Fractal

Ένα διήγημα και ένα ποίημα

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου – Ντάνου // *

 

 

 

Νυχτερινοί επισκέπτες

 

Κοντοζύγωνε το τέλος μιας ακόμα παγερής μέρας του Μάρτη · οι λιγοστοί ηλικιωμένοι του χωριού μαζεύονταν νωρίς στα σπίτια, κλείδωναν τις πόρτες, άναβαν τις σόμπες, να ζεσταθούν κι έβλεπαν τα κεντρικά δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης, για να μάθουν τα νέα της μέρας. Για τους περισσότερους η βραδιά τέλειωνε γύρω στις εννιά, αφού μετά τις ειδήσεις έπαιρναν τα φάρμακά τους και πήγαιναν στα κρεβάτια τους. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους στις πόλεις. Τους παίρνανε τηλέφωνο, δε λέω, αλλά η ανθρώπινη συντροφιά τούς έλειπε. Έλα όμως που δεν ήθελαν ν’ αφήσουν και το χωριό…

Εκείνο το σούρουπο ο κυρ-Θάνος έπιασε τον καναπέ και πήρε να διαβάσει μια τοπική εφημερίδα. Η σόμπα είχε ζεστάνει το δωμάτιο, ενώ η σούπα ετοιμαζόταν κι αυτή για βραδινό. Η Μαριώ, η γυναίκα του, ταχτοποιούσε και μουρμούριζε.

– Τι τα θέλεις τα διαβάσματα με το φως; Κι ύστερα λες πως σε πονούν τα μάτια.

– Άσε με Μαριώ μου να δω τι γίνεται στο Δήμο μας. Τώρα δεν μπορώ να πάω στο καφενείο να μάθω νέα, τι σ’ ενοχλώ;

– Με πειράζει που δε μιλάμε, μετά έχεις την τηλεόραση · όλο «σουτ» και «σουτ» κι εγώ … μόνη μου.

– Μπάρμπα, ε μπάρμπα άνοιξε, ακούστηκε μια άγνωστη φωνή έξω απ’ την πόρτα.

– Ποιος είναι; έκανε ο κυρ-Θάνος τρομαγμένος.

Μα πριν προλάβει να σηκωθεί, γύρισε το πόμολο της πόρτας και είδαν μπροστά τους πέντε τσιγγάνες κι ένα τσιγγανόπουλο. Η Μαριώ δεν είχε προλάβει να κλειδώσει, όπως έκανε κάθε βράδυ. Έτσι οι «επισκέπτες» εισέβαλαν στο σπίτι. Πάντα ο κυρ – Θάνος φοβόταν τους αγνώστους. Μα τώρα που οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν, τώρα που μόνο ο συμπυκνωτής οξυγόνου του άνοιγε τα πνευμόνια, τρόμαζε μόλις άκουγε φωνή έξω απ’ την πόρτα.

Η Μαριώ, τι να σου κάνει κι αυτή · ένα σωρό προβλήματα. Πότε το ένα, πότε το άλλο. Δέκα φάρμακα τη μέρα, γκρίνια κι άγιος ο Θεός. Όμως μάθαιναν και διάφορα για ληστείες, κλοπές, βιασμούς και είχαν γίνει καχύποπτοι για όλα.

– Πώς ανοίγετε έτσι και μπαίνετε χωρίς να σας πούμε; ψέλλισε η Μαριώ.

– Και ποιος σε ρωτάει κυρά μου; Εμείς το μπάρμπα θέλουμε, απάντησε η μια τσιγγάνα που τα χέρια και ο λαιμός της έλαμπαν απ’ τα χρυσαφικά.

– Φύγετε από ‘δω καταραμένες βραδιάτικα. Ο μπάρμπας είναι άρρωστος, δεν έχει όρεξη.

– Μια χαρά είναι, είπε η άλλη κι έκλεισε την πόρτα.

– Θεια έχεις κάτι να φάω; ρώτησε το μικρό, ένα διαβολεμένο αγόρι ίσαμε οκτώ χρονών και προχώρησε στο διάδρομο του σπιτιού.

– Ε, πού πας; Θα σου δώσω εγώ κουλούρι, φώναξε η Μαριώ, μα εκείνο τίποτε, συνέχισε να ψάχνει.

– Μπάρμπα, τι καλός που είσαι; Και πόσο όμορφα περνάς με τη γριά, ξανάπε η τσιγγάνα κι άρχισε να χαϊδεύει δήθεν τον κυρ – Θάνο που τα ‘χε χαμένα, καθώς δεν είναι δύναμη ν’ αντιδράσει.

