Fractal

Να πεθαίνουμε όπως ζήσαμε;

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

ena-kapoio-telos-1

 

Τζούλιαν Μπαρνς “Ένα κάποιο τέλος”, Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης, Εκδόσεις Μεταίχμιο. 2011

 

Τα ερωτήματα και οι  απαντήσεις δεν είναι καινούργια. Διατυπώθηκαν κατά κόρον χιλιάδες χρόνια τώρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο! Κι από πολλούς, σχεδόν όλους! Όταν όμως γίνονται από συγγραφείς, αλλάζει άραγε κάτι; Τι είναι αυτό το διαφορετικό, αν είναι, και ποια η σχέση του με τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα; Ερχόμαστε κατά μέτωπο με το βιβλίο, ‘Ένα κάποιο τέλος’ του Τζούλιαν Μπαρνς. Οι απαντήσεις μας γύρω από τα θέματα  του θανάτου, έχουν άραγε σχέση με το πως ζήσαμε και τη γενικότερη στάση μας στη ζωή; Να πεθαίνουμε δηλαδή, με τον τρόπο που ζούμε, ή ακριβέστερα με εκείνον που ήδη ζήσαμε; Ανάλογα με την κουλτούρα μας, το γεωγραφικό πλάτος του τόπου μας, την περιρρέουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση, την οικονομική, η κάτι άλλο; Δεν αποτελεί εξαίρεση ετούτο το βιβλίο του  Τζούλιαν Μπαρνς. Πριν από αυτόν, ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο πολλοί άλλοι. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο Φίλιπ Ροθ έχει περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια να ασχολείται με το επίμαχο πρόβλημα του θανάτου. Το μυθιστόρημά του ‘Καθένας’ (Everyman, 2006), πέρα από προσωπική εξομολόγηση, είναι ταυτόχρονα και μια άγρια αναφορά για  τον προαιώνιο φόβο του θανάτου, τις απώλειες που αφήνει και δημιουργεί, κάποιες τύψεις που έγιναν ιστορία, και τέλος για τη στωικότητα που μπορεί ή αδυνατεί να βαδίσει προς αυτόν ο καθένας μας. Η κλήτευση του καθένα μας (The Summoning of Everyman)! Αυτά τα μυθιστορήματα, με την ανεξέλεγκτη μεταφυσική που εμπεριέχουν, καθώς και την πληθώρα φιλοσοφικών ψηγμάτων, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ομοβροντία ερωτημάτων και αναπάντητων βουβών απαντήσεων. Κείμενα φτιαγμένα στις περισσότερες των περιπτώσεων, χρησιμοποιώντας τα ίδια σκοτεινά υλικά αλλά ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους και τεχνικές. Κι αυτό γιατί η θέση του καθένα μας είναι τόσο, μα τόσο διαφορετική των άλλων. Με ένα όμως κοινό παρονομαστή. Ο Philip Larkin, κάποτε, ήταν αρκούντως σαφής: ‘death is no better whined at than withstood’! Ίσως κάπως ειρωνική τοποθέτηση, αφόρητη μελαγχολία, εμπειρικές διαδικασίες  και καταπραϋντικές ειρηνικές αξιώσεις και βίαιες απαιτήσεις από την πλευρά της θρησκείας.

Ο Τζούλιαν Μπαρνς με τούτο το βιβλίο,  ξαναφέρνει το θέμα για ακόμα μια φορά, στο προσκήνιο! Ιστορία απώλειας, αντοχής, και απέραντα συγκεκαλυμένης θλίψης.  Χαρακτήρες εμποτισμένοι με το συναίσθημα της ανικανότητας του χρόνου. Η σύζυγος του συγγραφέα, η οποία ήταν επαγγελματικά δεσμευμένη με την διακίνηση λογοτεχνικών κειμένων, Pat Kavanagh, πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, τον Οκτώβριο του 2008, και προφανώς το μυθιστόρημα γράφτηκε μετά την απώλειά της, στο χρονικό διάστημα μέχρι τη δημοσίευση του βιβλίου, το 2011. Χρόνος αρκετός για τον Τζούλιαν Μπαρνς,  να ταξιδέψει ακόμα μια φορά προς τα πίσω μαζί με την Pat, να ‘ζήσει μια άλλη ζωή’ μαζί της και να αναλογιστεί κάτω από διαφορετικό πρίσμα κάποιες προαιώνιες αλήθειες, μεταφέροντας πολλά από τα ερωτήματά του και ίσως απαντήσεις και  παρηγοριά στο ολιγοσέλιδο κείμενο, κατά κύριο λόγο στο πρόσωπο του κύριου προσώπου του βιβλίου, Τόνι.  Στην περίπτωση του αφηγητή, Τόνι Γουέμπστερ,  η παρηγοριά έρχεται από την αίσθηση της ζωής που έζησε, αν όχι συναρπαστικά, τότε τουλάχιστον, χωρίς να είναι ο ίδιος υπαίτιος για κάποια πράγματα.

