, και γι’ αυτό, ανάμεσα στα άλλα, δεν ωφελούσαν. Στη λάβα των δακρύων κινούσε να ενωθεί κι ο ιδρώτας από τις ρεματιές του σώματος. Του σώματος με τα σκούρα ρούχα, τα περιστασιακά, που κυμάτιζαν, όσες πτυχές τους δεν είχαν κολλήσει κατάσαρκά μας, πάνω από το άψυχο σώμα με την ύστατη φορεσιά. Κολλούσε πάνω μας η πένθιμη ενδυμασία, κολλούσε κι ο παπα-Παναγιώτης σε κάθε λέξη σχεδόν. Σχεδόν κεκές και σχεδόν κουκουές. Παπάς ανέκδοτο.

Κι αυτά τα κυπαρίσσια είναι τα πιο άχρηστα δέντρα από άποψη ίσκιου. Πού να συγκριθούν με τα γέρικα πλατάνια, που’ ναι αεισκιερά. Όμως, αν θάβαμε τους ανθρώπους κάτω από πλάτανους με τον παχύ, τον χορταστικό ίσκιο, στο τέλος θα καταλήγαμε να πίνουμε ούζα αντί κονιάκ, και θα ευχόμασταν γνήσια περιχαρείς στην υγειά μας αντί δήθεν -καμιά φορά- περίλυποι θεοσχωρέστον.

Έκλαιγε αυτός και ρουφούσε τις μύξες σαν αγροίκος. Όπως τότε που έβγαινε από τη θάλασσα, λες κι έβγαινε απ’ το σπίτι του. Κρατούσε μια ψαρούκλα να, το ίδιο ανεπιτήδευτα όπως κρατά κανένας μια αρμαθιά κλειδιά. Ένας άντρακλας με πλατάρες και μπράτσα άλλο πράμα! Η ψαρούκλα, που βρήκε το θάνατο από το ψαροτούφεκό του, φαινόταν ασήμαντο λυθρίνι στις χερούκλες του. Να θες να σε ξαπλώσει στην άμμο και να δεις τα κουκουνάρια ανάποδα. Τότε, στην πρώτη μας νεότητα πολλές εκφράσεις τις χρησιμοποιούσαμε επαναλαμβανόμενα, με έμφαση αλλά λανθασμένα. Σήμερα, καθώς έβλεπα μέσα από τα υγρά ματιά μου την μάνα του καταλάβαινα καλύτερα το νόημα της έκφρασης που μεταχειριζόμασταν με λάθος τρόπο. Το σωστό ήταν να πω πως ήθελα να με ξαπλώσει κάτω και να πω το Δεσπότη Παναγιώτη. Νυν απολύεις τη δούλη σου, Δέσποτα.

Έκλαιγε και ρουφούσε τις μύξες του ξεδιάντροπα. Ντρεπόταν και για λογαριασμό του η κοντή από δίπλα, η οποία ωστόσο μυξόκλαιγε. Έκλαιγε δηλαδή τόσο συγκρατημένα που οι δυο σταγόνες που αμόλησαν οι δακρυϊκοί της πόροι κυλούσαν πιο αργά από τις ουρές των εκδρομέων του δεκαπενταύγουστου μπροστά στη μπουκαπόρτα του καραβιού που θα τους πάει στα νησά. Η ψηλομύτα, που η μύτη της δε μυρίστηκε απ΄ τα κάστρα τα ψηλά πως ήταν σε κηδεία να αφήσει ένα ρυάκι συγκίνησης να τρέξει ίσαμε το άνω χείλος, που με τα τρεχάματα της τελετής και τα ύστερα της πεθεράς είχε ξεχάσει να αποτριχώσει, ως συνήθως. Κοντή, ψηλομύτα και μουστακαλού. Μοιάζαμε τρομερά.

