Fractal

Το παιχνίδι με τις μάσκες, η σημειολογία και τα σύμβολα

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

gika_en_ypnwΕλένη Γκίκα «Εν Υπνω», εκδόσεις «ΑΩ», σελ. 72

 

«Ω αίνιγμα ορατό του χρόνου,

αυτό το ζωντανό τίποτα

που είμαστε!»

 

«Η λογοτεχνία, όπως κάθε μορφή τέχνης ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί».

 

Με αυτούς τους εμβληματικούς στίχους του Φ. Πεσσόα στο βιβλίο του «Πίσω από τις μάσκες» , η ποιήτρια Ελένη Γκίκα μας εισάγει στο νέο ποιητικό της έργο, την καινούργια  συλλογή ποιημάτων με τον ευρηματικό- πάντα ευρηματικοί είναι οι τίτλοι της Ελένης  – «Εν Ύπνω», μια συλλογή με δυνατούς και γλυκόπικρους στίχους που με αφύπνισαν από την πνευματική αδράνεια και τη ραστώνη του καλοκαιριού, παρακινώντας με, εντελώς αβίαστα να αρχίσω, επιτέλους, έστω σε κάποιον βαθμό να ‘συμμετέχω’ και πάλι στο παιγνίδι της γραφής. Τρεις μικρότερες ενότητες/συλλογές ποιημάτων απαρτίζουν τη συγκεκριμένη συλλογή. Τις παραθέτω με τη χρονική σειρά που γράφτηκαν και έμειναν στο συρτάρι της ποιήτριας, ώσπου να αποκτήσουν ‘σάρκα και οστά’, οικειοποιούμενες τον μάλλον αμφίσημο και διφορούμενο τίτλο της τελευταίας: «Σοκολάτες», «Μάσκες» και «Έν  Ύπνω» .

Έν Ύπνω, λοιπόν, «έτσι όπως έλεγε και γελούσε η ζωντανή φωνή ενός άντρα νεκρού». Και η ίδια αυτή η αντίθεση αποτελεί την ουσία, τον άξονα και την κινητήρια δύναμη της συγκεκριμένης ποιητικής δημιουργίας. Ζωή και θάνατος σε ένα ατέρμονο παιχνίδι επικράτησης, πικρό όσο και γλυκό συνάμα, (άλλη μια παραδοξότητα που αποτυπώνεται σε αρκετούς στίχους της συλλογής), κυρίως σε εκείνα της πρώτης ενότητας: «Ξύπνησε/ και «πίσω από τις μάσκες»/ ήταν/ κυριολεκτικά/ βουτηγμένη στις σοκολάτες/ Κι ούτε νερό την καθάριζε/ κι ούτε ο χρόνος/ έτρωγες κι έγλειφε/ έγλειφε κι έτρωγε/ κι εκεί / πνιγμένη στις σοκολάτες/ Μονάχα η μάσκα/  αρυτίδωτη/ καθαρή/ ασάλευτη/ δίχως νεύμα/ ούτε που πρόδιδε/ αυτό που γινόταν/από κάτω..» Και όλα αυτά σε συνάρτηση πάντα με τον χρόνο, τον παντοδύναμο και αινιγματικό θεό, τον ισοδύναμο με το εσωτερικό μας χάος, όπως υποστηρίζει η ποιήτρια «Το αινιγματικό τίποτα που εξακολουθεί, ωστόσο, να είναι όλη μας η ζωή». Αλλά και για τις μεταμορφώσεις του μέσα στην σύντομη πορεία της ύπαρξής μας, και τέλος, για το παιγνίδι που «ενίοτε γίνεται ρώσικη ρουλέτα για τους ‘υπνοβάτες’ που υπήρξαμε μια ολόκληρη ζωή».

Στους εναρκτήριους στίχους του ποιήματος της «Το παιγνίδι με τις μάσκες», τίτλος που παραπέμπει στους στίχους του σπουδαίου Πορτογάλου ποιητή και εμμέσως, κατά την άποψη μου στους στίχους του Ηράκλειτου για τον χρόνο, η Ελένη Γκίκα μας προτρέπει με κάτι σαν ανεπαίσθητο αυτοσαρκασμό ή μήπως με απόλυτη επίγνωση και βεβαιότητα:

«Τρώγε σοκολάτες, μικρή μου,

Τρώγε σοκολάτες!

Να θεωρείς ότι σοκολατένια είναι κάθε μεταφυσική.

