Fractal

«Ο έρωτας άλλωστε είναι εξίσωση»

Γράφει η Τζούλια Γκανάσου //

 

Κωνσταντίνος Γυπαράκης «Επί του έρωτος ομιλία», Ποίηση, Εκδ. Ιωλκός

 

Το «Επί του έρωτος ομιλία», το τέταρτο προσωπικό έργο του Κωνσταντίνου Γυπαράκη, είναι ένα βαθύ, πολυδιάστατο ανάγνωσμα που «τραμπαλίζει» ανάμεσα στην ποίηση και στον πεζό λόγο και κινητοποιεί τόσο τον στοχασμό, όσο και το συναίσθημα. Με γλώσσα που ρέει αβίαστα και με ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες των εικόνων και των συλλογισμών, ο συγγραφέας φτιάχνει ένα έργο πυκνό και περιεκτικό.

Το «Επί του έρωτος ομιλία» βρίθει από γρίφους και θέτει ερωτήματα χωρίς να προβάλλει την αλαζονική διεκδίκηση να τα απαντήσει. Θέτει μάλιστα τα ερωτήματα με τόσο εύστροφο τρόπο που αναδύονται μέσα από εικόνες ισχυρές και συνειρμούς, όχι μέσα από συνταγές έτοιμης ύλης. «Ο έρωτας άλλωστε είναι εξίσωση» δηλώνει πολύ νωρίς ο συγγραφέας, στην αρχή σχεδόν του βιβλίου, την ίδια ώρα που «βγάζει γλώσσα στην παλέτα ερωτηματικών». Το βιβλίο είναι ολόκληρο ένα ερώτημα για τον έρωτα που σχετίζεται τόσο στενά με τη ζωή, με τη χαρά, με την αναζήτηση αλλά και με την ματαίωση, με την οδύνη, τη μοναξιά και τον θάνατο.

Σε αυτό το πλαίσιο, το παρελθόν ενέχει εξέχουσα θέση στο εν λόγω έργο. Το παρελθόν που μας καθορίζει. Το παρελθόν που μας στοιχειώνει. Την ίδια ώρα, το ίδιο παρελθόν που μας καθιστά πλούσιους, χωρίς αυτό δεν θα ήμασταν οι ίδιοι. «Οι ξανθές πλεξούδες σου με αφοπλίζουν και απογυμνώνουν / πολιορκώντας το χειροκρότημά μου όπως καταθέτω τα όπλα μου, / ενώ παρελαύνεις σημαιοφόρος του παρελθόντος σου» ή «Αρκεί να κλείσεις στο παρελθόν τα παράθυρα εσώρουχά μου.»

Καίρια θέση στο εν λόγω έργο έχει ο συνδυασμός του ρομαντικού, ιδεαλιστικού στοιχείου με το πεζό, πρακτικό κομμάτι της απτής καθημερινότητας. Μοιάζει σαν η πιο κοινότοπη παράμετρος της ζωής να παρεισφρέει στις πιο μεγαλειώδεις ώρες και να τις γειώνει, να τις φέρνει κοντά στο χώμα, κοντά στο σώμα, κοντά στο αναπόφευκτο για όλους τέρμα. «Στην κατσαρόλα σοτάρισα τα κρεμμύδια με τα φιλιά σου» ή «Στο φαρμακείο ζήτησα ένα κουτί προφυλακτικά και ταμπλέτες ηλιαχτίδων» ή ίσως, «Σου έδωσα ένα φιλί και ζήτησες απόδειξη για να τη βάλεις / στη δήλωση τεκμαρτού ερωτικού εισοδήματος.» Ο  συνδυασμός πρακτικού και ιδεαλιστικού ενώ θυμίζει αφαιρετικά Μπορίς Βιάν, διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο, πολύ προσωπικό ύφος το οποίο ο Γυπαράκης υπερασπίζει στην εν λόγω ποιητική συλλογή με ωριμότητα στήνοντας ένα σύμπαν όπου συνδυάζονται τα πάντα. «Είμαι αντιρρησίας ερωτικής συνείδησης και λαθρομετανάστης / στο κράτος της αγκαλιάς σου» ή  «Τότε να ζητήσεις πολιτικό άσυλο ως καταδιωκόμενος από τον ψυχαναλυτή σου».

