Fractal

Το ελάχιστο βάρος μιας απόφασης

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

drami«Ένα δράμι δύναμης» μυθιστόρημα του Γεώργιου Ελ. Τζιτζικάκη, από τις εκδόσεις Ωκεανίδα

 

Μια χιονισμένη αμμουδιά καταμεσής καλοκαιριού. Πάνω ψυχρή, κάτω καυτή και ενδιάμεσα παγιδευμένη, μονίμως να λιώνει. Αν έβαζες αρκετά βαθιά το χέρι σου, ίσως και να έφτανες αυτό που λέγεται «Η καρδιά μου», μα δεν μπορούσα να σου υποσχεθώ ότι θα την έβρισκες εκεί, την είχα χάσει κι εγώ από χρόνια· κουράστηκα να την ψάχνω πια.

Οι λέξεις ακούγονται σαν καρφιά. Εδώ δεν παζαρεύεται η ευπρέπεια ούτε και στοχεύεται η ευαισθησία του αναγνώστη. Τα πράγματα περιγράφονται όπως ακριβώς είναι και οι αντοχές του κειμένου είναι μεγάλες. Γιατί όταν τοποθετείς το θέμα σου στη μεγάλη χοάνη της νύχτας, όταν οι ήρωές σου έχουν δεύτερη φύση το σκοτάδι, δεν έχεις περιθώρια εκλέπτυνσης του λόγου ούτε και πολύ χρόνο να μιλήσεις φροντισμένα για να χαϊδέψεις την ακοή. Με το φως της ημέρας όλα θα φαίνονται αλλιώς κι εσύ πρέπει να προλάβεις να δώσεις το στίγμα της νύχτας.

Ο Γεώργιος Τζιτζικάκης μάς εκπλήσσει για μια ακόμη φορά. Μετά το μυθιστόρημα «Τ’ αηδονιού το δάκρυ», με μια γραφή που μας είχε παρασύρει στη γοητεία του θρύλου και στην τραγικότητα μιας βαθύτατα ανθρώπινης ιστορίας, έρχεται τώρα να μας δείξει την άλλη όψη των πραγμάτων με μια γραφή σκληρή αφηγούμενος μια ιστορία ανελέητη.

Όπως ανελέητη προκύπτει και η ζωή για κάποιους ανθρώπους, σαν   τον Νο (από το Νόουτοκ) ή αλλιώς Στίβι, ένα από τα μπιφ της νύχτας, ένα γορίλα  υποταγμένο στα κέφια και στις πονηρές δουλειές του αφεντικού, του Νερουλά, με αίμα πολύ στα χέρια του. Νο, Νόουτοκ  (Όλοι είχαμε κάποιο κουσούρι. Το δικό μου ήταν η κάπως μακεδονίτικη, βορινή λαλιά μου που βαστούσε κατά Καστοριά μεριά. Γι’ αυτό, το φίδι το πρώτο που με συμβούλεψε –ή με διέταξε– ήταν να μη μιλώ πολύ· να μη μιλώ καθόλου, καλύτερα). Η νύχτα απαιτεί ψεύτικα ονόματα, εύκολα παρατσούκλια με νόημα. Έτσι και ο Νο έχει ξεχάσει πως κάποτε στο χωριό του, στη λίμνη της Καστοριάς, τον λέγαν Λάμπρο. Και ήταν καλό παιδί. Πόση απόσταση χωρίζει αυτό το παρελθόν από την τωρινή ζωή; Καστοριά, Βόλος, Χανιά, Αθήνα, κόλαση.

Δεκαπέντε χρόνια χωμένος στη λάσπη αυτής της κόλασης, θα αποφασίσει να φύγει.

