Fractal

Ένας άνθρωπος σε χρόνο αόριστο

Γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη //

 

Σπύρος Βρεττός «Ένας αόριστος άνθρωπος», εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016)

 

Ο Αόριστος Άνθρωπος του Σπύρου Βρεττού, μπορεί να είναι ένας άνθρωπος σε χρόνο Αόριστο, όπως ένας άνθρωπος Ενεστώτας ή ένας άνθρωπος Παρακείμενος. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που δεν ορίζεται μέσα στο στενό πλαίσιο της κλασικής πεζογραφίας, μίας τυπολογίας, ενός στερεοτύπου.  Ένας άνθρωπος ποίηση, με τα πόδια ψηλά ή το κεφάλι κάτω, στα όρια δύο κόσμων, που δεν ορίζεται ως σκελετός και κόκκαλα και μύες, αλλά είναι η ατμόσφαιρα που τον περιβάλλει, το κλάμα, το γέλιο του. «Η αφή γίνεται με τα μάτια».

Στο πρώτο διήγημα μία δημοσιογράφος, -ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα της-, επινοεί μία ιστορία που επινοεί μία άλλη και στο τέλος πνίγει η ίδια τους αυτόπτες μάρτυρες, Σύριους μετανάστες που θα μπορούσαν να ξεσκεπάσουν το ψέμα. Στην συνέχεια μεταμφιέζει την αλήθεια, που δεν μπορεί να αντέξει. Πόσο υποκειμενική μπορεί να είναι η αλήθεια; Αόριστη παραμένει η διήγηση, εκκρεμής να αιωρείται ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα.

Στο δεύτερο διήγημα όπως στο στρίψιμο της βίδας του Χένρυ Τζέημς δύο άνθρωποι ορισμένοι, που στην αρχή μοιάζουν ζωντανοί, ένας άντρας και μία γυναίκα κλωθογυρίζουν γύρω από τον χώρο ενός δυστυχήματος στο οποίο ένας άντρας και μία γυναίκα έχασαν την ζωή τους και μάλλον είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους, αν και ένας από τους δύο μπορεί να είναι ζωντανός ή αν και και οι δύο μπορεί να είναι ζωντανοί ή πεθαμένοι. Αόριστο και αδιευκρίνιστο παραμένει το όριο ανάμεσα στην ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στην αφή και στο βλέμμα. Ανάμεσα στο πάθος και στην καταστροφή.

Δύο άνθρωποι που συναντιούνται τυχαία, ο Ορέστης και ένας μικρόσωμος άνδρας ( σ’ αυτό το βιβλίο το ύψος μετριέται με μήλα το ένα επάνω στο άλλο  ή με εφημερίδες, για παράδειγμα το ύψος αυτού του άντρα είναι τρεισήμισι εφημερίδες). Από την μοιραία στιγμή που συναντιούνται ως την στιγμή που ο μικρόσωμος άνδρας δέχεται μία σφαίρα που ίσως και να προοριζόταν για τον Ορέστη και ξεψυχάει στα χέρια του, δύο εσωτερικοί μονόλογοι διασταυρώνονται. Τελικά δεν θα μάθουμε ποτέ ποια πράξη ή ποια παράλειψη του μικρόσωμου ανθρώπου προκάλεσε τον θάνατο του και αν πραγματικά ο μικρόσωμος άνθρωπος έσωσε την ζωή του Ορέστη. Δεν θα μάθουμε εξάλλου ποτέ ποιος ήταν ο Ορέστης και τι νούμερο παπούτσι φορούσε.

Ο «επίσημος» είναι ο Μάκης, ιδιωτικός υπάλληλος Σούπερ Μάρκετ πρώην φιλόλογος που στοχεύει να βρίσκεται πάντα στο κέντρο των γεγονότων, στην καρδιά κάθε φωτογράφησης. Ο τοίχος του είναι γεμάτος από φωτογραφίες τελετών και εκδηλώσεων, όπου πρωτοστάτησε δίπλα σε επώνυμους ως επίσημος με στόχο να φωτογραφηθεί και να γίνει αναγνωρίσιμος. Σε μία φωτογραφία που βγαίνει μπροστά στο ΗΟΤΕL EUROPE κάνει photoshop στα γράμματα έτσι ώστε όπως και σε μία ταινία του Χιτσκοκ να φαίνεται η ονομασία του ξενοδοχείου ως ΗΟΤ ΕUROPE. Η φιλοδοξία του: να μπει στο πετσί του ρόλου ως επίσημος για να γυρίσει κάποια στιγμή μία ταινία με τίτλο Ο ΕΠΙΣΗΜΟΣ ή ΗΟΤ EUROPE.  Όταν τον ρωτούν γιατί επιδιώκει να φωτογραφίζεται ως επίσημος με άλλους επισήμους, απαντάει αόριστα. Φταίει κάποια ταινία. Ποιο το όριο ανάμεσα στην ανάγκη να υπάρξεις και στην ανάγκη να διαφημίσεις ότι υπάρχεις;

