Fractal

Ένα λουλούδι ανθίζει στη σιωπή

Από τον Γιώργο Ρούσκα //*

 

Προσέγγιση στο βιβλίο της Αγγελικής Γιαννοπούλου “Λέξεις στο Φως”, εκδόσεις Αρμός, 2018

 

 

[Οι ψαρόβαρκες έριχναν τα δίχτυα. Το φεγγάρι φρουρός ακοίμητος να χαμογελά στους ανθρώπους, να χαμογελά σε μια Ελλάδα που ήξερε να ζει μέσα στην απλότητα, να χαίρεται, να τραγουδά, να ελπίζει, να ονειρεύεται και να μεθά με το καλοκαίρι της].

 

Πού πήγε αυτή η Ελλάδα; Πού πήγε αυτή η εποχή; Πού είναι αυτός ο λυρισμός; Αυτή η απλότητα; Αυτή η μαγεία; Πώς φτάσαμε ως εδώ; Στο σημείο όπου

[οι  λέξεις  « απασχόληση» αντί της «εργασίας», «επιβίωση» αντί «ζωής» … συνοδεύονται με ένα κλείσιμο του ματιού στη θλίψη, στην απογοήτευση και εν συνεχεία στην παραίτηση, στην κατάθλιψη];

 

Καθένας έχει τις δικές του εύλογες απαντήσεις. Δεν φτάνει όμως να έχουμε απαντήσεις και άποψη για τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας και για το τι συμβαίνει γύρω μας. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η δράση μας απέναντί σε όλα αυτά. Η αντίδρασή μας σε όσα διαφωνούμε, η στάση ζωής απέναντι στο κατ’ εμάς ηθικό και ανήθικο, η μη αδιαφορία μας.

Το βιβλίο «Λέξεις στο φως» της Αγγελικής Γιαννοπούλου, είναι πρώτα-πρώτα μια στάση ζωής. Η δική της ολόφωτη στάση ζωής απέναντι στο καθιερωμένο, αμείλικτο και βιασμένο σύγχρονο modus Vivendi, απόρροια του μορφώματος  που καλείται «πολιτισμός», η οποία με τρόπο συνοπτικό μεταφέρθηκε στις σελίδες τούτης της καλαίσθητης έκδοσης των εκδόσεων «Αρμός», συγκροτημένη σε δύο ενότητες. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «χωρισμένη» γιατί οι ενότητες αυτές δεν είναι κεχωρισμένες αλλά σφιχτά αγκαλιασμένες.

 

{Βηματισμοί στη ζωή} η πρώτη. {Βηματισμοί στο(ν) Χρόνο} η δεύτερη, ισορροπημένη πάνω σε έξι άξονες: «Χρόνος πεσσεύων», «Από την Ανατολή στη Δύση», «Περιδιαβαίνοντας τις εποχές», «Λιογέννητη χώρα», «Προβληματισμοί» και «Αλιεύοντας από το δίχτυ των αναμνήσεων». H πορεία από τη γέννηση του ανθρώπου ως τώρα, οι εμπειρίες, η αποκτηθείσα γνώση ή σοφία, η  κεκτημένη αυτογνωσία. Μετά, όλα τούτα σε έναν διάλογο με τον χρόνο, τις εποχές, το φως, την Ελλάδα, τα προβλήματα, ως την ύστατη κοινή των ανθρώπων καταφυγή: τις γλυκές, εξιδανικευμένες ίσως αλλά τόσο όμορφες αναμνήσεις. Κατανεμημένα σε μικρά, αυτοτελή κείμενα με τίτλο, τα οποία μπορεί να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά, ανά πάσα στιγμή.

 

Τι την ώθησε να γράψει; Μα η κατάκτηση της άμεσης επαφής με την Ομορφιά και η λουλουδένια διάθεση να τη μοιραστεί:

[Κι υπάρχει τόση ομορφιά σε τούτο το ταξίδι ζωής! Πάνω από το εφήμερο και μάταιο, το άδικο και απάνθρωπο. Δεν κάνει θόρυβο. Υπάρχει! Μα σιωπά! Ένα λουλούδι ανθίζει στη σιωπή].

