Fractal

Διήγημα: “Ένα Σκάρτο Αγόρι”

Της Βάσως Καψώνα // *

 

 

 

 

Ταξιδεύω. Επισκέπτομαι τον πατέρα μου στο χωριό. Χρόνια έχω να το κάνω. Δύσκολο ταξίδι. Μεγάλη η απόσταση, κυρίως μεταξύ μας. Δίπλα μου, η κοπέλα μου. Δεν της ζήτησα να με συνοδεύσει, εκείνη επέμενε. Ήθελε, είπε, να είναι δίπλα μου, εξάλλου, δεν είχε και πολλή δουλειά το Σαββατοκύριακο και μια εκδρομή θα ήταν ό,τι έπρεπε. Ψέματα έλεγε.

Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί. Για να μαζεύουμε δρόμο, είπε η Εύη. Πάντα έτσι λέει η Εύη. Εγώ θα προτιμούσα να κοιμόμαστε λίγο περισσότερο. Εκείνη είχε διαφορετική γνώμη κι εγώ δεν είχα καμία τύχη. Με σκούντησε απαλά στην αρχή δυο-τρεις φορές, την τρίτη πιο δυνατά. Διαμαρτυρήθηκα. Μου τράβηξε τα σκεπάσματα κι άρπαξε την πατούσα μου, αυτή που της ήταν πιο εύκολη. Θα άρχιζε το γαργαλητό, Παναγία μου! Πάντα το κάνει αυτό, θεέ μου, και με τρελαίνει! Νόμιζα ότι ήδη είχε αρχίσει να με βασανίζει και τινάχτηκα για να γλιτώσω από το μαρτύριο, αλλά η τύραννός μου καθόταν στην άκρη του κρεβατιού απέναντί μου, με την πατούσα μου κρατημένη ψηλά, μπροστά από το πιο μεγάλο, το πιο σατανικό της χαμόγελο! Φορούσε ένα κάπως φθαρμένο, στενό τζην, το αγαπημένο της, αθλητικά παπούτσια, κι ένα ανοιχτό ροζ φούτερ με το λογότυπο της φίρμας τυπωμένο στο στήθος. Πάλι δεν είχε καταφέρει να τιθασεύσει τα μαλλιά της. Μερικές τούφες ξέφευγαν απείθαρχες εδώ κι εκεί.

Έξω, δεν θα αργούσε να ξημερώσει. Όμως το δωμάτιό μας φωτιζόταν ήδη από την παρουσία της. Δεν την είχα ξαναδεί τόσο όμορφη. Σίγουρα ετοιμαζόταν να μου υπενθυμίσει το ταξίδι, «άντε, έχουμε χιλιόμετρα να κάνουμε», και «μην αργείς!», και «περνάει η ώρα σου λέω!», αλλά δεν ήξερε ότι η αναχώρησή μας θα καθυστερούσε ελαφρώς, καλά, δεν επρόκειτο για καμιά σοβαρή καθυστέρηση, μια μικρή αλλαγή σχεδίων μόνο, τόσο όσο χρειάστηκε για να την απαλλάξω, προσωρινώς, από τα ρούχα της και να γεμίσω πολύ γρήγορα το κοριτσίστικο κανάλι της με το σπέρμα μου.

«Επιμένεις να πάμε στο χωριό;» τη ρώτησα ελπίζοντας να κερδίσω το τζάκποτ. Σαν να την έβλεπα ήδη να κυλάει πίσω στο στήθος μου, να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, να με φιλάει στην εμβρόντητη μύτη μου, να συνεχίζει ως τα ανυπόμονα αυτιά μου, να αφουγκράζεται τη λαχτάρα μου για κείνη σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου, να μου ψιθυρίζει τρυφερά…

«Περνάει η ώρα, δε θέλω ν’ αργήσουμε, σήκω και κάνε γρήγορα!» μου είπε κι άρπαξε μια φρέσκια πετσέτα για ένα γρήγορο ντους. Μπήκα στο άλλο μπάνιο και ξέπλυνα βιαστικά ό,τι είχε απομείνει από τη σύντομη επαφή μας,

όχι όμως και την αντάρα μέσα μου για έναν δεύτερο γύρο. Για περισσότερους γύρους.

Όταν βγήκα, η Εύη φορούσε ήδη τα ίδια ρούχα όπως και πριν. Συμμάζευε το κρεβάτι μας. Άνοιξα την ντουλάπα και φόρεσα το πρώτο παντελόνι και το πρώτο πουκάμισο που βρήκα μπροστά μου. Ακολούθησα τη μυρωδιά των τοστ που ψήνονταν στην κουζίνα. Ένα γουργουρητό σάρωσε το στομάχι μου. Καταβρόχθισα ό,τι μου αναλογούσε σε πέντε, το πολύ έξι, ελάχιστα μασημένες μπουκιές. Ίσα που κάηκα, δεν χόρτασα! Η Εύη έψησε δυο τοστ ακόμα. Για το δρόμο, είπε, και με κοίταξε με ύφος αυστηρό. Υποχώρησα φανερά απογοητευμένος. Έσπασε ένα χαμόγελο. Μου πρόσφερε το δικό της μισό τοστ που δεν είχε φάει ακόμη. Να έφτιαχνε καφέ να παίρναμε μαζί μας στο θερμός; Αποφασίσαμε να πάρουμε απ’ έξω.