Μια φωτιά στο γκαράζ ενός πλοίου. Ένα γεγονός και τέσσερις αφηγήσεις που το περιγράφουν. Ποια είναι τα όρια των κάτω από τους πάνω; Ποια είναι η μοίρα του μετανάστη που αναγκάζεται να προσπαθεί να περάσει τα σύνορα κρυμμένος στο πλοίο; Του πλούσιου επιχειρηματία που έχει κρυμμένα τα χρήματά του μέσα στο αυτοκίνητό του και που προσπαθεί να τα σώσει με κίνδυνο της ζωής του, την ώρα που καίγεται όλο το γκαράζ; Τι σκέφτεται η γυναίκα με το παιδάκι που ανεβαίνει με σκοινί στο ελικόπτερο που έσπευσε να σώσει τους επιβάτες του πλοίου; Και τέλος τι σκέφτεται ένα πτώμα κομμένο στα δύο, σωριασμένο και αιμόφυρτο στο κατάστρωμα; Ποια είναι τα όρια της διήγησης, της προσωπικής αφήγησης, της τραγικής ιστορίας του καθένα; Ποιος είναι ο συγγραφέας και πού βρίσκεται την ώρα της φωτιάς;

Ένας ζωγράφος, που κάθε χρόνο κοντά στα Χριστούγεννα, ζωγραφίζει μία νεκρή φύση, έναν πίνακα με ρόδα, κυδώνια, στάχτες και κάρβουνα, βάζει όρο στον εαυτό του να βρει τα ρόδα και να μην τα αγοράσει, γιατί αλλιώς τα χρώματά τους θα ξεθωριάσουν γρήγορα. Τελικά κλέβει τα ρόδα από ένα σπίτι στο οποίο υπάρχει ένας πληγωμένος που ζητάει βοήθεια. Για να μην θεωρηθεί ένοχος, φεύγει από την πίσω πόρτα από την οποία μπήκε, χωρίς να βοηθήσει τον τραυματία. Όπως στο αριστούργημα του Όσκαρ Ουάιλντ, το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, η σήψη εμφανίζεται στον πίνακα και όχι στον ζωγράφο, έτσι και στο διήγημα, η ενοχή της πράξης μαυρίζει ένα ένα τα ρόδα του πίνακα έτσι ώστε εμφανίζεται στον καμβά ένα αιμόφυρτο σώμα που ζητάει βοήθεια και το χέρι του ζωγράφου από χέρι που κρατάει το πινέλο μετατρέπεται σε χέρι δολοφόνου. Το τι είμαστε και το τι κάνουμε, καταγγέλλει ο Σπύρος Βρεττός φαίνεται τελικά στο έργο μας. Η αδράνεια είναι κι αυτή εγκληματική πράξη συνενοχής. Αόριστα τα όρια ανάμεσα στο έργο και τον δημιουργό του.

 

Σπύρος Λ. Βρεττός

 

Ένα τρίγωνο, ο σύζυγος, η γυναίκα και ο εραστής, ο αόριστος άνθρωπος. Η γυναίκα αναβάλλει συνέχεια την παράνομη συνάντησή τους, ώσπου την όγδοη φορά υπόσχεται σθεναρά πια ότι θα πραγματοποιηθεί. Όμως ο εραστής είναι στιγμιαίος. Υπακούει κάθε φορά στην παρόρμηση της στιγμής. Δεν ξέρει πού σταματάει η φανταστική αγάπη του και πού αρχίζει η πραγματική. Αν μπορεί να αντέξει την πραγμάτωση του ανεκπλήρωτου. Αν κάθε φορά ερωτευόμαστε απλώς το ανέφικτο, που όταν γίνει εφικτό το βάζουμε στα πόδια. Ακόμα και όταν αυτή τραυματίζεται από ένα κομμάτι γυαλί που κόβει την φλέβα στο χέρι της, ο εραστής παραμένει αμήχανος και αναποφάσιστος. Μέσα από τις ίδιες τις αοριστίες του, τελικά είναι ο ίδιος που προκαλεί τις αναβολές, ο ίδιος που την αποθαρρύνει να αφήσει τελικά τον άνδρα της.

