Fractal

«Ο άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τις ιδεολογίες»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Pierre Assouline «Ένας πύργος στη Γερμανία Ζιγκμαρίγκεν», Μετάφραση: Μαρίνα Ντεκάστρο, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

 

«Δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι ακόμα πίστευαν στη νίκη, γιατί ήξερα ότι, πέραν όλων των άλλων, τους κυβερνούσε ο φόβος. Τρομοκρατημένοι, απελπισμένοι, όμως υπάκουοι. Πράγματι θα ήταν υπάκουοι μέχρι να πεθάνουν. Είχα ακούσει μια μέρα στο τραπέζι, το βαρόνο φον Χάμερστάιν να λέει ότι ο φόβος δεν μπορούσε να αποτελεί όραμα για τον κόσμο. Τι άλλο όμως θα είχαμε να αντιπροτείνουμε, από το 1933 κι έπειτα, αν θέλαμε να αντισταθούμε στον βαθύ, σιχαμένο, δηλητηριώδη και κακοήθη φόβο, ο οποίος αύξανε τον τρόμο που έσπερναν οι αφέντες τούτης της χώρας;»

 

«Ο ιστορικός ενδιαφέρεται για την ακρίβεια. Ο μυθιστοριογράφος για την αλήθεια. Εγώ στέκομαι στη μέση. Παθιασμένος και με την Ιστορία και με τη μυθοπλασία, θέλω να πάρω από την καθεμιά ό,τι καλύτερο προσφέρει», δηλώνει ο Πιέρ Ασσουλίν, καθώς ξεφυλλίζει κάποιες από τις πιο θλιβερές σελίδες της Ιστορίας, που έγραψε ο ανθρωποφάγος δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, στην ανέγγιχτη από τον πόλεμο μικρή γωνιά της Γερμανίας, στον πύργο της οικογένειας των Χόελτσόλερν, Ζίγκμαρίγκεν, ο Χίτλερ, επί τους ουσίας φυλακίζει, με την επιφανειακή κάλυψη παροχής προστασίας, τους Γάλλους συνεργάτες του, της δωσίλογης κυβέρνησης του Βισύ, τον στρατάρχη Πεταίν, τον αντιπρόεδρο και πρωθυπουργό της κυβέρνησής του, Λαβάλ, τους υπουργούς του και ένα μεγάλο αριθμό Γάλλων πολιτών που τους ακολούθησαν. Ανάμεσά τους ο συγγραφέας Σελίν, γνωστός για τις αντισημιτικές ιδέες του. Οι Χοενλτσόλερν μετακινούνται βιαίως, ωστόσο…

«… οι ναζί ήταν ελαστικοί ως προς τα οικονομικά των μεγάλων οικογενειών. Οι αριστοκράτες είχαν επενδύσει στους ναζί. Εκτός του ότι είχαν πρόσβαση στα υψηλά κλιμάκια και στην αυλή του καθεστώτος, είχαν εξασφαλίσει ότι οι περιουσίες τους δεν θα κατάσχονταν.»

Στον πύργο παραμένει, φύλακας άγγελος, ο μπάτλερ της αριστοκρατικής οικογένειας, Γιούλιους Στάιν, άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα, αφιερωμένος στο καθήκον του, ο οποίος αφηγείται με νηφαλιότητα τις αναμνήσεις του, μετά τη λαίλαπα του πολέμου, εστιάζοντας με λεπτότητα, ειρωνεία και άλλοτε με καυστικά σχόλια, τα όσα συνέβαιναν μεταξύ των Γάλλων δωσίλογων, στη διάρκεια της παραμονής τους. Διατυπώνει συγχρόνως προσωπικές σκέψεις για την στάση των Γερμανών συμπατριωτών του. «Η μοναξιά ενθαρρύνει την ενδοσκόπηση».

Αναφερόμενος στις ίντριγκες, και τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ Πεταίν, Λαβάλ, και λοιπών αξιωματούχων, στους ανταγωνισμούς για την εξουσία, που πίστευαν ότι θα κατακτούσαν μετά τον πόλεμο, στην αγωνιώδη προσπάθεια ορισμένων να αποποιηθούν το αμαρτωλό παρελθόν τους,  αδυνατώντας να μπουν στη θέση του ηττημένου προδότη, που ήταν στην πραγματικότητα, ο Στάιν, με βδελυγμία σχολιάζει:

«Είναι πιο φασίστες από τους περισσότερους Γερμανούς σε τούτη την πόλη. Είναι δυνατόν να φαντάζονται πως θα τους υποδεχόμασταν εδώ ως μάρτυρες και ήρωες, τη στιγμή που ο ίδιος ο γερμανικός λαός πιστεύει πως είναι μάρτυρας και ήρωας ; Αυτοί οι άνθρωποι μας έφεραν τον πόλεμο. Εδώ στο Ζιγκμαρίγκεν, ήμασταν προφυλαγμένοι. Χρειάστηκε να μας στείλουν τους αθλιότερους Γάλλους, Γάλλους γερμανόφιλους με τη χειρότερη έννοια του όρου, γιατί δεν υπάρχει χειρότερο από αυτό που νομίζουν ότι αγαπούν σ’ εμάς. Την καταραμένη πλευρά μας, τη συλλογική τρέλα μας…»