Ήθελα να φύγω, να βγω έξω απ’ τη νύχτα. Ένα δίμετρο κτήνος σαν εμένα, ένα μοσχάρι της νύχτας ή γορίλας –ή μπιφ, όπως μας φώναζαν οι αλλοδαποί ντίλερ–, σκέφτεσαι πως δεν έχει συναισθήματα, δεν έχει ενδοιασμούς ή ντροπές. Μπορεί να ’ναι κι έτσι· ωστόσο, ο καθένας έχει διαφορετική γραμμή για το όριό του, βάφει τα χέρια του μέχρι εκεί που αντέχει. Εγώ ένιωσα ότι έβαψαν πολύ.

Και ένα χρόνο μετά θα ξαναγυρίσει. Ίσως γιατί ποτέ δεν φεύγεις πραγματικά από τον τόπο που σε πόνεσε, ιδίως αν έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς αφήσει. Και ο Νο θέλει να μάθει πού εξαφανίστηκαν τα τρία κορίτσια.

Η Τζίνα, η Κέλυ και η Χάνεϊ εξαφανίστηκαν. Έτσι ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη, εξαφανίστηκαν. Όχι πως περίμενα να μου κουνήσουν μαντίλι, αλλά να φύγουν έτσι; Όχι, δεν έφταιγε το γεγονός ότι μαλάκωνα, δεν την έκαναν γι’ αυτό, κάτι άλλο συνέβη· σίγουρα κάτι άλλο. Αν από τη ζωή έμαθα κάτι ψιλά, ένα απ’ αυτά είναι πως όταν οι άνθρωποι εξαφανίζονται έτσι ξαφνικά, έχουν καλούς λόγους για να το κάνουν.

Με την αναζήτηση αυτών των τριών κοριτσιών ξεκινά και η αφήγηση, και ο Νο, ανακαλύπτοντας τα ίχνη τους θα επιχειρήσει μια κατάδυση στον κόσμο του trafficking.

Μεταφέρουν τις γυναίκες αυτές από την Αφρική με την υπόσχεση για μια καλύτερη ζωή εδώ και ύστερα τις φυλακίζουν σε τέτοια μαυσωλεία προς εκπόρνευση. Με τον εκφοβισμό της μαγείας μέσω της θρησκείας του βουντού και μιας θέσφατης τιμωρίας, απειλούν τις ίδιες και τις ζωές των δικών τους ώστε να μην τολμήσουν να αντιδράσουν. Η χρήση των ναρκωτικών ουσιών κρατάει σε καταστολή τις πιο ατίθασες· εκείνες δυστυχώς τις χρησιμοποιούν καθαρά ως αναπαραγωγικές μηχανές για μετέπειτα ξεπούλημα βρεφών…

Η πένα του συγγραφέα στις σκηνές αυτές χρησιμοποιεί αίμα αντί για μελάνι. Αναρωτιέμαι όμως  αν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσεις για τον σκοτεινό αυτόν κόσμο της ευπώλητης σάρκας και της στυγνής εκμετάλλευσης. Αν τα περιποιηθείς τα λόγια σου, ίσως να μην αποδώσεις τη φρίκη. Αν επιλέξεις τον ελάχιστο έστω καλλωπισμό της γλώσσας ρισκάρεις να οδηγήσεις σε λανθασμένες εντυπώσεις. Εδώ το τοπίο είναι σκληρό και δεν σηκώνει την παραμικρή υποχώρηση στα εκφραστικά μέσα που θα χρησιμοποιήσεις. Ο Νο θα φτάσει σε ακραίες καταστάσεις αντιμετωπίζοντας τα μεγάλα αφεντικά της νύχτας, θα ξεκαθαρίσει μέσα του τοπία και ανθρώπους, θα αντιληφθεί τη δική του θέση με όλη την τραγικότητα που τη διαποτίζει. Υπάρχει διαφυγή γι’ αυτόν ή ο δρόμος έχει κλείσει μια για πάντα; Κι αν υπάρχει μια ελπίδα αποδέσμευσης από όσα τον κρατούν δεμένο, ποιο είναι το τίμημα για τη σωτηρία του;