Όταν μας την παρουσίασε πρώτη φορά στην παρέα, παρά το ότι είχα τυφλωθεί από ζήλια, αναγκάστηκα να συμφωνήσω με τους υπόλοιπους, μάλλον κακεντρεχείς, ως προς το οφθαλμοφανές: μοιάζαμε σαν αδελφές. Και πράγματι υπήρξαμε τόσο αδελφωμένες όσο ο Κάιν και ο Άβελ. Ήταν η εποχή που άνδρες, γυναίκες και παιδιά κουρεύονταν καπελάκι• εμένα ήταν φυσικό ίσιο το μαλλί, εκείνη το ίσιωνε. Ήξερε τον ίσιο δρόμο γενικά. Εγώ, το καπελάκι μου και σε άλλη παραλία, ειδικά.

Εγώ όμως, στη σημερινή περίσταση, αντίθετα με την αδελφή του ελέους, έριχνα το κλάμα της ζωής μου. Σπάραζα, όπως η ψαρούκλα τότε στη χερούκλα του• ή όπως η πάλαι ποτέ σωσίας μου -γιατί δε μπορεί να κοιμάσαι με αυτόν τον άντρα χωρίς σπαραγμό, όσο ξενέρωτη κι αν είσαι- στην αγκαλιά του. Θα πρέπει να έδειχνα πολύ χάλια, με μια μύτη κόκκινη από το πολύ το σφούγγισμα και τα ματιά πρησμένα γιατί ήταν η πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που γνωριζόμαστε που δε με κοιτούσε σα να είμαι φρέσκο ψάρι στα κάρβουνα που ήθελε να ξεκοκαλίσει με τις χειλάρες του.

Κοιτούσα προφίλ τη “συγχωρεμένη”. Σε τίποτα δεν της έμοιαζε. Αυτή ήταν σα σκίτσο με στυλό κι αυτός σαν πίνακας με παχύρευστη τέμπερα. Λεπτή μύτη καμπουριαστή με μακρόστενα ρουθούνια, στουμπωμένα τώρα με βαμβάκι, αυτή. Φαρδιά, ευθυτενή μύτη με στρογγυλά ρουθούνια τίγκα τώρα στη μύξα, αυτός. Όταν έβγαινε από τη θάλασσα, εγώ τον επιθυμούσα τόσο ώστε φαντασιωνόμουν να του γλείψω τη διάφανη βλέννα που ´χε κολλήσει στα πυκνά του γένια. Τι αγριάνθρωπος Θέ μου. Κι όταν χαμογελούσε, αχ, όπως το λέει ο ποιητής «όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γενιά τους». Ήθελε πάντοτε να ανοίξει τα φτερά του για άλλους τόπους. Χελιδόνι, ναυτικός, κάτι τέτοιο.

Όταν οι περισσότεροι έμπαιναν στο ναυτικό με τα κόλπα του πελατειακού πολιτικού συστήματος για να μη κακοπεράσουν, αυτός κατατασσόταν λες κι εκπλήρωνε το όνειρο της ζωής του. Κι ας βρήκαν κάποιοι, ανάμεσα στους οποίους η ψόφια όρκα που δε πρόλαβα να της τα ψάλλω πριν τον παπά-Παναή, αφορμή να μουρμουρίσουν κάποια μισόλογα για το ναυτικό και τις αδελφές. Εγώ όμως που ήμουν δηλωμένη πια όταν μετά τις πολλές αναβολές αποφάσισα να εκτίσω τη θητεία μου, πήγα χωρίς πολλά-πολλά στο στρατό ξηράς. Και βρήκα πολλά κραγμένα γκεόλια εκεί μέσα, που μπροστά τους φαινόμουν καραστρέιτ. Άρα όλα αυτά δεν ήταν παρά μια από τις πιέσεις, μαζί με την αρτηριακή της, που ασκούσε η πεθαμένη για να του τσακίσει τον όποιο τσαμπουκά, όταν στα 18 του -βλέπεις δεν ανήκε ποτέ στη φοιτητιώσα νεολαία, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αυτός ο γκαύλακας, ώστε να παίρνει αναβολές- υπηρέτησε στο ναυτικό.