 

Με τι αλεύρι είναι ζυμωμένο τούτο το ψωμί; Ναι, άρτος είναι από τη μεγάλη αρτοκλασία της ζωής. Η συγγραφέας (φιλόλογος, με σπουδές ψυχολογίας και ιστορίας της τέχνης) αυτοβιογραφείται:

[Έμαθα να διαλέγω λέξεις που καλύπτουν ρωγμές, που επουλώνουν πληγές, που εξοβελίζουν την αδιαφορία, τη σκληρότητα, που είναι πλήρεις ζεστασιάς όμορφων αισθημάτων, αναγκαίων σε μια ασύστολα κραυγάζουσα, υποκριτική, κενόδοξη, μισαλλόδοξη εποχή].

 

Πού βρήκε το νερό για τη ζύμη; Ο άρτος αυτός δεν πλάστηκε με νερό αλλά με φως. Από πού το άντλησε;

[Υπάρχει τόσο φως στην αλήθεια, στο συνταίριασμα των σκέψεων, λέξεων, πράξεων].

 

Είναι τέτοια η σχέση της με το φως που όχι μόνο μπορεί και αντικρίζει κατάματα τη ζείδωρη θεϊκή του πηγή, αλλά μπορεί να το συλλέξει κιόλας. Εκτός από γάργαρο νερό έχει το χάρισμα να το μετασχηματίζει και σε χρώμα φωτοστέφανου αγιογραφίας χρυσό, ευλαβικά ακουμπημένο πάνω στο στήθος της εικόνας της καθημερινότητας:

[Τον ήλιο μου θα αντικρίσω κατάματα. Με αμέθυστο και τοπάζι, θα ζωγραφίσω τελείες και παύλες στο γκρίζο. Από μακριά η ελευθερία μού γνέφει… ακολουθώ παίρνοντας ανάσες μικρές ζωογόνες… και χαμογελώ!]

 

Προζύμι για να συντελεστεί η ζύμωση; Οι σκέψεις και ο εσωτερικός διάλογος:

[Ό,τι στη ζωή μας πραγματώνεται, μέσα από μια διαδικασία σκέψεων, μέσα από έναν εσωτερικό διάλογο πραγματώνεται].

 

Ξεκούραση στην ξύλινη σκάφη της ψυχής της, ανάπαυση, ολοκλήρωση της διαδικασίας και μετά από πολλούς δισταγμούς, επιτέλους στο φούρνο του τυπογραφείου. Μετά, καλή ώρα,  στα χέρια του αναγνώστη, ως άλλη κοινωνία φωτός, αφού:

[Στην πληρότητα του φωτός, της αλληλεγγύης, της αγάπης, γινόμαστε λιγότερο αδύναμοι, λιγότερο μόνοι].

Μοναξιά! Όπου κι αν γυρίσεις, [ανακαλύπτεις την προσωπική αβλεψία, την αδιαφορία, την έλλειψη αγάπης προς τον ίδιο τον εαυτό].

Θα σε πτοήσει αυτό;

Θα συνεχίσεις αποδεχόμενος ότι

[ανάμεσα σε μια καλημέρα και μια καληνύχτα κυλά η ζωή μας]

 

ή θα επιλέξεις

[«να ονειρεύεσαι, να επιθυμείς ,να ελπίζεις, να χαμογελάς , ν’ αγαπάς. ΝΑ ΖΕΙΣ!»];

 

Στην εποχή του μίσους, της υποκρισίας, της απληστίας, πού οι γέφυρες ελπίδας;

Μα σε εκείνους οι οποίοι [έκαναν τον πόνο τους σοφία], [έτειναν το χέρι για συμφιλίωση], σ’ εκείνους που [η ψυχή τους είναι πιο βαθιά από τις πληγές τους].

