Fractal

Διήγημα: “Ένας χαρταετός στο Μανχάταν”

Γράφει η Ιουστίνη Φραγκούλη- Αργύρη //

 

 

dihghma

 

 

Ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη ήταν ό, τι είχε ονειρευτεί από τότε που πήγαινε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Κι αυτοί οι γιάπηδες με τα μάτια στραμμένα στους πίνακες της χρηματαγοράς, τα καλοραμμένα κοστούμια και τις πολύχρωμες γραβάτες, μ’ αυτό το απόλυτα βέβαιο ύφος της επιτυχίας, αποτελούσαν την ιδανική μορφή του αρσενικού πρότυπου για το Μιχάλη της μικρομεσαίας Αθήνας. Ήταν και η Γουόλ Στρίτ με τους ουρανοξύστες που έπαιζε μέσ’ στο μυαλό του ως σκηνικό ενός στόχου. Τί κι αν ήρθαν οι δίδυμοι πύργοι κάτω, τί κι αν οι δείκτες Dow Jones και Nasdaq κατρακύλησαν παρασύροντας περιουσίες ολάκερες. Ο Μιχάλης παρέμεινε αμετάπειστος πως η επιτομή του επιτυχημένου αρσενικού παραμονεύει εκεί στους σκοτεινούς δρόμους του Μανχάταν. Ε! Λοιπόν, αυτός ο υπάλληλος της τράπεζας μέσα στη δεκαετία κατόρθωσε ν’ ανέβει τα σκαλοπάτια και να γίνει ένας διευθυντής. Με βεβαρημένο ωράριο και ευθύνες, δε λέω, αλλά νά που τού δινόταν ξαφνικά κι απροσδόκητα η ευκαιρία να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη. Επιλέχτηκε από τη γενική διεύθυνση ως μέλος μιας εκπαιδευτικής αποστολής στην πόλη των επιχειρήσεων και σιγά μη θα ‘χανε την ευκαιρία. Η Καίτη άρχισε τη γκρίνια όταν άκουσε πως θα ταξίδευε μόνος στη γη της επαγγελίας κι αυτή θα ‘μενε πίσω να νταντεύει τα βλαστάρια τους: -Μπράβο κύριε διευθυντά! Θα κάνεις ταξιδάκι για μετεκπαίδευση- εμένα μού λες! Ταξιδάκι αναψυχής αποκαλείται, κι εγώ θα μείνω πάλι με τα παιδιά. Αλλά οι υποχρεώσεις βαραίνουν μόνο τη μάννα, έτσι δεν είναι; Οι άντρες κάνουν καριέρα, ταξιδάκια, χαρούλες γενικά. Δε χωράει στο πακέτο η σύζυγος, αυτή πρέπει να είναι η αφοσιωμένη. Ο Μιχάλης συνέχισε να σφυρίζει αδιάφορα. Σιγά μη θα ‘δινε σημασία στην Καιτούλα τώρα! Άσ’ την να παραφέρεται. Μήπως πρώτη φορά είναι; Και μέχρι την Ορεστιάδα να της πει πως πάει για επαγγελματικό ταξίδι, αυτή το χαβά της! Γουστάρει να φωνάζει για ν’ ακούει την ηχώ της φωνής της. Αχ βρε Καιτούλα!

