Fractal

Για την ταινία του Αντονιόνι «Επάγγελμα ρεπόρτερ»

Γράφει ο Γιάννης Θέμελης // *

 

 

Επάγγελμα ρεπόρτερ / Professione: Reporter / The Passenger 

(Ιταλία – Γαλλία – Ισπανία, 1975)

Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι.

Με τους: Jack Nicholson, Maria Schneider, Jenny Runacre.

Διάρκεια: 124΄. Έγχρωμη.

 

 

Ο Ντέιβιντ Λοκ, ρεπόρτερ της αγγλικής τηλεόρασης, φτάνει σε μια χώρα της Κεντρικής Αφρικής για ένα ρεπορτάζ σχετικά με τους αντάρτες του απελευθερωτικού μετώπου. Καταλήγει στη μέση της ερήμου, με το τζιπ κολλημένο στην άμμο, να ουρλιάζει απεγνωσμένος, καθώς συνειδητοποιεί πως είναι θεατής μιας αδιαπέραστης και ακατανόητης πραγματικότητας. Βαριεστημένος τα παρατάει, και όταν ανακαλύπτει στο ξενοδοχείο του ένα νεκρό άντρα που του μοιάζει, αποφασίζει να οικειοποιηθεί την ταυτότητά του και ν’ αλλάξει ζωή.

Το Επάγγελμα ρεπόρτερ, ένα από τα αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα του μεταπολεμικού κινηματογράφου, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δραπετεύει από τον εαυτό του, παίρνοντας τη θέση κάποιου άλλου. Ο Τζακ Νίκολσον – ίσως στην πιο μεστή και εσωτερική ερμηνεία της καριέρας του – εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του το ίχνος μιας απουσίας, καθώς τρυπώνει σε μια αλλότρια ζωή. Αναζητώντας νέα ταυτότητα (ανέφικτη) και ελευθερία (συναντά παντού μονάχα το φάντασμά της), διασχίζει τον κόσμο σα μαγεμένος, πιασμένος θαρρείς σε μια θηλιά του χρόνου∙ μέσα και ταυτόχρονα έξω από την πραγματικότητα∙ κοντά και την ίδια στιγμή έτη φωτός μακριά από τον εαυτό του. Ο Λοκ, ταξιδευτής του μεταιχμίου, βαδίζει ανάμεσα σε δυο ζωές χωρίς να ανήκει σε καμιά και είναι ένας μοναδικός κινηματογραφικός no man’s land ήρωας.

Στο οδοιπορικό του θα «πετάξει» στον ουρανό της Βαρκελώνης και θα μεταμορφωθεί σε «ανθρώπινο γλυπτό» στη μαγική ταράτσα της Pedrera (ίσως στη μοναδική κινηματογραφική σκηνή που γυρίστηκε ποτέ στο διάσημο κτίριο του Γκαουντί). Όμως, η πραγματικότητα της καινούργιας του ζωής θα αποδειχθεί άλλο τόσο «ξένη και φορτική» όσο και η προηγούμενη και η περιπλάνησή του θα μεταλλαχθεί σε εσωτερική περιπέτεια, σε οδοιπορικό θανάτου σε εγκαταλελειμμένους συνοριακούς σταθμούς της ύπαρξης.

 

Κυνηγημένος από τους ανθρώπους της παλιάς και της νέας του ζωής, θα βυθιστεί τελικά στο «μεγάλο ύπνο» στο Hotel de la Gloria, με μια μόνο κίνηση της – ειδικά σχεδιασμένης και προσαρμοσμένης σε μια σειρά από γυροσκόπια – κάμερας (το περίφημο 7λεπτο μονοπλάνο που χρειάστηκε 11 μέρες επίπονων προσπαθειών για να γυριστεί). Η μηχανή λήψης που βγαίνει μέσα από τις κλειστές γρίλιες (πώς;) και ίπταται στην έρημη πλατεία, θα ενοποιήσει το μέσα με το έξω, αποκαθιστώντας τη χαμένη ισορροπία ανάμεσα στην υποκειμενική πραγματικότητα και τον αντικειμενικό κόσμο. Με το Επάγγελμα ρεπόρτερ ο Μικελάντζελο Αντονιόνι ταξιδεύει το βλέμμα μας εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα να δεις, κινηματογραφώντας τον ήχο της σιωπής και το αόρατο πρόσωπο του θανάτου.

Τα ερωτήματα που θέτει κάποιος είναι πιο αποκαλυπτικά από τις όποιες απαντήσεις μπορεί να πάρει” λέει ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας. Η θέση αυτή, η οποία εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την ουσία του έργου του Michelangelo Antonioni, είναι ενδεικτική των αλλαγών που οι τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν επιφέρει στην τέχνη του σινεμά. Σήμερα οι ταινίες διαθέτουν ξεκάθαρες απαντήσεις, είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτό μας έχει κάνει, έστω και λίγο, σοφότερους.

