Fractal

Η μυθιστορηματική και η ποιητική παρουσίαση της δολοφονίας του νεαρού νέγρου Emmett Till

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

‘‘Emmett Till’s name still catches in my throat,

like syllables waylaid in a stutterer’s mouth.

A fourteen-year-old stutterer, in the South

to visit relatives and to be taught

the family’s ways. His mother had finally bought

that White Sox cap; she’d made him swear an oath

to be careful around white folks. She’d told him the truth

of many a Mississippi anecdote:

Some white folks have blind souls. In his suitcase

she’d packed dungarees, T-shirts, underwear,

and comic books. She’d given him a note

for the conductor, waved to his chubby face,

wondered if he’d remember to brush his hair.

Her only child. A body left to bloat’’.

 

Marilyn Nelson, A Wreath for Emmett Till

Το 2005, η ολοκλήρωση της μεγάλης δημοσιογραφικής έρευνας του Kenneth Beauchamp σχετικά με τη δολοφονία του Emmett Till (1941-1955), οδήγησε το FBI να ανοίξει εκ νέου τους σχετικούς φακέλους και να ξεκινήσει καινούργια έρευνα. Σε απάντηση των αποκαλύψεων από τον Beauchamp που δεν έγιναν όμως δεκτές στην αρχική δίκη και των νέων στο ντοκιμαντέρ του ‘Η ανείπωτη ιστορία του Έμετ Τιλ’ (The Untold Story of Emmett Till), οι υπηρεσίες πήραν την αμφιλεγόμενη απόφαση για εκταφή του σώματος του Till, πενήντα χρόνια αργότερα. Δεν ήταν όμως αυτή η πρώτη φορά! Αν και ο Emmett Till δολοφονήθηκε μόνο μία φορά, το σώμα του ‘αγοριού που ποτέ δεν πέθανε’ υψώθηκε μπροστά στους αμερικανούς ξανά και ξανά, σηματοδοτώντας την χρησιμότητα του τραυματισμένου σώματος ενός μαύρου νεαρού στην αμερικανική λήψη αποφάσεων και τους τρόπους που αυτό σηματοδοτεί και στρεβλώνει το σχήμα της δικαιοσύνης, αφήνοντάς την στην καλύτερη περίπτωση, παραμορφωμένη και αμφίθυμη.

Μετά την αρχική υπόθεση και την ιστορία της δολοφονίας του, το σώμα του Till ανασύρθηκε από το βυθό του ποταμού για να ματαιώσει την επιθυμία των δολοφόνων για το απόρρητο της υπόθεσης, αλλά και στη συνέχεια πολλάκις είδε το φως της δημοσιότητας. Το 2005, το σώμα του ξεθάφτηκε πάλι, διαμελίστηκε, αναλύθηκε, επιδείχτηκε και θάφτηκε εκ νέου. Καμία όμως από αυτές τις προσπάθειες, από διαφορετικές και συχνά αντιτιθέμενες απόψεις, δεν κατάφερε να αποδώσει δικαιοσύνη και ικανοποίηση σε όποιον την επιθυμούσε, για λογαριασμό του Emmett Till. Κανείς δεν ήταν πιο σαφής σχετικά με το σώμα του Emmett Till από τον Jesse Jackson, ο οποίος μιλώντας με την ευκαιρία της εκταφής του 2005, δήλωσε: ‘Ο Emmett Till είναι ένα μεγάλο σύμβολο, αλλά δεν θα πρέπει να αποτελεί και τρόπαιο’! Από την πλευρά του, το FBI έκανε μεγάλες προσπάθειες για να υποστηρίξει ότι η όλη υπόθεση απαιτούσε ενδελεχή κόπο και έρευνα, δεν αποτελούσε απλή ιστορική διαδικασία και ότι η εκταφή και εξέταση των λειψάνων του Till ‘ήταν ζωτικής σημασίας για τη δίκαιη επίλυση της υπόθεσής του’.

 

Χαρακτηριστική φωτογραφία του Emmett Till (1941-1955).

Χαρακτηριστική φωτογραφία του Emmett Till (1941-1955).

