Fractal

Διήγημα: «Ενοχή»

Της Μαρούλλας Πανάγου // *

 

 

 

Το ανοιξιάτικο σούρουπο στο Οκτωβριανό τέλος ήταν μουντό και μια ψιλή βροχή, χάιδευε απ ‘ το μεσημέρι την άσφαλτο που γυάλιζε επικίνδυνα. Οι κήποι ήταν ολοπράσινοι, έπειτα απ’ τις πρώιμες ανοιξιάτικες βροχές κι οι χρυσοπράσινες λεμονιές με τις ασημένιες ελιές πού ήταν σπαρμένες στα πεζοδρόμια, αχόρταγα ρουφούσαν τις απαλές στάλες. Ανάμεσά τους πού και πού ξεχώριζε καμιά πασχαλιά, γεμάτη από μοβ λουλούδια, μα χωρίς φύλλα ακόμα. Ήταν πολύ νωρίς γι αυτό και το κρύο έτσουζε. Ο συνήθως καθάριος ουρανός του Νόρθεν Κέιπ, απόψε ήταν μαβή, μελαγχολικός, που θαρρείς κι έμοιαζε με τις φουρτουνιασμένες σκέψεις του εικοσιπεντάχρονου Γιάνκη, όπου φουριόζος και με σμιχτά τα πυκνά του φρύδια βγήκε από την πόρτα του μικρού σπιτιού. Ένα από τα τόσα μισοκόλλητα σπίτια στην γειτονιά του Γουέστεντ. Ήταν μέτριος στο ανάστημα, μελαχρινός, με μαύρα μακριά μαλλιά και καστανά μάτια που πριν λίγο καιρό χαμογελούσαν. Ενώ τώρα η ματιά του ήταν άγρια και τρικυμισμένη, καθώς φορούσε το κράνος που κρεμόταν στο τιμόνι της μοτοσυκλέτας. Την είχε παρκαρισμένη εκεί στην μπροστινή βεραντούλα, ανάμεσα στα λουλούδια και τώρα ταραγμένος καθώς την τράβηξε έξω, μαζί της παρέσυρε και δυο απ’ τις γλάστρες της μάνας του, κάνοντας κομμάτια τις ανθισμένες μπιγκόνιες. -Πρόσεχε βρε παιδάκι μου! Σου φταίξαν και τα λουλούδια τώρα; φώναξε πίσω του ανήσυχη, η πεντάχρονη ξερακιανή γυναίκα, που τα σημάδια της βιοπάλης φαίνονταν καθαρά στο πρόωρα γερασμένο της πρόσωπο. Δεν ήταν και λίγα τα βάσανα που τράβηξε μέχρι να τον μεγαλώσει σαν ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν μόνο πέντε χρονών. Ξενοδούλευε, ο μισθός πενιχρός και κουτσά στραβά κατάφερε να τελειώσει με το γυμνάσιο. Για ανώτερες σπουδές ούτε λόγος κι ευτυχώς αμέσως μετά από τον στρατό, βρήκε δουλειά οδηγός στα τρένα, που τώρα η ζωή τους κυλούσε πολύ πιο εύκολη. Μέχρι υπηρεσία της πήρε για να μην κουράζεται πια. Πραγματικά δεν είχε κανένα παράπονο κι ούτε ευχόταν για πιο καλόκαρδο κι ευγενικό παιδί απ’ τον Γιάνκη της, που ποτέ δεν ήθελε να πληγώνει κανένα. Για τούτο κι ανησυχούσε τώρα που τον έβλεπε τόσο αλλαγμένο. Αφηρημένο, δεν έτρωγε τίποτα, όλο να καπνίζει κι όλα να του φταίνε. Μα το χειρότερο, δεν της άνοιγε την καρδιά του και σήμερα είχε πιει κιόλας κάτι που δεν συνήθιζε κι η καρδιά της άρχισε να τρέμει όταν τον είδε τώρα να παίρνει την μηχανή. -Καλύτερα πάρε το αυτοκίνητο γιέ μου, είναι τόσο επικίνδυνα με την βροχή! Τον κοίταξε παρακλητικά κι η έγνοια έκανε πιο βαθιές τις ρυτίδες της. Να την άκουγε μόνο…. Μα δεν την άκουσε, παρά της έβαλε τις φωνές. -Άσε με μάνα με τις συμβουλές σου, δεν είναι η πρώτη φορά που οδηγώ την μηχανή!

Νευριασμένα άνοιξε την καγκελόπορτα κι η μάνα αναστενάζοντας άρχισε να καθαρίζει την βεράντα από τις σπασμένες γλάστρες, κάτω από το θαμπό φως του ηλεκτρικού. Τι άλλο να του έλεγε, δεν ήταν κανένα μωρό πια!