 

ena-kapoio-telos-2

 

Ο Τόνι είναι ένα τυπικό μέλος της βρετανικής μεσαίας  τάξης, που πήγε σε κανονικό σχολείο και στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, κι όχι στην πολύφερνη και πολλά υποσχόμενη Οξφόρδη. Ακόμη και η αποτυχία του γάμου του,  συγχωρείται εν μέρει από τις καλές σχέσεις που διατηρεί με την πρώην σύζυγό του, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους γνώμες, αν και σε πολλά θέματα είχαν αντίθετες απόψεις. Προς το τέλος της ζωής του, ο Τόνι είναι, φαινομενικά τουλάχιστον, ευχαριστημένος, μοναχικός συνταξιούχος και διευθύνει τη βιβλιοθήκη του τοπικού νοσοκομείου συστήνοντας και μοιράζοντας βιβλία σε νοσηλευόμενους, ανίατους και ετοιμοθάνατους,  ενώ  μιλά με την παντρεμένη κόρη του στο τηλέφωνο κάθε εβδομάδα. Αλλά η ένταση της βιωμένης εμπειρίας του, βρίσκεται πίσω, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, σε μια περίοδο που δρομολογήθηκαν ορισμένα σημαντικά πράγματα για τη μετέπειτα ζωή, όχι μόνο τη δική του αλλά των φίλων  και συμμαθητών του.

Το πρώτο τμήμα του βιβλίου, είναι η περιγραφή μιας ομάδας νεαρών, που προσπαθούν εναγωνίως να γνωρίσουν το σεξ από τις δύσκολες ούτως ή άλλως κοπέλες της εποχής, και να δρομολογήσουν ταυτόχρονα κάποιες επαγγελματικές επιδιώξεις. Η ζωή που Τόνι, σημαδεύεται από δύο γεγονότα. Από τη μια μεριά η φιλία του με τον Έντριαν Φιν, έναν λαμπρό συμφοιτητή που υπόσχεται πολλά για το μέλλον, και από την άλλη η προσπάθεια για  τη δημιουργία μιας ισορροπημένης σχέσης με την Βερόνικα, ένα περίεργο, έξυπνο και ‘δυσανάγνωστο’ κορίτσι για τον αδαή και άπειρο ακόμα σε πολλά πράγματα  Τόνι. Αυτές οι δύο σύντομες και παρωχημένες σχέσεις, θα παραμένουν στο μυαλό του Τόνι, και θα εμφανιστούν αργότερα μπροστά του απειλητικά ως δυσανάγνωστα αινίγματα της μνήμης, σε μια κατά τα άλλα συνηθισμένη ζωή.

Στη συνέχεια, ο Τόνι λαμβάνει χωρίς να περιμένει, μία επιστολή ενός δικηγόρου. Η μητέρα της Βερόνικας, μια γυναίκα που μόλις και μετά βίας ήξερε, αφού ουσιαστικά γνωρίστηκαν για μόνο ένα σαββατοκύριακο σε τυπική επίσκεψη στο σπίτι της, έχει πεθάνει αφήνοντας £ 500 στον Τόνι, και ένα ημερολόγιο που κάποτε ανήκε στον Έντριαν. Αυτό που ακολουθεί είναι μια αναδρομική έρευνα από πλευράς του αφηγητή Τόνι, για προσπάθεια ανασύνταξης κάποιων αποσπασματικών αναμνήσεων της αγάπης του για τη Βερόνικα, και τη  φιλία του με τον Έντριαν, ψάχνοντας για κάποια στοιχειώδη αλήθεια η οποία έως τότε μάλλον βρισκόταν βαθιά θαμμένη και σίγουρα απελπιστικά αόρατη σε αυτόν. Ο Τζούλιαν Μπαρνς, δημιουργεί σταδιακά το δικό του σασπένς, ενώ την ίδια στιγμή στις σελίδες ξετυλίγεται μια αίσθηση   ερήμωσης. Ο συγγραφέας δεν λυπάται τους αναγνώστες του. Η μια πίσω από την άλλη, η μια μετά την άλλη αποκάλυψη, έρχονται αλύπητα. Ως μαθητής, ο φίλος του Έντριαν, συνήθιζε να παραθέτει τα λόγια του Γάλλου ιστορικού Lagrange,  ο οποίος όριζε την  ιστορία ως ‘τη βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης’. Το δίδαγμα αυτής της πικρής μικρής αφήγησης του Τζούλιαν Μπαρνς, είναι ότι ο ίδιος κανόνας μπορεί να βρει εφαρμογή σε ανθρώπινες ζωές. Όλοι υποφέρουμε από την καταστροφή, με τον  ένα ή τον άλλο τρόπο, λέει ο Τόνι σε ένα σημείο, γεγονός που υποδηλώνει ότι το πραγματικό ερώτημα είναι, πώς αντιδρούμε σε αυτή, και πώς αυτό επηρεάζει την αντιμετώπισή μας από  τους άλλους. Κάποιοι παραδέχονται ή προβλέπουν την γινόμενη καταστροφή και προσπαθούν να την μετριάσουν, άλλοι περνούν τη ζωή τους προσπαθώντας να βοηθήσουν τους άλλους που έχουν υποστεί ενός βαθμού ή και ανεπανόρθωτη ζημιά,  και, στο τέλος    υπάρχουν και εκείνοι των οποίων η κύρια ανησυχία είναι να αποφύγουν περαιτέρω ζημιές για τον εαυτό τους, με οποιοδήποτε κόστος κι αν μεταφράζεται αυτό. Κάποιοι είναι αδίστακτοι, μερικοί προσεκτικοί, λέει άθελά του, μειώνοντας έτσι τον εαυτό του. Αυτό που κάνει τη νουβέλα του Μπαρνς να είναι τόσο δραματική και καταστροφική, όμως, είναι η απουσία της υστερίας. Ο Τόνι θα προχωράει στη ζωή του και θα τελειώσει τις μέρες του γεμάτος τύψεις. Υπάρχει μια σκληρή και ανελέητη διαύγεια στο μυθιστόρημα, μια ώριμη αναμέτρηση με την ενηλικίωση.