 

Η επανάληψη, για μερικούς, του μακάβριου δράματος της ταφής και κυρίως της εκταφής συμβαίνει, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, όταν αναδύεται μια συλλογική επιθυμία να γεφυρωθεί το χάσμα που ωστόσο θεωρείται ότι διαχωρίζει απολύτως τις φυλές. Οι επανειλημμένες εμφανίσεις του σώματος του Till δημοσίως, ενέχουν τελετουργικής σημασίας, και εξέθεσαν μια συλλογική επιθυμία για ‘φυλετική θεραπεία’, ακόμη και όπως υποστηρίζουν κάποιοι να τονίσουν, έστω, την αδυναμία της. Αυτό που αντιμετώπισαν κάθε φορά που το σώμα του Till υψωνόταν μπροστά τους, είναι η σύγκρουση μεταξύ της επιθυμίας για την προστασία του σώματος του μικρού νέγρου και της επιθυμίας να αποδοθεί δικαίωση στο πρόσωπο της φυλετικής βλάβης. Τα εγκλήματα εναντίον του σώματος του νεαρού για πολλά χρόνια δεν είχαν βρει δικαίωση, επειδή παρέμεναν θεμελιώδους σημασίας για την κυρίαρχη λευκή τάξη, και έτσι η δικαιοσύνη και εδώ υπήρξε πάντα επικείμενη, αποσπασματική και αμφισβητήσιμη. Συνεπώς, ο πάντοτε προσωρινός ενταφιασμός του σώματος του Till, σηματοδοτεί το σημείο όπου η χρησιμότητα της εξουσίας πάνω στο μαύρο σώμα παραβιάζει την εύθραυστη μεμβράνη του πολιτικού ιδανικού. Αντί για μια θέση κλεισίματος ή μετασχηματισμού κάποιων παραμέτρων, ο τάφος του νεαρού γίνεται ο στοιχειωμένος τόπος, ο δείκτης της γενικότερης κρίσης της κοινωνίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα ίδια τα γεγονότα το FBI αναζήτησε ξανά στα λείψανα του σώματος για να επαληθεύσει την ταυτότητά του μέσω του τεστ DNA, ακόμη και αν η μητέρα του Till, η οποία διαμαρτυρήθηκε για την εκταφή, είχε επανειλημμένως επιβεβαιώσει την ταυτότητά του παιδιού της, έγιναν με τρόπο που χρησιμοποιήθηκε το σώμα για την, ακόμα μια φορά, καθιέρωση και ενίσχυση της κυρίαρχης λευκής δύναμης. Αν και το 2005, πρόθεση ήταν η ανακάλυψη της αλήθειας και η απονομή επιτέλους της δικαιοσύνης, η χρήση του σώματος του Till το 2005, ανακεφαλαίωνε και επαναλάμβανε την εξουσία των κυρίαρχων δυνάμεων οι οποίες αθώωσαν ‘νομίμως’ τους δολοφόνους του Till παρά την εκτεταμένη και διάχυτη γνώση της ενοχής τους. Κατά τη διάρκεια της δίκης των γνωστών δολοφόνων του Till, η υπεράσπισή τους αρνήθηκε ότι το σώμα του Till θα μπορούσε να αναγνωριστεί νομικά, και έτσι δεν θα μπορούσε να τεκμηριωθεί και στοιχειοθετηθεί κανένα έγκλημα εις βάρος τους. Έτσι ισχυρίστηκαν ότι κανείς δεν διέπραξε το έγκλημα, επειδή δεν υπήρχε θύμα. Από τη μία πλευρά, η υπεράσπιση παραδέχτηκε ότι ο Till είχε αναγνωρισθεί από τους Μίλαμ (Milam) και Μπράϊαντ όταν τον απήγαγαν από το σπίτι των συγγενών του, αφού προηγουμένως διαπίστωσαν ότι πράγματι ‘ήταν το αγόρι που είχε πει εκείνα τα πράγματα’ (he was the boy who had done that talking). Ωστόσο, η απόδειξη αυτή τελικά διευκόλυνε την αθώωση με την χρήση ασυναρτησίας, της ανωνυμίας και του δυσανάγνωστου του σώματος. Παροτρύνοντας την επιτροπή των ενόρκων να απορρίψει τη γνώμη της μητέρας του Till, οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν ότι η δυσκολία αναγνώρισης του σώματος του Till, τον έκανε δυσανάγνωστο ως νομικό υποκείμενο και τόνισαν ότι ‘εάν αυτό ήταν αναγνώριση, τότε κανένας από εμάς δεν είναι ασφαλής’. Σε αυτή τη λειτουργία ανάγνωσης, η ασφάλεια και η ιερότητα του λευκού ανδρισμού εξαρτήθηκε από το δυσανάγνωστο της μαύρης προσωπικότητας, το τραυματισμένο μαύρο σώμα έγινε αναγνωρίσιμο μόνο ως αντικείμενο και όργανο της λευκής δύναμης, και η νομική δικαιοσύνη ορίστηκε από αυτές τις ‘χρήσεις’ του σώματος. Αυτή η αποκάλυψη νέων πραγματικών γεγονότων στην εκταφή του 2005, η οποία επέτρεψε στο FBI να κλείσει την υπόθεση της δολοφονίας του Till, αντί να αναλάβει δράση για την αντιμετώπισή τους, μαρτυρεί πως η χρήση του τραυματισμένου μαύρου σώματος του νεαρού παιδιού, τόσο ως πραγματική βάση που στηρίζει και επεκτείνει τα προνόμια των λευκών, όσο και ως υπόβαθρο της μαύρης υποκειμενικότητας, καταδίκασε για ακόμα μια φορά, την όλη προσπάθεια για απονομή της πολυπόθητης δικαιοσύνης!