Ποιοι είναι;

[Άνθρωποι άγνωστοι, καθημερινοί, που όταν κλήθηκαν από την κακή συγκυρία, σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό]. Αυτοί που [δεν έχουν ακούσει χειροκρότημα˙ κι όμως σε κάθε βήμα τους η συνείδησή τους χειροκροτεί].

 

Τι παρέες θα επιδιώξεις;

[Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που δε σκοντάφτουν στο σκοτάδι των άλλων, μα διατηρούν άσβεστο το φως του σεβασμού για τους ίδιους και τους συνανθρώπους τους].

 

Τα λάθη σου; Τα προσπερνάς, τα καλύπτεις ή τα θάβεις; Τα συγχωρείς; Σε συγχωρείς;

[Κι έπειτα ανάβω ένα κερί στη λήθη να φωτίσει ευσπλαχνικά όποιο λάθος, όποιο πάθος κοινώνησα εδώ].

 

Οι απουσίες; Οι θάνατοι; Οι εγκαταλείψεις; Θα σε ισοπεδώσουν ή θα βρεις το κουράγιο να παραμείνεις όρθιος;

[Απουσίες που το αντίτιμό τους το λένε εμπειρία. Ανεκτίμητη. Μια ακόμα αποδημία. Στον κύκλο της ζωής].

 

Ακόμα και όταν νιώθεις απόλυτα μόνος και έρημος, εγκαταλελειμμένος, αρκεί να βρεθεί ένα χέρι στον ώμο σου να σε κάνει συνέρθεις, να νιώσεις ζεστασιά. Να κοιτάξεις τον άλλο στα μάτια και να διαβάσεις μέσα τους το αμείλικτο ερώτημα που με καλοσύνη σου απευθύνουν:

[Λες δεν έχω τίποτα. Μοιάζει με τίποτα ο ήλιος, η ανάσα σου, τούτο το πρωινό που σου ψιθυρίζει αδύναμα, διακριτικά ότι η μέρα είναι εδώ δική σου, ολοδική σου να τη ζήσεις;]

 

Όταν συνειδητοποιήσεις ότι

[είσαι εδώ για να ζήσεις, όχι για να δίνεις εξηγήσεις]

 

ότι

[δεν είσαι τα χρόνια σου, το βάρος, το χρώμα των μαλλιών σου… Είσαι όλα τα βιβλία που έχεις διαβάσει, όλες οι λέξεις που λες… τα μέρη που πήγες κι αυτά που ονειρεύτηκες να πας.. οι αισθήσεις σου και οι ψευδαισθήσεις σου… οι άνθρωποι που αγαπάς… όσα δεν είσαι μα προσπαθείς να γίνεις]

και ότι

[ο καθένας από μας, κουβαλάει μέσα του το σύνολο ολόκληρης  της ανθρωπότητας, υπεύθυνος για τη μοίρα και το πεπρωμένο της]

 

ίσως βοηθούμενος και από τη λυτρωτική καρποφορία της σιωπής, αφού κατά τη συγγραφέα (και για μένα):

σιωπή είναι το μέτρο του λόγου μας]

 

μπορείς να τολμήσεις το ταξίδι που δίνεται στον υπότιτλο:

[Από τις επώδυνες ματαιώσεις, στη βεβαιότητα της ελπίδας], σιγοψιθυρίζοντας αποσπάσματα από τούτο το πόνημα, από τούτη την [Ωδή στο μεγαλείο της ζωής], η οποία με κόκκινα γράμματα είναι γραμμένη ως δεύτερος, διευκρινιστικός  υπότιτλος στο εξώφυλλο. Άλικος όπως το ζεστό αίμα της καρδιάς. Με θαυμαστικό, όπως το μέγα θαύμα της ύπαρξης. Τα κίτρινα λουλούδια στο παλαιού τύπου κάτασπρο ποδήλατο, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλα εκτός από ήλιους, αφού κάθε κείμενο, κάθε σελίδα, είναι πλημμυρισμένη από φως.