Έχουμε καλύψει τη μισή διαδρομή ως το χωριό χωρίς να μιλάμε πολύ. Δεν νομίζω ότι η Εύη έχει γυρίσει να με κοιτάξει πάνω από τρεις φορές. Την περισσότερη ώρα κοιτάζει δεξιά της, έξω από το παράθυρο του συνοδηγού. Κάπου-κάπου μόνο σχολιάζει κάτι που της κάνει εντύπωση, ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, η απλωσιά του κάμπου, τα καφεπράσινα τετράγωνα που σχηματίζουν τα χωράφια, τα πρώτα ανθισμένα δέντρα που ποτέ δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι το καθένα. Είναι κουρασμένη. Δείχνει τελείως αφηρημένη, βουτηγμένη στις σκέψεις της. Το πιο πιθανό είναι να την απασχολεί κάτι σε σχέση με τη δουλειά της. Τελευταία τα πράγματα στο γραφείο έχουν ζορίσει πολύ και η Εύη έχει επιφορτιστεί με περισσότερα καθήκοντα. Συχνά μένει στη δουλειά μέχρι αργά χωρίς να πληρώνεται υπερωρίες. Καμιά φορά γυρνάει σπίτι ξεθεωμένη και μέσα στα νεύρα. Κλείνεται στο μπάνιο και κλαίει, την ακούω που κλαίει, κάτω από το ντους. Μετά νευριάζει τάχα που ξέχασε να αλλάξει σαμπουάν, αυτό, λέει, την τσούζει στα μάτια. Ύστερα πιάνει το τηλέφωνο με τη φίλη της τη Γιώτα, κολλητή της δικιάς μου από το γυμνάσιο κι αν όλα πάνε καλά στο μέλλον και κουμπάρα μας. Οι δυο τους μιλάνε στο τηλέφωνο με τις ώρες, δεν είναι λίγες οι φορές που ζηλεύω –εμείς δεν μιλάμε τόσο! Έχω ακούσει την Εύη να της λέει ότι δεν αντέχει άλλο κι ότι δεν ξέρει τι να κάνει. Με όλα αυτά, σκέφτομαι, ίσως είχε πραγματικά ανάγκη μια εκδρομή. Μάλλον πρέπει να το προτείνω πιο συχνά. Της το οφείλω, νομίζω. Μας το οφείλω.

Αλλάζω σταθμό στο ραδιόφωνο, πιάνω έναν με μουσική, και συνεχίζω να οδηγώ με την επαγρύπνηση που απαιτεί μια ξεχασμένη διαδρομή, τον ενθουσιασμό ενός ταξιδιώτη και την επιβεβαίωση ενός εραστή. Υπολογίζω ότι θα φάμε κανα τρίωρο ακόμα στο δρόμο. Θα μπορούσαμε να είχαμε βγει στην εθνική, πιο γρήγορα θα φτάναμε. Προτιμώ την οδήγηση στο επαρχιακό οδικό δίκτυο. Περισσότερα χιλιόμετρα, χαμηλότερη ταχύτητα, αλλά η ομορφιά του τοπίου με αποζημιώνει. Βαριέμαι να οδηγώ στην εθνική. Δε βλέπω μπροστά

μου παρά ένα πλατύ γκρίζο φίδι που απλώνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου. Η εθνική οδός είναι κατάλληλη για όσους δεν ξέρουν ή δεν προλαβαίνουν να χαρούν την οδήγηση και για εκείνους που με το δεξί τους πόδι ανεβάζουν τις στροφές του επαρχιωτισμού τους.

Μια ταμπέλα μας πληροφορεί ότι δεξιά στην επόμενη διασταύρωση υπάρχει ένα σμήνος χωριών σκορπισμένα στα επόμενα τριάντα χιλιόμετρα.

«Δεν έχω πάρει ποτέ αυτό το δρόμο,» λέω στην Εύη. Ούτε εκείνη γνωρίζει αυτή την περιοχή. Προτείνω μια μικρή παράκαμψη, ίσα για έναν καφέ.

«Στο πρώτο καφενείο του πρώτου χωριού που θα συναντήσουμε;» συμφωνεί και βουλιάζει χαμηλότερα στο κάθισμα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει δεξιά ξανά.

Με την ελπίδα να της τραβήξω την προσοχή, γυρεύω το αριστερό της χέρι μόλις αλλάζω ταχύτητα και το κλείνω στιγμιαία στο δικό μου.

«Μ’ αρέσει που ήρθες μαζί μου σήμερα,» της λέω, «έχουμε καιρό να κάνουμε κάτι μαζί, ε;» κι εκείνη χαμογελάει ανόρεχτα, κουρασμένα. Παγώνει το χέρι της κάτω από το δικό μου και το βλέμμα της ευθεία μπροστά. Ψάχνω να βρω κάτι να πω. Κάτι αστείο, κάτι έξυπνο, οτιδήποτε, αρκεί να σπάσω τη σιωπή. Δεν αντέχω τις σιωπές. Παλιότερα, αρκούσε μια σύντομη παύση σε ανούσιες φλυαρίες για να αμφιβάλλω για τη σπιρτάδα μου. Ένιωθα σαν να είχα μόλις χάσει την ατάκα μου, καταστρέφοντας έτσι την υπόλοιπη παράσταση. The show must go on, έτσι δε λένε; Αυτό ήταν το δικό μου χρέος, να συνεχίσω την παράσταση! Όχι κενά! Όχι σιωπές! Τώρα, δεν με νοιάζει αν η παράσταση θα πετύχει ή όχι. Με νοιάζει μόνο να παίξω. Να μου δοθεί ένας ρόλος, μικρός ή μεγάλος δεν έχει σημασία, να μετέχω στο δράμα, να συμβάλλω στην κάθαρση. Μόνο μη χρειαστεί να αυτοσχεδιάσω. Καλύτερα να μην έχω την ευθύνη για το ρόλο μου. Αυτοσχεδιασμός σημαίνει ευθύνη. Οι αυτοσχεδιασμοί δεν μου άρεσαν ποτέ. Ούτε και οι σιωπές.

