Fractal

Διήγημα fractal: “Ένα επεισόδιο των αραβοβυζαντινών σχέσεων”

Γράφει ο Ηλίας Ποταμιανός // *

 

 

 

Ο σιδερένιος θώρακας άστραφτε πάνω στο μεγαλόσωμο κορμί. Πόσο εντυπωσιακός ήταν ο πολεμιστής, ένας νέος, γεροδεμένος άνδρας, καθώς ντυνόταν την εξάρτυσή του, φορούσε το κράνος του, έπαιρνε την ασπίδα του, ζωνόταν το μακρύ σπαθί του μέσα στο θηκάρι του από κόκκινο δέρμα, όλα απ’ το καλύτερο ατσάλι. Σε μια γωνιά του δωματίου η γυναίκα του και ο μικρός τους γιος τον κοίταζαν με καμάρι. Τους φίλησε και κίνησε για το στράτευμά του γεμάτος περηφάνια κι αυτοπεποίθηση. Έμοιαζε άτρωτος.

Στην πραγματικότητα δεν ήταν από την φύση του γενναίος. Ήτανε μάλλον ένας καλόβολος, χωρατατζής τύπος που του άρεσε να λέει αστείες ιστορίες με τους φίλους του και η θαλπωρή του συζυγικού κρεβατιού. Αλλά τώρα οι άπιστοι απειλούσαν την οικογένειά του και κανένα λιοντάρι δεν ένιωθε πιο άφοβο. Παρατάχτηκε πλάι στους συμπολεμιστές του, στην πρώτη γραμμή. Κοντά στην ακτή φαίνονταν ολοκάθαρα τα καράβια των Αράβων πειρατών.

Πολέμησε με μεγάλο θάρρος. Του έλειπε όμως η πείρα κι η γνώση πώς να προφυλάγεται. Σύντομα μια χατζάρα του έκοψε τα γένια και μαζί τον λαιμό. Πολλοί σύντροφοί του τον ακολούθησαν καλύπτοντας το πτώμα του με τα δικά τους. Γρήγορα οι Άραβες, που ήταν περισσότεροι και αγριότεροι πολεμιστές, έτρεψαν σε φυγή τον στρατό των χριστιανών. Έπειτα ξεχύθηκαν στο νησί σαν τα σκουρόχρωμα σύννεφα που φέρνουν την καταιγίδα.

Έκλεβαν, βίαζαν, σκότωναν και όταν κουράζονταν έκαναν ένα διάλειμμα και ξεκινούσαν πάλι απ’ την αρχή. Ό,τι δεν μπορούσαν ή δεν άξιζε να πάρουν μαζί τους το κατέστρεφαν ή το δολοφονούσαν· σπίτια, ζώα, ανθρώπους πολύ γέρους ή παιδιά πολύ μικρά. Τα έμβρυα σφάζονταν μαζί με την μάνα τους μέσα στην κοιλιά της.

Η γυναίκα του πολεμιστή, η Θεοδώρα, τον περίμενε ήσυχα στο σπίτι τους, με την εσώτερη ανησυχία του ανθρώπου που δεν ξέρει τι να κάνει μέχρι να έρθει η ώρα να επιβεβαιωθούν οι ελπίδες ή οι φόβοι του. Ξαφνικά αντιλήφθηκε αναστάτωση. Απ’ το παράθυρο είδε στρατιώτες ανάκατους με χωρικούς να τρέχουν αλαφιασμένοι προς τα υψώματα. Σφάλισε την πόρτα και τα παράθυρα, άρπαξε το παιδί, τον μικρό Νικηφόρο, βάζοντας το χέρι της στο στόμα του για να μην κάνει φασαρία, και κρύφτηκε μαζί του κάτω απ’ το κρεβάτι.