 

************

 

O Γιάνκης μετανιωμένος κιόλας για το φέρσιμό του, έβγαλε τ’ άχτι του στο μαρσάρισμα της μηχανής, που ο θόρυβός της έσπασε την ησυχία του σούρουπου, αν και μέσα στην βροχή δεν υπήρχε ψυχή για να την ανησυχήσει. Λες κι η γειτονιά είχε αποκοιμηθεί. Ξεκινώντας έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα απέναντι, στο δίπατο και πολύ καλύτερο απ’ το δικό τους σπίτι, της δεκαοκτάχρονης Μαρλέν που την είχε δει να μεγαλώνει εκεί δίπλα του και που από καιρό ήταν ερωτευμένος μαζί της. Αν και ούτε τούτη η αγάπη (που το είχε πάρει απόφαση ήταν μονόπλευρη) δεν ήταν ο λόγος για το φέρσιμό του. Εκείνη τον έβλεπε σαν τον μεγάλο της αδελφό που πάντα ήταν εκεί να την βοηθάει με τα προβλήματα του σχολείου μα αγαπούσε τον Έρικ. Τον καλύτερο φίλο και συνομήλικο του και που τώρα καθυστερημένα έκανε την στρατιωτική του θητεία εκεί στα σύνορα της Αγκόλας. Σπούδασε πρώτα κι είχαν τακτική αλληλογραφία και πάντα τον παρακαλούσε να προσέχει την Μαρλέν όσο εκείνος θα έλειπε. Αυτό έκανε, την πρόσεχε και ποτέ δεν είχε πρόθεση να προδώσει τον φίλο του. Μια στιγμή όμως αδυναμίας ανέτρεψε το «ποτέ» που τώρα αλύπητα τον κατατρέχαν οι τύψεις και δεν μπορούσε να ησυχάσει.

 

* * * * * * *

 

Τα φώτα στο δωμάτιό της ήταν αναμμένα, μα τίποτ’ άλλο δεν φαινόταν πίσω από τα λουλούδια που κρέμονταν στο μπαλκόνι. Ήξερε όμως ότι ήταν εκεί, πνιγμένη και κείνη στην ενοχή ύστερα απ ‘ότι συνέβη μεταξύ τους την βραδιά του χορού με τους τελειόφοιτους. Όταν του είχε ζητήσει για να την συνοδέψει. Αρνήθηκε στην αρχή ξέροντας ότι θα ήταν μαρτύριο να χορεύει μαζί της ν’ ανασαίνει το άρωμά της, μα κάτω τα χέρια. Ήταν αλλιώς όταν έβγαιναν όλη η παρέα κι αλλιώς τώρα στο χορό μόνοι τους και τόσο κοντά της. Πώς να εμπιστευτεί τον εαυτό του…. Εκείνη επέμενε χωρίς να φαντάζεται ότι το μόνο που ήθελε ήταν να την σφίξει στην αγκαλιά του κι η ανεξήγητη άρνησή του την πλήγωνε. Ο καλύτερος φίλος τους και να της αρνιέται μια τόσο μικρή χάρη; Ο Έρικ σίγουρα θα θύμωνε, αφού δική του ήταν η ιδέα. Πώς ν’ αρνηθεί λοιπόν ο καημένος ο Γιάνκης άλλο σ’ εκείνη την φωνή που τον μεθούσε κι εκείνο το παρακλητικό βλέμμα που τον ζάλιζε.. Συμφώνησε κι ο Θεός βοηθός για να αντέξει. Κι όσο κράτησε ο χορός ανάμεσα στ’ άλλα ζευγάρια το κατάφερε. Αργότερα όταν γύρισαν στο αυτοκίνητο ήταν που έγιναν όλα, κι αφορμή το αθώο φιλί της στο μάγουλό του για να τον ευχαριστήσει, μα που τον έκανε να χάσει τον αυτοέλεγχό του, σαν ήταν τόσο όμορφη δίπλα του. Με τα μαλλιά της καλοχτενισμένα να πέφτουν από ψηλά σε αφέλειες και το όμορφο φόρεμα που την τύλιγε σαν γάντι. Άρχισε να την φιλά με πάθος ξεχνώντας τα πάντα κείνη την στιγμή. Λογική και φιλία. Η Μαρλέν ξαφνιασμένη σπαρτάρισε στην αγκαλιά του με το σώμα της στερημένο εδώ και τρεις μήνες τα χάδια του Έρικ, ανταποκρίθηκε. Ένα γλυκό μούδιασμα την συνεπήρε, κάτι σαν νάρκωμα και τότε την έκανε δική του.