Το πρώτο χωριό θα πρέπει να με λυπήθηκε κι ανασκουμπώθηκε να μας συναντήσει πιο γρήγορα απ’ όσο υπολόγιζα. Στην πλατεία βολευόμαστε σε ένα τραπεζάκι έξω. Είναι ωραία στη λιακάδα αν και δεν θα αντέχαμε χωρίς τα μπουφάν μας. Ρίχνουμε μια ματιά ολόγυρα. Απέναντί μας η εκκλησία του χωριού, παρακάτω στη στροφή ένα περίπτερο, στο δρόμο μερικοί κάτοικοι που κάνουν τα ψώνια τους στα μικρά καταστήματα και παιδιά που βγαίνουν να παίξουν.

«Ωραία είναι εδώ,» λέω.

«Ήσυχα, πολύ ήσυχα,» συμπληρώνει η Εύη που αρχίζει να χαμογελάει αλλά καταλήγει να γελάει δυνατά όταν τα παιδιά που παίζουν στο προαύλιο της εκκλησίας ξεσπάνε σε ξεφωνητά καθώς ορίζουν τα τέρματά τους και χωρίζονται σε ομάδες.

«Μικρός, δεν ήμουν ποτέ καλός στη μπάλα,» λέω και χαζεύω τα αγόρια απέναντι.

«Νόμιζα ότι όλα τα αγόρια είναι καλά στη μπάλα,» διαφωνεί η Εύη.

«Εγώ δεν ήμουν σαν όλα τα αγόρια…» την αντικρούω. «Πώς να σου το εξηγήσω… φοβόμουν να κλέψω τη μπάλα από τα άλλα παιδιά, ήμουν σίγουρος ότι θα έτρωγα μια γερή κλωτσιά, ή ότι θα σκόνταφτα και θα σφάδαζα στον πόνο… έχεις δει τους ποδοσφαιριστές στην τηλεόραση όταν κυλάνε στο γρασίδι μορφάζοντας από τον πόνο;»

«Όλα τα παιδιά χτυπάνε στο παιχνίδι! Τους περνάει γρήγορα!»

«Εντάξει, έχεις δίκιο. Μάλλον ήμουν πολύ φοβητσιάρης. Αλλά ακόμα κι αν είχα όλο το θάρρος του κόσμου στην καρδιά, πάλι θα μου έλειπαν τα φτερά στα πόδια…»

«Σου περίσσευαν όμως μερικά κιλά εδώ!» χαϊδεύει τρυφερά τη, λιπόσαρκη τώρα, κοιλιά μου.

«Κι από σημάδι δεν ήμουν ο καλύτερος! Μόνος μου μπροστά στο τέρμα και απέναντι στην πλάτη του τερματοφύλακα, σίγουρα θα έβγαζα τη μπάλα άουτ! Άουτ! Ούτε καν κόρνερ, καταλαβαίνεις; Ρεντίκολο!»

Η Εύη δε σταματάει να γελάει. Γελάει ζωηρά, με όλη της την καρδιά. Δεν με πειράζει, δε γελάει εις βάρος μου, ποτέ δεν το έκανε. Δεν κινδυνεύω κοντά της. Μαζί της αισθάνομαι ασφαλής. Το ένιωσα αυτό από την πρώτη στιγμή που την είδα σ’ εκείνο το γυμναστήριο όπου εκείνη γυμναζόταν εντατικά, ενώ εγώ ίδρωνα και μόνο στη θέα των μηχανημάτων μπροστά μου.

Οι φωνές των παιδιών μετατρέπονται τώρα σε καβγά. Τα λόγια μεταξύ των αντιπάλων είναι πολύ βαριά για παιδικά στόματα. Σπρωξιές, μπουνιές, κλωτσιές.

«Ώρα να φεύγουμε,» με τσιγκλάει η Εύη. «Μη μας πάρει και καμιά αδέσποτη!» και περνάει τα χέρια της γύρω μου, σάμπως για να με προφυλάξει από τον κίνδυνο. Αφήνει ένα βιαστικό φιλί στα μαλλιά μου κι όταν εγώ γυρεύω το στόμα της, αυτή γυρεύει ψιλά στο πορτοφόλι της για τους καφέδες.

Στο αυτοκίνητο η Εύη δεν αργεί να αποκοιμηθεί. Έχει γείρει το κεφάλι της αριστερά –κι αυτό είναι μια παρηγοριά!, σαν να θέλει να γείρει πάνω μου, και ανασαίνει βαθιά, σα μωρό που ροχαλίζει ελαφρά. Χαμηλώνω την ένταση στο ραδιόφωνο για να μη της χαλάσω τον ύπνο. Ο δρόμος είναι καθαρός, χωρίς πολλή κίνηση, σε αντίθεση με τις ενδείξεις στο ταμπλό μπροστά μου που ολοένα και μεταβάλλονται. Αστείο αν το σκεφτεί κανείς, αλλά αυτή τη στιγμή, το πιο ζωντανό πράγμα γύρω μου είναι ένα εντελώς άψυχο αντικείμενο, το ολότελα άβιο αυτοκίνητό μου! Αυτό που προ ολίγου ξύπνησε, κι όλη την ώρα τρώει, και αναπνέει, και εκπνέει, και μοχθεί, και ξεκουράζεται, και ιδρώνει, και δροσίζεται, και με ακούει -με υπακούει, και μου μιλάει, και καμιά φορά μου γκρινιάζει…

