Fractal

Διήγημα Fractal: “Ένας Άγγελος”

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

Ένιωθα ένα με το μεταλλικό θηρίο που αιωρούνταν στο απέραντο γαλάζιο και εκτόπιζε στο διάβα του τα απαλά βαμβακένια σύννεφα.

Ήμουν για αρκετή ώρα βυθισμένη στη θλίψη των τελευταίων ημερών, με υπόκρουση το μονότονο αντάτζιο των κινητήρων, μέχρι που το μυαλό μου έκανε βουτιά στο παρελθόν, τότε που πετούσα για πρώτη φορά, στην αντίθετη κατεύθυνση, πάνω από τον Ατλαντικό με σκοπό να αλλάξω τη μοίρα μου.

Είχα υποκύψει, παρά τις πεποιθήσεις μου, στην Ευαγγελική εκκλησία που οργάνωνε μία αποστολή μεταναστών στη Βοστώνη. Ο σκοπός αγίαζε το μέσο. Με βοήθησε σ’ αυτή την απόφαση η πρισματική μου όραση και τα όνειρά μου που έκαναν την τότε δυσάρεστη πραγματικότητά μου να ανασαίνει. Το τόλμησα για να ξεφύγω από τη μίζερη ζωή μου, με το ενοχικό αίσθημα της υποκρισίας να με τσιγκλάει, αλλά ωστόσο να κατατροπώνεται από την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, που  αναπτέρωνε το ηθικό μου. Πετούσα τότε πραγματικά στο άγνωστο χωρίς να το φοβάμαι. Τα  νιάτα κάνουν τον άνθρωπο να σκέφτεται ηρωικά. Προσωπικά τίποτα το ηρωικό δεν είχα, πέρα από την αδιαπραγμάτευτη πεποίθηση ότι θα τα καταφέρω, παρά την γνώση ότι δεν ήμουν παρά μια απειροελάχιστη μονάδα μέσα στα δισεκατομμύρια παρόμοιων, που τις πέταξε ποιος ξέρει ποιος Θεός πάνω σ’ αυτή την περιστρεφόμενη σφαίρα.

Δεν διαψεύσθηκα στον εργασιακό τομέα, παρά τα ελλιπή αγγλικά μου. Ήταν πιο εύκολα τα πράγματα τότε. Με τα πρώτα χρήματα που κατάφερα να συγκεντρώσω από τις διάφορες βοηθητικές δουλειές  που πάντα έβρισκα με την υποστήριξη της ευαγγελικής κοινότητας,  άνοιξα ένα μικρό καθαριστήριο στο κέντρο της πόλης και συγχρόνως πρόσφερα υπηρεσίες επιδιόρθωσης ενδυμάτων. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Μεγάλωσα και ομόρφυνα τον χώρο, έτσι που έλκυε αξιόλογους  πελάτες. Οι Αμερικανίδες δεν ράβουν ούτε κουμπί.

Όταν είχαν πληθύνει οι δουλειές και χάθηκαν τα νιάτα μου, καθόμουν στο ταμείο και επέβλεπα τους υπαλλήλους.

Εκεί γνωριστήκαμε. Ερχόταν μία φορά την εβδομάδα και έφερνε τα ρούχα του για καθαρισμό και περιποίηση. Ήταν πάντα καλοδιπλωμένα και άφηναν ένα λεπτό ανδρικό άρωμα που κρατούσε ακόμη και μετά το πλύσιμο. Δεν ξέρω γιατί τον συμπάθησα τόσο πολύ. Ίσως από τον διακριτικό τρόπο που φερόταν, από τα πάντα υγρά γαλάζια μάτια του, που έφερναν στο νου μου άνθρωπο βασανισμένο από τις μνήμες. Φρόντιζα προσωπικά τα δικά του ρούχα.

Μία μέρα μαζί με τα ρούχα μού έφερε ένα μικρό κομψό μπουκέτο λουλούδια.

«Θέλω να σας ευχαριστήσω για την τόσο προσεκτική περιποίηση», είπε με έναν σχεδόν επίσημο τόνο στη φωνή του.