Εκεί μέσα στο αυτοκίνητο και βρέθηκε στα ουράνια. Ούτε στ’ όνειρό του δεν τολμούσε να φανταστεί τούτη την ιδανική όπως νόμισε στιγμή της ένωσής τους. Ανώμαλα τον συνέφερε η άγρια κραυγή της, σαν συνήλθε πρώτη κι απότομα τραβήχτηκε απ’ την αγκαλιά του. Προσπαθούσε να ισιώσει τα ρούχα της κι έλεγε ταραγμένη συνέχεια. «Θεέ μου τί κάναμε…Πώς θα ξανακοιτάξω στα μάτια τον Έρικ». Άρχισε να τον κτυπάει στο στήθος, στα χέρια, στο πρόσωπο κι έκλαιγε. -Εσύ φταις, εσύ! Κι είσαι και φίλος του! φώναξε τέλος αποκαμωμένη και σκέπασε το πρόσωπο με τις παλάμες της. Ο Γιάνκης δεν προσπάθησε αποφύγει την οργή της. Ένοιωσε απαίσια κι οι φευγαλέες στιγμές της ηδονής ήταν τώρα πικρές στο στόμα του. Δεν ήξερε τι να πει, πως να φτιάξει την κατάσταση κι αμήχανα κτένισε με τα δάκτυλα τα πυκνά μαλλιά του. Δεν άντεχε όμως να την βλέπει να κλαίει. -Συγχώρησέ με Μαρλέν, ήταν μια στιγμή παραφοράς. Πες πως δεν έγινε κι ας μείνουμε πάλι φίλοι, είπε πιάνοντάς της τα χέρια που εκείνη τα τράβηξε απότομα, κι είπε με πάθος. -Ύστερα απ’ ότι έγινε! πώς! Τον προδώσαμε! Το καταλαβαίνεις;

 

* * * * * * *

 

Στις επόμενες μέρες δεν προσπάθησε να την ξαναδεί. Η ενοχή τον κυνηγούσε και κατηγορούσε τον εαυτό του . Αχ! Γιατί δεν συγκρατήθηκε και κείνο το βράδυ, κρυμμένος πίσω από τον ρόλο του καλού φίλου; Γιατί δεν στάθηκε πιο δυνατός απ’ το πάθος του; Αμέτρητα αναπάντητα “γιατί“ που δεν τον άφηναν να ησυχάσει κι ήταν θαύμα το πώς συγκεντρωνόταν στην δουλειά του και δεν εκτροχίασε το τρένο που οδηγούσε. Μέχρι σήμερα το πρωί που την ξανάδε και το ποτήρι ξεχείλισε. Την αντάμωσε λίγο πριν απ ‘το γήπεδο της αστυνομίας, όταν φορτωμένη δυο τσάντες με ψώνια, ερχόταν απ’ το καφενείο της γειτονιάς. Φαινόταν τόσο χλωμή, σαν άρρωστη, που δεν άντεξε να μην της μιλήσει. -Είσαι καλά Μαρλέν, μπορώ να βοηθήσω; είπε και δοκίμασε να πάρει τις βαριές τσάντες, μα τον σταμάτησε βίαια. -Δεν χρειάζεται! Αρκετή βοήθεια πρόσφερες! είπε σκληρά και χωρίς να του ρίξει άλλη ματιά, απομακρύνθηκε όσο πιο γοργά μπορούσε. Λες και την κυνηγούσαν όλοι οι διάβολοι της κόλασης. Αυτοί που κυνηγούσαν κι εκείνον ολόκληρο το απόγευμα και τον κυνηγούσαν κι απόψε, καθώς η μηχανή μπήκε στον δρόμο του Σμίστρηφτ αλλά με κατεύθυνση την πόλη. Πελώρια και πάλι τα “γιατί“, ανακατεύονταν τώρα με τον θόρυβό της κι ασυναίσθητα πατούσε όλο και πιο πολύ γκάζι. Απ’ την πάροδο του Άντερσον Ρόουντ, ο μαύρος ποδηλατιστής (Μεθυσμένος φαινόταν από το ζιγκ- ζαγκ που πήγαινε) μπήκε χωρίς διακοπή στο στοπ και χωρίς φώτα στην κυρία οδό. Ο αφηρημένος Γιάνκης με την ταχύτητα που έτρεχε, ούτε που πρόλαβε να τον δει. Ποδήλατο και μηχανή, γίναν μια μάζα από σίδερα και τα δυο σώματα ένα ματωμένο κουβάρι στην βρεγμένη άσφαλτο… * * * * * * * Την άλλη μέρα το Γουέστεντ πενθούσε. -Μάθατε τα νέα; Σκοτώθηκε ο Γιάνκης. -Τι; Που; Πότε; πώς;