Προσπαθεί να κατανοήσει πως έφθασαν τα πράγματα μέχρις εκείνου του σημείου που κατέστρεψε ανθρώπους και χώρες και επέτρεψε να συμβούν όλα αυτά τα αίσχη που υποβαθμίζουν το ανθρώπινο είδος. Επιρρίπτει ευθύνες στην ανοχή των δυτικών δυνάμεων και κυβερνήσεων προς τον Χίτλερ και την κλίκα του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’30. Ωστόσο, ως άνθρωπος εθισμένος στην υπακοή σχολιάζει:

«Ούτως ή άλλως έπρεπε να σέβομαι την ιστορία μου, ενώ γνώριζα ότι η γερμανική κουλτούρα είχε προ πολλού χάσει τον πόλεμο εναντίον του γερμανικού Ράιχ».

Ο Γιούλιους Στάιν οσμίζεται ότι το Ζιγκμαρίγκεν δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση για όλο τον συρφετό των προδοτών, ότι η πτώση του τρίτου Ράιχ επέρχεται σύντομα και προσπαθεί να διαφυλάξει τον χώρο που υπηρετεί. «Όταν έχουμε την τύχη να υπηρετούμε σε ένα τέτοιο Σπίτι, με όσα παραμένουν ανέγγιχτα από την Ιστορία, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να εμπιστευθούμε τα καθεστώτα. Γιατί είναι παροδικά, ενώ μία αρχοντική οικογένεια εγγράφεται στη μακρά διάρκεια. Ο άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τις ιδεολογίες».

Στην διάρκεια της οκτάμηνης παραμονής των Γάλλων στον Πύργο, ο Γιούλιους Στάιν ερωτεύεται την οικονόμο του στρατάρχη, Ζαν Βόλφερμαν, γεγονός που τον οδηγεί να βγει από τη σκιά του πιστού μπάτλερ και να διαδραματίσει ενεργό ρόλο. Ο έρωτάς του είναι διακριτικός, του δίνει όμως τον αέρα μιας όασης μέσα στην κόλαση της προδοσίας και αλληλοσφαγής μεταξύ υπανθρώπων που αναγκάζεται να υπηρετεί με καλοσύνη και υπακοή, όπως συνήθιζε πάντα. Πιστός στον ρόλο του.

«Το πρόβλημα με την καλoσύνη είναι ότι αμέσως τη θεωρούν ένδειξη αδυναμίας, ιδιαίτερα σε εποχή πολέμου και μάλιστα όταν στην εξουσία βρίσκονται παλιάνθρωποι. Πότε θα καταλάβουν ότι αληθινή δύναμη είναι αυτή που προστατεύει και όχι εκείνη που καταπιέζει και καταστρέφει;»

Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η λεπτότητα της κινηματογραφικής αφήγησης του Ασσουλίν παραπέμπει στο εξαιρετικό έργο του Καζούο Ισιγκούρο: «Απομεινάρια μιας μέρας». Η διστακτικότητα της έκφρασης των συναισθημάτων μεταξύ Γιούλιους και Ζαν, η αίσθηση της αξιοπρέπειας, οι διαφορετικές κουλτούρες, δημιουργούν μεταξύ τους εντάσεις που παρακάμπτονται από την ανάγκη και των δύο για ανθρώπινη επαφή μέσα στους σκοτεινούς εκείνους καιρούς.

«Όταν με κατηγορούσε ότι θα πεθάνω χωρίς να έχω γνωρίσει τη λαγνεία της ανυπακοής η φωνή της έπαιρνε μεταλλική χροιά».

Μέσα από τη φωνή του Στάιν, ο Ασσουλίν σχολιάζει το κύριο χαρακτηριστικό των Γερμανών, ευλογία και κατάρα μαζί.

«Υπακούμε  όποια κι αν είναι η στολή, του στρατιώτη, του αξιωματικού, του ταχυδρομικού, του πυροσβέστη ή του μετρ ντ’ οτέλ. Με τη στολή η υπακοή μετατρέπεται σε αρετή. Σ’ εμποδίζει μάλιστα ν’ αντιταχθείς στην εξουσία. Υπάρχουν εκείνοι που διοικούν και εκείνοι που υπακούνε , κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Πρώσους… Πως μπορούσε να το καταλάβει μία Γαλλίδα;»

 Μέσα σ’ αυτό το τοξικό περιβάλλον, περιφέρεται η φιγούρα του γιατρού  Ντετούς (Σελίν), με τις συγγραφικές του ανησυχίες και μια γάτα μέσα στο φθαρμένο σακάκι. Μας ξαναφέρνει στο νου τις σχέσεις με τους ναζί Γερμανούς αξιωματούχους και τις αντισημιτικές του ιδέες που στιγμάτισαν τον ίδιο, χωρίς όμως να μειώσουν την αξία του έργου του, διαχρονικά.

