Fractal

Με τον θαλασσινό κόσμο στο επίκεντρο

Γράφει ο Παύλος Δ. Πέζαρος //

 

Νίκος Μαρτίνος: «Ένα παραμύθι της Ανατολής». Μυθιστόρημα. Εκδ. Αρμός, 2016, σελ. 238

 

Ο Νίκος Μαρτίνος, ομότιμος πλέον Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει αφήσει εποχή κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Ανώτατο αυτό Ίδρυμα της χώρας. Σε αγαστή συνεργασία με τον αείμνηστο Λεωνίδα Λουλούδη, προσέδωσαν αμφότεροι νέες κατευθύνσεις και ανέπτυξαν νέα πεδία εκπαιδευτικής, επιστημονικής, ερευνητικής, ακόμη και πολιτιστικής δραστηριότητας αυτού του, κατεξοχήν παραγωγικής κατεύθυνσης, Ιδρύματος, συμβάλλοντας καθοριστικά, με τις προοδευτικές τους ιδέες, στην περαιτέρω ανάπτυξη του Πανεπιστημίου μέσα από το Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας & Ανάπτυξης.

Ο ίδιος, όμως, με την απαράμιλλη σεμνότητα που τον διακρίνει, ουδέποτε θέλησε να προβάλει τη λογοτεχνική φλέβα που τον διατρέχει, ώστε να γίνει  το ίδιο αισθητή και η παρουσία του στα λογοτεχνικά μας πράγματα, αφήνοντας έτσι να περάσει σχεδόν απαρατήρητο το γεγονός ότι έχει αναμφισβήτητο ταλέντο στη λογοτεχνική γραφή.

Κι όμως πρόκειται για έναν «θαλασσογράφο» ολκής, αντάξιο συνεχιστή του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα, του Βιζυηνού, του Κόντογλου, του Καββαδία, κ.ο.κ. Κατά την άποψή μου, ο όρος «θαλασσογράφος» δεν μπορεί να αφορά μόνο τους γνωστούς σπουδαίους ζωγράφους που μας άφησαν απαράμιλλα έργα της τέχνης τους. Ο ίδιος όρος μπορεί άνετα να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση τεχνιτών του λόγου που, με τη γραφίδα τους, «ζωγραφίζουν» εξίσου ζωντανά τον κόσμο της θάλασσας και της ναυτοσύνης, δίνοντας βάθος στην έκφραση των αισθήσεων και των συναισθημάτων που τους προκαλεί ο συνεχής διάλογος με τη θαλασσινή φύση και τη ζωή μέσα σ’ αυτήν.

Στα τρία μέχρι τώρα βιβλία του, μια συλλογή διηγημάτων «Τα δέκα Κύματα» (1995), μια ναυτική ιστορία «Στο γέμισμα του φεγγαριού» (2003) και το παρόν μυθιστόρημα, όλα από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, ο Μαρτίνος παραθέτει καταρχήν τις απίστευτες γνώσεις του γύρω από τη θάλασσα, τη ναυτοσύνη και τα ταξίδια στο Αιγαίο, με τους αέρηδες που κυριαρχούν και τις αντίξοες συνθήκες που συναντά κανείς, αρμενίζοντας με παλιά ξύλινα σκαριά που τείνουν πια να εκλείψουν. Στο πλαίσιο αυτό πλέκει τις ιστορίες του, αναβιώνοντας μια ναυτική ορολογία, που ελάχιστοι πλέον καλλιεργούν και είναι σε θέση να κατανοήσουν.

Ο επαρκής αναγνώστης διακρίνει εύκολα ότι το μυθιστόρημα «Ένα παραμύθι της Ανατολής», κάθε άλλο παρά παραμύθι για παιδιά είναι. Στο βιβλίο ξεδιπλώνεται μια ναυτική ιστορία, με παραμυθητική μεν διάθεση, αλλά τοποθετημένη ιστορικά στο κέντρο και στα παράλια του Αιγαίου, λίκνου του πολιτισμού μας στην πορεία των αιώνων, σε μια εποχή που ακόμη ο χώρος λειτουργούσε ως ενιαίος για τους κατοίκους του, δηλαδή, λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους. Έχοντας τον θαλασσινό κόσμο στο κέντρο της διήγησής του, ο συγγραφέας, ως νησιώτης από κούνια (συγκεκριμένα, Κύθνιος ή, καλύτερα, Θερμιώτης ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, Δρυοπιδέας, από την απάνεμη Δρυοπίδα, στο κέντρο του νησιού), σκαρφίζεται λες την ιστορία του, καθώς ψαρεύει ή απλά πλέει στα νερά του Αιγαίου, αφήνοντας, ως γνήσιος ναυτικός, τη φαντασία του να καλπάζει ως να ζούσε σε άλλη εποχή και σε άλλες συνθήκες από την κατάσταση της εποχής μας. Με τον ίδιο, νομίζω, τρόπο, ο Καββαδίας σκάρωνε στίχους με ονειροφαντασίες, αλλά δεν έγραφε παραμύθια. Το ίδιο κάνει και ο Μαρτίνος σε πεζό.