Ο θάνατος, πέρα από την οικογένειά του, έχει εισβάλει και στη φαντασία του Τζούλιαν Μπαρνς. Πιθανόν το ένα να ήταν απλώς απόρροια του άλλου! Ο τίτλος αυτού του βιβλίου, η αίσθηση ενός τέλους, ή ένα κάποιο τέλος, φέρνει στο νου νύξεις της θνησιμότητας του ατόμου. Η αφιέρωση του συγγραφέα, εν πολλοίς αναμενόμενη. ‘Στην Πατ’! Έτσι απλώς. Προκλητική νουβέλα, παράξενη διαθήκη, διαποτισμένη με μια νεανική αυτοκτονία, το διαζύγιο, η ακρωτηριασμένη σταδιοδρομία και ζωές που φθίνουν χωρίς επιστροφή και υπόσχεση για κάτι διαφορετικό.

 

Julian Barnes

Julian Barnes

 

Ο Τζούλιαν Μπαρνς, συγγραφέας αρκετών μυθιστορημάτων, όπως τα ‘Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ’,  ‘Άρθουρ και Τζωρτζ’, ‘Αγγλία, Αγγλία’, ‘Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια’, και αρκετών άλλων, παράλληλα με το δοκίμιο, του 2008, σχετικά με τη θνησιμότητα, ‘Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια’, είναι γοητευμένος τόσο από τον τρόπο που γράφεται η ιστορία, όσο και από τον τρόπο που δημιουργείται η φαντασία και τη συνακόλουθη αποτύπωσή της σε κείμενο. Το βιβλίο ουσιαστικά είναι ένα δράμα, και ο πρωταγωνιστής του, ο αφηγητής, είναι

ένας άνδρας που έχει περίπου την ίδια ηλικία με τον Μπαρνς. Αλλά επιπλέον είναι ένας διαλογισμός για τη μνήμη και τον τρόπο που ανασκευάζεται το  παρελθόν ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος.

Η ιστορία είναι κατ’ ισχυρισμό αντικειμενική και βασίζεται σε τεκμηριωμένα γεγονότα, ενώ η φαντασία  υποτίθεται ότι είναι ένα υποκειμενικό πορτρέτο των εικονικών χαρακτήρων  υπό πίεση πάντοτε  του χρόνου.  Είναι η διάκριση πραγματικά τόσο σαφής, όμως; Αποτελείται  αλήθεια η ιστορία από τα ψέματα των νικητών, τις αυταπάτες του ηττημένου ή από ‘τη βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης’; Το μυθιστόρημα, χωρίζεται σε δύο ίσα μέρη καλά τακτοποιημένα, το τότε και το τώρα,  και ανοίγει στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα στην Αγγλία, πριν γίνει ευρέως διαθέσιμο το αντισυλληπτικό χάπι, και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν ακόμη σε μεγάλο βαθμό το προνόμιο πολλών. Ο Έντριαν Φιν, ήταν νέος και ντροπαλός νεολαίας από ένα σπίτι χωρισμένων γονέων, ασυνήθιστο για την εποχή τους, αφού η μητέρα του είχε φύγει, αφήνοντας τον σύζυγό της να μεγαλώσει  τα δύο παιδιά τους. Το βιβλίο τελικά, αρκετά συνοπτικό, προσφέρει ένα πορτρέτο, τουλάχιστον των νεαρών ανδρών στα τέλη του εικοστού αιώνα, σχετικά με τις γυναίκες και τη ζωή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top