Να θεωρείς ότι όλες οι θρησκείες

δεν σου μαθαίνουν τίποτε περισσότερο από

τη ζαχαροπλαστική»

 

Ελένη Γκίκα

Ελένη Γκίκα

 

Κι αν για τον Ηράκλειτο ο Χρόνος είναι ‘παιδί που παίζει πεσσούς’, για την Ελένη Γκίκα αποτελεί μια ατέρμονη αναζήτηση, και σπουδή για το πώς θα πρέπει να τον διαχειριζόμαστε προκειμένου  να απαλυνθεί σε κάποιο βαθμό ο ασίγαστος πόνος της ανέκκλητης απώλειας ενός αγαπημένου που διενεργείται μέσα σε αυτόν, και που μαζί με την ματαιότητα της ίδιας μας της ύπαρξης αποτελούν κυρίαρχες και αναπότρεπτες εκφάνσεις κι όψεις της ζωής, της δικής της και της δικής μας:

«Κάποιος νεότερος φεύγει

«ένα μάταιο ψέμα»

δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί».

Αλλά και για το πόσο ματαιοπονούμε όταν δεν αποδεχόμαστε την ίδια αυτή ματαιότητα της ύπαρξης: «Πέθανε! Πάρ’ το απόφαση!/ Της το επαναλάμβανε αυτό κάθε μέρα./ Κι ως ένα σημείο το καταλάβαινε/ Πέθανε, έλεγε./ Κάθε που του τηλεφωνούσε/ και δεν της απαντούσε/ Απ’ το νεκρό τηλέφωνο το καταλάβαινε/ Κι απ’ τα ερμητικά σφραγισμένα παντζούρια/ Καθόλου φως πια/ κι ούτε τα χέρια του/ το είχε πάρει, έλεγε, απόφαση/ Αλλά κάθε νύχτα ξανάκουγε/ τη ζωντανή φωνή του στην κασέτα/ Τη ζωντανή φωνή ενός νεκρού άντρα».

Στην ενότητα με τις μάσκες, ο συμβολισμός και η σημειολογία προεξάρχει δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα σχεδόν μυθική, παραμυθένια, ενώ η πολυσημία των λέξεων και κατά επέκταση των εννοιών ενισχύονται από λέξεις-κλειδιά ή σύμβολα αγαπημένα της Ελένης και δικά μου, όπως οι ‘μάσκες’, πρόσωπα και προσωπεία, καθρέφτες, μεταμφίεση κλπ που εμπλέκονται στο ίδιο αυτό παιγνίδι για να του προσδώσουν την πρέπουσα μαγεία, μια μαγεία που συνεπάγεται ή απαιτεί το ‘μεταφυσικό παιχνίδι’ που συχνά συνταυτίζεται με τον δρόμο ή το ταξίδι: «Το βουνό/ Ο δρόμος του/ Ο χρόνος/ μια ρυτίδα/ ο Ταρκόφσκι/ η άσπρη σελίδα/ και ένα σοκολατένιο αυγό/ με γέμιση μαστίχας,/ κοίτα τι σκέφτηκαν!/  Πόση αιωνιότητα/ μπορεί να περιέχει/ αυτή η ασταμάτητη στιγμή…» αλλά και το κρησφύγετό μας: «Η μάσκα είναι/ η κρύπτη της/ πίσω απ’ το γέλιο/ το πένθος/ Φωτεινό να/ επισκιάζει τα πάντα/ Παντοδύναμο/ να την ρίχνει στον ύπνο/ Σοκολατένιο/ να της χαϊδεύει τα / σπλάχνα που/ αιμορραγούν/ δεν αντέχεται ο πόνος/ μόνο απ’ την κρύπτη/ με λήθη προσωρινή/ άλλη μια μέρα/ που νυχτώνει». Εδώ πρωταγωνιστικές μορφές των ποιημάτων της είναι κυρίως γυναίκες: της ζωής, αλλά της λογοτεχνίας, της μεγάλης αγαπημένης της ποιήτριας στην οποία έβρισκε/βρίσκει πάντα το λιμάνι της, το καταφύγιο της: «Λουκρητία, κάποτε,/ Βιρτζίνια, πνίγεται/ Σιμόν που/ βγάζει κάλους// περπατώντας/ Έμιλυ, χάνεται/ Τζέην, σε προσδοκίες/ πρώιμες/ Σύλβια,/ Πεθαίνει/ Τζόις/ χαράζει ακόμα τατουάζ/ Μαρία, σαν ήλιος/ δύει/ Κάρεν, σε γοτθικούς/ έρωτες- δείπνα/ Κατερίνα, ωραία έρημος/ το σώμα της/ Σαπφώ,/  ακόμα αινίγματα λύνουμε/ Μάρω,/ αναζητώντας τον Ντάνκαν/ Ιωάννα, / άπτερες νύφες/ Ρέα,/ σε άπατα νερά/ Φωτεινή/ καλά, μόνο στα όνειρά της,/ Μαργαρίτα,/ σαν υπνοβάτης έζησε/ Κασσάνδρα μαζί κι ο λύκος/ Αλίκη στον κόσμο,/ έτσι ή αλλιώς,/ αλλά πάντοτε…»

