Fractal

Ένα διήγημα σε μονολόγους

Της Αλεξάνδρας Μυλωνά // *

 

 

 

 

Εγώ και μερικές φίλες μου 2

 

Σουλτάνα 45

 

(Δε με πείθεις)

 

Ι

 

Στην πρώτη συνεδρία η άρτι αφιχθείσα από το Παρίσι διατροφολόγος με μπλαζέ υφάκι, υπερμοντέρνα παπαγαλί μυωπικά γυαλιά και έναν με περισσή επιμέλεια ατημέλητο κότσο, έβαλε μπροστά μου και πάνω στο τραπέζι της κουζίνας του ιατρείου της –ναι, αυτό ήταν το κυρίως θεραπευτήριό της, η κουζίνα (!), το γραφείο το είχε για βιτρίνα κυριολεκτικά, αφού γύρω από αυτό είχε κρεμάσει τα δυο μεταπτυχιακά και το ντοκτορά της και όλες τις άλλες βεβαιώσεις των διαφόρων επιμορφώσεων που  κατά καιρούς είχε υποστεί μέχρι να φτάσει στο σημείο να συνεργάζεται με δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού και να έχει και τον δικό της χώρο εδώ, στην Ελλαδίτσα μας, για να εφαρμόζει τις εναλλακτικές θεραπείες της στις κακομοίρες σαν και μένα που θέλουν επαγγελματική βοήθεια για να χάσουν τρία-τέσσερα και βάλε πλεονάζοντα κιλάκια της προκλημακτηρίου, έναντι, βεβαίως, παχυλής αμοιβής. Τι έλεγα;

Α, ναι. Στην πρώτη συνεδρία, λοιπόν, η περί ης ο λόγος διατροφολόγος, έβαλε μπροστά μου –άκουσον, άκουσον!- μια μερίδα από ψητό κοτόπουλο με λίγη σαλάτα- ένα πιάτο πολύ περιποιημένο η αλήθεια και με το αγαπημένο μου φαγητό  –κι αυτό αλήθεια. Με είχε ρωτήσει, βέβαια, προηγουμένως, απ’ το τηλέφωνο τι επιθυμούσα, για να το ετοιμάσει όπως μου είπε, μου πήρε για να ακριβολογώ παραγγελία, αντιλαβού;

Το ’πε και το ’κανε.

Νάτο τώρα το πιάτο αχνιστό και τραβηχτικό μπροστά μου, να ’μαι κι εγώ αμήχανη από πίσω του το να ξερογλείφομαι και να μη θέλω να το δείξω.

«Παρακαλώ, ξεκινήστε να τρώτε!», μου είπε γλυκά, γλυκύτατα η ειδικός κι εγώ -άλλο που δεν ήθελα- έκοψα διστακτικά μια μικρή μπουκιά γι’ αρχή.

«Να φάτε όσο θέλετε!», συνέχισε εκείνη, «Αν το θέλετε, φάτε το κι όλο!»

Το ήθελα, πώς δεν το ήθελα. Μεταξύ μας, πεινούσα σα λύκος, αφού η κυρία Γιαρμά μου είχε πει να πάω νηστική στο ιατρείο της, άφαγη, δηλαδή, από την ώρα του μεσημεριανού και τώρα ήταν βαθύ απόγευμα, σχεδόν βράδυ –είπαμε είναι των εναλλακτικών και ενίοτε αλλόκοτων μεθόδων αυτή η μουράτη διατροφολόγος, ήταν όμως κι αποτελεσματική, αν κρίνω από τη συνεχώς αυξανόμενη πελατεία της.

Άρχισα να τρώω, λοιπόν, κι εγώ στην αρχή δειλά, όπως είπα  –μη φανώ και λιμάρα!- γρήγορα όμως  κανονικά, κα-νο-νι-κό-τα-τα –εδώ που τα λέμε, ήταν και γαμάτο το κοτόπουλο, φιλέτο μπούτι απ’ το εστιατόριο της γωνίας «Μπουκιά και συγχώριο» που ’ναι ονομαστό για τις νοστιμιές του.