Όπως λέει κι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, καθώς έχει ξεκινήσει τη διήγησή του ως γεροκαπετάνιος πια, «Ακούστε, αυτά που σας λέω εγώ τ’ άκουσα αλλά και τά ΄δα στ’ όνειρό μου ένα βράδυ που κοιμόμουνα μονάχος στη μπρατσέρα μου αραγμένος  … Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε και δεν μπορώ να ξεχωρίσω πιά τι πραγματικά άκουσα από τον Μαζεμένο και τι είδα στ’ όνειρό μου» (σ. 58). Κι αλλού: «Μερικές στιγμές είχα την εντύπωση ότι ζω μέσα σ’ ένα όνειρο και τσιμπούσα το χέρι μου για να βεβαιωθώ ότι αυτά συμβαίνουν στον ξύπνιο μου» (σ. 136).

Ωστόσο, τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι πάντα παρόντα. Δεν είναι μόνο η καταγραφή της ιστορικής μνήμης των απλών ανθρώπων, για την Ιωνία κυρίως, «τη μήτρα μας». Μιλάμε για μια εποχή, όταν τα «σύνορα» μεταξύ των δύο διεκδικητών της περιοχής παρέμεναν ασαφή, οι ναυτικοί δεν χρειάζονταν διαβατήριο για να πάνε από τη μια όχθη στην άλλη, οι λαϊκές παραδόσεις ήταν ακόμη εξαιρετικά ζωντανές και, σε πολλές περιπτώσεις, υποκαθιστούσαν το νόμο. Αντίστοιχα και τα ήθη, σε μια εποχή πού η φιλία και η μπέσα μεταξύ των παράλιων λαών μετρούσε σε προσωπικό επίπεδο, απαλλαγμένα από τυχόν «εθνοτικές» αντιπαραθέσεις, ενώ η πειρατεία δεν είχε εξαλειφθεί εντελώς και το λαθρεμπόριο (κοντραμπάντο) στα μικρασιατικά παράλια έδινε κι έπαιρνε για όλους τους κατοίκους των γύρω περιοχών, παράλληλα με την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος. Γνωστά πράγματα, που αποσιωπούνται, υποτιμούνται ή προσπερνιούνται στην επίσημη ιστορία μας.

Πάνω όμως και από αυτή καθαυτή την ιστορία, εκείνο που αναδεικνύεται στο βιβλίο είναι το λογοτεχνικό ταλέντο του Μαρτίνου. Με μια γλώσσα ρέουσα, αυθεντικά λαϊκή, ιδιαιτέρως προσεγμένη στη σύνταξη του κειμένου, ώστε να «ζωγραφίζει» το ξετύλιγμα του μύθου, ο συγγραφέας σκιαγραφεί τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών με άκρα πειστικότητα, δίκην θεατρικών προσώπων.

Η υπόθεση του έργου βασίζεται στον «συνεταιρισμό» που αποφασίζουν, ένας νέος, άπειρος στη ζωή, αλλά ιδιαιτέρως έμπειρος καπετάνιος καϊκιού και ένας δαιμόνιος μεσόκοπος έμπορος που δραστηριοποιείται μεταξύ Μαύρης και Άσπρης Θάλασσας, Αιγαιοπελαγίτικων νησιών  και ακτών, της Ιωνίας κυρίως (γιατί «την Ανατολή πάντα τη λογάριαζαν για δικό τους τόπο»), στα πρότυπα των Ελλήνων εμπόρων πριν το ’21 που πλούτισαν και αύξησαν τον στόλο τους, για να μετατραπούν στη συνέχεια, αφιερώνοντας την περιουσία τους, σε φλογερούς επαναστάτες, θαλασσομάχους του αγώνα για την Ανεξαρτησία. Σημειωτέον ότι ο πρωταγωνιστής,.