Ωστόσο, αν ακολουθήσουμε την επιμονή της μητέρας του, ότι η δικαιοσύνη δηλαδή αρχίζει από τη στιγμή που κοιτάμε το σώμα του Έμετ Τιλ (Emmett Till), και κρατήσουμε στο νου μας το όραμα της ύπαρξής του και το τι ακριβώς έγινε σ’ αυτόν, ένα περίπλοκο μοντέλο αντίστασης που παρακίνησε την πολιτική δράση και την πολιτική αλλαγή κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων και των κινημάτων για πολιτικά δικαιώματα, τότε θα επιστρέψουμε στην ιδέα ότι υπήρχε πράγματι κάποιος δρόμος δικαιοσύνης που ανιχνεύτηκε στα υπολείμματα της σάρκας του. Στα σχετικά λίγα μυθιστορηματικά έργα που απεικονίζουν τον Τιλ ως πρωταγωνιστή, οι Chris Crowe, Lewis Nordan, και Marilynn Nelson, δραματοποιούν την ιστορία του θανάτου του Till, προκειμένου να φέρουν πάλι στο προσκήνιο και επαναπροσδιορίσουν τη θέση της Αμερικής με το απαχθέν μαύρο σώμα στο Μισισιπή. Αυτά τα δύο μυθιστορήματα, δηλαδή το ‘Wolf Whistle’ του Lewis Nordan (Algonquin Books, 2003), και το ‘Mississippi Trial, 1955’ του Chris Crowe (New York: Penguin, 2002), καθώς και το εκτεταμένο ποίημα ‘A Wreath for Emmett Till’ (Boston: Houghton Mifflin, 2005) της νέγρας ποιήτριας Marilyn Nelson (1946- ) από το Κλήβελαντ του Οχάιο, είδαν με την πάροδο του χρόνου το φως της δημοσιότητας και περιέχουν ιστορίες για πραγματικούς εφήβους, όπως ο Έμετ Τιλ. Το ότι αποτελούν έργα για παιδιά δεν περιορίζει τη σημασία τους, ούτε και μειώνει την ικανότητά τους να μας ενημερώσουν σχετικά με τη συνεχιζόμενη αποτελεσματικότητα της ‘μαύρης προσωπικότητας’ στις ΗΠΑ. Αντίθετα, επιθυμούν να τονίσουν το μοντέλο της ενηλικίωσης των νεαρών αμερικανών και να μας προσφέρουν την κοινωνική, πολιτική και ακόμη την πνευματική διαδικασία μέσω της οποίας τα αμερικανικά θέματα κινούνται από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση. Έχουν πολυδιαβαστεί και έχουν κερδίσει σχεδόν όλα τα σημαντικά βραβεία παιδικής λογοτεχνίας, που πιστοποιούν τις σημαντικές οικονομικές και πολιτιστικές αξίες της Αμερικής. Αυτό που προκαλεί εντύπωση σχετικά με τις συγκεκριμένες ιστορίες του αμερικανικού τρόπου ωρίμανσης της ηλικίας και του χαρακτήρα, είναι ο τρόπος που δραματοποιούν το ευρύτερο πολιτιστικό τελετουργικό του εξορκισμού και αρνούνται τη φυλετική επούλωση. Μέσα στα έργα και τις συνομιλίες μεταξύ τους, το διαμελισμένο σώμα του Till γίνεται μια ενσωματωμένη περιοχή αμερικανικής φυλετικής μνήμης, σκισμένης και επιδιορθωμένης ξανά, το οποίο έχει θαφτεί και εκταφεί και πάλι, και επανέρχεται στη μνήμη από επιθυμίες αντικρουόμενες, όπως την επιθυμία να διατηρήσει μια κάστα την εξουσία με την αναπόφευκτη πρόκληση του φυλετικού τραυματισμού, την επιθυμία να ξεχάσουν όλοι και κυρίως οι Αμερικανοί αυτό που συνέβη, την επιθυμία να διατηρηθεί η μνήμη για να το επισκευάσει και να θέσει κάποιο τέλος σε όλα αυτά. Το σώμα του Τιλ, όπως η ίδια η μνήμη, ‘γίνεται η κλειστή αρένα της σύγκρουσης μεταξύ δύο αντιφατικών ενεργειών: της λήθης… και της επιστροφής εκείνου που είχε ήδη ξεχαστεί’. Όπως αυτό το αρχέγονο έδαφος ενσωματώνεται στη διαδικασία της μνήμης, της σύγκρουσης μεταξύ αντιτιθέμενων δυνάμεων, το σώμα του Τιλ λειτουργεί όχι ως μια τοποθεσία για να θυμηθούμε τον ίδιο, αλλά ως ένα πεδίο μάχης, ένα κόκκινο μητρώο διαχωρισμού και ασυνέχειας. Με τους διαφορετικούς τρόπους φαντασίας και απεικόνισης των τραυματισμένων μαύρων Αμερικανών, αυτά τα αντιπολιτευτικά έργα συνιστούν αμερικανικές υποκειμενικότητες και προσπαθούν να υλοποιήσουν την αμερικανική φυλετική θεραπεία, τοποθετώντας μπροστά μας το επίμαχο ζήτημα της σχέσης μεταξύ της ιδιοσυγκρασίας των μαύρων ατόμων στον πόνο, τις δυνατότητες για μαζική αμερικανική θεραπεία, και την εγκαθίδρυση της δικαιοσύνης στις σύγχρονες κοινωνίες και περιόδους. Μαζί τους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα της επανατοποθέτησης της δικαιοσύνης σε σχέση με την ιστορία της φυλής και τη συνέχειά της, κι ακόμα με κρίσιμα ερωτήματα όπως, ποιά είναι τελικά τα θύματα της φυλετικής ανισότητας και ποιόν επιτέλους εξυπηρετεί η δικαιοσύνη; Και φυσικά τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε ή να δημιουργήσουμε που θα ανταμείψει όσους θίχτηκαν με όποιο τρόπο, όταν το παρελθόν που τους έβλαψε εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα;