Εγώ έτρωγα με εγκράτεια, στιγμές-στιγμές  όμως και με πάθος, πάντα όμως με στιλ, τολμώ να πω με αισθητική κι εκείνη, η ειδικός, καθόταν απέναντί μου σιωπηλή και με κοιτούσε παράξενα, διερευνητικά. Την έβλεπα που με παρατηρούσε και κατέγραφε νοερά, πώς ξεχώριζα το μέρος που ήθελα να φάω με το μαχαίρι, πώς το κάρφωνα με το πιρούνι, πώς το έβαζα στο στόμα μου, πώς το μασούσα απολαυστικά, πώς το έλιωνα με τα δοντάκια μου, πώς το καταβρόχθιζα ή το γλυκοκατάπινα –ανάλογα τη μπουκιά.

Κάποια στιγμή, όταν είχα σχεδόν καταφέρει να τελειώσω, εδέησε να μου μιλήσει. Και τι βρήκε να μου πει;  Απίστευτο! Να σηκωθώ να πετάξω  κάτι  πετσούλες απ’ το κοτοπουλάκι που είχα ήδη βάλει παράμερα, να τις πετάξω στο καλάθι των σκουπιδιών που βρισκόταν κάτω απ’ το τραπέζι, λίγα μέτρα πιο κει. Λες και θα το άφηνα εγώ το πιάτο μου, έτσι λερωμένο!

(Ποτέ μου δεν τα  έτρωγα εγώ αυτά τα λίπη, πάντα με αηδίαζαν, πάντα ήταν για μένα ένα μπλιαχ και μισό, το ήξερε αυτό η μανούλα μου γι’ αυτό και πάντα καθαρισμένο μού το σέρβιρε το κοτόπουλο, χωρίς περιττά λίπη, μόνο ψαχνούλι, φιλετάκι καθαρισμένο και γευστικό!)

Σηκώθηκα, άρα, με άνεση –κυρία η Σουλτάνα!- τα πέταξα κι ύστερα επέστρεψα στο τραπέζι, έφαγα και την τελευταία μου μπουκιά, που την είχα από τα πριν εντοπίσει και ξεχωρίσει στην άκρη, σκουπίστηκα καλά με την πετσέτα του φαγητού και περίμενα. Περίμενα τι άλλο θα μου ζητούσε η ανεκδιήγητη με την οποία είχα μπλέξει.

«Εντάξει», μου είπε η διατροφολόγος. «Θα σε περιμένω την Τετάρτη νηστική, όπως σήμερα, την ίδια ώρα», μου είπε –τίποτ’ άλλο, ακούς; Τί-πο-τα! Ύστερα πήγε προς την πόρτα -σημάδι πως η συνεδρία είχε τελειώσει. Έπιανε και το τριχωτό τής κεφαλής της, καθώς με ξεπροβοδούσε κι έκανε ένα ελαφρύ μασάζ στους κροτάφους σα να είχε δουλέψει πολύ σήμερα μαζί μου, και σα να την είχα κουράσει, τέτοια υποκρισία δηλαδή! Τι να κάνω; Σηκώθηκα κι εγώ και έφυγα και πήγα και χτύπησα απ’ τα νεύρα μου δύο παγωτά  απ’ το περίπτερο έξω από το σπίτι μου, να στανιάρω, βρε παιδί, να ξε-τσι-τω-θώ, πώς το λένε;

ΙΙ

Στη δεύτερη συνεδρία η ανηλεής, αυτή η διπρόσωπη, από τη μια τάχα μου δήθεν θεραπεύτρια κι από την άλλη ορκισμένη εχθρός της κάθε ασθενούς, μου την είχε στημένη. Στο ίδιο σκηνικό –στην κουζίνα του θεραπευτηρίου της  και πάλι- μου πρόσφερε το ίδιο ακριβώς φαγητό και μου είπε ξανά να το φάω μπροστά της.