Τελικά, πείσθηκε η συμβία να καλμάρει γιατί της υποσχέθηκε ότι θα αγοράσει εξαντλητικά όσα του έγραψε στη λίστα, από οδοντόκρεμες μέχρι αμερικάνικα καλλυντικά, μπλουζάκια για τα παιδιά (τέτοια που φέρνει η αδελφή της φιλενάδας της!) και μύρια όσα ασήμαντα. Ο Μιχάλης με μια βαλίτσα μισάδειανη (ίσα που έβαλε δύο κοστούμια κάτι πουκάμισα και μερικές γραβάτες), και μ’ ένα μυαλό γεμάτο σχέδια, όνειρα και προοπτικές μπήκε με τους συναδέλφους στο αεροπλάνο για το μεγάλο ταξίδι. Το εννιάωρο τού φάνηκε ατέλειωτο και απίστευτα ανιαρό. Δεν τον έπεισε ούτε η ταινία ούτε οι νοστιμούλες αεροσυνοδοί που χαμογελούσαν χαζοχαρούμενα. Διάβασε όλες τις εφημερίδες, μαύρισαν τα δάχτυλά του. Αλλά δεν έβγαλε μιλιά στο διπλανό συνάδελφό του μη τού κολλήσει τώρα και τον σέρνει στις ελεύθερες ώρες ανά το Μανχάταν. Αυτός είχε κάνει τα σχέδιά του. Ήθελε να τ’ απολαύσει ολομόναχος. Κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι κατά την προσγείωση. Αυτή η περιφορά πάνω από τους πύργους του Μανχάταν μέχρι να χαμηλώσουν αρκετά τον γέμισε ένα παράλογο δέος. -Να! Η Αμερική που ονειρευόμουνα, μεγάλη και σίγουρη, επιθετική από τις πρώτες εντυπώσεις, σκέφτηκε. Τον καθηλώνει η θέα των πύργων της κι ας λείπουν οι Δίδυμοι. Το τοπίο τού μοιάζει σα ξεδοντιασμένο σε σχέση με το ουρανόγραμμα που είχε συνηθίσει ως θέα στο κάδρο του σπιτιού του, αλλά το μέγεθος και η δύναμή του βρίσκονται εκεί. Δεν διαψεύδουν τις αναμονές του αυτά που βλέπει. Ρουφάει τις εικόνες με μια απίστευτη απληστία σαν να μην του φτάνουν. Κι ύστερα με μια βουτιά το αεροσκάφος πάνω από το διάδρομο, πλάι ακριβώς στη θάλασσα, πραγματοποιεί την προσγείωση. Χειροκροτήματα ακούστηκαν από όλους τους επιβάτες, γύρισε να δει γιατί. Ο Μιχάλης δεν πτοήθηκε ούτε από τους επίμονους ελέγχους των αμερικάνων τελωνειακών. Τού φάνηκαν ευγενείς και υπομονετικοί ή μήπως είχε έρθει αποφασισμένος να τα συγχωρήσει όλα στην Αμερική του ονείρου του; Οι επόμενες μέρες κύλησαν σε μια διαρκή έκσταση. Το πρωί στον 15ο όροφο του ουρανοξύστη Ολύμπικ και το απόγευμα ελεύθερος, αποφασισμένος να τα δει όλα χωρίς εκπτώσεις. Ξέφευγε με μια εύσχημη δικαιολογία από τους συναδέλφους του κάθε απόγευμα. Τους έκανε να πιστέψουν πως είχε συγγενείς που θα τον περιηγούσαν. Δεν ήθελε να μοιραστεί με κανένα από τα ανθρωπάκια, όπως τους αποκαλούσε, τους μεγάλους του στόχους. Μ’ ένα χάρτη ανά χείρας έφτασε στο ντάουντάουν. Εξερεύνησε όλα τα στενά δρομάκια, τους τοίχους που υψώνουν οι απροσπέλαστοι ουρανοξύστες, οι δομημένοι με εκείνη την απαράμιλλη αρχιτεκτονική της άρτ νουβό σε εναλλαγή με την άρτ ντεκό. Άνοιγε τα μάτια του διάπλατα καθώς ξεπρόβαλλαν ένα ένα τα κτίρια που είχε δεί στις ταινίες. Και η Γουόλ Στρίτ τον απογείωσε.