Κι όπως ακριβώς ξετυλίγεται μπροστά μου ο επαρχιακός δρόμος, με τα ανοίγματά του και τις στροφές του, με τις διακλαδώσεις του, και την πρασινάδα του σε κάθε πλευρά, και τα σήματά του, και τα εικονοστάσια του εδώ κι εκεί, με τον ίδιο τρόπο, απλώνονται στο ξέμπαρκο μυαλό μου, απρόσκλητες, σκόρπιες εικόνες εκείνου του μαλθακού, δυστυχισμένου παιδιού που υπήρξα κάποτε. Δεν είμαι σίγουρος ότι τώρα έχω πάψει να είμαι δυστυχισμένος, ξέρω καλά, όμως, ότι δεν μπορώ πια, δεν μου επιτρέπεται, να είμαι παιδί. Φέρνω στον νου μου εκείνο τα αδέξιο πλαδαρό πλάσμα που αγκομαχούσε συνέχεια πίσω από μια μπάλα που όλο του ξέφευγε, πίσω από τα πιο ξεβγαλμένα αγόρια που δεν μπορούσαν να τον περιμένουν να μεγαλώσει, πίσω από τα κορίτσια που άνθιζαν σε κοπέλες, πίσω από τη γιαγιά του που γλύκαινε κάθε του πίκρα, πίσω από τη μάνα του που δεν πολυμιλούσε, πίσω από τον πατέρα του που, με τη σειρά του, αγκομαχούσε να τον σύρει μακριά από τα βιβλία του και την κουζίνα της γιαγιάς, μέχρι έξω στο δρόμο, εκεί που τα γόνατα αποκτούσαν γδαρσίματα, τα μάγουλα τρίχες και τα κοντά παντελονάκια μήκος, εκεί που τα υπόλοιπα αγόρια γίνονταν άντρες. Θυμάμαι πόσο ευτυχισμένο ήταν εκείνο το αγόρι τα πρωινά που ο πατέρας του έφευγε για τη δουλειά κι εκείνος μπορούσε να βοηθάει τη γιαγιά του με το φαγητό, και μετά να ξαποσταίνει στο ντιβάνι της βεράντας μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Και πόσο γρήγορα περνούσε η ώρα, κι επέστρεφε ο πατέρας από τη δουλειά, και το τρυφερό αγόρι πάλευε να παρασταίνει το αντράκι. Αχ, πόσο ζήλευε τις αδερφές του, και τις τέσσερις, κι όλες μεγαλύτερές του, που αυτές μπορούσαν να είναι ο εαυτός τους ανεξάρτητα με το πού βρισκόταν ο πατέρας τους!

Βέβαια, οι αδερφές του, είχαν και τα στραβά τους: όφειλαν να κρατάνε το σπίτι και το κούτελο του πατέρα τους καθαρό, να δείχνουν νύφες ζηλευτές -με σβέλτα χέρια και φαρδιά καπούλια- αλλά καθόλου γυναίκες, και να ανέχονται αδιαμαρτύρητα τα χούγια πρώτα του πατέρα κι αργότερα του συζύγου. Τα αγόρια ήταν πιο τυχερά. Όχι ότι μπορούσαν να κάνουν ό,τι τους κάπνιζε ή ότι δεν άρπαζαν και κανα κατακέφαλο, απλά είχαν περισσότερα δικαιώματα από τα κορίτσια, και τη μοναδική, όπως φαινόταν, υποχρέωση, πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα, να μεγαλώνουν, να γίνονται, να φαίνονται, να περιφέρονται και να συμπεριφέρονται σαν άντρες. Και άντρες που μαγειρεύουν και διαβάζουν, απλά δεν είναι άντρες! Τελεία και παύλα!

Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά στο τιμόνι. Οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία με έχουν αναστατώσει. Τόσα χρόνια έχουν περάσει, αλλά δεν έχω ξεχάσει. Εύκολο είναι; Θυμάμαι τη γιαγιά μου να με αποδιώχνει από την κουζίνα μόλις άκουγε τα βήματα του πατέρα στην αυλή και τη μάνα μου να με καλύπτει λέγοντας ψέματα στον άντρα της, ότι τάχα εκείνη με υποχρέωσε να μείνω στη βεράντα να διαβάσω, για να βάλω μυαλό, μήπως και γίνω άνθρωπος, «πάλι νωρίτερα το απόγευμα τσακώθηκε με τα παιδιά στο δρόμο, για τη μπάλα, ναι, κι έστησε καβγά μεγάλο, πού να ‘σουν από μια μεριά να δεις, κι έριξε μια γερή κλωτσιά στο Δημητράκη της Τούλας απέναντι, τόσο δυνατή που το πόδι του έγινε τούμπανο!» Δεν ήμουν παιδί εγώ, εγώ ήμουν διάολος! Στην αρχή, ο πατέρας μου κρυφοκαμάρωνε για τα κατορθώματα του γιόκα του. Με τον καιρό όμως, όλο και πιο δύσκολα έχαφτε τα φούμαρα της γυναίκας του, καθώς άλλα μαντάτα τού ‘ρχονταν από ολόγυρα! Μέχρι που την επόμενη χρονιά, ανήμερα στη γιορτή του, του ‘δωσα το δώρο μου: μια κόλλα χαρτί, ζωγραφισμένη με τα ίδια μου τα χέρια, γεμάτη πεταλούδες και λουλούδια και φυλλαράκια γύρω από το καλύτερο -καλλιγραφικά συνταγμένο με τους πολύχρωμους ψιλούς μαρκαδόρους μου- ποίημα που θα μπορούσε να σκαρώσει ένα παιδί για τον πατέρα του! Το χαστούκι από το χέρι του ήταν τόσο δυνατό που ξεκόλλησαν οι ζωγραφιστές πεταλούδες από το χαρτί και πετάριζαν γύρω μου. Όταν συνήλθα, απέναντί μου έστεκε ο πατέρας μου, το ίδιο αναψοκοκκινισμένος με μένα, κι ας μην είχε φάει κι εκείνος χαστούκι. «Τζάμπα σε φορτώθηκα,» μου είπε «σκάρτος μου βγήκες!» και τα μάτια του πετούσαν σπίθες οργής. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε με την κουβέντα αυτή, το μόνο που κατάλαβα ήταν ότι θα ακολουθούσε κι ένα δεύτερο χαστούκι, χειρότερο από το πρώτο, αλλά ευτυχώς το κατάλαβαν και τα θηλυκά της οικογένειας κι έπεσαν στη μέση να με σώσουν. Κάτι πήγε να πει η μάνα μου, αλλά ο πατέρας τής έριξε μια άγρια ματιά, και δεν χρειάστηκε δεύτερη, και κατέστησε σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν σκόπευε να αποδεχτεί ουδεμία παρέμβαση από κανένα ειρηνευτικό σώμα στην επικράτειά του… έτσι, η αποστολή των κυανοκράνων αποσύρθηκε ατάκτως πριν καλά-καλά αναπτυχθεί επί του πεδίου μάχης.