Άρρωστη, θα είναι -το σκέφτηκα η αλήθεια-  άρρωστη θα είναι η καημένη, θα ’χει καμιά νευρική ανορεξία κι επειδή η ίδια δεν απολαμβάνει το φαγάκι, βάζει τους άλλους να τρώνε  εκεί μπροστά της, να χορτάσει τουλάχιστον το μάτι της. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, σκέφτηκα, τ’ ομολογώ. Προσπάθησα όμως να τη διώξω την ανάποδη τη σκέψη -τι με νοιάζει, είπα- γιατί μ’ έτρωγε να μη μπλοκάρω και δε μπορέσω να συνεργαστώ, να μη χάσω τον στόχο μου, που ήταν να χάσω κιλά -γι’ αυτό δεν ξεκίνησα μαζί της και τις συνεδρίες;

Άρχισα, λοιπόν, πάλι νηστική, πάλι να τρώω, πιο άνετα αυτή τη φορά, πιο χαλαρά από την αρχή –δεν είχα πια αναστολές, ντροπές και άλλα τέτοια. Αφού της άρεσε να με βλέπει να τρώω, θα της χάριζα θέαμα! Βοηθούσε, βέβαια, τη βρώση και το κοτοπουλάκι ερήμην του, που ήταν ψημένο να γλείφεις τα δάχτυλά σου, χωρίς πέτσες και άλλες τέτοιες αηδίες, σαν της μανούλας μου ήταν, βρε.

Η  διατροφολόγος σιωπηλή με παρατηρούσε. Μου τη φύλαγε όμως για τα καλά, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Γιατί; Γιατί την ώρα που κόντευα να τελειώσω, απάνω που έβαζα στην άκρη του πιάτου μου, όπως κάνω πάντα εγώ, μια καλή μπουκιά και την ξεχώριζα για να τη φάω τελευταία, να τη φχαριστηθώ, τι μου ζήτησε  η αθεόφοβη; Μου ζήτησε να σηκωθώ και να την πετάξω, αυτήν τώρα –όχι τις πέτσες που δεν υπήρχαν- αυτήν, την καλύτερη μου τη  μπουκλίτσα να την πετάξω στον κάδο!

Για τις γάτες; ρώτησα αυθορμήτως. Ή μήπως υπάρχει κανένα σκυλί στον ακάλυπτο που πεινάει;

«Όχι , όχι, για τον κάδο», μου είπε τάχα αδιάφορα εκείνη.

Πλάκα μου κάνει, σκέφτηκα. Τρώει που τρώει ο τενεκές  τη φίρα, θα φάει τώρα και το ψαχνό; Δεν το έχασα ακόμα. Δεν σηκώνομαι, αποφάσισα και κάρφωσα σθεναρά με το πιρούνι μου τη μπουκιά, άνοιξα το στόμα μου και ετοιμάστηκα να την καταβροχθίσω.

«Σας είπα, πετάξτε την στον κάδο», μου λέει εκείνη, η αδίστακτη, φορούσε κι άσπρη μπλούζα, λες και ήτανε γιατρός,  δεν με ακούσατε; Επέμενε η κάργια με την τσιριχτή φωνή και με μια δόση κακίας, ναι κακίας  στην άκρη από το μελιστάλαχτο χαμογελάκι της.

Εγώ δεν σηκωνόμουν. Είχα μουλαρώσει εκεί με το βλέμμα γεμάτο μίσος, το στόμα ανοιχτό και τη μπουκιά μετέωρη –ζωντανό γλυπτό της κουζίνας.

«Σήκω και πέταξε το, καλή μου, αυτό», μου ξαναείπε τάχα μου δήθεν πιο φιλικά τώρα, πιο ανθρώπινα δείχνοντάς μου τη μπουκίτσα μου. «Τι ψυχή έχει, λίγο μπουτάκι είναι, άστο να πάει στα σκουπίδια!»