Έξω ο θόρυβος δυνάμωνε και σε λίγο εμπλουτίστηκε από αλαλαγμούς σε μια ξένη γλώσσα μαζί με βογκητά και δάκρυα οικείων φωνών. Κάποτε έπεσε νεκρική σιγή. Δεν κουνήθηκε, παρά αφουγκραζόταν την σιγή για κάποιο σημάδι. Ακούστηκε ένας κρότος και στο ύψος του πατώματος είδε κάμποσα νευρικά ζευγάρια πόδια. Μαζεύτηκε, σφίγγοντας το παιδί ακόμα περισσότερο στον κόρφο της. Άγνωστα χέρια αναποδογύρισαν το κρεβάτι και αρπάζοντας την απ’ τα μαλλιά την έσυραν μαζί τους, ενώ εκείνη κρατούσε μ’ όλες τις της δυνάμεις τον γιο της. Το παιδί πλάνταζε κι η μάνα ικέτευε, αλλά μαθημένοι σ’ αυτά οι απαγωγείς της δεν συγκινούνταν περισσότερο απ’ ό,τι τα μουγκρητά του μικρού μοσχαριού ραγίζουν την καρδιά του χασάπη.

Κατέληξαν στο μπαλαούρο ενός πλοίου. Υπήρχαν κι άλλοι πολλοί εκεί, στοιβαγμένοι σαν εμπορεύματα, έτσι που ακόμα κι αν δεν τους είχανε δέσει πάλι δεν θα μπορούσαν να κουνήσουν τα μέλη τους. Η Θεοδώρα ένιωσε τραντάγματα και κατάλαβε πως ετοιμάζονταν να κάνουν πανιά. Σε λίγο απέπλευσαν. Από τις πρύμνες των πλοίων το νησί ζάρωνε όλο και περισσότερο, ώσπου χάθηκε πίσω απ’ τα κύματα. Πάνω σ’ αυτό είχαν μείνει μόνο στάχτες και πτώματα.

Δεν ήξερε πόσες μέρες ταξίδευαν. Κλεισμένοι στο μπουντρούμι τους δεν έβλεπαν τον ήλιο ούτε ανέπνεαν φρέσκο αέρα. Μόνο που και που τους έριχναν μερικά σκουληκιασμένα ψωμιά και λίγο νερό που μύριζε έντονα. Κάποιοι απ’ τους συνταξιδιώτες της έμοιαζαν μισοπεθαμένοι, άλλοι είχαν σίγουρα πεθάνει. Ο εμετός όσων πάθαιναν ναυτία ξεραινόταν πάνω τους και πάνω στους διπλανούς τους.

Μόνη της έγνοια ήτανε να κρατήσει στην ζωή τον Νικηφόρο. Έλεγε μέσα της ότι δεν μπορεί να τους κουβάλησαν μαζί τους μόνο και μόνο για να τους σκοτώσουν αργότερα, επομένως αν κατάφερναν να επιβιώσουν μέχρι να πιάσουν λιμάνι θα διέφευγαν τον μεγάλο κίνδυνο. Όμως το παιδί ήταν πολύ αδύναμο. Την περισσότερη ώρα ήταν μισολιπόθυμο και όταν άνοιγε τα μάτια του η μητέρα του τον τάιζε και του έδινε να πιει από τα λίγα που είχε μαζέψει. Τον υπόλοιπο καιρό, κρατώντας τον πάνω της, τον παρατηρούσε με αγωνία μην τυχόν σταματήσει ν’ αναπνέει.

Έφτασαν στο Χαλέπι. Εκεί τους έβγαλαν έξω και χώρισαν τις γυναίκες απ’ τους άνδρες. Τότε της πήραν και τον Νικηφόρο. Προσπάθησε να τους εμποδίσει, αλλ’ ένας στρατιώτης την χτύπησε ρίχνοντάς την κάτω. Ούρλιαζε, αγωνιζόταν, γρατζούναγε, αλλά οι στρατιώτες απλώς την έδειραν κι άλλο. Όταν δεν είχε πια άλλες δυνάμεις ν’ αντισταθεί, κάποιες απ’ τις γυναίκες την πήραν μαζί τους.