Χτυπάει το τηλέφωνο της Εύης και με επαναφέρει στην καμπίνα του αυτοκινήτου. Η Εύη απλώνει το χέρι της να απαντήσει, αλλά βλέπει τον αριθμό του γραφείου και απορρίπτει την κλήση. «Είπα ότι θα λείπω το Σαββατοκύριακο!» λέει αυστηρά στην οθόνη του κινητού της.

«Μπορεί να είναι κάτι απλό. Ή κάτι επείγον. Σήκωσέ το!» προσπαθώ να τη ρίξω στο φιλότιμο. «Σήμερα δεν μας παίρνει να απορρίπτουμε τις κλήσεις του εργοδότη μας,» επιμένω, αλλά δεν την πείθω. Τεντώνεται όσο καλύτερα μπορεί δεμένη με τη ζώνη ασφαλείας.

«Αργούμε;»

«Κουράστηκες;»

«Πιάστηκα, ρε γαμώτο, τόσες ώρες. Και πεινάω. Τι ώρα είναι;»

Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι του αυτοκινήτου. Κι εγώ πεινάω.

«Κάνουμε μια στάση ακόμη; Μπορούμε να ξεμουδιάσουμε λίγο και να πάρουμε να φάμε κάτι πρόχειρο, στο χέρι.»

«Εντάξει! Στο πρώτο μαγαζί που θα βρούμε στο δρόμο μας;» ακούγεται ενθουσιασμένη.

«Έγινε! Πλάκα θα ‘χει!»

Είναι η δεύτερη φορά σήμερα που στέκομαι τυχερός. Εκτός κι αν η ταβέρνα Της Ελένης με λυπήθηκε κι αυτή κι έσουρε τα πρησμένα ποδάρια της για να μας συναντήσει δυο χιλιόμετρα πιο κάτω.

«Δεν είπαμε κάτι πρόχειρο στο χέρι;» με ρωτάει η Εύη, τάχα ότι με μαλώνει. Έχει ήδη βγει από το αυτοκίνητο.

«Συμφωνήσαμε για το πρώτο μαγαζί στο δρόμο μας!» της υπενθυμίζω. «Εσύ έβαλες τον όρο!» και υψώνω τα χέρια μου για να δείξω ότι απλά αποδέχομαι την ήττα μου.

Δεν αργούμε να ξεκοκαλίσουμε τα παϊδάκια και να στραγγίξουμε δυο μπύρες. Η Εύη πεινάει τρομερά και παραλείπει τη γκρίνια για το πόσο άτσαλα τρώω και πόσες φορές πρέπει να μασάω τη μπουκιά μου πριν την καταπιώ. Η ίδια τρώει αργά. Αργά μεν, ασταμάτητα δε! Τα μάγουλά της δεν φουσκώνουν, σε αντίθεση με τα δικά μου που με κάθε γέμισμα δοκιμάζεται η ελαστικότητά τους. Τα δάχτυλά της είναι καθαρά και στεγνά. Η Εύη, βιρτουόζα του μαχαιροπίρουνου, τα κρατάει σε απόσταση από το φαγητό. Τα δικά μου, πάλι, γυαλίζουν από τη λίγδα.

Χτυπάει το κινητό μου. Η αδερφή μου. Ψάχνω ένα καθαρό δάχτυλο, το μικρότερο μάλλον, για να δεχτώ την κλήση της με ένα δεξί σύρσιμο στην οθόνη. Το δαχτυλάκι μου γλιστράει υπερβολικά. Η οθόνη θαμπώνει. Δεν ξεκλειδώνει.

«Γαμώτο, δεν την πρόλαβα! Καλά, θα την πάρω το απόγευμα. Δεν θα το πιστεύει άμα της πω πού είμαστε. Θα περάσουμε να τους δούμε κι αυτούς, έτσι;»

«Και το ρωτάς; Χαίρομαι που θα γνωρίσω την οικογένειά σου.»

«Ελπίζω να το λες κι αύριο αυτό!»

«Όλοι έχουμε παράπονα από τους δικούς μας. Άλλος άνθρωπος ο ένας, άλλος ο άλλος. Φυσικό είναι να γκρινιάζουμε. Μη δίνεις σημασία.»

«Ναι, ε; Λοιπόν, την επόμενη φορά που θα γκρινιάξεις για κάτι, δεν θα σου δώσω σημασία, να δω τι θα κάνεις.»

«Δεν θα τολμήσεις!» γουρλώνει τα μάτια δήθεν απειλητικά. «Καταλαβαίνεις τι λέω: μπορεί να γκρινιάζουμε με τους δικούς μας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει αγάπη μεταξύ μας.»

«Κι όταν ο πατέρας σου σε διώχνει από το σπίτι; Σ’ αγαπάει και τότε;»

Η Εύη περνάει το χέρι της στα μαλλιά μου.