Εγώ δεν τ’ άφηνα. Με τίποτα. Να με κρεμούσες ανάποδα εγώ αυτή τη μπουκιά, την τελευταία θα την έτρωγα.

«Άφησε κάτω το πηρούνι, σε παρακαλώ! Μπορείς; Δεν μπορείς;»

Ακίνητη εγώ.

«Μήπως δε μπορείς;»

Τότε ήταν που φούντωσα. Ανέβηκε ξαφνικά το αίμα στο κεφάλι μου κι ένας χείμαρρος από λέξεις στη γλώσσα μου. Ξεχείλισε το στόμα μου από αυτές, τις ασυγκράτητες.

Καλέ, τι λες; της είπα. Τι μπορείς και δεν μπορείς μου τσαμπουνάς; Πας καλά, θα πετάξω εγώ τη μπουκίτσα μου; Αυτή που τη φύλαξα με τόση προσπάθεια για τελευταία, που τόσην ώρα τώρα εγώ την κιαλάρω να την καταβροχθίσω και τη φυλάω για το τέλος, το καλύτερο μέρος του φαγητού, το ψαχνό του ψαχνού, καλέ, πετιέται αυτό; Μέχρι και ο τενεκές, βρε λευκοντυμένο τέρας με γυαλιά και κότσο, θ’ ανοίξει την τεράστια στοματάρα του και θα φωνάξει διαμαρτυρόμενος «Δεν είναι για μένα αυτό, όχι, όχι, δεν είναι, αμαρτία απ’ το θεό, δεν είναι!».

(Ο ένας λόγος όμως έφερνε τον άλλο, σταματημό δεν είχα…)

Καλέ, έξω ο κόσμος πεινάει –συνέχισα- κι εμείς εδώ θα πετάμε τα μπουτάκια μας ελαφρά τη καρδία, τσακ από δω το ένα και τσακ κι από κει το άλλο; Τόση ελαφρότητα πια; Τόσο κρίμα; Σα δεν ντρεπόμαστε…

Εγώ, κυρία μου,  αν θες να ξέρεις, μια ζωή το έτρωγα όλο το φαγητάκι μου, τίποτα δεν άφηνα στο πιάτο, την  έγλειφα την πορσελάνη εγώ, ναι, μέχρι και με τη γλώσσα το καθάριζα το σμάλτο από μικρή, εγώ το καλό κορίτσι! Και την τελευταία μου μπουκίτσα, την καλύτερη, την έτρωγα για τη μαμά! Για εκείνη, μόνο για εκείνη! Κι ας μην πεινούσα μερικές φορές κι ας μην ήθελα άλλο κι ας μην άντεχα, εγώ έκλεινα τα μάτια και τη μύτη και την κατάπινα, μόνο και μόνο από την αγάπη μου για εκείνη, γιατί θυμόμουν που το έκανε αυτό για μένα η ίδια, όπως μου ’λεγε, όταν ήμουν πιο μικρή. Μπορεί κι αμάσητη να την κατέβαζα τη μπουκιά μου μερικές φορές, μα δεν πειράζει, σημασία είχε πως την έτρωγα!

Άστραφτε το πιάτο μου μετά, γυάλιζε, γυάλιζε  και το χαμόγελο της μανούλας που μ’ αγκάλιαζε και με φιλούσε αμέσως μόλις είχα σκουπίσει και το τελευταίο ψιχουλάκι  κι απ’ το πιάτο κι απ’ το τραπέζι που λέει ο λόγος και φώναζε δυνατά να τ’ ακούσει όλη η πολυκατοικία «Αχ, τι παιδί έχω εγώ! Τι κορίτσαρος! Που τρώει όλο του το φαγητό για να μεγαλώσει! Που δε με παιδεύει καθόλου, το καμάρι μου, καθόλου, μα καθόλου!». Μου ’χωνε μετά στο στόμα κι ένα σοκολατάκι Τζοκόντα για να μ’ ανταμείψει, για να με γλυκάνει, η γλυκιά μου -θεός σχωρέστην!  Είχε τον τρόπο της η μάνα μου κι ας μην ήταν σπουδαγμένη.

