Fractal

Πασχαλινό διήγημα: “Ένας χρήσιμος άνθρωπος” – Της Ελένης Χωρεάνθη

 

 

Όταν πρωτοπήγε στο ορεινό χωριό, η ζωή τού φάνηκε μια σπιθαμή. Την έβλεπε μπροστά του να στενεύει, όπως τα μονοπάτια του χωριού, να χώνεται στις λαγκαδιές, να τρυπώνει στα ρουμάνια, να χάνεται από τα μάτια του, όπως όλος ο κόσμος πίσω από τον κλειστό ορίζοντα του νου, όπως οι κορυφές των βουνών, που ανέβαιναν γυμνές προς τον ουρανό, στενή λουρίδα ζωγραφιάς.

Η σκέψη του δεν πήγαινε κι εκείνη παραέξω. Το μόνο που του έμενε ήταν να κοιτάζει από μια χαραμάδα ουρανού τη μεγάλη πεδιάδα και τη λίμνη, μακρινή ανάμνηση και ζωγραφιά, υποχρεωμένος από νόμους γραφτούς κι άγραφτους να μένει ολοχρονίς αποκλεισμένος εκεί…

Ο κύριος επιθεωρητής, ο Κέρβερος, δεν επέτρεπε την «απομάκρυνσιν από την έδραν». Ο πρόεδρος κι ο παπάς είχαν λόγο επί των πράξεών του. Ο άνθρωπος στη χάση και στη φέξη του φεγγαριού κατηφόριζε σκαστός και με την ψυχή στο στόμα, μην τον πάρουν είδηση και τον «κάψουν», νύχτα έφευγε να πάει στους γέρους του και την ίδια νύχτα γύριζε…

Βαριά η καλογερική που λέει ο λόγος, μα εκείνη η μοναξιά ήτανε καταδίκη. Μοναδική απόλαυση είχε να πηγαίνει στο κουτσομάγαζο να κουτσοπίνει το ρακί ή να κουτσοπαίζει πρέφα και ραμί με τ’ άπραγα γερόντια που ξενυχτούσαν εκεί την ανία και την πλήξη τους για ένα ξερολούκουμο! Και λιγόστευε κι η νύχτα μέσα στην ατέλειωτη ερημιά, όπου κι ο Θεός δεν είχε πατήσει ποτέ το ποδάρι του.

Όλα καλά και άγια. Έλα όμως που κι οι πιο ενάρετοι κι οι πιο πιστοί κι αφοσιωμένοι στο καθήκον έχουν μέσα τους ένα ζώο, που όταν ξυπνήσει και πεινάσει δεν λογαριάζει νόμους, ήθη, κοινωνικούς φραγμούς, Κέρβερο επιθεωρητή, πρόεδρο, παπά… Τίποτα! Μόνο τριβελίζει το μυαλό, τρυπάει τα μεδούλια, αναστατώνει το κορμί και κάνει το ξύπνιο και τον ύπνο του ανθρώπου μαρτύριο.

Πάνω στο μέστωμα της νιότης και στο φούντωμά του ο ταλαίπωρος δεν άντεξε. Και μίαν των ημερών εκείνων διέρρηξε τα ιμάτιά του:

«Ως εδώ και μη παρέκει, δεν πάει άλλο!»

Το ίδιο είπε από μέσα της, έρμη κι απομόναχη η αντικρινή με το κουτό της το μυαλό, το μικρό, το άπραγο, το αταξίδευτο και σταματημένο εκειδά στο σούρουπο:

«Ετούτος ο εδικός μου, ο ανεπρόκοπος, όλο ανήμπορος κι όλο στα ζα, ένα ζο! Κι εκείνος ο έρμος, μια σταλιά, σαν αρφανό, ξένος, πεντάξενος, ολομόναχος οχ οχ! Πλαγιάζει μοναχός, μοναχός δέρνεται όλη μερούλα με τις έγνοιες, ψυχικό θα κάμω, τι θα χάσω, το χαμένο; Το ζο ο Παμεινώντας μου, καλός κι άγιος είναι, δεν τού ‘δωκε ο Θεός τα απαραίτητα συμπράγκαλα, τι την ήθελε την παντρειά; Ας κάμω το καλό. Να σώσω κι αυτόν τον άμοιρο που τον πέταξε ο Θεός εδωνά, μέσα στα ποδάρια μου, μην ξεπαγιάσει χειμώνα καιρό στα κατσάβραχα…»

Το ‘βαλε ο νους της και το ‘καμε. Είπε στον Παμεινώντα την αυγή.