Έφτασε την ώρα που έκλειναν οι πόρτες του χρηματιστηρίου κι είδε να ξεγλιστρούν στους δρόμους οι γιάπηδες με τα ατσαλάκωτα κοστούμια, την αυτοπεποίθηση και τα ακριβά αυτοκίνητα. Το σημείο μηδέν δεν τον έπεισε ως μνημείο του άγνωστου θύματος της τρομοκρατίας. Θα προτιμούσε, βέβαια, να βρίσκονταν εκεί ακόμη τα δίδυμα μεγαθήρια για να δει το Μανχάταν από τον 110ο όροφό τους. Αλλά τον έφτανε κι αυτό που έβλεπε. Ύστερα πήγε στη Μπάτερι και χάζεψε από μακριά το Έλις Άιλαντ και το άγαλμα της Ελευθερίας. Καθώς το βλέμμα του αντίκριζε τον ουρανό να προσπαθεί μάταια να καθρεφτιστεί στο γκρίζο ποταμό Hudson, στο νου του ήρθε ο μπάρμπα–Στάθης, πολυθρύλητος θείος, μετανάστης στο Αμέρικα. Η φωτογραφία του δέσποζε στο δωμάτιο της γιαγιάς του μέχρι τα βαθειά γεράματά της. Είχε μια απροσδιόριστη νοσταλγία το αυστηρό βλέμμα του. -Από τούτα τα χώματα θα πέρασε κι εκείνος όπως και τόσοι άλλοι Έλληνες που λένε πως μεγαλουργούν στη νέα γη, σκέφτηκε. Ούτε που θέλει, όμως, ν’ ακούσει για τους Έλληνες στην Αμερική. Τους φαντάζεται με μουστάκια, φωνακλάδες και αγενείς, νεόπλουτους και καλοζωισμένους, όπως τους βιώνει κάθε καλοκαίρι στην τράπεζά του. Το θράσος τους δεν έχει όρια και η μόνη επωδός τους είναι η επαναλαμβανόμενη ανεδαφική σύγκριση με την Αμερική. -Α! Εμείς στην Αμερική ετούτο, Α! Εμείς στην Αμερική εκείνο. Εφιάλτης του ‘χει γίνει αυτή η φυλή των περίφημων ομογενών. Μακριά κι αλάργα! Ο Μιχάλης αναγκάστηκε να το πει και στους συναδέλφους του όταν πρότειναν να πάνε ένα βράδυ στην ελληνική γειτονιά. -Να λείπει το βύσσινο παιδιά. Εγώ δεν πρόκειται να επισκεφθώ την Αστόρια. Δε έχω καμία επιθυμία για ελληνικές ταβέρνες κι άλλωστε η Αστόρια έρχεται κάθε καλοκαίρι στο Παγκράτι, τους έκοψε. Ήταν λίγο απότομος τώρα που το σκέφτεται. Έτσι συνέχισε καθημερινά τους μοναχικούς περιπάτους του απολαμβάνοντας κάθε πτυχή του Μανχάταν. Χάζεψε τα απίστευτα μαγαζιά της 5ης λεωφόρου, ψώνισε και τις παραγγελίες της γυναίκας του. Παντού εκπτώσεις, όλα στη μισή τιμή. Έτριβε τα μάτια του που εύρισκε τα ευρωπαϊκά προϊόντα φτηνότερα στην Αμερική. Στην Αθήνα οι εκπτώσεις έδιναν ραντεβού δυο φορές το χρόνο! Και η ποικιλία εδώ είναι απίστευτη! Δε θα συμφωνήσει με την αγαπημένη του Σιμόν ντε Μποβουάρ πως η «υπεραφθονία είναι μια πληγή». Α! όχι, για τον Μιχάλη είναι μια απόλαυση πρωτόγνωρη ακόμη. Δε χορταίνει να βλέπει νέες εικόνες το κοσμογυρισμένο ευρωπαϊκό μάτι του. Περιηγήθηκε το Central Park απολαμβάνοντας τα νεαρά ζευγάρια που έκαναν πικ-νίκ με τα πιτσιρίκια τους ανέμελα και μ’ εκείνο το αμερικάνικο χαμόγελο της Κolynos στο πρόσωπό τους. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν η ευτυχία ήταν προνόμιο των αμερικάνων. Εκείνος δε θυμάται ούτε μια φορά την Καίτη να γελάει γάργαρα, προπάντων όταν είχαν τα παιδιά μαζί τους. Όλο ανησυχούσε για τούτο και για κείνο, όλο τα κυνηγούσε, όλο τα πίεζε να φάνε, να πιούνε, να εκτελέσουν το πρόγραμμά τους. Εδώ οι άνθρωποι του φάνηκαν ανέμελοι, χαλαροί με μια φυσική προδιάθεση για την ευχαρίστηση. Ακόμη και οι μαύροι στην πλατεία μπροστά στο κτήριο της General Motors, που χόρευαν ράπ, ήταν συναρπαστικοί. Δε θύμιζαν σε τίποτε σκηνές από το Χάρλεμ που είχε δεί στο σινεμά κι είχε διαβάσει σε μυθιστορήματα. Έμοιαζαν δοσμένοι στο χορό τους, αφιερωμένοι σε μια κουλτούρα εξαγώγιμη κι εξαιρετικά δημοφιλή. Έτριβε τα μάτια του με την ευκινησία και το ρυθμό τους. Τα βήματά τους ξύπνησαν μέσα του τη γενναιοδωρία. Τους άφησε ένα πεντοδόλαρο, όσο ξόδευε καθημερινά για το μοναδικό σάντουιτς της μέρας του. Πήγε και μέχρι το ξενοδοχείο Πλάζα. Χάρισε στον εαυτό του μια περιήγηση στη χλιδάτη του ατμόσφαιρα. Απόλαυσε τα περίτεχνα γύψινα και τα ζωγραφιστά ταβάνια με το τρακ του επαρχιώτη. Κατέληξε στη αίθουσα Oakroom για ένα τσάι με αμερικάνικη μηλόπιτα. Πόση πολυτέλεια μαζεμένη σ’ ένα σημείο. Κι αυτές οι γυναίκες, ψηλές, ξανθιές, καλοβαμμένες, σα να βγήκαν από τα περιοδικά μόδας. Έχει μείνει άναυδος από την ομορφιά και την κομψότητα. Η Καίτη ανέκαθεν κατηγορούσε τις αμερικάνες ως κακόγουστες, ντυμένες με πλαστικά ροζ παντελόνια και ασορτί πουκάμισα, ως υπέρβαρες και γελοίες. -Κυρία Καίτη, πόσο λάθος είσαι. Κουκλάρες είναι οι αμερικάνες!, σκεφτόταν και γελούσε μέσα του. Σα να δικαιωνόταν ο ίδιος που τα ‘βλεπε όλα μεγάλα κι ωραία εδώ στο Μανχάταν. Το άλλο απόγευμα τον βρήκε σε μια διαδρομή με το subway της Νέας Υόρκης. Δε λέει πως είναι πεντακάθαρος αλλά ούτε και τα γκράφιτι πολυβλέπει. Βέβαια, σοκάρεται με τους ανθρώπους των δρόμων. Κουβαλάνε όλο το βιός τους σε καρότσια του σούπερ μάρκετ. Μέσα στα βαγόνια ο κόσμος έχει κάτι από το κουρασμένο ύφος της μεγαλούπολης. Οι περισσότεροι νανουρίζονται στη διαδρομή και αποκοιμιούνται. Τούς παρατηρεί από μακριά, σα σκηνή από ταινία. Σκαμμένα πρόσωπα, βαρυεστημένα αλλά με μια στωικότητα εντελώς ξένη για το δικό του γένος. Και οι αμερικάνες δεν είναι οι χτεσινές θεές που έβλεπε στο Μανχάταν. Μοιάζουν βαριεστημένες και είναι υπέρβαρες, όπως τού τα ‘λεγε