Κι έρχεσαι τώρα εσύ, κυρία ξερόλα μου, μπλαζέ πτηνό απ’ τα Παρίσια με τον κότσο και τη λευκή ποδιά, τα δύο μεταπτυχιακά, το ντοκτορά και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα στις αποσκευές σου, χωρίς να ξέρεις τίποτα για μένα, αγνοώντας το προσωπικό μου ιστορικό, να μου πεις να αφήσω αυτήν την καλή μου τη μπουκίτσα; Το ψιχουλάκι μου; Και με ειρωνεύεσαι κι από πάνω ρωτώντας με αν μπορώ να το κάνω; Βεβαίως και μπορώ, αν χρειάζεται να ξέρεις, ούτε να σου περνάει απ’ το μυαλό πως όχι, ό,τι θέλω μπορώ εγώ, μπορώ, κυρία μου, αλλά δεν θέλω! Το κα-τά-λα-βες; Αλλιώς, γιατί τρώω τόσην ώρα; Ποιος άλλος μπορεί να είναι ο σκοπός μου εμένα παρά να φτάσω σ’ αυτήν εδώ τη μικρή, την τελευταία μου μπουκίτσα  που την αφιερώνω κάθε φορά στη μανούλα που είμαι σίγουρη θα με βλέπει από κει πάνω και θα με καμαρώνει.

Α, όχι, σε γελάσανε, αν νομίζεις πως θα παραβώ εγώ μαζί σου τις αρχές μου, πώς θα προδώσω το παρελθόν μου! Ανώμαλη, ε ανώμαλη που με βάζεις να τρώω μπροστά σου και συ κάθεσαι και με κοιτάς με μισό μάτι, γιατί εσύ ποτέ δε μπόρεσες ν’ απολαύσεις τη χαρά του φαγητού και πήγες από την κακία σου και  έμαθες έξω τεχνικές για να την κόψεις κι από τους άλλους. Εσύ είσαι η άρρωστη, βρε, εσύ θέλεις θεραπεία και δεν το ξέρεις!

Έτσι της είπα κι έφυγα κι ούτε που ξαναπάτησα στο γραφείο της, -τέτοιο λάθος, εγώ η Σουλτάνα, δεν το ξανακάνω, μανούλα μου, ποτέ, ποτέ, ποτέ!

 

 

 

 

 

* Η Αλεξάνδρα Μυλωνά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλοσοφία (Α.Π.Θ.) και θέατρο (Μ.Δ.Ε. Δραματολογίας – Παραστασιολογίας Α.Π.Θ, Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης Κ.Θ.Β.Ε.) Μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Σκηνοθετεί περφόρμανς (με άξονες τη λογοτεχνία, το θέατρο-ντοκουμέντο και τον ειδικό σχεδιασμό για το περιβάλλον), παραστάσεις και αναλόγια σε συνεργασία με φορείς πολιτισμού (Άχθος, Artis3, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Κ.Θ.Β.Ε.). Εργάζεται στο Καλλιτεχνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Έχει γράψει τα βιβλία: Εγώ και μερικές φίλες μου (Γράφημα 2009), Η Φωνή του Νερού (Άχθος 2001), καθώς και διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά (Θευθ, Ένεκεν, Ατάκα) και μπλογκ (Ερανίστρια, Ποιητικός Πυρήνας, Βακχικόν, Φωνές της πόλης). Έχει γράψει, επίσης, θέατρο και παραμύθια για παιδιά: Γάμος στα βαθιά (Ρώμη 2016), Τα απλά παραμύθια ενός σπιτιού (Ρώμη 2015), Με μια ανάσα (Δ. Συκεών 2004) καθώς και τη μελέτη: Η χάρτινη Αντιγόνη-από το αρχαίο θέατρο στα καρέ της εικοναφήγησης (Γράφημα 2013).

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top