Η γέννηση και ο θάνατος συνυπάρχουν διαρκώς στο «Περί του έρωτος ομιλία». Αλληλοσυμπληρώνονται. Αδικούνται και αδικούν. Ή όπως λέει ο συγγραφέας: «Η γέννηση ξανά. / Αφού ο θάνατος είναι πανταχού ομφάλιου λώρου παρών». Στην ποίηση του Γυπαράκη, η ζωή συνδέει τη γέννηση με τον θάνατο αδιάρρηκτα μέσα από μια νομοτελειακή αλληλουχία γεγονότων. Ο έρωτας έρχεται να γεφυρώσει τα κενά. Στα ποιήματα που συγκροτούν την συλλογή, ο έρωτας συνομιλεί με τη γέννηση και κάνει τον άνθρωπο να αψηφά τον θάνατο, έστω προσωρινά. Η επιθυμία κινεί τα νήματα. Η σφοδρή επιθυμία κάνει τον άνθρωπο «υπερ-άνθρωπο». Στο «Επί του έρωτος ομιλία» όλα ετούτα συμπορεύονται με την ελπίδα ή όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε: «Φωτιά η σκέψη μου στη θύμησή σου. Καιόμενη βάτος θρησκευόμενη και έμπλεη ελπίδος». Η γραφή του Γυπαράκη έχει μια μουσικότητα που θυμίζει προσευχή. Διαθέτει μια ακρίβεια στην επιλογή των λέξεων ώστε αποδίδει απολύτως τα νοήματα και τη σχεσιακή συνάφειά τους. Διακρίνεις πίσω από τις λέξεις, τον σπαραγμό και την αγωνία του Ανθρώπου (με Α κεφαλαίο), του ερωτευμένου θνητού που διακατέχεται από τον πόθο προς το αέναο και κλονίζεται από την αγωνία του τέλους. Και εκεί έρχεται να γλυκάνει τα πάντα η ελπίδα. Ή όπως τονίζει ο συγγραφέας: «Η ελπίδα, βασίλισσα, από γεννήσεως, καθιστά λίπασμα ως τον θάνατο των εραστών κηφήνων. Ο άντρας θάνατος, η γυναίκα ζωή».

Το δίπολο γυναίκα – άντρας συναντάται επίσης μέσα στα κείμενα του Γυπαράκη. Συχνά συνδυάζεται με την φύση, με τη ροπή προς ό,τι μας έχει καθορίσει. Δεν είναι ορατή η σχέση με το πεπρωμένο αλλά αδιαμφισβήτητα εντοπίζουμε μια υπαρξιακή αναζήτηση περί της ζωής, της χαράς και της οδύνης, της ηδονής και της ματαίωσης, περί του φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του. «Γιατί» όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας « η γυναίκα ελπίζει αναπνέοντας ενώ ο άντρας καταστρέφεται» ή «Ο έρωτας είναι σύγκρουση στο διηνεκές με τις επιθυμίες των γελοίων».

Και φτάνουμε ως εκ ετούτου στην οργή.  Η οργή είναι κυρίαρχο συναίσθημα στην εν λόγω ποιητική συλλογή. Ένας υποβόσκων θυμός όχι μόνο προς όσους νέμονται την άνεση της ζωής χωρίς να την έχουν διεκδικήσει και κερδίσει, όχι μόνο προς όσους κινούν τα νήματα και αποτυγχάνουν να δώσουν λύσεις που θα βοηθήσουν τους πολλούς, όχι μόνο προς όσους αγνοούν και κομπάζουν, αλλά μια οργή προς τον ίδιο τον «εαυτό» που δεν στάθηκε ικανός να ανταπεξέλθει στις πιο δύσκολες προκλήσεις. «Νέκυια χώρα η ζωοδόχος θυσία των κηφήνων.» γράφει ο Γυπαράκης ή «Κάθε δειλός άλλωστε όπως εγώ, οπλίζει εύκολα αντιμέτωπος με την απεικόνιση του πραγματικού εαυτού του.»