-Κρίμα στο παλικάρι, καλότατο παιδί. Κι ή μάνα του… Σίγουρα θα τρελαθεί η κακομοίρα. -Κρίμα στον νέο που τόσες κοπέλες τον λαχταρούσαν, μα κείνος είχε μάτια μόνο για την Μαρλέν. Την λάτρευε κι όλη η παρέα το ξέραμε, μα κείνη να σου λέει “είμαστε μόνο φίλοι…” Χα!.. -Λες να ήταν δυστύχημα ή… Οι κουτσομπόλες γλώσσες έκοβαν κι έραβαν μα ο Γιάνκης δεν μπορούσε να μιλήσει πια. Η Μαρλέν σαν το άκουσε κόντεψε να λιποθυμήσει. Το πρόσωπό της άσπρισε κι άρχισε να τρέμει ενώ έλεγε συνέχεια. ”Όχι Θεέ μου,δε μπορεί….” Αν και του κρατούσε κακία από κείνο το βράδυ που την παρέσυρε στο πάθος του, παραδεχόταν τώρα ότι έφταιγε και κείνη. Αν δεν ανταποκρινόταν θα σταματούσε. Οπωσδήποτε θα σταματούσε. Ο πάγος της κακίας διαλύθηκε με μιας και τα δάκρυά της άρχισαν να κυλούν, σαν απ’ το μυαλό της περνούσε ξανά και ξανά το πληγωμένο χθεσινό του βλέμμα, όταν τον αγνόησε. Οι τύψεις ανακάτεψαν το στομάχι της κι άρχισε να κάνει εμετό, που συνεχίστηκε και στις επόμενες μέρες, κι ούτε στην κηδεία δεν πήγε. Με το ζόρι έγραψε τις εξετάσεις, αν και αμφέβαλλε αν θα περνούσε, σαν δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Όμως το πιο δύσκολο ήταν το πώς να γράψει τ’ άσχημα νέα στον ‘Ερικ. Θα έπρεπε να το μάθει. Το μόνο που δεν θα μάθαινε ήταν το τί συνέβη μεταξύ τους Αυτό θα το ξεχνούσε και τώρα έπρεπε να πάει να δει και την μάνα του. Πέρασε ένας μήνας μέχρι να βρει το κουράγιο να διαβεί την καγκελόπορτά του κι ο καιρός είχε αρχίσει να ζεσταίνει πια. Η δική τους αυλή, γεμάτη από τριαντάφυλλα αντίθετα με τη δική του όπου τα παραμελημένα λουλούδια κόντευαν να ξεραθούν και το χορτάρι ψηλό, ακούρευτο, έδειχνε αδιαφορία… Μόνο το μεγάλο λυκόσκυλο σουλατσάριζε πέρα δώθε γαβγίζοντας στους περαστικούς. Σαν την είδε τώρα έτρεξε κοντά της κουνώντας φιλικά την ουρά του. Την γνώριζε πολύ καλά απ’ τις φορές που ο Γιάνκης την βοηθούσε στα μαθηματικά και κείνο ξάπλωνε δίπλα τους εκεί στην βεράντα. -Πού είναι το αφεντικό σου τώρα Σιήλα; είπε και του χάιδεψε απαλά τα αυτιά, καθώς τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Ο σκύλος γάβγισε σιγανά, γλείφοντάς της τα χέρια λες κι αναρωτιόταν το ίδιο πράγμα. -Ήρθες για το παράσημο; Η άσχημη, ρεκιασμένη φωνή την ξάφνιασε κι η καρδιά της βρόντηξε άγρια στο στήθος της. Η μάνα του, αγνώριστη, όμοιο φάντασμα. Λες κι είχε γεράσει δέκα χρόνια σ’ αυτές τις μέρες. Στεκόταν στην πόρτα σαν αμίλητος μαυροντυμένος κριτής και κρατούσε ένα τετράδιο. Τα μάτια της τραγικά με μιαν αγριότητα που την έκαναν ν’ ανατριχιάσει καθώς ένοιωθε να την διατρυπούν με μίσος. Μα δεν καταλάβαινε, τί είχε φταίξει; Δεν πόνεσε κι εκείνη για τον χαμό του; Για ποιο παράσημο μιλούσε; Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές για να πάρει θάρρος, ενώ τα κακά μάτια την πλησίαζαν κι ευχόταν να ήταν αλλού, να μην τα βλέπει. -Λυ…πάμαι πολύ θεία. Για τον Γιάνκη… τραύλισε τέλος. -Λυπάσαι!!.. αυτό μόνο λες… Αν τον λυπόσουν δεν θα μου τον σκότωνες,