Τις πήγαν όλες σ’ ένα δημόσιο λουτρό. Εκεί τις έγδυσαν και τις έβαλαν στο νερό. Υποταγμένες, φοβισμένες ή πικραμένες έως θανάτου δεν πρόβαλαν αντίσταση. Έπειτα έφτασαν υπηρέτριες για να τις στολίσουν με βαφές κι αρώματα της Ανατολής. Την άλλη μέρα, στο παζάρι οι δουλέμποροι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Μία μία οι αιχμάλωτες, όμορφες τώρα σαν νύφες μα με θλιμμένο πάντα το βλέμμα, άλλαζαν χέρια. Ένας πλούσιος προύχοντας της πόλης με τ’ όνομα Μαχμούτ, ένας μεσήλικος, εύσωμος άνδρας με γκρίζους κροτάφους, πρόσεξε την Θεοδώρα και την αγόρασε παλλακίδα στο χαρέμι του.

Πέρασαν τα χρόνια. Ο Μαχμούτ ήταν καλός με την Θεοδώρα και της φερόταν σχεδόν σαν νόμιμη σύζυγο. Είχε γίνει μια απ’ τις αγαπημένες σύνευνές του και του είχε κάνει δυο γιους. Αγαπούσε αυτά τ’ αγόρια, που στα κρυφά σταύρωνε όταν κοιμόνταν και τους είχε κάποτε δώσει να φυλάξουν από ένα μικρό εικόνισμα της Παναγίας, μα το μεγαλύτερο μέρος της καρδιάς της ήταν φυλαγμένο για τον χαμένο της πρωτότοκο, η ανάμνηση του οποίου την συνέδεε με την προηγούμενη, πιο χαρούμενη ζωή της. Κι ο Μαχμούτ αγαπούσε τους δυο γιούς του, τον Αλί και τον Φεϋζάλ, τους μόνους που είχε ανάμεσα σε τόσες κόρες. Τους αγαπούσε όμως από μακριά, όπως ένας γαιοκτήμονας που καμαρώνει για τα όμορφα και δυνατά άλογά του αφήνοντας την φροντίδα τους στους σταβλίτες του. Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας ο γερο-Μαχμούτ το περνούσε σε διασκεδάσεις έξω απ’ το σπίτι, καπνίζοντας ναργιλέ με τους φίλους του και παρακολουθώντας παραστάσεις με χορεύτριες.

Όλ’ αυτά τα χρόνια ο Νικηφόρος ζούσε κι εκείνος στο Χαλέπι. Τον είχε υιοθετήσει ένα ηλικιωμένο άτεκνο ζευγάρι δίνοντάς του τ’ όνομα Μαχμούτ. Οι θετοί του γονείς, που αυτός τους νόμιζε για πραγματικούς, αφού ήταν σχεδόν μωρό όταν τον πούλησαν σ’ αυτούς, τον ανέθρεψαν με μεγάλη στοργή, φροντίζοντας να μην του λείψει τίποτα. Επιπλέον, όπως συμβαίνει συνήθως όταν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που για χρόνια λαχταρούσαν μάταια ένα παιδί βλέπουν τις προσευχές τους να εισακούονται επιτέλους, τον είχανε ωσάν πρίγκηπα, δίχως απαγορεύσεις ή τιμωρίες. Έτσι, ο Νικηφόρος-Μαχμούτ έγινε ένας όμορφος, γεροδεμένος νέος, όχι ανόμοιος με τον αληθινό του πατέρα, αλλά και κακομαθημένος, υπερόπτης, νεαρός με κακό χαρακτήρα.