Η συμφωνία μεταξύ του καπεταν-Γιάννη και του σαραντάρη Μιχαλιού (που, αμφότεροι, λειτουργούν και σκέφτονται ως διπλή περσόνα του ίδιου του παντογνώστη συγγραφέα) κλείνεται, σφίγγοντας απλά τα χέρια τους (γιατί «ο λόγος είναι που μετράει. Συμφωνήσαμε; Δώσαμε τα χέρια; Πάει, τέλειωσε. Η αξία του άντρα είναι ο λόγος του. Δεν έχει λόγο; Καλύτερα να βάλει φουστάνια»), Ο Μιχαλιός «είχε το διάολο μέσα του». Καταρχήν εκτιμά ότι ο καπεταν-Γιάννης, εκτός του ότι έχει δικό του, μικρό μεν αλλά νιόβγαλτο, καΐκι, είναι πάνω από όλα εξαιρετικός ναυτικός που διαθέτει γνώση, τόλμη και γενναιότητα. «Πού να ξέρουν (οι άλλοι) ότι το πιο μεγάλο σκάφος δεν είναι πάντα και το πιο σίγουρο; Πώς στο αρμένισμα μετράει πάνω απ’ όλα ο καπετάνιος;» κι ακόμη «άλλο πράμα ο ψαράς και άλλο ο ναυτικός. Όμως για τους άλλους αυτά είναι ψιλά γράμματα, δεν τα καταλαβαίνουν. Όλοι θαλασσινοί είναι, σου λένε, άντε τώρα να τους εξηγήσεις» (σ. 41-42).

Κατόπιν, χρησιμοποιεί ατράνταχτα οικονομικο-εμπορικά επιχειρήματα για να τον πείσει να συνεργαστούν με στόχο το αμοιβαίο όφελος. «Στην κολεγιά, το πιο σημαντικό πράμα είναι η γνώση του άλλου», του λέει. «Εσύ βάζεις τη ναυτοσύνη και το καΐκι σου κι εγώ την πείρα μου κι ένα ποσό ίσο με την αξία της μπρατσέρας». Πώς πετυχαίνει κανείς γρήγορο και μεγάλο κέρδος; Με το εμπόριο βέβαια και μάλιστα, το λαθραίο, το κοντραμπάντο, έστω κι αν χρειαστεί να ρισκάρει πολύ περισσότερο. Με τι μέσα; «Το δάνειο είναι καλό πράμα στο εμπόριο, αλλά πρέπει να ξέρεις πώς να το κουμαντάρεις, με καταλαβαίνεις; Γιατί άμα σου τύχει μια καλή δουλειά, βάζεις όσα έχεις, συμπληρώνεις και με το δάνειο και στο τέλος βρίσκεσαι με πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ‘βγαζες χωρίς. Άμα όμως δεν λογαριάσεις τα πράγματα σωστά, μπαίνεις μέσα πολύ πιο βαθιά». Εξάλλου, «στο εμπόριο που το χρήμα αλλάζει χέρια γρήγορα ποτέ δε λες, καλά είμαι εδώ που έφτασα. Μένοντας στάσιμος σημαίνει πως σε πήρε η κάτω βόλτα».

 

Νίκος Μαρτίνος

 

Με την σχεδόν βιωματική λαϊκότροπη αφήγηση του συγγραφέα, το βιβλίο ξεκινάει με μια αύρα Βιζυηνού, περνάει με μαεστρία σε ριπές από Καρκαβίτσα, Παπαδιαμάντη και Κόντογλου, και καταλήγει σε μια σύνθεση με έντονες πινελιές, «ζωγραφίζοντας» δηλαδή εικόνες, «σαν το χταπόδι που αλλάζει χρώματα και σουλούπια στον πάτο της θάλασσας».