«Να τον καλέσουμε τον άνθρωπο, τι λες Παμεινώντα μ’; Ξένος κι απομόναχος, σαν αρφανό ζει, να φάει μια γουλιά ζεστό φαγάκ’, να ιδούμε κι εμείς άνθρωπο στο κονάκι μας».

«Καλά το λες, συμβία. Να τον καλέσουμε! Τι, κι αν δεν έχουμε σήμερα παιδιά εμείς! Διαβασμένος άνθρωπος είναι, δεν έχουμε να χάσουμε και τίποτα! Μ’ ένα πιάτο φαί πλιότερο…Πού ξέρεις, μπορεί ταχιά να μας δώσει κι εμάς ο Θεός παιδιά…Αυτά είναι πράματα θεοτικά!», συμφώνησε και με το παραπάνω ο Παμεινώντας.

Ένα στεγνό χαμόγελο φώτισε το ζαρωμένο, άτριχο πρόσωπό του κι άστραψαν από χαρά κι ελπίδα τα πονηρά άνυδρα μάτια του. Κι από τότε κάθε που καλούσαν τον ξένο, μετά το δείπνο, ο νοικοκύρης με ήσυχη τη συνείδησή του έφευγε και πήγαινε και πλάγιαζε στα ζα, να τα φυλάει από τον λύκο…

Ανασκουμπώθηκε η Αμαλία.

«Για τον άνθρωπο, μαθές, τον έρημο κι απομόναχο που ξεπαγιάζει ο καημένος», δικαιολογιόταν, ζεστός, στερημένος πειρασμός η Αμαλία. «Χρήσιμος άνθρωπος, μαθές, ξένος…»

«Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη», «πίσω μου σ’ έχω» τη μια με τα βιβλία της εκκλησίας στα χέρια: «τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον και παν γαιώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμησον…» Και «ρύσε ημάς από του πονηρού», την άλλη. Τίποτα! Πουθενά καταστολή και κοίμηση. Ησυχία δεν έβρισκε ο ξένος. Ο νους του στο αχνιστό γιαχνί της Αμαλίας. Είδε κι απόειδε, δεν κρατήθηκε άλλο.

«Στα κομμάτια η εγκράτεια, χίλια χρόνια θα ζήσουμε!» είπε από μέσα του μια νύχτα βροχερή την ώρα που ετοιμαζόταν να καληνυχτίσει.

Πισωγύρισε. Μήλο κόκκινο στο φως του θαμπού λυχναριού η Αμαλία ενώπιον του διλήμματός του. Υπέκυψε στον πειρασμό. Άνθρωποι και οι δύο στερημένοι κι αναγκεμένοι, καθένας για δικό του λόγο, δεν έβλεπαν τίποτα στραβό. Κι έπειτα…δυο δρασκελιές από την πόρτα του, αμαρτία να ‘ναι κι εκείνη η φτωχιά ολομόναχη χειμώνα καιρό, ο Παμεινώντας όλο με τα ζα, ένα ζο…

Τόλμησε. Αυτές οι πράξεις χρειάζονται τόλμη. Ύστερα η δουλειά πήρε το δρόμο της! Με το σουρούπωμα, ο ξένος έπαιρνε τον κατήφορο.

«Για κανένα γιατροσόφι πάω εδώ κάτω», απαντούσε όπως τον είχε ορμηνέψει η Αμαλία, αν τύχαινε κι έπεφτε πάνω σε κανέναν περίεργο. «Ένας πλευρίτης με σακάτεψε… Δεν αντέχετε αυτός ο πόνος».

Όπως το σκαρφίστηκε ο Παμεινώντας, κάτι κατέβαζε και η δική του η κούτρα, δεν άργησε να έρθει και στο δικό του το κονάκι η Χάρη του Θεού. Βγήκε ένας μπάσταρδος με τα τσαρούχια. Μην πάει ο νους κανενός στο πονηρό. Τον καιρό εκείνο, μπάσταρδος σήμαινε «παίδαρος». Απόχτησε κι ο άκληρος κλήρα! Χαρές και γέλια και κεράσματα ο Παμεινώντας. Κι από μέσα του:

«Άι σιχτίρ, διαόλ’, λωποδύτες! Άκληρος εγώ! Είχα το σκοπό μ’ εγώ! Ήξερα τι έκανα. Αυτού να σας βγει το μάτ’ !» Πήρε ψηλά τον αμανέ. «Εδώ σας γράφω όλους!», μουρμούραγε κι έδειχνε τ’ αχαμνά του, κορδωμένος.