Μια μέρα η Θεοδώρα κατέβηκε στην αγορά της πόλης. Είχε τελειώσει με τα ψώνια της και θα γύριζε σπίτι όταν η θέα ενός πλήθους συγκεντρωμένου στην γωνιά ενός δρόμου κίνησε την περιέργειά της. Το πλήθος έκανε άα και χειροκροτούσε και όταν πλησίασε είδε στο κέντρο του έναν φακίρη, έναν σκελετωμένο γεράκο που φορούσε ρυπαρά κουρέλια για ρούχα, και την μαϊμού του να κάνουν διάφορα κόλπα. Ο φακίρης έβαζε ένα μπιζέλι κάτω από μια από τρεις ξύλινες κούπες και αφού τις ανακάτευε προκαλούσε τον κόσμο να μαντέψει κάτω από ποια κούπα ήταν το μπιζέλι. Στο τέλος αποκάλυπτε ότι το είχε εξαφανίσει ως δια μαγείας. Μετά έβγαζε την φλογέρα του κι η μαϊμού χόρευε στους ρυθμούς της σαν άνθρωπος, κάνοντας τσαλίμια και κουνώντας τους γοφούς της. Η Θεοδώρα γέλασε μ’ ένα σιγανό γέλιο. Απέναντί της αντήχησε το τρανταχτό γέλιο του Νικηφόρου. Όταν τον είδε κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν. Μόνο δεν ήξερε αν τον φανταζόταν γι’ άλλη μια φορά όπως θα έπρεπε να είναι σήμερα ή αν τον είχε επιτέλους μπροστά της ζωντανό. Μα η φαντασία της δεν είχε κρατήσει ποτέ πριν την μορφή του τόσο συγκεκριμένη και για τόση ώρα και τον κατάλαβε γι’ αληθινό. Δεν μίλησε, έμεινε να τον κοιτάζει σαν κεραυνοβολημένη και όταν κατάλαβε ότι είχε φύγει, τον πήρε στο κατόπι. Ο νεαρός Μαχμούτ πρόσεξε την άγνωστη γυναίκα που τον ακολουθούσε. Υπέθεσε ότι ήταν κάποια χήρα που τον λιμπίστηκε. Ο όμορφος νέος είχε μεγάλη επιτυχία στις χήρες και ο ίδιος δεν ήταν καθόλου αδιάφορος στα θέλγητρά τους. Χαμογελώντας πονηρά, παρέσυρε την Θεοδώρα σ’ ένα έρημο σοκάκι και μόλις εκείνη έστριψε την τράβηξε βίαια στην αγκαλιά του. «Όχι, όχι» έκανε εκείνη φοβισμένη, μαντεύοντας τις προθέσεις του. «Πρώτα με παίρνεις από πίσω και τώρα κάνεις την δύσκολη, ε; Όλες ίδιες είστε. Έλα, δος μου ένα φιλί». «Όχι, δεν καταλαβαίνεις» επανέλαβε ξεφεύγοντας απ’ την αγκαλιά του. «Δεν με γνωρίζεις Νικηφόρε, δεν με θυμάσαι; Είμαι η μαμά σου» αυτά τα τελευταία τα είπε στα ελληνικά, πρώτη φορά εδώ και πάρα πολύ καιρό που μιλούσε την γλώσσα της σ’ άλλον εκτός απ’ τον εαυτό της. Ο Μαχμούτ μόνο αργότερα συνειδητοποίησε ότι καταλάβαινε μια γλώσσα που δεν είχε διδαχτεί ποτέ του, και τότε έδιωξε την σκέψη απ’ το μυαλό του. Εκείνη την στιγμή απάντησε μόνο στ’ αραβικά «Τι είναι αυτά που λες; Τους γονείς μου τους ξέρει και τους σέβεται όλο το Χαλέπι, όπως και μένα άλλωστε. Δεν σε ξέρω εσένα.» «Όχι, σ’ έκλεψαν, σ’ έκλεψαν από μένα, όταν ήσουν μικρός. Σε παρακαλώ, άκουσε με, προσπάθησε να θυμηθείς.» «Είσαι τρελή μου φαίνεται. Άσε με τώρα γυναίκα, έχω και δουλειές.» και λέγοντας αυτά έφυγε με βιαστικά βήματα. Η Θεοδώρα έτρεξε πίσω του φωνάζοντας, ικετεύοντας με λυγμούς, ώσπου της ξέφυγε μέσα στο πλήθος.

Αφού τον αναζήτησε μάταια για ώρες, πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Προχωρούσε χωρίς να βλέπει ή ν’ ακούει. Τα δάκρυα λίμναζαν στις άκρες των ματιών της και τα σφιχτά χείλη της συγκρατούσαν ένα ουρλιαχτό που έβγαινε απ’ όλο της το σώμα. Ήταν θυμωμένη, σκεφτόταν όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούσε τον αφέντη της μακριά απ’ το παιδί της, το πώς τους φέρανε εδώ, το πώς τον πήρανε απ’ αυτήν, και ήθελε να κάψει όλη την πόλη με τους κατοίκους της.