η Καίτη. Σε μια στάση εισβάλλει ένας τρελός μ’ ένα τεράστιο σταυρό κρεμασμένο στο στήθος του. Αρχίζει να μιλάει για το Χριστό, για τη συντέλεια του κόσμου, για τον Αδάμ και την Εύα. Λέει πως είναι ο σωτήρας του κόσμου και δίνει ραντεβού για τη Δευτέρα Παρουσία. Ο κόσμος εξακολουθεί αδιάφορος τη διαδρομή του, σα να μη μπήκε ποτέ στην εικόνα ο ψευτοϊεροκήρυκας. Μόνο ο Μιχάλης δίνει προσοχή. Κατεβαίνει στο Χάρλεμ. Παρότι τον έχουν προειδοποιήσει πως είναι επικίνδυνα ο Μιχάλης έχει προετοιμαστεί γι’ αυτή τη θρυλική βόλτα στη συνοικία των μαύρων. Με λίγα χαρτονομίσματα χωμένα στην κάλτσα μέσα στο παπούτσι, μ’ ένα ατημέλητο τζιν και μια απλή μπλούζα οδεύει στο σημείο που χωρίζονται οι άνθρωποι απ’ τους απάνθρωπους. Εδώ η Νέα Υόρκη θα ‘πρεπε να νιώθει μια απέραντη αιδώ. Σκουπίδια σωριασμένα στα πεζοδρόμια. Τα περισσότερα σπίτια δεν έχουν τζάμια. Τα παραθύρια τους είναι κλεισμένα με δοκάρια. Η φτώχεια έχει μια μυρωδιά που τού χτυπάει τη μύτη. Παιδιά με στιλέτα που κρέμονται επιδεικτικά από αλυσίδες τριγυρνούν κατά ομάδες σα θηρία στους δρόμους. Στα σάπια σκαλοπάτια των σπιτιών χοντρές μαύρες με μωρά στην αγκαλιά γελάνε φωναχτά λες και δεν παίρνουν μυρωδιά τί τους συμβαίνει. Ο μπάρμπα-Θωμάς, ο γέρο νέγρος των παιδικών βιβλίων, είναι εδώ με κάτασπρα μαλλιά και φθαρμένο χαμόγελο. Μια απίστευτη λύπη τον κυριεύει κι ένας φόβος. Τριγυρίζει άσκοπα τους λερούς δρόμους. Κι όμως σα να παίρνει μια ευχαρίστηση που βλέπει πως το Μανχάταν στην καρδιά του έχει μια μικρή ζούγκλα. Πως δεν είναι όλα τέλεια στην Αμερική. Πως μια λεπτή διαχωριστική γραμμή χωρίζει την αθλιότητα από την ευημερία. Τίποτε πλέον στη λαμπερή μεγαλοπολιτεία δε στέκεται ικανό να θεραπεύσει αυτές τις εντυπώσεις. Ούτε οι ατέλειωτες βόλτες στις λεωφόρους με τα μεγαθήρια, ούτε οι επισκέψεις του σε όλα τα μουσεία της πόλης. Τον καταδιώκει η διαχωριστική γραμμή. Επισκέφθηκε και το Village για ν’ απαλύνει τις αισθήσεις του, να ξαναγυρίσει στο Μανχάταν της προσδοκίας του. Στο Soho είδε ανθρώπους καλοντυμένους, εκκεντρικούς, γυναίκες με εξαντρίκ λούκ, σκυλιά ντυμένα με Chanel πουλόβερ, πλούτο και πρωτοτυπία. Πήγε σε εστιατόρια και μπαρ όχι για να φάει αλλά για να πει πως επισκέφτηκε τα trendy μαγαζιά που διάβαζε στα μοδάτα περιοδικά της Αθήνας. Χώθηκε σε διάφορες γκαλερί που τον εντυπωσίασαν με την ακαταλαβίστικη μεταμοντέρνα τέχνη. Αυτός βέβαια ούτε τη μοντέρνα δεν καταλάβαινε! Γέλασε με την προχωρημένη του σκέψη, διασκέδασε τον αυτοσαρκασμό του!