Γράφοντας για την ανολοκλήρωτη διαδικασία της δικαιοσύνης και τη δυνατότητα επανόρθωσης των εγκλημάτων κατά της μαύρης προσωπικότητας, πολλοί ισχυρίζονται ότι ασχολούμενοι με το έργο της αποκατάστασης, σημαίνει ότι ασχολούμαστε με τις ερωτήσεις που μας εμποδίζουν να ξεχάσουμε ένα παρελθόν που όμως δεν είναι παρελθόν, και ότι η αναζήτηση άλλων τρόπων μνήμης, σημαίνει ότι εξακολουθούμε να ζούμε με την επίγνωση ότι αυτό που έχει καταστραφεί δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Η δικαιοσύνη θα προκύψει μέσα από την προσπάθειά μας για να διαβάσουμε την αρπαγή του μαύρου σώματος με την πρόθεση όχι της αποκάλυψης του τι ακριβώς συνέβη, ούτε σε τι οφείλονται όλα εκείνα που συνέβησαν τότε, αλλά μάλλον με τη σύγχρονη πραγματικότητα της ελευθερίας και με τη μελαγχολική αναγνώριση των προβλεπόμενων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης όλων των θεμάτων που ακόμα βρίσκονται προσκολλημένα σε εκείνο το παρελθόν. Στην ατέλειωτη συνομιλία σχετικά με το μαύρο σώμα και τις χρήσεις του, στο χορό των ανταγωνιστικών προοπτικών, των επενδύσεων και ακόμη των καλλιτεχνικών μορφών, το σώμα του Emmett Till γρήγορα επισκιάζεται μέσα στο σώμα της ιστορίας, της αλήθειας και της σκιάς της, και ίσως, σε αυτό το σταυροδρόμι, της ίδιας της προσωπικότητας του νεαρού Emmett Till.