Κοίταξε τη Μαριώ με παράπονο, σα να είχε καταλάβει τη συνέχεια κι εκείνη αμήχανη προχώρησε στο διάδρομο, να δει πού είχε πάει το μικρό. Έξω είχε ήδη νυχτώσει. Κανείς απ’ τη γειτονιά δεν είχε πάρει χαμπάρι και ξαφνικά η πόρτα του δρόμου ξεκλειδώθηκε απ’ το μικρό και οι δύο γέροι είδαν μπροστά τους άλλες τρεις τσιγγάνες να εισβάλλουν και με χαχανητά ν’ αρχίζουν το ψάξιμο του σπιτιού.

– Φύγετε από ‘δω βρωμιάρες, μου μαγαρίζετε το σπίτι βραδιάτικα, φώναξε τρομαγμένη η Μαριώ.

– Ήρεμα γριά. Κανείς δε σ’ ακούει.

– Θα πάρω την αστυνομία, έκανε ο κυρ-Θάνος και θυμήθηκε πως είχε το κινητό στην τσέπη του. Του το είχαν δώσει τα παιδιά, να μην κουράζεται να πηγαίνει στο σταθερό και να τον βρίσκουν όποτε τον ήθελαν.

– Ω, ωραίο κινητό σου πήραν τα κορόιδα τα παιδιά σου, είπε η μια απ’ τις τσιγγάνες και πριν προλάβει να πάρει το πρώτο νούμερο του το άρπαξε απ’ το χέρι.

– Ξέχασέ το γέροντα και πες μας πού είναι τα λεφτά σου να φύγουμε κι εσύ να ξαλαφρώσεις απ’ αυτά.

– Μα τι λέτε τώρα, σεβαστείτε την αρρώστια μου, λυπηθείτε με για το Θεό.

– Ποιο Θεό, δώσε μας τα λεφτά.

– Βοήθεια, έκανε με πνιγμένη τη φωνή η Μαριώ, μα πριν προλάβει να ξαναπεί κουβέντα ένιωσε ένα άγριο χέρι να της κλείνει το στόμα.

– Έτσι και ξαναμιλήσεις δε θα ξαναδείς το γέροντα.

Αυτό ήταν · κάθισε αυτή σε μια γωνιά κι ο κυρ –Θάνος ακίνητος στον καναπέ του. Πέντε τσιγγάνες και το μικρό άρχισαν να ψάχνουν και να ανακατεύουν το σπίτι.

– Δυστυχία μου, το ‘ξερα εγώ, αλλά την κατάρα μου να ‘χετε, να μη δείτε στον ήλιο άσπρη μέρα μ’ αυτό που κάνετε, είπε κλαμένος ο κυρ –Θάνος.

– Χα, χα, τα βρήκα, ακούστηκε μια φωνή και σε λίγο είδε ένα μάτσο λεφτά στα χέρια τους, τα λεφτά της πενιχρής σύνταξης που τα είχε κρύψει, για να ψωνίζει, μια και δεν μπορούσε να κατέβει στην πόλη και να πάει στην τράπεζα.

– Βρωμόγερε έχεις άλλα ή να φύγουμε να μη χασομεράμε;

– Να, έχουμε και δολάρια, τα γερόντια έχουν κομπόδεμα. Χαιρετίστε τα τώρα να σας αδειάσουμε τη γωνιά, φώναξε χαχανίζοντας μια άλλη.

– Πάρτε και το κινητό, τι το θέλουμε το σαράβαλο τώρα που τα κονομήσαμε;

Η μια μετά την άλλη ούρλιαζαν από χαρά που βρήκαν τόσα χρήματα. Η Μαριώ νόμιζε πως έβλεπε όνειρο κι ο δύστυχος ο κυρ – Θάνος δεν κουνιόταν καθόλου. Εκείνες άρχισαν να μιλάνε τσιγγάνικα, ύστερα αποφάσισαν να καληνυχτίσουν και να φύγουν. Έκλεισαν τη μια πόρτα, πήραν απ’ το ψυγείο νερό, γιατί είχαν κουραστεί να ψάχνουν και δίψασαν.

– Όμορφε, καληνύχτα κι αν τα παιδιά σου σε προλάβουν ζωντανό και δεν πας από καρδιά, πες τους χαιρετίσματα.

– Κι εσύ όμορφη να τον χαίρεσαι και να μιλάς πιο ευγενικά κι αφού γλιτώσατε κι είστε καλά να μας ευχαριστείτε κιόλας, γιατί θα μπορούσε να είχε συμβεί και κάτι χειρότερο, έτσι;

Κανένας απ’ τους δύο δεν έβγαλε άχνα. Τι να πουν… Ούτε μια, ούτε δυο, αλλά πέντε και το διαβολεμένο τους έξι νομάτοι.