Ο Μιχάλης είναι γεμάτος εντυπώσεις. Νιώθει, όμως, ένα υπέρβαρο από όλο αυτό τον πλούτο. Θέλει να ταξινομήσει τις σκέψεις του, ν’ αποτιμήσει τα όσα είδε και γεύτηκε εδώ στο Μανχάταν της επαγγελίας. Κάθεται σ’ ένα παγκάκι του πάρκου με θέα την επιβλητική ουρανογραμμή, όπου κυριαρχούν οι ουρανοξύστες. Νά το Empire State Building και το Chrysler με τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά του στολίσματα. Παρατηρεί ότι η τέχνη τελικά είναι ικανή να καπελώσει και το μέγεθος! Τού αρέσει η διαπίστωση! Το βλέμμα του χάνεται στο γαλάζιο ουρανό. Θέλει να ξεχωρίσει όλες τις διαφορετικές κεφαλές των πύργων του Μανχάταν σαν ένα στοίχημα της απαιτητικής ιδιοσυγκρασίας του. Μα, εκεί ψηλά διακρίνει ένα χαρταετό που όμως δεν ανεβαίνει παραπάνω από 20 πατώματα, όσο δηλαδή είναι το ύψος του βλέμματός του. Μοιάζει να ‘ναι δεμένος από κάπου. Ο Μιχάλης ξαφνιάζεται από τούτο το παράδοξο θέαμα στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Θέλει να μάθει τί γυρεύει ένας χαρταετός στο Μανχάταν. Αποφασίζει να ακολουθήσει την πορεία του σχοινιού του. Στρίβει στη λεωφόρο Μάντισον και πέφτει στο σκοινί που, δεμένο από την πόρτα ενός πολυτελούς εστιατορίου, ανεβαίνει περήφανο. Η απορία του τον οδηγεί μέσα. Θέλει ν’ ανακαλύψει πώς ένας μοναχικός χαρταετός πετούσε στον ουρανό των κορυφών. Ξαφνικά χτυπάει η συνειρμική διαδικασία και συνέρχεται καθώς θυμάται πως στην Ελλάδα σήμερα είναι Καθαρή Δευτέρα. -Για τον χαρταετό ενδιαφέρεστε να μάθετε; πετάγεται από την κουζίνα η φωνή ενός μουστακαλή, απ ‘ αυτούς της φυλής των ομογενών. Τον πήρε από το χέρι και τον κάθισε σε μια μπανκέτα, όπως αποκάλεσε το δερμάτινο πολυτελή πάγκο. Κι εκεί του διηγήθηκε πως ήρθε αμούστακο παιδί από την Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή. Πως πέρασε από θάλασσες και λιμάνια, πως ήρθε λαθραίος και δούλευε πιατάς σα λαδοπόντικας σε ντάινα. Με την πολλή δουλειά και τις οικονομίες κατάφερε ν’ ανέβει και να ‘τον τώρα στο Μανχάταν με 10 εστιατόρια, παρακαλώ. Του ‘ρθαν και βολικά τα πράγματα, δε λέει. Σήμερα στέγνωσαν οι ευκαιρίες. Δεν παραπονιέται, τάχει όλα αλλά τού λείπει η πατρίδα. Κάθε χρόνος που περνάει, η έλλειψη γίνεται βαθύτερη. Μα πιότερο αναθυμάται έντονα αυτό το πέταγμα του χαρταετού κάθε Κούλουμα. Του διηγήθηκε πως από παιδόπουλο έφτιαχνε το χαρταετό στο νησί του, τεχνίτης μοναχός, διαλέγοντας τα χρώματα του χαρτιού κι εκείνα της ουράς του. Και πως η μεγαλύτερη χαρά του ήταν όταν ανέβαινε στο λόφο να τον απογειώσει με τα φιλαράκια του. Φιλοδοξούσε πάντα ο δικός του να φτάνει ψηλότερα απ’ όλους, ν’ αγγίζει την κορυφή του ουρανού. Τώρα που οι υποχρεώσεις δεν τού επιτρέπουν να γυρίσει στην πατρίδα του μεσοχείμωνα την εποχή της Απόκριας, ο κυρ-Θάνος φτιάχνει το χαρταετό μαζεύοντας γύρω τα παιδιά και τα εγγόνια του για να τούς μεταγγίσει την τέχνη. Και τον δένει κάθε Καθαρή Δευτέρα έξω από την πόρτα του μαγαζιού του αμολώντας αργά και βασανιστικά την καλούμπα του. Αλλά δεν τον αφήνει ελεύθερο να πετάξει στον ουρανό του Μανχάταν γιατί φοβάται μήπως μπλέξει στις κορυφές των κτιρίων και χαθεί. Δεν ανήκει σ’ αυτό τον ουρανό ο αετός του κυρ Θάνου. Ο Μιχάλης βγαίνει από το πολυτελές εστιατόριο και κατευθύνεται πάλι στο παγκάκι πίσω από το πάρκο. Όλο το απόγευμα ακολουθεί την αιωρούμενη πορεία του πολύχρωμου χαρταετού παλίνδρομη, χρωματιστή και μόνη. Τον χάνει από τα μάτια του μόνο όταν νυχτώνει. Είναι αργά και πρέπει να γυρίσει στο ξενοδοχείο του. -Να πέταξαν τα παιδιά του χαρταετό στην Αθήνα; Αναρωτιέται και σηκώνεται νωχελικά να πάρει μέσα στα φώτα το δρόμο της επιστροφής!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top