Ήταν ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος και ίσως δεν θα ήθελε να παρεξηγήσω την κίνησή του. Τα δέχθηκα με έκδηλη χαρά και τον ευχαρίστησα με θέρμη. Ήταν η αρχή μιας βαθιάς φιλίας. Είχα εγκαταλείψει, προσωρινά τουλάχιστον, την ιδέα ενός εραστή μετά κάποιες αποτυχίες, έτσι η δική του συντροφιά αναπλήρωνε το κενό, με την αίσθηση αγάπης ανάμεικτης με σεβασμό που μου πρόσφερε. Ζούσε μόνος μετά το θάνατο της γυναίκας του. Συνταξιούχος  καθηγητής φιλοσοφικής στο Χάρβαρντ. Ήταν αδύνατο να φανταστώ τι είδους απόλαυση μπορούσε να του προσφέρει η συντροφιά μου, μ’ αυτή την τεράστια απόσταση καλλιέργειας που υπήρχε μεταξύ μας, ιδίως αν προσθέσει κανείς και την αδυναμία μου να εκφραστώ απόλυτα σωστά  στη γλώσσα του. Παρ’ όλα αυτά επεδίωκε τόσο τη συντροφιά μου, μού φερόταν  σαν να είχε γνωρίσει το τέλειο άτομο στο οποίο θα αφιέρωνε την υπόλοιπη ζωή του. Κάθε έξοδος μαζί, ήταν για εκείνον μία γιορτή. Είχα κολακευτεί από το ενδιαφέρον του, περισσότερο γιατί πίστευα ότι στερούνταν κι ελάχιστου ακόμη σεξουαλικού στοιχείου, στόχευε αποκλειστικά σ’ εμένα, σαν προσωπικότητα, κι αυτό το τόσο   ελκυστικό, πρωτόγνωρο συναίσθημα με συνέπαιρνε. Ο Τζέραλντ, αυτό ήταν το όνομά του, είχε αυξήσει  την  καταρρακωμένη τόσο από την οικογένεια, όσο και από τις σχέσεις με άλλους άνδρες αυτοπεποίθησή μου. Με άκουγε να μιλάω με μία έντονη προσοχή, ποτέ δεν διέκοπτε, κι όταν τελείωνα την αφήγησή μου, που συνήθως αφορούσε τρέχοντα γεγονότα και συμπεράσματα από συμπεριφορές πελατών, αυτός ήταν ο κόσμος μου εξάλλου, μία έντονη έκφραση απογοήτευσης  ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του, λες και προτιμούσε να μη σταματούσα ποτέ. Μερικές φορές επινοούσα κάποιες μικρές ιστορίες για να έχω αυτό το αδιάλειπτο ενδιαφέρον που κανείς μέχρι τότε δεν μου είχε χαρίσει. Σαν να το καταλάβαινε,  χαμογελούσε με μία συγκατάβαση και μου έσφιγγε το χέρι. Σε επόμενη φάση της παράξενης αυτής σχέσης προσπάθησε να με μυήσει σε θέματα κοινωνικού και φιλοσοφικού βάθους. Έκανα φιλότιμες προσπάθειες να εμβαθύνω σε νοήματα, ήθελα να του δείξω ότι μπορώ να τα καταφέρω, για να είμαι αντάξιά του. Διάβαζα συνεχώς, αφιερώνοντας όλο και λιγότερο χρόνο στην προηγούμενη δευτεροκλασάτη καθημερινότητά μου. Είχα τόσο παρασυρθεί από αναγνώσματα στα οποία έβαζα όλη τη δύναμη του νου μου να διεισδύσω, να τα κάνω κτήμα μου, που άρχισα να παραμελώ τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Θα ήθελα πολύ και εκείνες της Κοινότητας, αλλά με πίεζαν και δεν μπορούσα να τις αγνοήσω, κι όσο προσπαθούσα  να ανταποκρίνομαι τόσο μεγάλωνε το αίσθημα της υποκρισίας για ό,τι έκανα χωρίς να το πιστεύω.

«Θέλω να ξέρεις ότι είμαι άθεος», μου είπε μια μέρα. «Κι εγώ!», του απάντησα επιπόλαια, ξεσκεπάζοντας την ψεύτικη συμπεριφορά μου απέναντι στην Ευαγγελική εκκλησία, στην οποία εξακολουθούσα εξ ανάγκης να πηγαίνω συχνά, από μία αίσθηση υποχρέωσης, αλλά και εξαιτίας των καθηκόντων με τα οποία με επιφόρτιζαν, και ντρεπόμουν να αρνηθώ. Με κοίταξε έντονα στα μάτια και μια σκιά αμφισβήτησης καρφώθηκε στο βλέμμα του. Ταράχτηκα. Ένιωσα ότι έχασα την αξιοπρέπειά μου, αποδείχθηκα υποκρίτρια, είχα την ανάγκη να απολογηθώ, αλλά δεν μου έβγαινε ούτε μια λέξη. Προφανώς θα είχε παρατηρήσει τις σχέσεις μου με την Ευαγγελική Κοινότητα, στις οποίες ποτέ δεν είχα αναφερθεί. Αποφάσισα να σιωπήσω, ό,τι κι αν έλεγα θα ήταν ταπεινωτικό. Εκείνος έκλεισε το θέμα μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. Με το ίδιο χαμόγελο μ’ αποχαιρέτησε κάτω από το σπίτι μου.