«Ακόμα και τότε, ναι.» Κρατάει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια της. «Υπάρχει άνθρωπος που να μη σε αγαπήσει;» κι αφήνει ένα τρυφερό φιλί στην άκρη των χειλιών μου. Με κοιτάζει ευθεία στα μάτια. Δεν το λέει, αλλά το ακούω καθαρά. Μ’ αγαπάει. Στις καστανές της κόρες βλέπω τώρα τον εαυτό μου, χρόνια πριν, με ένα δειλό γενάκι στο πρόσωπο και ιδρωμένες παλάμες, να κομπιάζω καθώς αποκλείω κάθε στρατιωτική ή αστυνομική επαγγελματική προοπτική για το μέλλον μου, εκείνο που είχε σχεδιάσει για μένα ο πατέρας μου, που κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι και χάνει την ψυχραιμία του που έχω το θράσος να του φέρνω αντίρρηση, κι απ’ τα νεύρα του χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι τόσο δυνατά που τραντάζει τον καφέ μέσα στο φλιτζανάκι μπροστά του, και τον βλέπω να σκύβει πιο μπροστά στην καρέκλα του, σαν για να με φτάνει καλύτερα, να με βουτήξει με τις χερούκλες του, και βλέπω τα μάτια του να στενεύουν, «Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, τι στο διάολο θες να σπουδάσεις, μου λες;» με ρωτάει και δεν πιστεύει στ’ αυτιά του όταν ακούει κάτι για μάγειρες και συγγραφείς, κι η φουρτούνα στο κεφάλι του είναι τόσο μεγάλη που τον πνίγει, ο κόσμος του όλος γκρεμίζεται, μαζί κι ό,τι υπάρχει πάνω στο τραπέζι ανάμεσά μας, και τα κομμάτια πορσελάνης μαζί με τα γυαλιά κροταλίζουν στο πάτωμα, και «Αυτό είναι το ευχαριστώ που σε μεγάλωσα; Μάζεψέ τα και δίνε του! Στο διάολο να πας, παλιοπούστη!» βρυχάται ο πατέρας μου.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει η Εύη. «Παρασοβάρεψες, μου φαίνεται.»

Χαμογελάω στα ψέματα.

«Πάμε; Έχουμε μια έκπληξη να κάνουμε!»

«Βιάζεσαι;»

«Ανυπομονώ να δω το ύφος του πατέρα μου όταν μας δει στην πόρτα του!»

«Θα χαρεί πολύ, είμαι σίγουρη. Και θα ‘ναι περήφανος για το γιο του, θα δεις! Λες να ‘χει διαβάσει κάποιο από τα βιβλία σου;»

«Παραείσαι αισιόδοξη, κοίτα μην απογοητευτείς!»

Είναι φανερό ότι το χωριό καταβάλλει σοβαρή προσπάθεια να μεγαλώσει, να εκσυγχρονιστεί. Τα κτίσματα έχουν τα περισσότερα ψηλώσει κατά έναν όροφο, τα μπαλκόνια έχουν στενέψει και μακρύνει, πια καλύπτουν όλη τη φάτσα του σπιτιού, ενώ στα πιο πολλά, ανάμεσα στις γλάστρες έχουν φυτρώσει και αρκετές δορυφορικές κεραίες. Με θλίβει που τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες έχουν χάσει τον ξύλινο χαρακτήρα τους και το χρωματιστό ταμπεραμέντο τους. Ηττήθηκαν από τα άγευστα λευκά κουφώματα αλουμινίου –κάπως έτσι έχασαν και οι άνθρωποι την νοστιμάδα τους, σκέφτομαι.

Οι δρόμοι είναι ήσυχοι τούτη την ώρα. Μόνο οι λίγες καφετέριες είναι ανοιχτές –άδειες παρόλα αυτά- και το μεγάλο, όπως κομπάζει η MEGA ταμπέλα του, σουπερμάρκετ του χωριού.

Όταν βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, το ρολόι της εκκλησίας χτυπάει τέσσερις φορές. Η ώρα στην οθόνη του κινητού μου διαμαρτύρεται για την

τόση βιασύνη του μεγάλου φωτεινού δίσκου απέναντι, με τα σκουριασμένα χέρια που δε λένε να σταθούν στην ίδια θέση λεπτό. Δε βγάζουμε το σάκο μας από το πορτμπαγκάζ. Έτσι κι αλλιώς, το σπίτι είναι αρκετά κοντά. Η Εύη με κρατάει από το χέρι. Αφήνεται να την οδηγήσω στο πατρικό μου κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά χωρίς να σχολιάζει το περιβάλλον. Σταματάμε για μια στιγμή στην αρχή μιας ανηφόρας. Στο τέρμα της σχεδόν βρίσκεται το σπίτι μου. Το δείχνω στην Εύη από εκεί που είμαστε. Από μακριά την εντυπωσιάζει ο όγκος του, αλλά όσο πλησιάζουμε της αρέσουν περισσότερο τα φαρδιά περβάζια με τα λουλούδια που έχουν όλα τα παράθυρα. Τα πέτρινα σπίτια έχουν και τα καλά τους! Ο ήλιος χτυπάει ακόμα το σπίτι από το πλάι και του προσθέτει ζεστασιά και μια φιλόξενη πινελιά.

«Κήπο δεν έχει;» με ρωτάει παραξενεμένη.

«Στο πλάι. Και συνεχίζει πίσω, θα δεις!»

Στην αυλή δεν είναι κανείς, όμως η καγκελόπορτα είναι ανοιχτή. Το ίδιο και η κύρια είσοδος του σπιτιού.

«Περίεργο!» λέω. «Οι αδερφές μου λένε ότι από τότε που γέμισε το χωριό ξένους, όλοι κλειδαμπαρώνονται μέσα.»

Χτυπάω απαλά την πόρτα δυο-τρεις φορές. Τίποτα. Το δεξί μου χέρι σφίγγει δυνατά το αριστερό της Εύης. Ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και εισβάλουμε στη σάλα. Δεν υπάρχει ψυχή. Ακούω κουβέντα πιο μέσα, στην κουζίνα μάλλον. Η Εύη προτιμάει να μείνει στη σάλα. Θα δει τις φωτογραφίες στο σκρίνιο.