 

 

Αγγελική Γιαννοπούλου

 

 

Η Αγγελική Γιαννοπούλου αντλεί πρόσθετο ηλιόφως από τη χαρά του να δίνει απλόχερα:

[«όταν κάνεις ευτυχισμένους τους ανθρώπους που αγαπάς, νιώθεις κι εσύ ευτυχισμένη»]

 

και από την κατάκτηση του ορισμού της ευτυχίας για εκείνη, κάτι που πήρε χρόνο πολύ και υποδηλώνεται από την πρώτη λέξη, το χρονικό επίρρημα «τώρα»:

[Τώρα ξέρω πως αυτή είναι η ευτυχία! Δε γεννιέται στα λεφτά, στην επαγγελματική

επιτυχία, στα υλικά αγαθά. Γεννιέται μέσα από την αγάπη για τα απλά πράγματα,

Από τη ζεστασιά της οικογένειας, από την εσωτερική γαλήνη. Είναι σιωπηλή, δεν κραυγάζει. Αλλά είναι εκεί και περιμένει να πάρεις την απόφαση να τη συναντήσεις].

 

Τι άλλο είναι αυτό το βιβλίο, το οποίο προτείνω το συντομότερο να μεταφραστεί στα αγγλικά, αφού έχω τη βεβαιότητα ότι θα γίνει «best seller» στην Αμερική; Είναι μία άλλη εκδοχή της ταινίας Seize the Day (του συγγραφέα Saul Bellow σε σκηνοθεσία Fielder Cook);

Είναι ένας μεγάλος πίνακας ζωγραφικής που αποτελείται από άλλους μικρότερους ζωγραφισμένους μέσα του, σαν κολάζ, με ζεστά χρώματα εμπειριών ζωής;

Είναι μια τεράστια Φιάλη Αιμοδοσίας γεμάτη φως, έτοιμη να μεταγγίσει το πολύτιμο περιεχόμενό της σε όποιον νιώθει πως έχουν αδειάσει οι εσωτερικές του μπαταρίες και αρχίζει να τον τυλίγει το σκοτάδι;

Είναι ένα πολυφωνικό τραγούδι στη χαρά του γάμου του Χρόνου με τη Ζωή;

Είναι ένα πολυδιάστατο εμβόλιο κατά των καταστρεπτικών ιών της κατάθλιψης, της παραίτησης, της βίας και του σκότους;

Είναι ένα στιβαρό χέρι που εμφανίζεται από το πουθενά και σε πιάνει την ώρα που αρχίζεις να πέφτεις στον γκρεμό;

Μήπως είναι μια πρόκληση για αναθεώρηση των ως τώρα αντιλήψεων μας;

Ή είναι ασπίδες φτιαγμένες από λέξεις για να θωρακίσουν την πολλαπλώς  βαλλόμενη οντότητά μας, εξουδετερώνοντας τις σκοτεινές δυνάμεις με την εκτυφλωτική αντανάκλαση του φωτός πάνω στην αστραφτερή τους επιφάνεια;

 

Ίσως να πρόκειται για ένα ημερολόγιο φωτός, χωρίς ημερομηνίες. Ό,τι κι αν είναι, γυρίζει τον διακόπτη και ανάβει επιτέλους τον προβολέα της δημόσιας έκθεσης, φωτίζοντας στη σκηνή το μονόπρακτο της άδολης επικοινωνίας. Τροφοδοτεί τον πυρσό της ωφέλιμης πληροφορίας με έλαιο αγάπης, ενδυναμώνοντας το όποιο φως απέμεινε να φωτίζει τα ανήλιαγα μονοπάτια της ψυχής.