Οι περιγραφές του αποτελούν πραγματικό θησαυρό γνώσεων γύρω από όρους αλλά και λέξεις ή φράσεις που ελάχιστα ακούγονται πια, της λαϊκής καραβο-ναυπηγικής, της ναυτοσύνης, του αιγαιοπελαγίτικου περιβάλλοντος γενικά: «Εκεί δεν ίδρωσε, δε μόχθησε, δεν έβαλε πλάτη στα βουβά και στα στρογγύλια που κόβανε για να βγάλουν από ατόφιο σαμιώτικο πεύκο, τον κάθε σκαρμό, το κάθε του μαδέρι; Μήπως δεν βγήκανε κι απ’ τα δικά του χέρια καρένα, ποδοστάματα, τσάπες και μπρατσόλια, μπούρδοι και κουβούσια, σωτρόπι και στραγαλιές, κοράκια και κουρζέτο; … Και τ’ άρμενα; Ξάρτια και πανιά …. Κρεμασμένος με τις ώρες αψηλά στα κατάρτια για να περάσει στάντζους, κοντραστάντζους, μακαράδες και κοτσανέλλα;» (σ. 35-36). Κι αλλού: «Ξεκίνησαν στα όρτσα μ’ ένα ελαφρό βοριαδάκι … Όμως ο κυρ-Βοριάς τους έπαιζε παιχνίδια στα διάφορα μπουγάζια. Αλλού γινότανε κατά-Γραιγος φτάνοντας μέχρι Γραιγολεβάντης, κι αλλού γινότανε Μαΐστρος κανονικός».

 

 

Όλο το βιβλίο βρίθει από παρόμοιες σελίδες, απολύτως δεμένες με την καθαυτό ιστορία. Και τι να πει κανείς για την αναμφισβήτητη ικανότητα του Μαρτίνου να εντάξει στη διήγηση, ένα στιχούργημα σε γλαφυρό δεκαπεντασύλλαβο, μια παραδοσιακή λαϊκότροπη ριμάδα, έναν αμανέ (τηρώντας απολύτως τους σχετικούς κανόνες που απαιτεί το κάθε είδος), παραθέτοντας ταυτόχρονα και λεπτομερείς μουσικές γνώσεις γύρω από όργανα και τραγούδια, μονοφωνίες και πολυφωνίες!

Από την άποψη αυτή, το βιβλίο δεν προσφέρεται για ένα βιαστικό διάβασμα. Για όποιον θέλει να μπει στο “μεδούλι” της γραφής του συγγραφέα του, χρειάζεται μια προσεκτική ανάγνωση, με αργούς ρυθμούς αναγνωστικής απόλαυσης.

Σε αυτό συμβάλλει, ασφαλώς, τόσο η λεπτή εικονογράφησή του (από τον ίδιο τον συγγραφέα!) όσο και η ασφαλώς εκλεκτή έκδοση του ΑΡΜΟΥ, παρότι, μια πιο προσεκτική επιμέλεια των αρχικών (προ-εκδοτικών) δοκιμίων της, θα φανέρωνε ίσως ότι το βιβλίο  χρειαζόταν μάλλον περισσότερες τυπογραφικές «ανάσες».  Εννοώ, πιο συχνές παραγράφους, περισσότερα κεφάλαια, κλπ, ιδίως στις πρώτες 80 σελίδες του, ώστε να γίνεται «πιο διαβαστερό», αφού, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, δεν είναι από τα βιβλία που διαβάζονται δια μιας.

Τέλος, δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστο το γεγονός ότι, τόσο το παρόν όσο και το προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα, συνοδεύεται καθένα από ένα επεξηγηματικό γλωσσάρι που, όχι απλά είναι χρηστικότατο, αλλά λειτουργεί ως πραγματικό λεξικό ναυτικών όρων που αμφιβάλλω κατά πόσον περιέχονται με τέτοια πληρότητα στα κοινά ή λογοτεχνικά λεξικά της νέο-ελληνικής.

Εν κατακλείδι, με το τρίτο αυτό λογοτεχνικό βιβλίο του, ο Μαρτίνος, επιστρέφει από τη στεριά στο καθαυτό «σπίτι» του, στη θάλασσα και στον κόσμο της, όχι ως παράφορος επιλεκτικός εραστής, αλλά ως πιστός, σταθερός, διά βίου σύντροφός της. Όπου κι αν πηγαίνει, του ευχόμαστε να επιστρέφει πάντα σε αυτήν, υγιής και πιο πλούσιος.

Η περίπτωση του Νίκου Μαρτίνου, ως γνήσιου λογοτέχνη και σπουδαίου μάστορα της γλώσσας μας, δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να περάσει απαρατήρητη και αξίζει της ιδιαίτερης προσοχής όσων πραγματικά ενδιαφέρονται για τα λογοτεχνικά πράγματα του καιρού μας.

 

(15/3/2017)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top