Την επόμενη εβδομάδα δεν έφερε τα ρούχα του στο καθαριστήριο, ούτε μου τηλεφώνησε. Ένιωθα ένα κενό, που αδυνατούσα να γεμίσω με οτιδήποτε κι αν με απασχολούσε. Αναρωτήθηκα πολλές φορές στη διάρκεια αυτής της σχέσης για τα πραγματικά αισθήματα που μ’ έδεναν μαζί του. Είχα καταλήξει ότι ήταν το υποκατάστατο του πατέρα που μου έλειπε, αλλά τώρα, αυτό το ”κενό” κατέγραφε και άλλα συναισθήματα, τα οποία δεν είχα συνειδητοποιήσει. Δεν τον ποθούσα σαν άντρα, ίσως εμπόδιζε την αίσθηση του πόθου ο σεβασμός που έτρεφα για εκείνον, ή ακόμη και η μεγάλη διαφορά ηλικίας, αλλά παρ’ όλα αυτά, είχα αρχίσει να πιστεύω ότι  ήμουν ερωτευμένη μαζί του μ’ έναν περίεργο τρόπο. Έλεγχα τα τηλέφωνα, τις παραλαβές ρούχων με μία πρωτόγνωρη αγωνία ν’ αναγνωρίσω κάτι δικό του!  Τίποτα. Μετά αρκετές μέρες και αφού ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει το μυαλό μου από την σκέψη του, το επείγον ”τώρα” παραμέρισε τον αγχώδη μέλλοντα χρόνο της προσδοκίας. Πήγα σπίτι του. Πόρτα σφαλιστή, κανένα ίχνος του. Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν ένιωσα τέτοια ανημποριά και τέτοια απόγνωση, σαν να αφαίρεσαν το οξυγόνο από τον αέρα που ανέπνεα. Είχα στ’ αλήθεια δεθεί μ’ αυτή την παράξενη φιλία, ως τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση που είχα ποτέ στη ζωή μου. Δεν τον είδα ποτέ ξανά. Προσπαθούσα να απωθήσω τη σκέψη ότι με απέρριψε πλήρως για την υποκριτική στάση μου απέναντι στην υποτιθέμενη πίστη μου. Σκεφτόμουν ότι κάτι  έκτακτο στη ζωή του, για την οποία δεν ήμουν απόλυτα ενήμερη, έτυχε και τον κράτησε μακριά από μένα και την πόλη.

Καθώς ο καιρός περνούσε, κι ενώ εξακολουθούσα να τον μνημόνευω σε κάθε ανάγνωσμά μου, όλο και περισσότερο νοσταλγούσα την Ελλάδα, την πόλη που μεγάλωσα κι ας μην είχα τις καλύτερες αναμνήσεις  από εκείνα τα χρόνια. Έκανα όνειρα να πουλήσω την επιχείρηση και να γυρίσω πίσω να χορτάσω ήλιο και  θάλασσα, ελληνικά Καλοκαίρια!

Το τόλμησα, ίσως γιατί τίποτα πια δεν μ’ έδενε μ’ αυτό τον τόπο, χωρίς τη δική του  παρουσία. Δεν γύρισα στην πόλη μου. Προτίμησα ένα μικρό νησί μακριά από ό,τι σχετιζόταν με το παρελθόν μου. Είχα αρκετά χρήματα για το υπόλοιπο της ζωής μου, αν θα τα διαχειριζόμουν με σύνεση. Περίμενα κι άλλα από την πώληση του σπιτιού, που είχα αναθέσει στον δικηγόρο μου. Είχε καρφωθεί στο μυαλό μου η ιδέα ν’  ανοίξω ένα βιβλιοπωλείο, που θα μου έδινε την ευκαιρία να βρίσκομαι με ανθρώπους  που θα μου θύμιζαν κάτι από εκείνες τις όμορφες συναντήσεις με τον Τζέραλντ, τις κουβέντες μας πάνω σε βιβλία που μου υποδείκνυε να διαβάζω και που τόση απόλαυση μου προκαλούσαν!