Στο ‘Wolf Whistle’ του Lewis Nordan, ο Emmett Till παρουσιάζεται ανάμεσα σε ζαχαρωτά και γλυκά, όπως παρουσιάζεται ξανά σε μια ευρύτερη πολιτιστική σκηνή, όπου οι χρήσεις του μαύρου σώματος δραματοποιήθηκαν από τον Nordan διαμορφώνοντας τη νομική πρακτική και την πολιτιστική πολιτική. Το φάντασμα ενός ήδη δολοφονημένου Emmett Till τραγουδάει κάτω από το νερό, ένα τραγούδι προειδοποίησης, προφητείας και θρήνου για τα μικρά λευκά αγόρια που πρόκειται να ανακαλύψουν το κουρελιασμένο σώμα. Ο Till είναι επιφυλακτικός απέναντι στα αγόρια και γι αυτό τα προειδοποιεί να μείνουν μακρυά, τραγουδώντας, ‘Μην κοιτάζετε, μη με κοιτάζετε, κρατήστε την αθωότητά σας για άλλη μια στιγμή’. Ταυτόχρονα όμως, ο Τιλ με το τραγούδι του, τους δελεάζει: ‘Εγώ είμαι η γοργόνα, εγώ είμαι ο άγγελος της λίμνης, είμαι το σκοτάδι που ψάχνετε σε όλη τη θλιβερή σας ζωή’. Το θρυμματισμένο μάτι των δολοφόνων του, μετατρέπεται σε ένα μαγικό μάτι που τα βλέπει όλα καθαρά, η φωνή του σε ‘φωνή ενός αγγέλου’ και το τραγούδι του καλεί τα αγόρια κοντά του, πάνω στο βράχο του διαμελισμένου σώματός του. Εκεί, με αυτόν τρόπο, η αθωότητά τους θα πεθάνει, και από αυτή τη βάπτιση θα ξαναγεννηθούν, ενώ ο Till θα εξαλειφθεί με έναν τρόπο που δεν επιτυγχάνεται με το σωματικό θάνατο. Μετά, στην ενήλικη ζωή, το τραγούδι τελειώνει και το μαγικό μάτι του Till σταματάει να βλέπει. Ο Till πλέον είναι νεκρός!

