Fractal

Διήγημα Fractal: “Ένα ρήμα αοριστίας”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

f22

 

 

Ήταν ένα από εκείνα τα φθινοπωρινά πρωινά που το φως γεμάτο έπαρση σού γεμίζει τη μέρα θες δε θες και σ’ αναγκάζει να βρεις μεγαλείο στην κάθε στιγμή. Οι νεραντζιές σάλευαν ελάχιστα, όσο ακριβώς χρειαζόταν για να γεμίσει ο κόσμος μυρωδιές. Ο ήλιος που τρύπωνε στα φύλλα τους υπαγόρευε αισιόδοξα χαμόγελα και μόνο. Όπως κάθε μέρα, πήγαινα στο σπίτι της κόρης μου. Μόνη εγώ, χωρίς άλλες υποχρεώσεις μετά το θάνατο του άντρα μου, γέμιζα την καθημερινότητά μου βοηθώντας όπως μπορούσα. Η μονάκριβή μου, η λουλουδένια μου και ο άντρας της δούλευαν ως αργά το απόγευμα, δυο πιάτα φαγητό μπορούσα να τα φτιάξω. Λίγο να συμμαζέψω, ίσα για να επιστρέψουν σε περιβάλλον ξεκούραστο. Στρωμένες οι ζωές μας, δόξα τον μεγαλοδύναμο, γεμάτες ηρεμία και αγάπη. Ένα εγγόνι μου έλειπε πολύ μα δεν μιλούσα, δεν μου έπεφτε λόγος. Εξάλλου, νέοι ήταν ακόμα, όλος ο καιρός δικός τους, δική τους και η απόφαση.

Άνοιξα με το κλειδί μου ως συνήθως και κατευθύνθηκα βιαστικά προς τα υπνοδωμάτια, ν’ ανοίξω τα πατζούρια πρώτα, να γεμίσει το σπίτι φρέσκο αέρα. Το δωμάτιο αυτό, δεν ήταν της κόρης μου: ο δικός της τακτοποιημένος κόσμος, δεν περιελάμβανε κρεβάτι που δεν στρώθηκε, βιβλία που δεν στοιχήθηκαν, ρούχα που δεν διπλώθηκαν. Η επιθυμία της για “οργανωμένη αρμονία” όπως την αποκαλούσε, δεν ταίριαζε με την απάθεια στο βλέμμα της. Το κρατούσε καρφωμένο στο ταβάνι, μισοξαπλωμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα μπροστά στο παράθυρο. Όταν κατάλαβε πως στεκόμουν μια ανάσα πίσω της, με μια νευρική κίνηση έκρυψε το πρόσωπό της στο ημίφως, την έκφρασή της να μην μπορώ να διακρίνω. Τρόμαξα στη σκέψη πως κάτι περισσότερο από έκφραση αγωνιούσε να μην δω και αστραπιαία την απώθησα στην άκρη του μυαλού, να μην μπορώ να ψηλαφίσω ίχνος ορθότητας.

“Άσε με λίγο μόνη, πήγαινε στο σαλόνι και θα έρθω κι εγώ”. Η φωνή της έβγαινε πνιχτή, δεν μπορούσε να κρυφτεί, ούτε να κρύψει.

“Συμβαίνει κάτι παιδί μου”; Ερώτηση ανόητα ρητορική, για να είναι στο σπίτι και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ασφαλώς και κάτι συνέβαινε. Ερώτηση ανόητα αισιόδοξη, για να ξορκίσει την απάντηση που δεν θέλω.

Στο σαλόνι, έντονη αποφορά τσιγάρου και αλκοόλ. Γυαλιά στο πάτωμα, καρέκλες αναποδογυρισμένες. Τα πάντα γύρω μου μυρίζουν αγωνία και σύγχυση. Χρειάζομαι μια σκέψη καθησυχαστική, κάπως να επαναφέρω την ανάσα μου. Η επίδειξη ψυχραιμίας αυτή τη στιγμή μου φαίνεται σχεδόν προσβλητική. Γυρίζω μανιασμένα, να επιστρέψω στο υπνοδωμάτιο πρέπει, να απαιτήσω εξηγήσεις. Στέκεται ακουμπισμένη στο κάσωμα της πόρτας και με κοιτάζει. Τα μάτια της πρησμένα και κατακόκκινα, το μάγουλό της μελανό.

“Κορίτσι μου, τί έγινε εδώ”;

“Έγινε καυγάς, δεν το βλέπεις”;

Σέρνει λίγα άυπνα βήματα ως τον καναπέ, τα δάκρυά της τρέχουν ανεξέλεγκτα. Μέσα στην ομίχλη της άγνοιας στην οποία βρίσκομαι, προσδοκώ ν’ αρθρώσω λόγο, αν και καθόλου δεν χρειάζεται. Η άγνοια μού προσφέρει ασυλία σοβαρά προσμετρήσιμη, μάλλον είναι καλύτερα να μην ξέρω. Κι οι λέξεις που δεν ξεστομίζει, πέτρες που θα μας χτυπήσουν κατάστηθα. Ο ήλιος αυθαδιάζει έξω απ’ το παράθυρο, λάμπει εναντίον μου πια, πληγώνοντας τη μέρα. Το ξέρω, αν καταπιώ την αλήθεια αμάσητη, χωρίς νερό, θα κάτσει στην καρδιά μου να την ματώσει. Στα τυφλά ψάχνω το μάγουλό της, ν’ αγγίξω την προσδοκία που αποζητούσα, ψευδαίσθηση να είναι οι μελανιές.