καταραμένη! της στρίγγλισε. -Όχι…Είναι άδικο! βόγκηξε η Μαρλέν που είχε μείνει άναυδη. Δεν περίμενε τέτοια υποδοχή κι ούτε την άξιζε, κι η γυναίκα φαίνεται τρελάθηκε ενώ συνέχιζε με την στριγγή φωνή της. -Όλα εδώ τα γράφει και σε περίμενα. Να σου τα πω που τον είχες ρίξει στην κόλαση. Ανέμισε το τετράδιο μπροστά της κι η Μαρλέν το ‘βαλε στα πόδια. Δεν άντεχε να την ακούει άλλο και το σκυλί έτρεχε πίσω της απορημένο. -Τρέξε! και σαν το μάθει ο Μπόι- φρέντ σου θα σε θέλει; στρίγγλισε χαιρέκακα πίσω της. Η Μάρλεν ούτε που κατάλαβε πώς μπήκε στο σπίτι της κι αγνοώντας την μάνα της, μια παχουλή πενηνταπεντάρα και καλοσυνάτη γυναίκα που την κοιτούσε ανήσυχη, τρύπωσε στην τουαλέτα. -Θεέ μου τόσο πολύ έφταιξα; ρωτούσε και ξαναρωτούσε ενώ οι λυγμοί της ανακατεύονταν τώρα με τον εμετό. Πως ευχόταν μ’ όλη την καρδιά της ο ‘Ερικ να ήταν εκεί. Να μοιραστεί το βάρος που έσερνε στην ψυχή της κι ίσως να καταλάβαινε, να την συγχωρούσε. -Αχ! Γιάνκη! Να ‘ξερες το κακό που μου ‘κανες… Ήταν ανάγκη να ‘χεις και ημερολόγιο; σκέφθηκε χωρίς κακία και ρίχνοντας αρκετό νερό στο χλωμό της πρόσωπο, βγήκε. Εκεί ξαφνιάστηκε όταν είδε τον δόκτορα Μπόρτμαν, τον οικογενειακό τους γιατρό να την περιμένει. Ήταν γύρω στα εξηνταοκτώ του, πολύ κοντός, που εκείνη τον περνούσε στο ύψος, και με έξυπνα γαλανά μάτια που ακόμη παιχνίδιζαν πίσω απ’ τα χονδρά γυαλιά του. Τον ήξερε από μωρό και κάτω από τα χέρια του πέρασε τις παιδικές αρρώστιες. Έπειτα όταν οι σχέσεις της με τον Έρικ ολοκληρώθηκαν την είχε βάλει στο χάπι αν και τώρα που εκείνος έλειπε σταμάτησε να το παίρνει. -Είσαστε πολύ χλωμή κι ανησυχεί η μητέρα σας. Για να δούμε τι τρέχει μικρή Μαρλέν, είπε σε λίγο καθώς την εξέταζε στο δωμάτιό της ενώ η μάνα της κάτω του ετοίμαζε καφέ. -Τι να τρέχει, απ’ το σοκ είναι, απάντησε ακόμα εξουθενωμένη μετά την σκηνή με την μάνα του Γιάνκη. -Κοντεύεις με το σχολείο, τελείωσες! Έτσι δεν είναι; ρώτησε σαν έσφιξε το πιεσόμετρο στο μπράτσο της. -Ναι! Γράψαμε τις τελικές. -Και μετά θα σπουδάσεις ή τί; -Όχι!, θα βρω καμιά δουλειά μέχρι ν’ απολυθεί ο ‘Ερικ και μετά όταν θ’ ανοίξει δικό του γραφείο θα παντρευτούμε, είπε ντροπαλά καθώς της πίεζε τώρα χαμηλά την κοιλιά. -Νομίζω πρέπει να παντρευτείτε πιο γρήγορα, είπε ενώ δίπλωνε το στηθοσκόπιο. -Τι εννοείτε, νωρίτερα; τον κοίταξε καθώς ντυνόταν. -Είστε έγκυος! είπε ξερά. -Έγκυος; επανέλαβε η μάνα της απ’ την πόρτα κι ο δίσκος που κουβαλούσε, της έπεσε μ’ εκκωφαντικό θόρυβο. Η Μαρλέν πάγωσε. -Όχι θεέ μου! Δεν μπορεί να είχε συνέχεια εκείνη η νύχτα! Πανικόβλητη, δεν άκουγε πια τίποτα απ’ τον διάλογο της μάνας της και του γιατρού.

Το μόνο που καταλάβαινε ήταν ότι δεν μπορούσε πια να παντρευτεί τον Έρικ. Το μυαλό της θόλωσε κι όταν η μάνα της ξεπροβοδούσε τον γιατρό, κλειδώθηκε στο μπάνιο κι αποφασιστικά πήρε το ξυράφι πάνω από τον νιπτήρα.

 

* * *** * * *

 