Ξαφνιάστηκα όταν δυο περίπου χρόνια μετά ένας Αμερικανός δικηγόρος μού ανήγγειλε  ότι πρέπει οπωσδήποτε να παραστώ στο γραφείο του, στη Βοστώνη, για διευθέτηση  υπόθεσης μου. ”Σας στέλνω εισιτήρια και χρήματα για έξοδα μετάβασής  και διαμονής σας σύμφωνα με απόφαση του εντολέα μου!”

Η επίσκεψή μου στη Βοστώνη με γέμισε νοσταλγία για τα χρόνια εκείνα που είχα κάνει εκείνον τον τεράστιο αγώνα επιβίωσης, για τη δύναμη που μου έδινε η βεβαιότητα της επιτυχίας, για την μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου από την γνωριμία και την σχέση μου μ’ εκείνον τον τόσο ευγενικό ηλικιωμένο άνθρωπο! Όλα αυτά  επισκίαζαν κάπως την υποκριτική μου στάση απέναντι στην ευαγγελική κοινότητα,  που απλά σκεφτόμουν σαν έναν ανεξίτηλο λεκέ που στάθηκε, ίσως, αιτία της λήξης εκείνης της παράξενα θελκτικής σχέσης.

Ανέβηκα τα  σκαλιά προς το δικηγορικό  γραφείο, με τη βεβαιότητα ότι θα άκουγα κάτι δυσάρεστο για τον Τζέραλντ. Δεν διαψεύστηκα. Είχε πεθάνει. Δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυα που έρεαν αυθαίρετα στα μάγουλά μου. Ο δικηγόρος μ’ ενημέρωσε ότι ήμουν η μόνη κληρονόμος  σύμφωνα με τη διαθήκη του, καθώς μου έτεινε μία σφραγισμένη επιστολή. Διάβασα το όνομά μου στον φάκελο.

Άκουγα αμήχανη, δεν ήξερα πως ν’ αντιδράσω. Του υπέδειξα τον εξουσιοδοτημένο  δικηγόρο μου για οποιαδήποτε διευθέτηση. Αδημονούσα να έρθω σε επαφή με το περιεχόμενο της επιστολής. Μπήκα στο πρώτο καφέ που βρήκα στο δρόμο μου. Καθώς έσχιζα τον φάκελο, είπα ένα αδιάφορο ”Whatever” στη σερβιτόρα.

Αγαπητή μου, δεν είναι πράξη φιλανθρωπίας ούτε ανταμοιβής για τις όμορφες ώρες που μου χάρισες με την παρουσία σου. Υπήρξες μοναδική παρηγοριά με την αυθεντικότητα, την αθωότητα και την αφιλοκέρδειά  σου, στην περίοδο που σήμαινε το τέλος χρόνου της ζωής μου. Σου αφήνω τη μικρή μου περιουσία απλά, για να μην αναγκαστείς ποτέ να υποκύψεις σε κάτι που δεν πιστεύεις! Τζέραλντ ”.

Καθώς έσκυψα το κεφάλι μου τα δάκρυά μου ενώθηκαν με τον καφέ που είχε ήδη αφήσει η σερβιτόρα, χωρίς να την έχω αντιληφθεί.

Όταν κάπως συνήλθα,  ειδοποίησα τον δικηγόρο μου να παραχωρήσει το σπίτι μου, στην ευαγγελική κοινότητα. Ήταν ένας τρόπος να ξεπληρώσω με τη σειρά μου ό,τι μού προσφέρθηκε, χωρίς να μου οφείλεται.

Γυρίζω πίσω στο νησί, προσπαθώντας μέσα στο απέραντο γαλάζιο, που απλώνεται έξω από το μικρό παράθυρο του αεροπλάνου, να διακρίνω τα υγρά μάτια εκείνου του άγγελου που άλλαξε τη ζωή μου!

Θαρρώ πως μου γνέφει ”Ναι”, στη σκέψη να κάνω μία βιβλιοθήκη, που θα έχει το δικό του όνομα, στη νέα πατρίδα, το όμορφο μικρό μου νησί.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top