Η δεύτερη πόρτα έκλεισε. Ακούστηκε ο ήχος ενός αυτοκινήτου στο δρόμο. Ξέσπασαν σε λυγμούς οι δυο τους · ο κυρ – Θάνος πήρε το Εκατό κι ύστερα προσπάθησε να τηλεφωνήσει στα παιδιά του, μα δε θυμόταν το νούμερό τους. Άνοιξε την πόρτα κι έβγαλε μια τρομαγμένη φωνή. Σε λίγο το σπίτι γέμισε από γείτονες και τον αστυνομικό υπηρεσίας. Η τηλεόραση έλεγε ειδήσεις «Ληστεία ηλικιωμένου και φόνος».

– Στο διάολο να πάνε τα λεφτά, είπε ο κυρ – Θάνος. Αφού ζούμε και δε μας έκαναν κακό μεγαλύτερο, πάλι καλά. Μαριώ, μη φοβάσαι, θ’ αλλάξουμε τις πόρτες, θα κλειδώνουμε, όλα θα πάνε καλά, θα δεις…

– Κι εσύ κυρ –Θάνο τι τα θέλεις τόσα χρήματα και τα κρατάς στο σπίτι σου; Είπε με σοβαρό ύφος ο αστυνόμος .

– Μην ασχολείστε άλλο μαζί μας, ό,τι έγινε δε διορθώνεται, αυτές έγιναν καπνός, εσείς να πάτε στα σπίτια σας. Θα ενημερώσω και τα παιδιά μου είναι να μη σου πέσει το λαχείο, δεν είδαμε πριν λίγο στις ειδήσεις την τύχη ενός ηλικιωμένου; Εμείς στην ατυχία μας είμαστε τυχεροί, που μας πήραν μόνο τα λεφτά.

– Ίσως έχεις δίκιο, μα άλλη φορά να προσέχετε περισσότερο και να μην ανοίγετε σε κάποιον, αν δεν είναι γνωστός.

Το βράδυ προχωρούσε, το ηλικιωμένο ζευγάρι έμεινε μόνο, με απορίες και ερωτηματικά , αλλά και με περισσότερη αγάπη και δίψα για ζωή. Καθησύχασαν τα παιδιά τους, έριξαν ξύλα στη φωτιά κι έμειναν ως αργά ξάγρυπνοι, φέρνοντας στο μυαλό τους όσα ζήσανε λίγες ώρες πριν.

 

 

ΠΟΛΥΧΡΟΝΗ ΑΠΟΥΣΙΑ

 

Τόσα χρόνια μετά την ξαφνική φυγή σου

έρχεσαι δίπλα μου συχνά κι αθόρυβα

και βασανιστικά και απροσδόκητα.

Σε βλέπω, πάντα φοράς το μαντίλι σου

προσέχεις μη με τρομάξεις, με κοιτάς

με τα γαλάζια λυπημένα μάτια σου

με παρακολουθείς – μας παρακολουθείς-

αγωνιάς, θέλεις να μάθεις νέα μας

πού είμαστε, πόσοι μείναμε, πώς ζούμε.

Κάθε φορά σου απλώνω εναγώνια το χέρι

ελπίζοντας πως θα σ’ αγγίξω, πως σ’ έχω

κι αμέσως εξαϋλώνεσαι , με παρατάς

φεύγεις, χάνεσαι κι εγώ προσμένω εκεί

να ρθεις ξανά και πνίγομαι στον ποταμό

των δακρύων μου, στο παραλήρημά μου.

Αγαπημένη, μετά την πρόωρη φυγή σου

δεν ίσχυσε για μας αυτό που κάποιοι λεν,

πως δηλαδή ο χρόνος όλα τα γιατρεύει.

 

 

 

 

* Η Κατερίνα Λιβιτσάνου – Ντάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση . Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΑΣΧΕΝΤΗ η πρώτη ποιητική της συλλογή «Λυκαυγές», ενώ το Καλοκαίρι του2010 εκδόθηκαν διηγήματά της με τίτλο «Απόδραση στους Σφακιώτες»από τις ίδιες εκδόσεις. Το 2006 ο Αποστόλης Αποστολόπουλος στην ποιητική του ανθολογία συμπεριέλαβε εννέα ποιήματά της. Το ίδιο έκανε και ο Κώστας Βαλέτας σε ανθολόγια του 2009 και του 2013. Με ομάδα ατόμων επιμελήθηκε το λεύκωμα «κοπιάστε όπως μας ηύρατε» του Δήμου Σφακιωτών Λευκάδας το 2008. Το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ». Τον Απρίλιο του 2014 από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε η 3η ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΑΓΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΚΙΜΩΛΙΑ». Το Καλοκαίρι του 2016 από εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ κυκλοφόρησε το πέμπτο της βιβλίο, διηγήματα με τίτλο «Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ» Είναι μέλος διαφόρων συλλόγων και κείμενά της, πεζά ή ποιητικά, δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top