Δυόμιση μηνών έγκυος. Έγκυος; Κι εγώ να μην πάρω χαμπάρι; επαναλάμβανε καταταραγμένη η μάνα της. Λες κι ήταν δικό της το φταίξιμο. Κι ας πάντα την συμβούλευε να προσέχει. Η ίδια την πήρε στο γιατρό για το αντισυλληπτικό, όταν είδε ότι η σχέση της με τον ‘Ερικ έγινε στενότερη. Νόμιζε τέλος πάντων ότι ήταν φίλη με τα παιδιά της, παρά μητέρα. Ότι την εμπιστεύονταν αφού τους μιλούσε πάντα καθαρά. Δεν ήταν καμιά στενοκέφαλη που ζούσε στον περασμένο αιώνα και κρυβόταν πίσω από σεμνοτυφίες κι έβαζε το κεφάλι στην άμμο αποφεύγοντας τα προβλήματα. Πάντα τ’ αντιμετώπιζε και προσπαθούσε να τα λύνει. Πως λοιπόν έφθασαν τώρα ως εδώ; Και με ποιόν; αναρωτήθηκε αλλάζοντας μηχανικά θέση στο βάζο με τα λουλούδια και σπασμωδικά τα παχουλά χέρια της άρχισαν να καθαρίζουν τον ήδη πεντακάθαρο πάγκο της κουζίνας. Ο Έρικ είχε να ‘ρθεί πάνω από τέσσερις- πέντε μήνες, που αν ήταν μαζί του, δεν υπήρχε πρόβλημα. Απλά θα παντρευόντουσαν νωρίτερα. Ενώ τώρα;…. Πρέπει να μάθω, δεν σηκώνει άλλη αναβολή, σκέφτηκε. Αποφασιστικά ανέβηκε αγκομαχώντας τις σκάλες και φώναξε επιτακτικά απ’ την πόρτα. -Μαρλέν, πρέπει να μου πεις την αλήθεια! Καμιά απάντηση και το δωμάτιο άδειο. Και τότε άκουσε τον γδούπο στο μπάνιο κι η καρδιά της βρόντηξε άγρια, σαν με την ψυχή στο στόμα έτρεξε κι άρχισε να σπρώχνει την πόρτα που δεν υποχωρούσε. Υστερικά άρχισε να φωνάζει . -Βοήθεια… Μαρλέεεν… βοήθειααα… * * * * * * * Δυο μέρες πέρασαν. Το αποκλειστικό απρόσωπο δωμάτιο του νοσοκομείου ήταν καταθλιπτικό και μόνο το βάζο με τα βυσσινιά τριαντάφυλλα στο τραπεζάκι, δίπλα από το κρεβάτι της κατάχλομης όπως και τα σεντόνια Μαρλέν, το ομόρφαιναν λίγο. Εκείνη με κλειστά μάτια αργά ανάπνεε κι ο ορός κρεμασμένος από ψηλά έσταζε αργά-αργά, συνδεδεμένος στο μπράτσο της. Δίπλα της ο νεαρός κατάξανθος κι ηλιοκαμένος άνδρας, μηχανικά φυλλομετρούσε την εφημερίδα των Σάντεϊ Τάϊμς. Ήταν ψηλός με κοντοκομμένα μαλλιά και πολύ αδύνατος, όπως όλοι οι φαντάροι όταν έρχονταν από τα σύνορα, λόγω της εκεί πέρα μεγάλης ζέστης που λιώνει το πάχος και στα λεπτά χαρακτηριστικά του, φαίνονταν τα ίχνη της αϋπνίας. Κάθε λίγο της έριχνε ανυπόμονες κι αγωνιώδεις ματιές κι αναρωτιόταν πότε επιτέλους θα άνοιγε τα μάτια της. Τα λεπτά αργοπερνούσαν και του φαίνονταν σαν ώρες, κι είχαν περάσει τόσες πολλές από προχθές, όταν το ασθενοφόρο, περνώντας και κόκκινα και κίτρινα τα φανάρια, την έφερε στο νοσοκομείο. Κρίσιμη η κατάστασή της και πέρασε ένα μερόνυχτο μέχρι να ξεφύγει τον κίνδυνο. Τώρα έπρεπε να ανακτήσει τις δυνάμεις της και ο γιατρός είπε ότι καλά θα έκαναν να πάνε και κείνοι να ξεκουραστούν λίγο. Μα εκείνος έμεινε. Κολλημένος δίπλα της, για να ‘ναι εκεί όταν θα συνερχόταν να την βεβαιώσει ότι την αγαπούσε ακόμα και χαλάλι της αυτές οι δυο μέρες. Οι χειρότερες της ζωής του και που ποτέ δεν θα θελε να τις ξαναπεράσει. Όμως η αγωνία του άρχισε πριν, εκεί στην βάση όταν πήρε το καθυστερημένο της γράμμα, με την είδηση κεραυνό απ’ τον θάνατο του Γιάνκη. Νόμισε ότι τού έδωσαν μια κατακέφαλα. -Όχι ο Γιάνκης …βόγκηξε. Αν και τόσους μήνες εδώ στην ερημιά, παρέα με τον θάνατο την κάθε μέρα, απ’ τις οβίδες και τις νάρκες, και τους αντάρτες, έπρεπε κάπως να το έχει συνηθίσει. Όμως τώρα ήταν και πάλι αβάσταχτος, αφού έχασε τον καλύτερό του φίλο. Έπειτα πρόσεξε το πόσο αλλιώτικο ήταν το γράμμα της. Τραβηγμένες οι λέξεις, που καθόλου δεν έμοιαζαν με τον γνωστό αυθορμητισμό της. Σίγουρα κάτι άλλο του έκρυβε κι έπρεπε να την δει. Άρχισε να ζαλίζει τον λοχαγό του για άδεια. Κι όταν επιτέλους έφτασε, ύστερα από τόσες κουραστικές ώρες στο σπίτι της, άκουσε την μάνα της να ουρλιάζει “βοήθεια η Μαρλέν…” Δεν περίμενε ν’ ακούσει τίποτε άλλο, πέταξε το σακίδιό του και τέσσερα – τέσσερα ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Σε λίγο η πόρτα σπασμένη και στο μπάνιο αίματα παντού. Ευτυχώς το ασθενοφόρο απ’ το νοσοκομείου του Γουέστεντ βρισκόταν εκεί διαθέσιμο και την πήρε αμέσως, αλλιώς τώρα θα ήταν στο νεκροταφείο. Ανατρίχιασε και πάλι στην μακάβρια σκέψη κι απ’ το μυαλό του ξαναπέρασαν οι ατέλειωτες ώρες της αναμονής μέχρι να δουν αν θα συνέλθει, και κανένας τους να μην απαντάει στις ερωτήσεις του “γιατί το έκανε;” Ο πατέρας της, με την ίδια απορία στα μάτια κι η αδελφή της ν’ ανασηκώνει τούς ώμους. -Είναι έγκυος! Είπε τέλος η μάνα κι όλοι έμειναν να την κοιτάζουν μαρμαρωμένοι. -Τι έκανε λέει! Να τον προδώσει η Μαρλέν που έκανε σαν τρελή όταν τον έβλεπε; που του δινόταν τόσο ολοκληρωτικά; Απίστευτο! Κι αν του έδιναν μπουνιά στο στομάχι, δεν θα πονούσε τόσο.. Σκούπισε το ιδρωμένο του πρόσωπο και το στόμα του είχε γίνει κατάξερο. Ζαλιζόταν. Ήθελε να κλάψει, να τα σπάσει όλα. Ίσως μετριαζόταν αυτός ο ψυχικός πόνος. -Πήγαινε και μ’ άλλους λοιπόν; ρώτησε τέλος με φωνή που έτρεμε. -Όχι γιέ μου, ήταν τρελή για σένα, απάντησε η μάνα στριφογυρίζοντας βασανισμένη το χαρτομάντιλο που κρατούσε, ενώ το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. Σίγουρα η πίεσή της επικίνδυνα ανεβασμένη.