Το “Επάγγελμα Ρεπόρτερ” ξεκινά σαν κατασκοπικό θρίλερ, μα στην πορεία μετατρέπεται σε ένα υπαρξιακό road movie, με τον ήρωα να πασχίζει να απελευθερωθεί από το βάρος της ίδιας του της ταυτότητας. Στις πρώτες σκηνές ένας δημοσιογράφος αναζητεί μάταια έναν άγνωστο πόλεμο μέσα στην έρημο της βόρειας Αφρικής. Επιστρέφοντας στο άθλιο ξενοδοχείο του, ανακαλύπτει πως ο μυστηριώδης ένοικος του διπλανού δωματίου είναι νεκρός. Τότε, δίχως προφανή λόγο, μεταφέρει το πτώμα στο δικό του δωμάτιο, φοράει τα ρούχα του μακαρίτη και ξεκινά ένα ταξίδι στα μέρη που η ατζέντα του τελευταίου καθορίζει. Αρχικά πηγαίνει στο Μόναχο, όπου ανακαλύπτει πως ο νέος του εαυτός εμπορεύεται όπλα για λογαριασμό μιας αφρικανικής επαναστατικής οργάνωσης. Το επόμενο ραντεβού είναι στη Βαρκελώνη των ράμπλας και των αινιγματικών κτιρίων του Antoni Gaudí. Στο εσωτερικό ενός από αυτά θα γνωρίσει μια όμορφη φοιτήτρια αρχιτεκτονικής και θα συνεχίσει το ταξίδι μαζί της. Σύντομα όμως γίνεται φανερό ότι ο καινούργιος του εαυτός δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Γιατί, ακόμη και αν ξεφύγει από το παρελθόν του, τη γυναίκα του, δύσκολα θα γλιτώσει από τις σφαίρες των μυστικών πρακτόρων που έχουν βαλθεί να τον εξοντώσουν ως συνεργάτη των επαναστατών. Όλα θα τελειώσουν με ένα μνημειώδες πλάνο διάρκειας επτά λεπτών -ίσως το πιο εμπνευσμένο φινάλε στην κινηματογραφική ιστορία.

 

 

Ο ρεπόρτερ Locke θέλει να εξαφανιστεί, να αλλάξει για να γίνει κάποιος άλλος (όλοι είχαμε την επιθυμία –μια τουλάχιστον φορά- να αλλάξουμε ταυτότητα· άλλωστε όταν σκεφτόμαστε το δρόμο που έχουμε πάρει στη ζωή μας, πλήττουμε). Ο Locke πηγαίνει πιο μακριά αυτή την ανάγκη που στο δημοσιογράφο είναι παροδική, δημιούργημα πιθανόν μιας στιγμής κρίσης.

Η ζωή τελειώνει με το θάνατο που είναι το φοβερότερο που μπορεί να μας συμβεί. Ο θάνατος μας επιφυλάσσεται για το τέλος επειδή είναι το πιο σκληρό χτύπημα. Ο David Locke αρχίζει να εξοικειώνεται με τον θάνατο από την στιγμή που σκύβει πάνω από το πτώμα του Robertson. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως πηγαίνει στο ραντεβού με τη ζωή, εφόσον πρόκειται να συναντήσει την Daisy που είναι ένα πρόσωπο της καινούργιας του ζωής, αλλά ο ίδιος δεν πιστεύει πια σε αυτή την καινούργια προοπτική. Βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτα. Υπάρχεις όταν βρίσκεσαι μέσα στον κόσμο, λέει ο Heidegger κι ο David Locke δε βρίσκεται πια στον κόσμο. Ο κόσμος βρίσκεται αλλού, πέρα από το παράθυρο.

Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ιδανικότερο ηθοποιό από τον Jack Nicholson, εκείνης της εποχής, για να ενσαρκώσει έναν τέτοιο ήρωα. Ο ίδιος ο Nicholson αγάπησε το “Επάγγελμα Ρεπόρτερ” περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του. Όταν λοιπόν στη δεκαετία του ‘80 αντιλήφθηκε ότι κυκλοφορούσε πετσοκομμένο, τόσο στη διάρκεια όσο και στις διαστάσεις του κάδρου, απέκτησε τα δικαιώματά του, το απέσυρε από την αγορά και φρόντισε να κυκλοφορήσει ξανά στην αυθεντική του μορφή. Σε επίπεδο εικόνας οι ζεστές αποχρώσεις και η ματ υφή που προσέδωσε στη φωτογραφία του ο Luciano Tovoli αποδίδονται αρκετά ικανοποιητικά, ενώ το μινιμαλιστικό στο σχεδιασμό του ηχητικό μέρος της ταινίας -από το οποίο η μουσική απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά- παρουσιάζεται στην αυθεντική, μονοφωνική του μορφή.

Δημιουργός μοναχικών κόσμων ο Antonioni ζωγραφίζει στο πρόσωπο του Nicholson ένα μοναδικό πορτραίτο αποξένωσης και απομόνωσης μέσα από το Επάγγελμα Ρεπόρτερ.

 

 

 

* Ο Γιάννης Θέμελης γεννήθηκε στο Ηράκλειο (Κρήτης) το 1975. Σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και εν συνεχεία πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης (Ulg) στο Βέλγιο. Αποτέλεσε μέλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικών Ερευνών του ΔΠΘ με συμμετοχές σε σεμινάρια στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Μέλος της Κινηματογραφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Κομοτηνής, Κρήτης και της ερασιτεχνικής Ομάδας Κινηματογράφου Sight Club από το 2006. Αρθρογραφεί στο προσωπικό του blog »Μέρες Αδέσποτες» και στο ταξιδιωτικό site, «Alternatrips» !

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top