Ακολουθούν ποιήματα για την απώλεια, για την ματαιότητα, τη θλίψη, την αβάσταχτη αίσθηση της νοσταλγίας που πρέπει συνεχώς να τιθασεύεται και να ημερεύει, αλλιώς μοιάζει με εξοντωτικό οδοιπορικό, ένα ταξίδι δίχως τέλος ή σαν βάδισμα σε κινούμενη άμμο: «Μόνο ένα πρόσωπό σου/ στον καθρέφτη ή στον ύπνο/ μπορεί στο ποίημα / σαν όνειρο/ να ξεστρατίσει/ μια στιγμή για να το δει/ Κι ύστερα,/ το είδα;/ δεν το είδα;/ Πίσω ξανά/ με όμοια δίψα/ και τα εναπομείναντα / αδιάφορα/  προσωπεία- πρόσωπα,/ θα πρέπει να συνεχίσεις/ με τα πόδια στην άμμο/  να βαδίζεις ξανά…»                                                                                                     Βιωματική, στοχαστική, νοσταλγική, συμβολική, πολύσημη και κυρίως αινιγματική παραμένει η ποίηση της Ελένης Γκίκα και στην τελευταία της συλλογή. Μια συλλογή που, κατά τη γνώμη μου, αγγίζει τα ψηλότερα επίπεδα της ποιητικής τέχνης. Μια συλλογή που παρά το θέμα που πραγματεύεται, την εσωτερικότητα που αποπνέουν οι στίχοι, κανείς μπορεί να διακρίνει μια εκπληκτική εξωστρέφεια. Κι όλα (έννοιες, κρυφές και φανερές, υπαινιγμοί, στοχασμοί και σκέψεις) έχουν αποδοθεί σε μια γλώσσα απλή, απέριττη, καθημερινή, γοητευτική με αιφνίδιες συναντήσεις λέξεων, εικόνων, αντιθέσεων, μεταφορών και συμβόλων που με τους λεπτούς χειρισμούς της, τον ευαίσθητο και διακριτικό τρόπο με το οποίο αφήνει να αποκαλυφθεί η προσωπική της θεώρηση, ακόμα και η θλίψη της γίνεται γλώσσα λυρική, διεισδυτική, συμβολική και πανανθρώπινη επιβεβαιώνοντας πάντα τη ρήση του μεγάλου ποιητή με τον οποίο ξεκίνησε, ότι η λογοτεχνία, όπως κάθε μορφή τέχνης ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν είναι αρκετή.

 

«Γυναίκα του Schiele

με τα φουστάνια σηκωμένα

Άγνωστη εσύ του Hopper

με βλέμμα χαμένο

έξω από τα cafe’

το τρένο

ολομόναχο πάντα

την ώρα του πόθου

της φυγής

ωστόσο

εραστές, ευτυχισμένοι εραστές…

κι εκεί

κι εδώ

και πάντα…»

 

***

 

«Τον βλέπω που πλησιάζει

έχει το νεανικό σου πρόσωπο

αυτό με τα μαλλιά και

δίχως το σημάδι

Τότε δεν είχαμε πάει στη

Βουλιαγμένη για να σημαδευτεί

Έχει τα χέρια σου

αλλά δίχως νικοτίνη

και τα καφέ φεγγάρια του καιρού

Έχει τη φωνή σου

αδρή, νεανική σαν άνεμος βοριάς

σήμερα αναβοσβήνει σαν κεράκι

Έχει τα πόδια σου

για να διαχειρίζεσαι εσύ το χάος

Έχει το βλέμμα «εγώ είμαι εδώ

και μην ανησυχείς»

 

***

 

«Εκ γενετής

 

Μόνο τη μάσκα θυμάται

πολύ φοβάται ότι μ’ αυτήν έχει

τελικά γεννηθεί.

Μέσα στο υγρό της

μάνας της

που όλο σιγοψιθύριζε

το μέλλον

Έτσι γεννήθηκε

Με ένα μέλλον στο κούτελο

Τη μάσκα της

το δικό της αστέρι.

Ματαίως ψάχνει το

πρόσωπο

εδώ και καιρό.

Ίσως στην έξοδο

σκέφτεται

ο Χρόνος, ίσως».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top