-Θα προτιμούσα την αλήθεια, θεία! Δεν είμαι κανένας βλάκας, την διέκοψε με συγκρατημένη οργή. -Μάρτυράς μου ο Θεός γιέ μου, δεν είχε κανένα! είπε και τον έπιασε απ’ το μπράτσο θέλοντας να τον πείσει. Τίναξε απότομα το χέρι του και σαν κυνηγημένος βγήκε έξω. Σαν χαμένος διασταύρωσε τον δρόμο του Ντεττόϊτσπαν και βρέθηκε καθισμένος στο λεωφορείο του Γουέστεντ που έφευγε από την στάση. Ούτε που πρόσεξε τα παράξενα βλέμματα που έπεφταν στο αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο, καθώς προσπαθούσε να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. -Δεν πήγαινε με άλλους, μα ήταν έγκυος. Σίγουρα η μάνα της έλεγε ψέματα .. Κι αν την βίασε κάποιος; Η ξαφνική σκέψη έκανε τα μηνίγγια του να κτυπούν και το μυαλό του ήθελε να πεταχτεί έξω. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Πού ήταν ο Γιάνκης τώρα που τον χρειαζόταν που να πάρει η οργή; Δεν ήταν καιρός του για να σκοτωθεί! Ανήμπορα οι γροθιές του σφίχτηκαν στις τσέπες του και σαν κάτι να τον έσπρωχνε, σε λίγο βρέθηκε στο σπίτι του Γιάνκη. Και γνώριζε τούτο το σπίτι με κλειστά μάτια. Πολλές φορές ο γωνιακός καναπές στο σαλόνι είχε γίνει το κρεβάτι του. Όσο για την τραπεζαρία ήταν το κοινό τους θρανίο, όπου σκυμμένοι μαζί πάνω από τα σχολικά βιβλία παιδεύονταν για τις εξετάσεις. Ο Γιάνκης ήταν ο πιο έξυπνος και τον βοήθησε τόσο πολύ στο να πιάσει τις βάσεις απ’ την άλγεβρα και την τριγωνομετρία. Αυτό τον βοήθησε αργότερα στο πανεπιστήμιο κι ο Έρικ δεν το ξεχνούσε. Η Σιήλα τρίφτηκε στα πόδια του και τον κοιτούσε με τα μάτια της ήρεμα μα λυπημένα που έμοιαζαν σαν ανθρώπινα. Όσο για την μάνα του αμίλητη, μια σκιά του παλιού εαυτού της αργόπινε το τσάι που της είχε φτιάξει και τον κοιτούσε σαν να μην τον έβλεπε με απλανές το βλέμμα της. Εκείνος με ένα κόμπο στο λαιμό κοιτούσε ένα γύρω τις διασκορπισμένες γνώριμες φωτογραφίες. Στην μια μαζί όταν πήραν τ’ απολυτήριο του γυμνασίου. Σε μια άλλη ο Γιάνκης να κάθεται στην μοιραία μηχανή και δίπλα απ’ την κορνίζα η κάσκα με τα γάντια του. Πάνω απ’ το τζάκι άλλη στα 15χρονα γενέθλια της Μαρλέν κι όλη η παρέα γύρω της να την κοιτάζουν που με το γλυκό της χαμόγελο έκοβε το κέικ. -Εκείνη φταίει! είπε ξαφνικά η γυναίκα και τον ξάφνιασε. Νομίζεις είμαι τρελή… ε…χα…χα.. Όλοι τους το νομίζουν μα κείνη…έπαιζε και με τους δυο σας… χα… και δεν άντεξε την αλήθεια, μα σε περίμενα. Από χθες που την πήρε το ασθενοφόρο. -Θεία, ποια αλήθεια; Τι θες να πεις! την ταρακούνησε άγρια ενώ και στην σκέψη ότι οι δυο άνθρωποι που αγαπούσε πιο πολύ στον κόσμο μπορεί να τον πρόδωσαν, του ερχόταν τρέλα. Το σουρωμένο χέρι ανασήκωσε την μαύρη μπλούζα και το τσαλακωμένο τετράδιο κρυμμένο στην ζώνη της παρουσιάστηκε σαν μια αδιάσειστη απόδειξη. -Να εδώ τα λέει όλα ο γιός μου… είπε κι άρχισε ένα σιγανό κλάμα, ενώ εκείνος με άγριες κινήσεις το άδραξε κι ας ήταν ιεροσυλία. Εδώ που φτάσανε δεν χωρούσαν λεπτότητες. Έπρεπε να μάθει. Στην αρχή μιλούσε για μια κοπέλα που αγαπούσε μα που δείλιαζε να της το πει. Δεν προχώρησε και πολύ για να καταλάβει ότι μιλούσε για την Μαρλέν. Που δεν είχε πια το δικαίωμα. Τώρα πια ανήκει στον Έρικ. «Πώς να πολεμήσω τον αδελφό μου». Στην κάθε γραμμή, στην κάθε σελίδα, ήταν φανερή η ενοχή του, το μαρτύριό του για την απελπισμένη αγάπη του που έφθανε τα όρια της θυσίας. Φτάνει οι δυο άνθρωποι π’ αγαπούσε να ήταν ευτυχισμένοι. Έπειτα το δίλημμά του, το πώς να την πάρει στο χορό και τέλος η περιγραφή της κόλασής του, όταν τον παρέσυρε το πάθος. Η ενοχή να δηλητηριάζει τις τελευταίες του μέρες. -Δεν αντέχω την περιφρόνηση στα μάτια της, πως να του ομολογήσω το τί έκανα. Είναι δυνατή η συγγνώμη σαν μετανιώνεις; Τραγικά τα ερωτήματα κι η κάθε παράγραφος το κομμάτι που ταίριαζε στο πάζλ, και που τα δακρυσμένα μάτια του Έρικ δυσκολευόταν να δει καθαρά.