“Νομίζω πως ήρθε η ώρα για ένα διαζύγιο”. Σταμάτησε, φανερά προβληματισμένη από αυτό που μόλις είχε πει. Η λέξη-κλειδί στη φράση της, ένα ρήμα αοριστίας. Νομίζω είπε, άρα; Άρα, καλύτερα να μείνω σιωπηλή. Είναι φανερό, έχω ακόμα πολλά ν’ ακούσω.

“Πάντα έλαμπε στη ζωή μου σαν ήλιος. Παρορμητικός και ιδιαίτερος, αυτό είναι, μα και πολύ, πολύ τρυφερός. Και ποιός δεν έχει τις ιδιορρυθμίες του; ποιός δεν έχει μέσα του πράγματα που κάνουν τους άλλους πότε να εκτιμούν και πότε να απορούν”; Μιλούσε ακατάπαυστα, σα να μην ήμουν εκεί. Σκέψεις εύθραυστες όλες, να κρυφακούνε εκείνες τις στιγμές που κάνουν το χρόνο να σταματάει, κι είχε πολλές ακόμα να διυλίσει.

“Παλλόμενη σάρκα, πολύτιμα ελαττώματα ανθρώπινα, αληθινά! Επιτέλους! Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ. Είναι γραφική έλεγα τόση ευγένεια, τόση πια καλοσύνη, μυρίζει ύποπτα. Έπρεπε να ψηλαφίσω ένα ίχνος αναίδειας για να ησυχάσω. Τώρα που ξέρω πως έχει τσαγανό μέσα του, δεν θα τον ερεθίσω ξανά. Μ’ έτσουξε ο θυμός του, δε λέω, τον αναγνωρίζω όμως, τον κατανοώ. Αφού εγώ τον προκάλεσα, εγώ τον ανάγκασα να με χτυπήσει. Άργησε πάλι να γυρίσει χτες, ολόκληρο τον μήνα αργεί, αυτό δε σημαίνει πως λέει ψέματα, δουλειά είναι η αιτία σίγουρα, δεν προσβάλλεις έναν άντρα κατηγορώντας τον άδικα. Ήμουν πολύ αιχμηρή”. Η λίμνη των δικαιολογιών στην οποία κολυμπάει αποσυρμένη απ’ την πραγματικότητα, μυρίζει παγωνιά. Νομίζω για πάντα έτσι θα μυρίζει.

Και τότε, ήρθε μια απρόσμενη βροχή, τόσο φιλική, τόσο με διάθεση να συμφιλιώσει. Αν ήμουν εγώ στη θέση της, θα την είχα ήδη ζωγραφίσει την τελεία της απόλυτης σιωπής. Η κόρη μου όμως, χαμογελά νυσταγμένα σα να ψιθυρίζει: “αν μου πεις ένα παραμύθι ακόμα, θα κοιμηθώ βαθιά”. Το παραμύθι που αναζητά απεγνωσμένα, δεν είναι του όνειρου αλλά της υπεκφυγής. Η λουλουδένια μου, αφημένη σ’ έναν έρωτα ψυχή τε και σώματι, λιγώθηκε απ’ το φόβο της απώλειας και παραδόθηκε. Ακόμα και τώρα που ο έρωτάς της γροθιά έγινε και τη μάτωσε, έχει ήδη συγχωρέσει.

Η μνήμη, ως ένα μεγάλο βαθμό είναι μυθοπλασία. Διαλέγουμε. Κάτι αστραφτερό, ίσως και κάτι περισσότερο σκοτεινό, αδιαφορώντας μάλλον για ό,τι μας διέλυσε. Και κάπως έτσι, χρωματίζουμε τους πίνακες που κρατάμε φυλαγμένους στο νου, αιχμαλωτίζουμε στιγμές, λίγα λεπτά μόνο να διασώσουμε απ’ την εξαφάνιση για να διασωθούμε κι εμείς. Τελικά, η πραγματικότητα μια νοσταλγία είναι, αναμνήσεις φευγαλέας αλήθειας κρατάμε ζωντανές. Μέχρι την επόμενη αλήθεια που θα έρθει πικρή, γιατί θα έρθει στα σίγουρα, και πάλι από την αρχή. Ξαφνικά, πεθύμησα άνοιξη και βιολέτες. Ένα πυκνά φυλλομένο δέντρο, να ξαπλώσω στον ίσκιο της καλοσύνης του, να δροσιστώ για λίγο. Και να μην γευτώ την πίκρα της αλήθειας στα λόγια του πατέρα μου, λόγια που τα χλεύαζα με όλη τη θρασύτητα των νιάτων μου και τώρα έρχονται καταπάνω μου με μετωπική σφοδρότητα. “Αν αφεθείς ολοκληρωτικά στον έρωτα, πάντοτε θα περισσεύουν αποθέματα για μεγαλύτερες ταπεινώσεις”.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top