 

Κωνσταντίνος Γυπαράκης

 

Κάπως έτσι, ο συγγραφέας μελετάει τον «εαυτό». Στο πιο πολύτιμο λάθος. Στην πιο ριψοκίνδυνη συγκυρία. Στον πιο δυσεύρετο τόπο. Στην πιο αποκαλυπτική συνάντηση. Στην πιο μεγάλη καταστροφή. Ο «εαυτός», στην ποίηση του Γυπαράκη, δεν είναι κάτι που πρέπει να χαϊδέψουμε. Αντιθέτως. Η ανάγνωση του βιβλίου μας προτρέπει να είμαστε σκληροί με τον εαυτό μας για να φτάσουμε σε ένα επίπεδο αλήθειας. Πρέπει να στεκόμαστε γυμνοί απέναντί του και ειλικρινείς ώστε να κατορθώσουμε ένα είδος ισορροπίας. Έντιμοι αλλά όχι αμείλικτοι ώστε να αγγίξουμε ένα καθεστώς συμφιλίωσης και εντέλει, αποδοχής.

Τέλος, για την ποίηση του Κωνσταντίνου Γυπαράκη, κινητήριος δύναμη και φορέας των πάντων είναι το σώμα και ειδικά, το γυμνό σώμα. Το σώμα της γέννησης, το σώμα της φθοράς, το σώμα της ολοκλήρωσης, το σώμα της ανάγκης. «Φόρεσες» γράφει « το γυμνό κορμί σου και αναρωτήθηκες» ή «Γυμνός εγώ / να φαίνονται οι πληγές από ραβδίσματα των γερακιών /που αναζητούσαν τροφή το δικό μου κυνήγι ελπίδας.» Τα χέρια, τα στήθη, τα μάτια και τα δάκρυα γίνονται το επίκεντρο του έρωτα, της αναζήτησης, του πάθους και του πόθου, της νοσταλγίας και της ίδιας της ζωής. Η κτητικότητα του έρωτα, συχνά σχεδόν «λιμοκτονία», η αναγκαιότητα του έρωτα για την διατήρηση των ψευδαισθήσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, το ιδεώδες του έρωτα και η προσμονή της υλοποίησής του παρουσιάζονται σε ετούτο το έργο με βαθιά συναισθηματικό τρόπο οδηγώντας στην αναπαράσταση όχι μόνο της έκστασης και της βαθιάς συγκίνησης του έρωτα αλλά και του πόνου, της αμφιβολίας, της αγωνίας της ερωτικής σχέσης.

Ο έρωτας θέλει θάρρος για να βιωθεί σε όλο το μεγαλείο του. Η λογοτεχνία θέλει θάρρος για να γραφτεί έτσι ώστε να αποδίδει τα εσώψυχα, τα ανθρώπινα, τα πιο σημαντικά. Στο βιβλίο του «Περί του έρωτος ομιλία», ο Κωνσταντίνος Γυπαράκης τα καταφέρνει και τα δύο. Δεν αποπειράται να αναλύσει ή να περιγράψει τον έρωτα. Αποπειράται να τον ζήσει εκ νέου, να τον γευτεί και να τον παραθέσει στα χέρια μας απογυμνωμένο από κάθε ωραίο περιτύλιγμα: με τα λάθη, τις ατέλειες, τις ελλείψεις, την απύθμενη ομορφιά του. Η ματιά θέλει θάρρος, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας. Τα μάτια είναι η αφορμή και το άλλοθι του έρωτα, της εξερεύνησης, της ίδιας της ζωής. Το «Επί του έρωτος ομιλία» είναι μια συλλογή που γδέρνει και χαϊδεύει, που ψιθυρίζει και ουρλιάζει, που εκφράζει την επίδραση του έρωτα και εντέλει της αγάπης μέχρι το βάθος του νου, της ψυχής και των οστών μας, μέχρι την πιο κρυφή πληγή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top