Fractal

Εν ύπνω: ένα ποίημα που έγινε παραμύθι

Γράφει η Αγγελική Λάλου //

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποίημα…ξεκίνησε με μόλις δύο γράμματα, μια ανάσα, ένα αχ…έναν αναστεναγμό…μεγάλωσε κι έγινε λέξη…άρχισε δειλά να ανοίγει τα μάτια του, να ξεχωρίζει το φως, να συνηθίζει το σκοτάδι, να μαθαίνει τα χρώματα. Να μεγαλώνουν τα μέλη του. Τα χέρια διστακτικά ξεκίνησαν να ψηλαφίζουν. Τον κόσμο πάντα στην αρχή τον μαθαίνουμε με τις αισθήσεις μας. Έτσι και το ποίημα με τα δάχτυλα μάθαινε τα σχήματα, τα πράγματα, αλλά και τους ανθρώπους, και τις πληγές και άλλα που τα ανθρώπινα δάχτυλα δεν είναι ικανά να αγγίξουν το ποίημα μπορούσε να τα πιάσει, να τα αγκαλιάσει να τα πάρει στα χέρια του. Όπως για παράδειγμα την απουσία, τη μοναξιά, τον έρωτα, ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο. Όλα μπορούσε να τα σηκώσει. Αν και τόσο μικρό μπορούσε να αντέξει το βάρος, το φορτίο και με έναν τρόπο μαγικό, με τις λέξεις του έκανε και τους ανθρώπους να μπορούν να αντέχουν αυτό που τους πονούσε, αυτό που τους πλήγωνε. Με τον καιρό και με τις λέξεις μεγάλωνε κι άλλο. Στάθηκε στα πόδια του κι άρχισε να θέλει να γνωρίσει τον κόσμο βήμα βήμα, να πάει παραπέρα, να ταξιδέψει ως τα πέρατα της γης. Ήταν περίεργο ποίημα, όλο ήθελε να μαθαίνει, να ανακαλύπτει, να εξερευνά. Να ψάχνει, να κοιτάει μέσα, όλο και πιο μέσα, όλο και πιο βαθιά.  Κι όσο και αν αγαπούσε τη μοναξιά, του άρεσε και η παρέα των άλλων. Έπαιζε με άλλα ποιήματα, διάβαζε βιβλία, αγαπούσε το σινεμά και το θέατρο, έπιανε κουβέντα με ηρωίδες από αρχαίες τραγωδίες, συζητούσε με γνωστούς πρωταγωνιστές, έμπαινε σε διάσημους πίνακες και πείραζε λίγο τα χρώματα. Ναι ήταν λίγο πειραχτήρι αυτό το ποίημα, όσο κι αν μεγάλωνε παρέμενε παιδί και αγαπούσε πολύ και τα παιδιά…τα αγαπούσε και συνεχίζει δηλαδή να τα αγαπά με όλη τη δύναμη της καρδιάς του. Παίζει μαζί τους, τους λέει παραμύθια, τα κερνάει σοκολάτες – ξέχασα να σας πω το ποίημα αυτό έχει μεγάλη αδυναμία στη σοκολάτα, γι’ αυτό πολλές φορές οι λέξεις του αφήνουν μια γλύκα στο στόμα και λιώνουν αργά – αλλά ακόμα κι αν καμιά φορά πικρίζουν για λίγο στο τέλος αφήνουν μια όμορφη γεύση στον ουρανίσκο. Το ποίημα σιγά σιγά κάποτε ενηλικιώνεται. Ερωτεύεται. Πληγώνεται. Αγαπάει. Μαθαίνει να συγχωρεί. Μαθαίνει να ζει «με…», μαθαίνει να ζει «χωρίς». Μαθαίνει να προχωράει. Να ελπίζει. Να ονειρεύεται. Α τα όνειρα. Πολλά απ’ αυτά που ζει δεν ξέρει να πει με σιγουριά αν πράγματι τα έζησε ή αν τα έχει ονειρευτεί – άλλωστε για το ποίημα αυτό πολλές φορές η ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Το ποίημα μεγαλώνει. Μεστώνει. Μεταμορφώνεται. Αλλάζει σχήματα, μορφές. Πειραματίζεται. Θυμάται. Επιστρέφει. Βλέπει ξανά. Βλέπει αλλιώς αυτή τη φορά, με άλλο βλέμμα, με άλλη οπτική. Ξεχνάει το όνομά του καμιά φορά. Ντύνεται πολλές γυναίκες. Ντύνεται πολλές ζωές. Ξεντύνεται κιόλας. Αφαιρεί. Απαλλάσσεται από τα περιττά. Κρατάει τα λίγα, τα ουσιώδη, όσα χρειάζεται. Τα απολύτως απαραίτητα. Γενναιόδωρο ποίημα, ξέρει να δίνει και να δίνεται. Παίρνει παρουσίες. Μετράει απουσίες. Μετράει το χρόνο. Χμ, με το χρόνο ίσως και να μην τα πηγαίνει και τόσο καλά. Αν και του αρέσει το μάθημα της ιστορίας. Μπερδεύει λίγο τις ημερομηνίες. Το χθες με το αύριο. Το τώρα, το τώρα λέξη ήταν και χάθηκε. Ή ίσως και να μη χάθηκε, γιατί αν είναι λέξη σίγουρα δεν χάθηκε. Θα συνάντησε κι άλλη λέξη, κι άλλες λέξεις και θα έγινε ποίημα, κι άλλο ποίημα ή ποίημα μέσα σε ποίημα. Γιατί έτσι κάνει αυτό το ποίημα μεγαλώνει αλλά δεν γερνάει. Αλλάζει. Αγαπάει τη ζωή και την τιμά. Κι αν έχει συμφιλιωθεί με το θάνατο, είναι γιατί ξέρει, ότι είναι τυχερό, το ποίημα δεν πεθαίνει ποτέ, αλλά θα συνεχίζει να λέει την ιστορία του. Θα έχει παλμό και φωνή και καρδιά, γιατί αυτό το ποίημα, ήρθε για να μείνει για πάντα στην ψυχή μας.

 

 

(Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο «Εν ύπνω» της Ελένης Γκίκα, εκδ. ΑΩ, και διαβάστηκε στην παρουσίαση της ποιητικής αυτής συλλογής στις 5/4)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top