Ένας φίλος αφήνει στο γραμματοκιβώτιο ως δώρο ένα ζευγάρι γυαλιά τύπου Ρέιμπαν σε έναν δικηγόρο που προγραμματίζει τον εαυτό του από το πρωί για να ζήσει μία Καφκική δίκη. Ως απάντηση στην επιθυμία του δικηγόρου, μία πελάτισσά του, καταθέτει σχετικά με μία ληστεία, όπου ο ληστής φορούσε γυαλιά τύπου Ρέιμπαν και ξανθιά περούκα. Ο δικηγόρος που δεν γνωρίζει ότι ο φίλος του άφησε τα γυαλιά στο γραμματοκιβώτιο, ερμηνεύει το δώρο του φίλου του, ως απειλή εκ μέρους του ληστή της πελάτισσάς του εναντίον του, γιατί αυτό εξυπηρετεί την ανάγκη του να ζήσει μία Καφκική ιστορία. Σχόλιο πάνω στην δύναμη της μυθοπλασίας, πάλι η ερώτηση «πού σταματά η φαντασία και που αρχίζει η πραγματικότητα», η ίδια ακριβώς ερώτηση που στοιχειώνει όλα τα διηγήματα αυτού του βιβλίου. Ποιος σχεδιάζει και προκαλεί τελικά τα γεγονότα της ζωής μας; Ο φίλος πιάνεται κι αυτός στον ιστό της ιστορίας και δεν ομολογεί ότι αυτός έκανε δώρο τα γυαλιά. Το τέλος της ιστορίας αόριστο. Μπορεί ο φίλος να είναι ο ληστής, μπορεί και όχι. Μήπως εμείς είμαστε οι συγγραφείς της ζωής μας; Μήπως πάντα ερμηνεύουμε τα απλά συμβάντα και τους δίνουμε τις διαστάσεις που εμείς θέλουμε κι έτσι τα προκαλούμε;

Η επιθυμία γίνεται εμμονή και η εμμονή ενοχή. Ένα προγραμματισμένο ταξίδι του ζεύγους στο μουσείο Ουφίτσι στην Φλωρεντία , για να δουν από κοντά τους πίνακες της αναγέννησης, αλλά και μία αίθουσα στην οποία είχε σκάσει μία βόμβα της Μαφίας στο παρελθόν, πυροδοτεί μία αναστάτωση στην ζωή του ανδρόγυνου. Στην διάρκεια του ταξιδιού, ένα βράδυ, ο άντρας ονειρεύεται ότι παίζει ενεργό ρόλο μέσα στον πίνακα της Αφροδίτης του Ουρμπίνο και άθελά του μουρμουρίζει το όνομα της ίδιας της Αφροδίτης ή μίας άλλης γυναίκας και η σύζυγός του τον ακούει. Έτσι η βόμβα που έσκασε στο παρελθόν μέσα στην γκαλερί Ουφίτσι την οποία ξεκίνησαν να επισκεφτούν, μεταφέρεται σε χρόνο τωρινό, και έγκληση οριστική και όχι αόριστη και απειλεί την εύθραυστη ισορροπία του γάμου τους. Πάλι και σ΄αυτό το διήγημα όπως και στο υπόλοιπο βιβλίο, η φαντασίωση ξεφεύγει από τα στενά της όρια και επηρεάζει την πραγματικότητα

Ένας τηλεθεατής, ο Τηλέμαχος, βλέπει αποστασιοποιημένος την καταστροφή της πόλης του από πλημμύρα σε ένα όνειρο που υποκίνησε ένα μυρμήγκι στο μανίκι του και την καταστροφή της χώρας από τους δανειστές σε αληθινό χρόνο στην τηλεόραση. Στο όνειρό του, τα υποθετικά νερά πλημμυρίζουν ένα ζωολογικό κήπο αφήνοντας ελεύθερα τα άγρια ένστικτα των ανθρώπων που σε λίγο θα πνιγούν κάτω από τόνους νερού, μια και το δάσος στο βουνό είναι καμένο. Ένας ιαγουάρος όμως ξεφεύγει από το όνειρό του και τον περιμένει έξω από το καφενείο. Τα όρια της πραγματικότητας ξεχειλίζουν και τα πλάσματα ξεφεύγουν από την συγγραφική πένα. Άραγε θα σωθεί η χώρα του;

