Fractal

Πονάω μεγαλώνοντας/ πονώντας μεγαλώνω

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Θάνος Πανταζής «Εν μέσω ψιθύρων», εκδ. ΑΩ

 

Κάθε φορά που πιάνω στα χέρια μου ένα βιβλίο ποίησης, αναζητώ μέσα σε αυτό κάτι να μου μιλήσει. Και είναι όταν προσπαθώ να το ακούσω στη σιωπή που θα με βρουν οι στίχοι, ή δεν θα με βρουν. Πάντως είναι μια εσωτερική διαδικασία που γίνεται αυτόματα, οι συνδέσεις γίνονται αυτόματα και με οδηγούν σε πνευματικά, αβέβαια πολλές φορές μονοπάτια.

«Εν μέσω  ψιθύρων» ο Θάνος Πανταζής κάνει τον απολογισμό της ζωής του, ανάμεσα στις μικρές κοφτές παύσεις, τις ανεπαίσθητες εκείνες σιωπές που έχουν τον τρόπο τους να μας αποκαλύπτουν τον αληθινό μας εαυτό ή έστω να μας φέρνουν κοντά σε αυτόν. Στο ποίημα «Αναζητώντας΅» γράφει θίγοντας το σημαντικό θέμα της ανθρώπινης αυτογνωσίας που όσο επίπονη κι αν είναι, αποδεικνύεται, ωστόσο, απαραίτητη, προκειμένου να κερδίσει κανείς την ψυχική του ισορροπία: «Από κρυφά κι αβέβαια μονοπάτια/Ψάχνω να βρω τον εαυτό μου/» Και λίγους στίχους παρακάτω: «Θα ‘πρεπε από καιρό να τον γνωρίσω/Αυτόν που με κοιτά απ’ τον καθρέφτη/» Και είναι σωστός ο ποιητής όταν επισημαίνει  στο ποίημα «Οι δύο φάροι»: «Στις θάλασσες τους νου σαν ταξιδεύεις/Οι μαύροι ύφαλοι καραδοκούν/Του λογικού σου το σκαρί να το μπατάρουν/» Από τη μία η προσδοκία της ανακάλυψης του εαυτού και των επιθυμιών ή των προσδοκιών του, από την άλλη οι πειρασμοί-κίνδυνοι που βάζουν σε κίνδυνο τη λογική σκέψη, και προφανώς όχι μόνο αυτά, θα οδηγήσουν τον ποιητή να γράψει στο τέλος του ποιήματος «Αναζητώντας»: «Τα πάντα με κουράζουν και με θλίβουν/Στα μονοπάτια του μυαλού μου σα βαδίζω/»

Ο Θάνος Πανταζής μας χαρίζει ένα μάλλον απαισιόδοξο βλέμμα, αλλά πιστεύω ότι ταιριάζει αυτό όταν μιλά κανείς για πράγματα ανθρώπινα. Για πράγματα γήινα. Τον απασχολεί ο βίος, η πολιτεία αλλά και τα συναισθήματα τα δικά του και των άλλων γύρω του. Η παιδική φιλία και η αξία της στη συνείδησή του στο σύντομο ποίημα «Εις μνήμην». Οι χαρές και οι λύπες, η αναμονή, η συγχώρεση, η αγάπη, τα λόγια που ποτέ δεν ειπώθηκαν, η πίστη, ο χρόνος, οι μετανάστες και οι δοκιμασίες τους, είναι θέματα που τον απασχολούν και επανέρχονται με διαύγεια μέσα στα ολιγόστιχα και μετρημένα του ποιήματα. Μετρημένα με την έννοια ότι ο Πανταζής δεν καταφεύγει διόλου σε υπερβολές ,ασυνάρτητα τσιτάτα ή μεταμοντέρνες τεχνικές. Με θυμοσοφική διάθεση μετράει τους Ίσκιους που μεγαλώνουν μέσα στο σκοτάδι και μπορεί κάλλιστα κι αβίαστα να στοιχειώσουν τον άνθρωπο. Αλλά είναι πάντα το φως που επιστρέφει και σκορπάει τους ίσκιους της ψυχής. Και μια και μιλάμε για τη δύναμη και την σπουδαιότητα του φωτός, γράφει στο ποίημα «Στην Ελλάδα την άνοιξη» που το αφιερώνει στον αδερφό του: «Και ποίημα λέω να γράψω φωτεινό/Για σένα που όλα αυτά πίσω σου άφησες./» Πάντως και για τη θλίψη και για τη χαρά σιωπή χρειάζεται και για να δεις και για να ακούσεις και για να μυρίσεις σιωπή χρειάζεται. Σιωπή που μεταφράζεται σε αίσθηση. Αρκεί να νιώθει κανείς. Και τότε δεν υπάρχει ούτε θλίψη, ούτε πόνος. Όταν κλείσεις τα βλέφαρα και αφουγκραστείς την αλήθεια που κουβαλά κάθε μικρή ή μεγάλα στιγμή που ζεις.

Οπότε, τι μου δίνει η ποίηση του Πανταζή; Κάτι καθόλου αμελητέο. Μου θυμίζει αυτά που ίσως άθελά μου πάω να ξεχάσω, όταν με παρασέρνει η βοή αυτού του κόσμου. Μου θυμίζει την αξία της σιωπής, της σιωπής την αγαλλίαση που για να μετουσιωθεί σε ποίημα πρέπει πρώτα η ψυχή να ματώσει.

Επίσης, αν κάποιοι στίχοι από το βιβλίο θα μπορούσαν συνοπτικά να δώσουν το στίγμα του ,θα έλεγα ότι είναι οι παρακάτω και ανήκουν στο ποίημα «Μεγαλώνοντας»: «Πονάω μεγαλώνοντας./ Πονώντας μεγαλώνω./ Όχι ωστόσο στο κορμί./Πιότερο στην ψυχή μου/».

Ξεχωρίζω τα ποιήματα «Μετανάστης» και «Πατήσια», δύο ποιήματα καλοσχεδιασμένα και ιδιαίτερα πετυχημένα πιστεύω που  αναφέρονται στην σύγχρονή μας πραγματικότητα, δίνοντας παράλληλα το γενικότερο τοπίο, το στίγμα της εποχής, αλλά και το στίγμα της  ανθρώπινης μοίρας.

 

Πατήσια

 

Περιδιαβαίνω γι άλλη μια φορά

Τα γνώριμα, εφηβικά λημέρια

Αιώνια δέσμιος της θύμησης.

Σαν άξαφνο χαστούκι με χτυπά

Ο ξεχαρβαλωμένος ξεπεσμός.

Γωνία Καυτατζόγλου με Χρυσοστόμου Σμύρνης.

Κοιτώ ψηλά.

Πολύχρωμα σεντόνια στα μπαλκόνια,

Μπουγάδες στις ταράτσες ανεμίζουνε.

Και γίνονται τούτα τα μουντά τσιμέντα

Σκούνες κομψές που ταξιδεύουνε ανέμελα

Στις γαλανές, στις μερωμένες θάλασσες

Του λιοθρεμμένου ουρανού της Αττικής.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top