Το ‘Wolf Whistle’ του Lewis Nordan, μοιράζεται αυτές τις στρατηγικές με το ‘Mississippi Trial, 1955’ του Chris Crowe, το οποίο προσεγγίζει επίσης το δίλημμα που αντιπροσωπεύει η ιστορία του Emmett Till, με την επαναφορά μιας φρικτής αντιπαράθεσης της έννοιας του μαύρου ως ιστορία ενηλικίωσης του λευκού ανδρισμού. Δημοσιευμένη στο 2002, η ιστορία του Crowe επικεντρώνεται στην κρίση που δημιουργείται όταν ο Hiram Hillburn, ένας βόρειος νεαρός λευκός επισκέπτεται την οικογένειά του στο Νότο, και εκεί συνειδητοποιεί ότι έχει μυστική γνώση της αληθινής ιστορίας που έλαβε χώρα εκείνη τη νύχτα, κι ακόμα εστιάζεται στην ταυτότητα και την ομολογία του σε συμμετοχή σε λιντσάρισμα, μια ανείπωτη ιστορία που παραμένει στο παρασκήνιο. Το θέμα της φυλετικής διάχυτης απειλής μέσα στο βιβλίο και της επαπειλούμενης καταστροφής του Hillburn, είναι εκείνο ενός βορείου που μιλάει από τη σκοπιά του, και ο οποίος γνωρίζει πράγματα που δεν θα έπρεπε, που τραυματίζεται, φιμώνεται και τέλος καταστρέφεται, αλλά τότε ακριβώς ξαναγεννιέται μέσω της γνώσεως του μαύρου πόνου.

Ως βαρετός βόρειος, με πλήρη άγνοια των τρόπων και της νοοτροπίας του Νότου, ο Hillburn σώζει τον Emmett Till από τον πνιγμό στο ποτάμι. Ευρισκόμενος δίπλα στην όχθη του ποταμού, ο Hillburn ξυπνά από το ειρηνικό όνειρο του πατέρα του και πανικοβάλλεται από τη φωνή και έκκληση σε βοήθεια. Ο Hillburn είναι ο μόνος που μπορεί να δει τον Till, ο μόνος ο οποίος μπορεί να ακούσει την αλλοιωμένη φωνή του πνιγμού, ο μόνος που αντιλαμβάνεται ότι το σώμα του Till βρίσκεται σε κίνδυνο. Ακριβώς λόγω αυτής της ικανότητάς του να ακούσει τη χαμένη φωνή και να δει το αόρατο σώμα, ο Hillburn μας υπενθυμίζει τη δυνατότητα που έχουμε, να δούμε με άλλο μάτι τον Emmett Till. Όταν, όμως, πηγαίνει στο ποτάμι μαζί με τον Till, ο Hillburn δέχεται χτυπήματα, συνθλίβεται το κεφάλι του, πνίγεται από κάποια χέρια γύρω από το λαιμό του και βυθίζεται με βιασύνη. Η περιγραφή του σφιξίματος και της λαβής του πνιγμού, αντικατοπτρίζει το τρομερό χτύπημα που κατέστρεψε το κεφάλι και το πρόσωπο του Till με το μεγάλο βάρος του ανεμιστήρα του εκκοκκιστηρίου βάμβακος που τον έσυρε στο βυθό του ποταμού, και τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, τις δυσχέρειες που ακολούθησαν στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, οι οποίες τελικά έγιναν αναπόσπαστο μέρος των καταθέσεων γύρω από το περιστατικό του φόνου του νεαρού μαύρου στον αμερικάνικο Νότο. Ο Hillburn στο βιβλίο του μας λέει ότι θα ήταν και οι δύο είναι νεκροί αν δεν έκανε κάτι. Τα μαύρα σημάδια τώρα χαραγμένα πάνω στο λευκό σώμα γίνονται ευανάγνωστα, και μετατρέπονται από φρίκη σε τοποθεσία αφηγηματικού νοήματος.