Μια από κείνες τις ατέλειωτες βραδιές, που μετά τα νυχτερινά μακροβούτια, τις φωτιές στην αμμουδιά, τις παγωμένες μπύρες και τις κάφτρες από τα τσιγάρα να φωτίζουν τα πρόσωπά μας και προπάντων τις καστανοπράσινες ματάρες του, καταλήξαμε να το ξενυχτάμε οι δυο μας, κοιτώντας τον ουρανό που μακριά από τα ηλίθια φώτα του πολιτισμού ξεδιπλώνει πάντα τον έναστρο μανδύα του. Μιλήσαμε για τα πάντα, για τα σύμπαντα, εκτός από μας τους δυο. Κολυμπήσαμε γυμνοί, μετά από δική του προτροπή, και ξαπλώσαμε πλάι-πλάι, ενώ οι ώμοι μας ακουμπούσαν τόσο όσο εγώ να έχω σχεδόν λιποθυμήσει από πόθο κι αυτός να ξεροκαταπίνει και να μην τολμά να γυρίσει να με κοιτάξει, σα να διαπράττει το έγκλημα της ζωής του. Που τί έγκλημα να διαπράξει αυτός ο αγαθός γίγαντας, που όσο αγριάνθρωπος είναι απέξω, τόσο ψυχούλα είναι από μέσα ενώ η γέφυρα ανάμεσα στους δυο πόλους είναι η ομορφιά του μέσα-έξω.

Αντίθετα, αυτό το ψοφίμι, πριν και μετά το θάνατο της, άσχημη μέσα-έξω, μόλυνε συστηματικά τη ζωή του μοναχογιού της με ασχήμια και θανατίλα. Όπως άλλες πλέκουν την προίκα της κόρης, αυτή του έπλεκε το εφιαλτικό σενάριο της ζωής του. Μιας ζωής κόντρα στις επιθυμίες του. Όπως άλλες κεντούσαν τα προικιά της θυγατέρας, αυτή του τρυπούσε τα μυαλά με το δηλητήριό της. Ένας μπαμπούλας παραμόνευε να τον κατασπαράξει σε κάθε θέλω του. Έτσι κατάφερε η απαίσια σκρόφα να τον μετατρέψει σε ένα τέλεια δυστυχισμένο άνθρωπο που γευμάτιζε ωστόσο κάθε Κυριακή μαζί της και της σέρβιρε, αυτό που τράβαγε η όρεξη της, ένα εγγόνι. Μόνος στο τραπέζι με τρεις γυναίκες.

Ο πατέρας του σοφός άνθρωπος. Έφτιαξε, μετά τη σύνταξη, έναν μπαχτσέ στο χωριό, πολλά χιλιόμετρα και στριφογυριστά τα περισσότερα, μακριά από την αποδημήσασα, ακρίβυνε η βενζίνη πού να πηγαινοέρχεται, κατσικώθηκε στο κατσικοχώρι του, στην αυτοεξορία του. Και άφησε τη Σκύλλα να λυσσάει μόνη της ώσπου την πήρε ο μόνος αρσενικός που θα μπορούσε να την κουλαντρίσει. Με ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα ο Χάρος την έκανε δική του. Κεραυνοβόλος θάνατος. Που αν ήξερε με ποια είχε να κάνει, μπορεί και κείνος να το ανέβαλλε για αργότερα, όπως έκανε άλλωστε με όλα τα σκατόψυχα γερόντια που κυκλοφορούν χολωμένα ως τα βαθιά γεράματα ενώ πετσοκόβει στο άνθος τους κάτι ψυχούλες σαν τον κολλητό του τεθλιμμένου γιου, έναν ημίθεο που κάποτε τον ζήλευα κι εκείνον.