Ο Νο -ή μάλλον ο Λάμπρος πια- θα αποτιμήσει την πορεία της ζωής του. Νιώθεις σαν να παρακολουθείς μια εξομολόγηση. Άραγε την έχει ανάγκη; Ένας άντρας σκληρόπετσος, που έχει μάθει να καθαρίζει τους λογαριασμούς του μεγάλου αφεντικού του με τα δυνατά του χέρια (θηρίο σωστό – δύο μέτρα και εκατόν δέκα τσιμεντένια κιλά θα περιγράψει τον εαυτό του) γιατί χρειάζεται να κάνει απολογισμό ζωής; Σε ποιον λογοδοτεί αν όχι στον ίδιο τον εαυτό του; Ακόμη και όταν μνημονεύει το χρέος προς τη μάνα του, τα λόγια του στοχεύουν ίσα στην ψυχή του:

Έκανε κρύο. Ήταν μια ίδια παγωμένη νύχτα όπως οι πολλές παγωμένες νύχτες που είχα ζήσει ως τότε στη ζωή μου. Έκατσα σιμά στο χώμα και ακούμπησα το μάγουλό μου στο μάρμαρο. Ένα μαγκάλι σκέψεις που δεν μπορούσα να κλοτσήσω έξω απ’ το ρημάδι που είχα απογίνει· κι άρχισαν τα μάτια μου να τρέχουν για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια. «Συχώρα με, μάνα μου… συγγνώμη… συγγνώμη…» Ψέλλισα τις λέξεις και γευόμουν τα δάκρυά μου. Σε λίγο άκουσα από μέσα μου έναν ήχο πρωτόγνωρο, ένα κρακ, κάτι σαν σπάσιμο στο πολύχρονο ράγισμα που κουβαλούσα. Τα σώματα, λοιπόν, έχουν κι αυτό τον ήχο.

Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μεταφέρει εικόνες, συναισθήματα, να επιλέγει στιγμές και να τις κάνει κοινό κτήμα μέσα από τις σελίδες της. Καμιά φορά τα ίχνη που αφήνει έχουν σκληρό περίβλημα, γι’ αυτό και εντυπώνονται βαθιά. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε και με αυτό το «δράμι της δύναμης». Ο τίτλος που εμπεριέχει όλο το νόημα της ιστορίας. Αυτά τα εκατόν δέκα τσιμεντένια κιλά πόσο ζυγίζουν αλήθεια; Μήπως αρκεί ένα μόνο δράμι δύναμης για να πετάξεις από πάνω σου όλα τα δεσμά που σε κρατούν μέσα στο σκοτάδι και να βγεις στο φως; Ο Λάμπρος το βλέπει καθαρά. Στη ζυγαριά αυτή το ελάχιστο βάρος μιας απόφασης είναι που κάνει τη διαφορά. Θα βρει το κουράγιο ή θα μείνει για πάντα στην κόλαση;

Μια κόλαση χειρότερη από άλλες, κόλαση σκέψεων, εικόνων και πόνων. Μια κόλαση ψυχρή και παγωμένη, που μέσα της βουτώ με το κεφάλι και θαρρώ ότι γραφτό μου είναι να πεθάνω κάποτε σφηνωμένος στους πάγους της.

 

g_tzitzikakis

 