-Ίσως αυτό να ήταν το πεπρωμένο τού Γιάνκη. Η γυναίκα π’ αγάπησε να γίνει η μητέρα του παιδιού του όταν αυτός θα ‘χε φύγει πια. Έκλεισε το τετράδιο χωρίς κακία. Κανένας δεν έφταιγε, μόνο ο έρωτας. -Εκείνη παρέσυρε το παιδί μου. Μα ο Θεός τιμωρεί…. Τινάχτηκε στην κακιά φωνή της γυναίκας που την είχε ξεχάσει, μα εκείνη τον κοιτούσε επίμονα περιμένοντας σαν για να γίνει σίγουρη για την καταδίκη της κοπέλας κι ο Έρικ ήθελε να την ταρακουνήσει. Να την κάνει να συνέλθει, να δει πιο πέρα απ’ τον πόνο της. -Να παρακαλείς να ζήσει θεία. Ήταν κι εκείνη θύμα, μα στα σπλάχνα της κουβαλάει τ’ αγγόνι σου! Είπε και δεν ήξερε αν τον κατάλαβε, ούτε περίμενε να δει. Βρέθηκε πάλι στο νοσοκομείο δίπλα της, κοντά της. Όσο για το παιδί του Γιάνκη θα το μεγάλωναν με όλη την αγάπη που χρωστούσαν στον πατέρα του. Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν.

 

 

Μαρούλλα Πανάγου, Νότιος Αφρική

 

 

* Η Μαρούλλα Πανάγου  ασχολείται με το γράψιμο από πολλά χρόνια. Γράφει ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα όπως και παιδικά Παραμύθια .Έχει εκδώσει 4 ποιητικές συλλογές και το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Το μενταγιόν της ευτυχίας». Έχει ανέκδοτη εργασία με παιδικά παραμύθια , διηγήματα ,ποίηση Χαϊκού σε Κυπριακή διάλεκτο, και νέα Ελληνικά. Επίσης συλλογή ποιημάτων σε Κυπριακή διάλεκτο και σε νέα Ελληνικά  ενώ βρίσκεται στην επιμέλεια το δεύτερο μυθιστόρημά της.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top