Καλή και παστρικιά η Αμαλία, τον έλουσε, τον μοσχόπλυνε, τον ετοίμασε καλά και πήγανε μαζί στην εκκλησιά να σαραντίσει με το βρέφος αγκαλιά, να πάρει την ευκή!

«Να ιδούνε και να καταπιούνε τη γλώσσα τους οι ανεπρόκοπες, οι άπλυτες!» είπε βγαίνοντας από την εκκλησία σταυροκοπούμενη.

«Ας είναι καλά τα ζα», κρυφογέλασε πονηρά ο Παμεινώντας.

Ο ξένος λησμόνησε και τους γέρους του, την πολιτεία με τα πολλά φώτα και τους ανοιχτούς δρόμους, την πεδιάδα και τη λίμνη…Δεν έβλεπε πια τους δρόμους να στενεύουν, δεν ένιωθε την ερημιά να τον πνίγει. Απεναντίας ένιωθε την άνοιξη να ροβολάει μοσχοβολημένη, έστω κι αργοπορημένη, στις πλαγιές, κι η καρδιά του αναγάλλιαζε. Ευώδιαζε βασιλικό και δυόσμο, αγράμπελη και ρίγανη ολάνθιστη, αγνό κερί, ψωμί ζεστό κι αφράτο, μοσχομύριστο. Η Αμαλία, ολόφρεσκια και δροσερή. Και το αγοράκι ολόιδιος ο…

«Φτυστός εγώ!» Καμάρωνε ο Παμεινώντας.

Του είχε πάρει όλα τα σουσούμια. Έφερνε, όμως λίγο και στον ξένο.

«Καμιά φορά τυχαίνει να μοιάζουν και στο γείτονα και στον κουμπάρο, μπορεί και στον παπά, στο χωροφύλακα και στο δάσκαλο», βεβαίωνε και γινόταν πιστευτή, η γριά μαμή. Αυτή σαν ειδήμων είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

«Το παιδί είναι δικό μου! Εγώ θα το βαφτίσω!» είπε ο φιλοξενούμενος. Να βγάλω και καμιά υποχρέωση.

Έτσι έλεγαν τον παλιό καιρό οι ενδιαφερόμενοι να βαφτίσουν κάποιο νεογέννητο βρέφος. Η Κερασούλα είχε τους δικούς της κωδικούς επικοινωνίας. Και το βάφτισε. Κι έγιναν «συγγενείς εκ πνεύματος αγίου», όπως είπαν μ’ ένα στόμα ο παπάς κι ο πρόεδρος. Ήταν και οι δυο του Σχολαρχείου κι ήξεραν πολλά και καλά γράμματα. Ο κουμπάρος είχε πλέον το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει στης κουμπάρας, έλειπε δεν έλειπε ο Παμεινώντας. Κι ελόγου του, έγινε πατέρας και ησύχασε ο άνθρωπος μια για πάντα. Και πλάγιαζε έκτοτε ξέγνοιαστος και ικανοποιημένος με τα ζα του, όπου ήθελε! ‘Όλα δικά του ήταν.

Σαν ήρθε η Λαμπρή ντύθηκε και στολίστηκε η οικογένεια, φώναξαν και τον κουμπάρο με τις λαμπάδες από αγνό κερί και πήγαν να αναστήσουν, σαν καλοί χριστιανοί. Κι όλα καλά κι άξια καμωμένα! Τι είχαν να μοιράσουν με τον κόσμο. Δεν είχαν να δώσουν λόγο σε κανέναν. Στο σπίτι τους, όποιον ήθελαν έβαναν.

«Δόξα να ‘χει ο Μεγαλοδύναμος, χίλιες δόξες! Όλα τα δίνει όταν πρέπει, κανέναν δεν αφήνει παραπονούμενο!» ψιθύρισε η Αμαλία». Κι άναψε τη μελιά λαμπάδα με όλο της το νάζι.

«Άι στο καλό, χωριανοί!, μέρα που ‘ναι! Πήγατε να μας φάτε με τα λόγια: Άκληρος ο Παμεινώντας…», έλεγε από μέσα του ο Επαμεινώντας Δοξαπατρής. Αυτό ήταν στα χαρτιά το ονοματεπώνυμό του. Έριξε τέλος μια ματιά γεμάτη κατανόηση ολόγυρα στο εκκλησίασμα κι έκανε ένα μακρύ σταυρό ίσαμε το λειψό το μπόι του. «Ακούς εκεί ‘άκληρος εγώ, ανίκανος εγώ’;» είπε τέλος με το νου του. Και ησύχασε.