Αυτονού όμως η μάνα, όπως κι η δικιά μου, δεν ήταν της Εκκλησίας, όπως η ασυγχώρητη που παριστάνει τώρα την συγχωρεμένη και η συμπεθέρα της, η μάνα της κοντής. Εμείς και οι μανάδες μας ήμαστε απολωλότα πρόβατα. Οι συμπεθέρες θεοσεβούμενες. Αυτή, την αμφιβόλου υπάρξεως οντότητα, το Θεό, τη σεβόντουσαν. Εμείς, που’ χαμε σάρκα και οστά, δεν αξίζαμε το σεβασμό τους. Ούτε και ως νεκροί. Γι’ αυτό, όταν σκοτώθηκε ο κολλητός του λεγάμενου, που όσο ζούσε ήταν ο «κακεσπαρέες», δικαίως η ανεγκέφαλη, που σύντομα θα ‘ ναι τέτοια κυριολεκτικά, έκρινε πως αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα, εννοώντας πως αν οι γονείς του ήταν άνθρωποι θρησκευάμενοι αντί για γλεντζέδες, και το παιδί δε θα το τράκαρε ο άλλος ο μεθυσμένος στην παλιά Εθνική. Όμως και το σκοτωμένο, αν είχε τα μυαλά του μες στο κεφάλι του, δε θα σκορπίζονταν τελικά στην άσφαλτο να τα μαζεύει το ΕΚΑΒ. Βέβαια, αν σκοτωνόταν σε τροχαίο γιος του έθνους των προσκυνούντων θα αλλάζανε τροπάριο, λέγοντας πως ο Θεός τους καλούς τους παίρνει γρήγορα κοντά του. Αλλά τέτοιοι υπήρξαν οι εθνικοί μας οδοί, τέτοια και τα φονταμεντάλ χριστιανοφασιστόνια που αποτελούν το έθνος μας.

Κινδύνευα λέμε να σκάσω απ’ το κλάμα. Από όλες τις μοιρολογίστρες μόνο εγώ κι ο γιος της απομείναμε να κλαίμε. Πως είχα εκτίμηση, αγάπη, λατρεία μη σου πω στην τεζαρισμένη, όλη η Ενορία θα το παραδεχτεί μια από τις προσεχείς μέρες. Εκτός κι αν κάποια φαρμακόγλωσσα, που είναι, όσο να πεις, ενδημικό είδος στις τάξεις των σταυροκοπούντων, πετάξει με τακτική κόμπρας το δηλητήριο «την έκλαψε πολύ τη μακαρίτισσα η νύφη της». Μια άλλη θα απορήσει. Και δικαίως, αφού η κοντή με το ζόρι έχυσε δυο δάκρυα. Και τότε η φαρμακόγλωσσα θα λάβει την πάσα που περίμενε: «όχι καλέ η καθηγήτρια», θα διευκρίνιζε εννοώντας την ωρομίσθια αδιόριστη εκπαιδευτικό, «την άλλη, την Ιταλίδα», εννοώντας εμένα που ζούσα εδώ και χρόνια στη Φλωρεντία.

Κόντευε να τελειώσει η κηδεία που το βαρύ εγκεφαλικό του ιερωμένου και η συνεπακόλουθη ανήκεστος βλάβη στην άρθρωση του λόγου, του λόγου του Θεού εν προκειμένω, την επιμήκυνε τόσο ώστε μες στο καταμεσήμερο να δυσφορήσουν -συγκρατημένα μεν- μέχρι και οι συθρησκόληπτες της πεθαμένης, που ‘ ναι μαθημένες σε τέτοια ιβέντς. Δεν άντεχα άλλο να κλαίω για τον άνδρα που λάτρεψα όσο κανέναν και τον λάτρεψα όσο κανείς. Βαλάντωσα να τον βλέπω πλάι σε μια ημιθανή κλώσα, ανήμπορο να δραπετεύσει από το δίχτυ της δυστυχίας που του ύφανε μαζί με τη μάνα της και την τρισκατάρατη τη μάνα του, που στον αγύριστο να πάει η σιχαμένη, να τον βλέπω δυστυχή και εγκλωβισμένο στην επαρχία των αθλίων όπου άρχισε πια να γίνεται γνωστό πως κάποιες νύχτες έβγαινε και ψωνιζόταν στην πιάτσα, πίσω από το νεκροταφείο. Αυτός που θα μπορούσε να’ ναι ο άντρας μου.

 

(Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος», εκδόσεις Απόπειρα)

 

niemands* Η Niemands Rose γεννήθηκε στην Κρήτη. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Έχει συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις (την Ελευθεροτυπία, την Αυγή και τα «Ενθέματα», το «Μπαχάρ» κ.ά.) ενώ κείμενά της περιλαμβάνονται στο συλλογικό έργο «Ανθολόγιον Ιστολόγιον» (ψηφιακή έκδοση, 2012). Διατηρεί από το 2007 το μπλογκ «Του κανενός το ρόδο».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top