 

Έρχεται ως δίσκος με αντίδωρα πασχαλινού φωτός, από το φως που ως εν δυνάμει Θεοί «κατ’ εικόνα και ομοίωση» φέρουμε μέσα μας, με ιαματικές και παρηγορητικές ιδιότητες. Από τα σπλάχνα ενός ευαίσθητου ανθρώπου, μετά από υπομονετική κυοφορία πολλών ετών, γεννήθηκε το έτος 2018. Γένους; Θηλυκού, δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Βαφτίστηκε πριν αντικρίσει το φως του ήλιου. Όνομα: Προσφορά. Επίθετο: Αγάπη. Στο Ληξιαρχείο των βιβλίων, καταχωρίστηκε ως: «Λέξεις στο Φως».

 

Με έναν ποιοτικότατο λυρισμό, με μια άκρως ενδιαφέρουσα ανάπτυξη, με μια επιχειρηματολογία ουσίας, με μια αγνότητα και αμεσότητα συγγραφική, εμφανίζεται ως ένα άλλο ευαγγέλιο, ως φάρος αειφανής στην πελαγωμένη σύγχρονη πραγματικότητα. Έρχεται να υποστηρίξει και να συμπληρώσει τα συγγράμματα ψυχολογίας τη στιγμή που μπορεί να διαβαστεί και ως ένας οδηγός σπουδών ζωής ή ως ένας οδηγός επιβίωσης. Τα αποσπάσματα από προσωπικότητες που σημάδεψαν με τη σκέψη τους τα γράμματα και είναι ενσωματωμένα σε πολλά κείμενα, δένουν αρμονικά τόσο με τη φιλοσοφική θεώρηση της Αγγελικής Γιαννοπούλου όσο και με την ειλικρινή και άμεση μεταφορά των εμπειριών της στο χαρτί. Ανάμεσα στις λέξεις μπορείς να διακρίνεις την πυξίδα που τις προσανατόλισε, στραμμένη πάντοτε προς την αγάπη, τη γενναιοδωρία, την καλή πρόθεση, τη σεμνότητα, τον συνειδητά χαμηλό –αλλά υψηλών αξιών– τόνο. Μία πυξίδα που τολμά να σηκώσει κεφάλι, να αφήσει το οριζόντιο επίπεδο και να στραφεί προς τα πάνω. «Άνω σχώμεν»… Εκεί είναι ο δικός της Βοράς.

 

Με μία διαφορά. Δεν αφήνονται οι προσπάθειες για λύση στη μοίρα, δεν μετατίθενται χρονικά στην άλλη ζωή ούτε στο «αύριο βλέπουμε». Με το κεφάλι ψηλά, ξεφεύγοντας από το σκύψιμο της υποταγής και της παραίτησης, αξιοποιώντας τη φρεσκάδα του ουρανού και τη λάμψη του ήλιου ώστε μέσα από μία άλλη φωτοσύνθεση να γίνει κατορθωτή η μετουσίωση της εμπειρίας, του πόνου, της γνώσης και του παρελθόντος σε σοφία, χαράσσεται νέα πορεία˙ σταθερή, δυναμική, αδιαπραγμάτευτη.

–Δύσκολο; –Ναι.

–Εφικτό; –Ναι.

–Η Αγγελική Γιαννοπούλου μιλάει εκ του ασφαλούς;

–Όχι. Μιλάει μέσα από την καρδιά της, μέσα από τη ζωή της, μέσα από τα βιώματά της.

 

Όλα στην ανθρώπινη ζωή, καθώς αυτή εκτυλίσσεται σε γήινο τόπο και χρόνο είναι τόσο περίπλοκα, τόσο ακατανόητα, τόσο σύνθετα.

Ή μήπως είναι τόσο απλά;

 

Η συγγραφέας, θυμίζοντάς μου ένα αγαπημένο παλιό βιβλίο, αυτό του Leo Buscaglia που έχει τίτλο: Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις, απαντά με δύο προτάσεις στο μέγα αυτό ερώτημα, το οποίο θέτει εκ νέου και η ίδια:

[Τι θέλει ο άνθρωπος; Κάτι να αγαπά, κάτι να μοχθεί, κάτι να προσδοκά, κάτι να ποθεί.

Και τότε μόνο ακούει το τραγούδι της ζωής].

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top