Ασαφής και αόριστος ο χρόνος, υποκειμενικός. Κάποιοι τον αντιμετωπίζουν πάντα ως παρόν. Ένα μήνυμα σε ένα μπουκάλι, μία κραυγή για βοήθεια, μία γυναίκα στο τρίτο σπίτι, ένας μάρτυρας, μία δολοφονία ή αυτοκτονία, μία φαντασία, μία πραγματικότητα, η γυναίκα φανταζόταν, η γυναίκα είχε ήδη πυροδοτήσει την διαδικασία συγγραφής του τέλους της, ένα παιχνίδι όπου όλα αλλάζουν συνέχεια, μία ιστορία που εξελίσσεται ταυτόχρονα με την συγγραφή της, η ασάφεια, η ρευστότητα των ορίων της τέχνης που συνεχώς μετατοπίζεται. Ποιος ήταν ο δολοφόνος, ποιος το θύμα, ποια η γυναίκα του τρίτου σπιτιού; Ποιος ο αποδέκτης της γραφής; Ποιο είναι κάθε φορά το μήνυμα στο μπουκάλι που εσωκλείει ο κάθε συγγραφέας; Θέλει να σωθεί ή όχι;

Τι γίνονται τα γραπτά ενός συγγραφέα όταν τελειώσουν; Εξουσιοδοτεί ο συγγραφέας άραγε τον αναγνώστη να τα μεταγράψει; Η ερμηνευτική τους ανάγνωση μήπως τα ξαναγράφει αυτή την φορά από την άποψη των βιωμάτων του αναγνώστη; Παιχνίδι με την γραφή, με την κατασκευή των φανταστικών γεγονότων που ωστόσο μπορεί να διαπερνούν την λεπτή μεμβράνη και να πραγματώνονται; Σπύρος Βόμβης, Τάκης Τάκιτος, ο δημοσιογράφος, ο αναγνώστης στο πλοίο, ο Βαγγέλης, ρόλοι που εναλλάσσονται καθώς ο συγγραφέας παίζει όπως η γάτα με το ποντίκι με τον αναγνώστη του αποκαλύπτοντας μέρος της αλήθειας που συνέχεια μεταλλάσσεται.

Ποιο είναι λοιπόν το κοινό σημείο όλων αυτών των δώδεκα διηγημάτων του Σπύρου Βρεττού; Ποιος είναι ο αόριστος άνθρωπος, ο αόριστος συγγραφέας, ο αόριστος αναγνώστης;

Ημερολογιακή γραφή, εσωτερικός μονόλογος, απολογία μπροστά σε φανταστικούς δικαστές, τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου, εναλλαγή της οπτικής γωνίας μέσα στο διήγημα, o Σπύρος Βρεττός φοράει με άνεση όλες τις αφηγηματικές τεχνικές.

Με μία λεπτή καυστική ειρωνεία εξερευνά τα όρια, ακροβατεί πάνω στην τέχνη της συγγραφής, θέτει αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα, εμβαθύνει στην ανθρώπινη φύση. Αποκαλύπτει τον καμβά των σκέψεων και συναισθημάτων των χαρακτήρων του, μας κάνει μετόχους και συνεργούς στον κόσμο που δημιουργεί. Γινόμαστε μια ο συγγραφέας, μια ο αναγνώστης και μια το ίδιο το διήγημα μέσα από το παιχνίδι ρόλων που συνεχώς εναλλάσσονται. Ο συγγραφέας παίζει με τον ίδιο του τον εαυτό, με την τέχνη του, με τους αναγνώστες του. Επίτηδες το τέλος στα περισσότερα διηγήματα παραμένει ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες, αόριστο όπως οι χαρακτήρες που περιγράφει. Ποιητικά ασαφές και ρευστό, όπως και ο χρόνος.

Εν τέλει πάνω από όλα ποιητής, ο Σπύρος Βρεττός συγγράφει ένα ποιητικό βιβλίο με συνεχείς ανατροπές, ένα υπόδειγμα ποιητικής ρευστότητας μέσα στα όρια της πεζογραφίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top