Κατά το σούρουπο ο γερο-Μαχμούτ την κάλεσε στο κρεβάτι του. Είχε πλέον νεώτερες και πιο όμορφες δούλες για να διαλέξει, αλλά πεθύμησε την οικειότητα της δικιάς της σάρκας. Στο δωμάτιο, πάνω σ’ ένα σκαλιστό τραπεζάκι, υπήρχε ένα χρυσοποίκιλτο μαχαίρι με φαρδιά λάμα, δώρο ενός φίλου του Μαχμούτ. Η Θεοδώρα έμεινε να το κοιτάζει για ώρα, δίχως μια σκέψη στο μυαλό της, ενώ εκείνος ξαπλωμένος έκανε στοργικές σκέψεις γι’ αυτή την γυναίκα που είχε ομορφύνει την ζωή του και ήταν πια ένα κομμάτι του εαυτού του. Ξαφνικά, τσιμπημένη από μια στιγμή μανίας σαν σπασμό, βύθισε το μαχαίρι βαθιά στο στήθος του. Ο ηλικιωμένος άνδρας πέθανε ακαριαία. Το αίμα κόχλαζε στο ανοιχτό στόμα του, λερώνοντας το πηγούνι του, και πάνω στο στήθος του εξείχε μόνο η στολισμένη με ρουμπίνια λαβή.

Όταν ο Αλί και ο Φεϋζάλ βρήκαν το πτώμα του πατέρα τους η μητέρα τους, καθισμένη ακόμα εκεί, τους εξήγησε άψυχα τι είχε συμβεί. Οι δυο νέοι, νόμιμοι κληρονόμοι του νεκρού, θέλοντας ν’ αποφύγουν το σκάνδαλο, μα πάνω απ’ όλα επειδή αγαπούσαν την μητέρα τους, αποφάσισαν να πουν στους άνδρες του καδή ότι κάποιος διαρρήκτης είχε μπει απ’ το ανοιχτό παράθυρο και τον είχε δολοφονήσει. Έτσι κι έγινε.

Μετά από λίγο καιρό τα πειρατικά καράβια πλησίαζαν το νησί για άλλη μια φορά. Έφερναν μια καινούργια γενιά κουρσάρων, έτοιμη να ρημάξει όσα είχαν εν τω μεταξύ ξαναχτιστεί. Ανάμεσά τους, στην πρώτη του εξόρμηση, βρισκόταν κι ο Νικηφόρος-Μαχμούτ. Νιώθοντας φοβερός και τρομερός θαύμαζε πάνω στο σπαθί του την πολεμόχαρη αντανάκλαση της μορφής του και σκεφτόταν τα λάφυρα και τις σκλάβες που θα έφερνε πίσω. Καθώς πατούσε στις παραλίες της πατρίδας του ένα βέλος τον διαπέρασε βγαίνοντας απ’ την πλάτη. Αυτή την φορά ο στρατός των Ρωμαίων ήταν μεγαλύτερος και καλύτερα προετοιμασμένος. Οι Άραβες έτρεξαν πανικόβλητοι πίσω στα πλοία τους. Καθώς υποχωρούσαν, πολλοί απ’ αυτούς πατούσαν πάνω του σπάζοντας τα κόκκαλά του και θάβοντάς τον όλο και πιο βαθιά στην άμμο. Μετά την μάχη έμενε εκεί, άταφος, και το αίμα του έδινε στα κύματα το βαθυκόκκινο χρώμα του κρασιού, ώσπου κάποτε ξανάγιναν γαλάζια, γιατί ποτέ οι άνθρωποι δεν έχυσαν τόσο αίμα που να μην μπορεί η θάλασσα να το ξεπλύνει.

 

 

 

* Ο Ηλίας Ποταμιανός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1990, σπούδασε στο ΑΠΘ και έχει εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top