Ο Γεώργιος Τζτζικάκης έχει δώσει ήδη το στίγμα της γραφής του και έχει πάρει τα εύσημα και με το παραπάνω μάλιστα. Εδώ, με το καινούργιο του μυθιστόρημα, έχει κάνει ακόμη ένα βήμα μπροστά. Γιατί επιχειρεί να δώσει μια στέρεη μυθοπλασία (με όλα τα υλικά που φτιάχνουν ένα μυθιστόρημα ερεθιστικό για τον αναγνώστη) και παράλληλα ανατέμνει μια κοινωνική κατάσταση, για την οποία λίγοι έχουν κατορθώσει να εκφέρουν ένα στιβαρό λόγο. Ίσως είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσεις για μια πάσχουσα κοινωνία όντας κομμάτι της. Ίσως είναι δύσκολο να γραφεί η μεγάλη αφήγηση που απαιτεί δομή και ενσυνείδητη άποψη για τα τεκταινόμενα που ακόμη εξελίσσονται. Ο Τζιτζικάκης έχει καταφέρει να δημιουργήσει τον μύθο της ιστορίας του χρησιμοποιώντας υλικά του σήμερα (θα κάνει τις σχετικές αναφορές για την κατάσταση που επιδεινώνει σήμερα τις διαχρονικές παθογένειες) χωρίς να αποτολμήσει την πλήρη τοιχογραφία, πράγμα που θα ήταν αδύνατον. Μας δίνει έτσι όση θέα επιτρέπει μια μετρημένη εκτίμηση της εικόνας που μας περιβάλλει χωρίς υπερβολές και βιαστικές κρίσεις. Μας παρουσιάζει  περισσότερο την αγωνία του ανθρώπου να αποσείσει από πάνω του τα βάρη που χρεώθηκε από τα πρώτα του χρόνια με τις αδικίες αλλά και τις ατυχίες της ζωής του, και που η σημερινή κρίση τα επιδείνωσε δραματικά. Με τον τρόπο γραφής του μας μεταφέρει αυτούσιες τις σκηνές που απομόνωσε η παρατήρησή του στον κόσμο που μας περιβάλλει. Ακόμα κι αν αυτή η εικόνα έχει τη μυρωδιά της κόλασης.

«Κόλαση και παράδεισος είναι εδώ, παντού τριγύρω μας, στην Αθήνα· ακριβώς μέσα στο κέντρο της! Ναι, έτσι είναι…» θα πει ο Στάθης, ο άλλος διακριτός ήρωας της ιστορίας, που θα αποδειχθεί καθοριστικός στην αλλαγή της σκέψης και της στάσης ζωής του Λάμπρου.

Ολοκληρώνοντας το βιβλίο διακατέχεσαι από ανάμεικτα συναισθήματα. Συγκίνηση για τον Λάμπρο-Νόουτοκ, που μέσα από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια κατάφερε να διασώσει μια αθωότητα, ένα καταφύγιο από το μαύρο και το σκοτεινό (τόσο εύστοχα υπογραμμισμένο αυτό το κλίμα από το θαμπό της απελπισίας που δηλώνει η εικόνα του εξωφύλλου). Ταυτόχρονα μια αποστροφή για τα αιματοβαμμένα κανάλια της νύχτας, που αντιλαμβανόμαστε πόσο κοντά σε μας κυλούν. Ωστόσο από αυτόν τον αποκρουστικό κόσμο διασώζονται μικρά ψήγματα ευαισθησίας. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ο κεντρικός ήρωας καταλήγει να είναι συμπαθής, αν και συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα στους αρνητικούς ήρωες της λογοτεχνίας, αυτούς που κατ’ αρχήν τοποθετείς απέναντι στα δικά σου πρότυπα, τα υγιή (ή κατά τα φαινόμενα υγιή). Αυτό που έχει κατορθώσει ο συγγραφέας είναι να βγάλει μέσα από τη λάσπη και τον βούρκο τον ήρωά του «καθαρό», αν όχι απέναντι στην ίδια του τη ζωή και τα δεδομένα της που παραμένουν ισχυρά, απέναντι όμως στον αναγνώστη που θα αποσείσει πάνω από τον ήρωα ένα μεγάλο μερίδιο της ευθύνης και θα τον δικαιώσει στο τέλος. Αυτό το τελευταίο θα πρέπει να το θεωρήσουμε πολύ σημαντικό για τη σύγχρονη λογοτεχνική άποψη, που όλο και περισσότερο απομακρύνεται από τον παθητικό αναγνώστη και επιδιώκει τη συμμετοχική του αντίδραση. Εν προκειμένω, ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου έχει όλη τη διάθεση να αποτελέσει μέρος του διατυπώνοντας την προσωπική του κρίση, η οποία ίσως να ξαφνιάζει και τον ίδιο, έτσι όπως ανατρέπει στερεότυπα και προκαταλήψεις.

 

(Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Booktour)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top