Σελίν: «Δεν μπορώ να δουλέψω. Έχω ανάγκη από ένα τραπέζι και μία καρέκλα. Έχω κρεβάτι και νιπτήρα. Μου είναι απαραίτητο να νιώθω άνετα σε μία χώρα όπου ήρθα παρά τη θέλησή μου. Ήρθα εδώ γιατί οι τρομοκράτες μου έβαλαν το πιστόλι στον κώλο…. Είμαι ποιητής, εγώ, δεν σαχλαμαρίζω… Γράφω όταν έχω κάτι να γράψω… δεν επαναλαμβάνομαι… Υπάρχουν αρκετοί που το κάνουν για μένα…» Αργότερα, σαν μία αποτίμηση των πεπραγμένων του: «Στα νιάτα μας, τις πιο άνυδρες αδιαφορίες, τις πιο κυνικές γαϊδουριές, καταφέρνουμε να τις δικαιολογήσουμε ως ερωτικές λόξες και ως σημάδια δεν ξέρω τίνος άπραγου ρομαντισμού. Μα αργότερα, όταν πια μας δείξει πόση κατεργαριά, σκληράδα, μπαμπεσιά απαιτεί η ζωή μόνο και μόνο για να συντηρηθεί όπως όπως στους 37 βαθμούς, τότε μπαίνουμε στο νόημα, αναγνωρίζουμε, καταλαβαίνουμε όλες τις παλιανθρωπιές που περιέχει το κάθε παρελθόν. Αρκεί μονάχα να μελετήσουμε σχολαστικά τον εαυτό μας και το σίχαμα που έχουμε γίνει. Τέρμα το μυστήριο, τέρμα η αφέλεια, τη φάγαμε όλη την ποίησή μας, μιας και ζήσαμε ως εδώ. Είναι κολοκύθια η ζωή». (σημ. εκτός κειμένου του βιβλίου)

Ο Γιούλιους Στάιν συνεχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του μέσα σ’ ένα τρένο ενθυμούμενος τον δρ Ντετους (Σελίν) να προσφέρει τις υπηρεσίες του εκεί στο πόδι στο σταθμό του Ζιγκμαρίγκεν, ως αυθεντικός θεράπων των φτωχών. Κάποτε, καθώς τον συνόδευε μέσα στον πύργο όπου ήταν καλεσμένος για φαγητό, πήρε το θάρρος να του πει: «Λοιπόν γιατρέ, πάντα μόνος;» «Προπονούμε στον θάνατο», του αποκρίθηκε.

 

Με την κομψότητα της αφήγησης του Ασσουλίν, τον απόηχο από τις νότες  του Μπαχ, του ρέκβιεμ του Φωρέ, της ουβερτούρας του Πάρσιφαλ, μέχρι τις ρομαντικές μελωδίες του Σούμπερτ, που  ξεχύνονταν από το πολύτιμο πιάνο Shiedmayer, αλλά και από την μουσικότητα της τριβής των τροχών των τρένων πάνω στις μεταλλικές ράγιες, μέχρι την αποκάλυψη της αληθινής ταυτότητας της Ζαν, την αποκατάσταση της ειρήνης και την επαναφορά των Χόελτσόλερν στην κατοικία τους, ο αφηγητής- ήρωάς του, βάζει βαθιά τον αναγνώστη μέσα στην ατμόσφαιρα και τα γεγονότα της εποχής, αυτού του roman vrai, μ’ έναν θαυμαστό τρόπο, σαν ν’ αποτελεί μέρος της ιστορίας του.

 

«Ο αληθινός πόνος είναι αυτός που φοβόμαστε». 

      Μακάρι η Ιστορία να μπορούσε να μας διδάξει.

 

Pierre Assouline

 

Ο Πιερ Ασουλίν γεννήθηκε στην Καζαμπλάνκα το 1953. Είναι σύμβουλος έκδοσης και κριτικός βιβλίου στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό Le Magazine litteraire, αρθρογράφος στο περιοδικό L’Histoire, ραδιοφωνικός παραγωγός στο France-Culture και μέλος της Ακαδημίας Goncourt. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Διετέλεσε επί χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού για τα βιβλία Lire. Έχει συνεργαστεί επίσης με την εφημερίδα Le Monde και το περιοδικό Le Nouvel Observateur. Το blog του La Republique des livres είναι ιδιαίτερα δημοφιλές.
Έχει εκδώσει πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων βιογραφίες (για τους Ζωρζ Σιμενόν, Γκαστόν Γκαλιμάρ, Ερζέ, Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, κ.ά.), μυθιστορήματα, έρευνες και συνεντεύξεις. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Βραβείο Δοκιμίου της Γαλλικής Ακαδημίας και το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας.

 

   

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top