Στην κουζίνα, τρεις από τις αδερφές μου κι ένας άντρας που δεν γνωρίζω δείχνουν σκυθρωποί. Φαίνεται πως συζητούν κάτι πολύ σοβαρό. Στέκω παράμερα στην πόρτα. Κανείς δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία μου. Αν μείνω εδώ, θα καταλάβω τι συμβαίνει από την κουβέντα τους. Αλλά γιατί να μη ρωτήσω ευθέως;

«Έτσι αφήνετε τα σπίτια ξεκλείδωτα σ’ αυτό το χωριό; Δεν ξέρεις ποτέ ποιος μπορεί να πεταχτεί ξαφνικά μπροστά σου!»

Η κουβέντα κόβεται και ο αέρας στο δωμάτιο παγώνει από τη σαστισμάρα. Οι αδερφές μου έχουν βραχυκυκλώσει. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμεναν να εμφανιστεί στην κουζίνα αυτή τη στιγμή. Αλλά το αρχικό μούδιασμα δεν αργεί να υποχωρήσει. Τώρα τα μάτια μας έχουν υγρανθεί. Το μαράζι, ο αποχωρισμός, η πεθυμιά, οι τύψεις, η νοσταλγία, η πίκρα, η αναπάντεχη χαρά, μπερδεύονται όλα τόσο σφιχτά, όσο σφιχτά αγκαλιάζω τις αδερφές μου.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» με ρωτάει η Ασημίνα, η μεγαλύτερη, που φοβάται ότι έκανε λάθος ερώτηση και διορθώνει «Αχ, μη με παρεξηγείς, θέλω να πω, πώς κι ήρθες; Γιατί ήρθες;» για να καταλήξει ότι κάθε καινούρια ερώτηση είναι πιο χαζή από την προηγούμενη.

«Σε πήρα τηλέφωνο το μεσημέρι, αλλά δεν το σήκωσες,» προσθέτει η Βούλα, η μικρότερη. «Είπα ότι θα ήσουν στη δουλειά και θα με έπαιρνες το βράδυ.»

«Ε, λοιπόν, καλύτερα να παίρνεις την αδερφή σου αγκαλιά, παρά τηλέφωνο, έ;» την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου και δεν την αφήνω παρά για να χωρέσω και τη Σταυρούλα, την τρίτη κατά σειρά ηλικίας αδερφή μου.

Η Ασημίνα αναλαμβάνει να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις.

«Ο Αντώνης είναι ο καινούριος γιατρός του χωριού και καλός μας φίλος. Εγκαταστάθηκε πρόσφατα στο χωριό. Κάνει το αγροτικό του στο Κέντρο Υγείας εδώ,» και γυρίζοντας προς τον Αντώνη «Ο Αντρέας είναι ο μικρός μας αδερφός. Έχει φύγει χρόνια από το χωριό…» διστάζει λιγάκι. Αναλαμβάνω να τη βγάλω από τη δύσκολη θέση κι ανάθεμα κι αν ξέρω πώς!

«Διάβασα στην εφημερίδα τη συνέντευξή σας για το καινούριο σας βιβλίο. Εξαιρετική δουλειά, συγχαρητήρια!» με προλαβαίνει ο Αντώνης με μια εγκάρδια χειραψία. Σειρά μου να τα χάσω.

«Σας ευχαριστώ πολύ! Σε ευχαριστώ πολύ, να μιλάμε στον ενικό;» προσπαθώ να με γλιτώσω από την αμηχανία.

«Ό,τι καλύτερο!» συμφωνεί ο Αντώνης. «Θα έφερνα μαζί μου τα βιβλία σου, και τα τρία, αν ήξερα ότι θα σε συναντούσα σήμερα. Ίσως μου έγραφες καμιά μικρή αφιέρωση, τι λες;»

«Με όλη μου την καρδιά. Σήμερα κιόλας.»

«Κάτσε να τα πούμε. Να σου φτιάξω καφέ;» ρωτάει η Βούλα.

«Σε λίγο. Πρώτα πρέπει να γνωρίσετε κάποια.»

Φέρνω την Εύη στην κουζίνα. Δεύτερος γύρος από συστάσεις και χειραψίες. Η Βούλα φτιάχνει δυο καφέδες, η Ασημίνα αναλαμβάνει να μας κεράσει όλους γλυκό του κουταλιού για το καλωσόρισμα της Εύης. Δε σηκώνει αντιρρήσεις. Δε θέλει γρουσουζιές.

«Πού είναι η Μίνα; Κι ο πατέρας; Κυρίως για κείνον έχουμε έρθει με την Εύη. Είπα ότι είναι καιρός να αφήσουμε πίσω τις βλακείες.»

Η Μίνα θα έρθει αργότερα. Πήγε στο νεκροταφείο. Κυριακή αύριο, δε θέλει να μένει σβηστό το καντήλι της μάνας. Ο Αντώνης με ενημερώνει για την αρρώστια του πατέρα. Δεν είναι βέβαιο ότι θα τη βγάλει καθαρή αυτή τη φορά. Η καρδιά του είναι σε κακή κατάσταση. Μήπως χρειάζεται να μεταφερθεί σε νοσοκομείο; Δεν νομίζει ότι μπορούν να του προσφέρουν κάτι περισσότερο εκεί. Λυπάται.

«Γι αυτό σ’ έπαιρνα τηλέφωνο το μεσημέρι,» λέει η Βούλα. «Μπορεί και να προλάβαινες, έλεγα με τον νου μου… αν ήθελες, φυσικά.»

«Μπορώ να τον δω;» ρωτάω τον Αντώνη. Δυσκολεύεται να απαντήσει. Ο πατέρας δεν έχει και πολύ χρόνο έτσι κι αλλιώς. Όμως μια δυνατή

συγκίνηση θα μπορούσε να επισπεύσει το μοιραίο. «Καλά, το αφήνουμε προς το παρόν.»

Μιλάμε για τούτο και για τ’ άλλο. Η Ασημίνα επιμένει να μείνουμε σπίτι της απόψε.