Έξω ο κόσμος, τον έτρωγε η έγνοια.

«Τίνος μοιάζει το παιδί…»

Και στο Δοξαπατρέικο, γλέντια και χαρές, κέφια και τσαλίμια ο Παμεινώντας. Μόνο ο παπάς είχε κρατήσει την ψυχραιμία του, σαν ο άνθρωπος του Θεού που ήξερε να ερμηνεύει τα θεοτικά.

«Τι διάολο!» ψέλλισε αγανακτισμένος κι έπιασε τα γένια του. «Σε κάποιον θα μοιάζουν τα παιδιά, απ’ τα κλαριά δεν ήρθαν. …Μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού…», διέρρηξε τα ιμάτιά του όταν η πρεσβυτέρα του έφερε τα νέα. «Το βρίσκω απολύτως φυσικό και αναγκαίο στην παρούσα περίπτωση».

Και το επαναλάμβανε μετά μεγάλου πείσματος, οσάκις άκουγε σχόλια περί του γεγονότος τούτου. Ωστόσο, κανείς δεν διαλογίστηκε ποτέ τι να σήμαινε εκείνο το «απολύτως φυσικό και αναγκαίο για την περίπτωση».

Όμως στη δεύτερη γέννα η Αμαλία εγκατέλειψε τον μάταιο ετούτο κόσμο. Από κει και πέρα όλα άλλαξαν στον μέσα και στον έξω κόσμο. Ήρθε ο Εμφύλιος, ο κουμπάρος έφυγε στο βουνό και δεν ξαναφάνηκε. Ο Παμεινώντας, τι να έκανε, έκλαψε, πένθησε, είδε κι απόειδε, άλλος τρόπος δεν υπήρχε να αναθρέψει τα ορφανά, ξαναπαντρεύτηκε. Πήρε μια γυναικούλα συνετή και όμορφη απ’ αλαργινό χωριό. Έμεινε όμως άτεκνη από κει και πέρα. Της έφταναν και της περίσσευαν δυο ορφανά που της χάρισε ο Θεός να αναθρέψει. Θεοτικά πράματα αυτά. Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να εξιχνιάσει τις ανεξιχνίαστες βουλές του Κυρίου.

Για να μην έχει ο κόσμος να λέει το κοντό και το μακρύ του, ήξερε η «νύφη» τι έπρεπε να κάνει. Με το που πάτησε το πόδι της στο κονάκι του Παμεινώντα, πήρε το βρέφος και το πέρασε ανάμεσα στα σκέλια της.

«Ετούτο εγώ το γέννησα. Είναι κατά δικό μου. Ας μη μου δώσει άλλα ο Θεός. Μου φτάνουν τα δυο παιδιά. Δοξασμένος ο Θεός! Αποκαταστάθηκα κι εγώ…», ανάσανε. Έκανε το μακρύ σταυρό της κι ανασκουμπώθηκε η χριστιανή.

Ανάθρεψε τα ορφανά καλύτερα κι από μάνα γκαρδιακή. Και τα καλοπάντρεψε. Κι έμεινε πιστή κι αφοσιωμένη στον Επαμεινώντα Δοξαπατρή. Μπορεί που έφυγε ο κουμπάρος, μπορεί … χίλια «μπορεί» να μεσολάβησαν. Η Χάιδω, πάντως έμεινε βράχος ηθικής κι ας πάει να λέει ο κόσμος ό, τι θέλει. Μοναχά καμιά φορά, σαν έμενε ολομόναχη, αναστέναζε και βογκούσε. Σαν να’ χε σαράκι στην καρδιά. Ποιος ξέρει. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

Ο Παμεινώντας, τ’ απολειφάδι, ο λειψός, που φύλαγε τα ζα να μην τα φάει ο λύκος, δοξάστηκε μετά από τα παλικάρια του, καμάρωσε κι εγγόνια. Και πήγαινε στον καφενέ σαν άνθρωπος κοινωνικός, πάνε τα ζώα, τα πούλησαν. Και διάβαζε και την «Ακρόπολη»…ανάποδα.

«Ένεκα ο καταραμένος ο πόλεμος», εξομολογήθηκε στον παπά ο Πρόεδρος.

«Η Χάιδω έκανε μεγάλο ψυχικό», του απάντησε στερεότυπα ο άνθρωπος του Θεού. «Εκκλησία έχτισε. Έστρωσε κρεβάτι για την ψυχή της η Χάιδω», είπε τέλος.

Και το θέμα έκλεισε οριστικά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top