«Σίγουρα δεν σας ξεβολεύουμε;»

«Τι λες τώρα; Σιγά που μας ξεβολεύετε…»

Η Σταυρούλα έρχεται από το δωμάτιο του πατέρα. Κοιμάται ήσυχος τώρα. Ο Αντώνης ζητάει να τον ενημερώνουν διαρκώς για τον πατέρα και φεύγει. Στην πόρτα, μου ξανασφίγγει το χέρι.

«Χάρηκα πολύ!»

«Κι εγώ!» απαντάω. Πίσω στην κουζίνα, η Βούλα μού παρουσιάζει ένα παλιό κουτί από παπούτσια.

«Όσο είναι καιρός,» λέει. «Μην γίνει τίποτα και πλακώσει κόσμος στο σπίτι…»

Το είχε αφήσει η μάνα μας πριν πεθάνει. Για μένα. Θα μου το έδιναν τα κορίτσια όταν ξαναρχόμουν στο χωριό. Η καημένη η μάνα μου πέθανε πολύ νέα κι ούτε που την αποχαιρέτησα. Ο πατέρας είχε βάλει τότε να μου μηνύσουν να μην πατήσω το πόδι μου στο χωριό. Έφταναν τέσσερις αδερφές για την κηδεία, έλεγε, δε χρειαζόταν και πέμπτη.

Στο κουτί είναι φυλαγμένο το πρώτο μου Αναγνωστικό. Και το Τετράδιο Ορθογραφίας μου της Β’ Δημοτικού. Κι ένα μπλοκ ζωγραφικής με τα αριστουργήματά μου. Και το χαρτί με το ποίημα που είχα γράψει για τον πατέρα. Και δυο βιβλία. Κι ένα παλιό τετράδιο της γιαγιάς, με συνταγές. Όλα τόσο χλωμά, τόσο δικά μου! Όλα ξεθωριασμένα, εκτός από έναν φάκελο. Για τον Αντρέα, γράφει απ’ έξω. Αναγνωρίζω τον κακό γραφικό χαρακτήρα της συγχωρεμένης της μάνας μου. Διπλώνω το φάκελο και τον βάζω στην κωλότσεπη του παντελονιού μου. Προτείνω στην Εύη να της δείξω το χωριό. Μπορούμε να πάρουμε και τα πράγματά μας από το αυτοκίνητο και να τα πάμε στης Ασημίνας. Θέλει να έρθει καμιά μαζί μας βόλτα;

Η Ασημίνα θέλει να πάει σπίτι, να ετοιμάσει το δωμάτιό μας. Η Σταυρούλα και η Βούλα θα ετοιμάσουν φαγητό για το βράδυ. Θα φάμε όλοι μαζί, σαν οικογένεια.

«Αποκλείεται! Αν όλα πάνε καλά, απόψε θα μαγειρέψω εγώ!» επιμένω «Και μη βγάλει καμιά σας τσιμουδιά στον πατέρα!» Γελάμε όλοι με ύφος συνωμοτικό και δίνουμε ραντεβού γι αργότερα.

Η ξενάγηση στο χωριό δεν μας παίρνει πολλή ώρα. Ένα χωριό όπως όλα. Παίρνουμε τα μπουφάν από το αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε στο δασάκι στην άκρη του χωριού. Καλύτερα να μην πέσουμε πάνω σε γνωστούς.

Καθόμαστε σε ένα παγκάκι που του λείπει ένα σανίδι. Η Εύη γέρνει στην αγκαλιά μου λες κι αυτή πρέπει να παρηγορηθεί.

«Πώς είσαι;» με ρωτάει.

«Σε σχέση με τον πατέρα μου; Πολύ καλύτερα!» αστειεύομαι.

«Λες να τα καταφέρει ο κυρ Μήτσος;»

«Δεν άκουσες τον Αντώνη;» ρωτάω για να σταματήσω την κουβέντα. Ανυπομονώ να διαβάσω όσα μου γράφει η μάνα μου. Ανοίγω το φάκελο. Τα χέρια μου δεν τρέμουν. Μόνο η καρδιά μου χτυπάει πιο έντονα. Η Εύη θέλει, λέει, να περπατήσει. Ψέματα λέει. Θέλει να με αφήσει μόνο μου. Με φιλάει στο στόμα.

«Τα λέμε σε λίγο.»

«Μην απομακρύνεσαι, δεν ξέρεις τα μέρη εδώ!»

Το χαρτί είναι διπλωμένο στα τέσσερα.

Αγαπημένο μου παιδί,

Πόσο χαρήκαμε με τον πατέρα σου όταν σε πρωτοαντικρίσαμε! Έκλαιγες τόσο δυνατά μέσα στο καλαθάκι σου έξω από την πόρτα μας! Τι κι αν είχαμε ήδη τις τέσσερις αδερφές σου; Τα παιδιά είναι ευλογία, λέγαμε. Ο πατέρας σου ήταν τόσο περήφανος για το γιο του! Αντρέα! Έτσι σε βγάλαμε. Ο Άντρας που θα βούλωνε επιτέλους τα στόματα των συγχωριανών στο καφενείο που έβγαζαν τον πατέρα σου άχρηστο. Δεν κατάφερνε να σπείρει σερνικό παιδί, έλεγαν. Κι εσύ μεγάλωνες, Αντρέα μου, κι έκλαιγες. Όλο έκλαιγες, παιδί μου, αλλά το έκανες τόσο σιγανά που δεν ακούγαμε το παραμικρό. Συγχώρα μας, γιε μου, που δεν σου δώσαμε χαρά. Μόνο ψωμί και νερό, πώς να μην έκλαιγες; Το ξέρω, Αντρέα, παιδί μου, τζάμπα μας φορτώθηκες, σκάρτοι σου βγήκαμε…

 

 

 

* Η Βάσω Καψώνα διαβάζει με τον Ήλιο, γράφει με το Φεγγάρι και παίζει με τ’ Αστέρια…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top