Τόσο ο Nordan όσο και ο Crowe, έγραψαν τα μυθιστορήματά τους για να διαφωτίσουν το νεανικό κοινό, για να φέρουν μπροστά και να καταχωρήσουν τη δική τους ηθική αντίρρηση στο ρατσισμό και την επιθυμία τους αυτός επιτέλους να τελειώσει, όχι με απλές και βίαιες ρατσιστικές πράξεις, αλλά με τις ιδεολογίες πάνω στις οποίες είναι θεμελιωμένος, μεταξύ των οποίων σίγουρα έχουν επίσης εξέχουσα θέση, ο τρόπος που σκεφτόμαστε και συμπεριφερόμαστε κάθε μέρα, ή που γυρίζουμε την πλάτη μας ή όταν προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε κάποια πράγματα και γεγονότα. Το ερώτημα εφιστά την προσοχή στη ρατσιστική βία που είναι ενσωματωμένη στην ιδεολογία και όχι στη φιλοσοφία, όχι στη θεαματική βία του λιντσαρίσματος, αλλά στη βία ως καθημερινή πρακτική, μεταξύ του λευκού και του μαύρου, τουλάχιστον σε αυτή τη χώρα. Στην αλληγορική απόδοσή τους, τα μυθιστορήματα αυτά συμμετέχουν όχι μόνο στη θεμελιώδη παράδοση της αμερικανικής γραφής που χρονολογείται βεβαίως από πολύ παλιά, αλλά επίσης στη σύγχρονη αποτελεσματικότητα της τελετουργικής χρήσης του σώματος. Οι συγγραφείς τους βασίζονται σε έναν πυρήνα σημασιών που έχουν ενσωματωμένο έναν αριθμό διαφορετικών πολιτισμικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας και επίδειξης των ικανοτήτων των μαύρων ηθοποιών κι ακόμα τον σύγχρονο κινηματογράφο των ΗΠΑ. Η αντίφαση ανάμεσα στην καλοπροαίρετη επιθυμία να εκπροσωπήσουν τον Till, και από την άλλη μεριά την επιθυμία τους να διατηρήσουν τα όρια και τα προνόμια του λευκού, παράγει ένα περίεργο φαινόμενο, με τα μυθιστορήματα να επιχειρούν να αναγνωρίσουν την ανθρωπιά του Till επισυνάπτοντας ταυτόχρονα τη δυστυχία του, απορροφώντας την και φέρνοντάς την πάλι στο προσκήνιο, λίγο αργότερα. Οι πρωταγωνιστές τους τροφοδοτούνται από τη συνάντηση με τον πόνο του Till, ο οποίος καταλαμβάνει ένα ζωτικό μέρος της αναπόφευκτης διαδικασίας της εγκατάλειψης της εφηβείας και της ενηλικίωσης.

Αυτό που αποδεικνύουν και τα δύο μυθιστορήματα, είναι ότι η δημιουργία νοήματος στο μαύρο σώμα εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας για το σχηματισμό της λευκής υποκειμενικότητας, και ότι η κεντρική θέση του τραυματισμένου μαύρου σώματος για την κατασκευή της λευκότητας ανατρέπει την επίτευξη της δικαιοσύνης για λογαριασμό του. Με την ανάσυρση του σώματος του Till από το ποτάμι ως πρωταρχική στιγμή της υποκειμενικότητας του λευκού αρσενικού, τα μυθιστορήματα θέτουν σε λειτουργία έναν κύκλο θανάτου, εξαγοράς και αναγέννησης μέσω του κατεστραμμένου σώματος του Till, το οποίο προσφέρουν ως μηχανισμό διάρθρωσης της σύγχρονης αυτο-ανάδειξης και δημιουργίας. Στα μυθιστορήματά τους, αλλά και στα άλλα κείμενά τους, οι Nordan και Crowe διαπραγματεύονται τη σχέση μεταξύ του μαύρου και του λευκού, νομιμοποιώντας την έννοια της θυσίας, καθορίζοντας την ιεραρχία αξιών μεταξύ των μαύρων και των λευκών, και επαναπροσδιορίζοντας τι είναι μικρότερο και τι μεγαλύτερο και σπουδαιότερο, και αν, πότε και πως πρέπει να παραιτούμαστε από το ένα για το άλλο. Από αυτή την άποψη, η αξία του Till ως ιστορικού προσώπου, είναι το θέαμα του θανάτου του και η ευκαιρία που αυτό προσφέρει για προβληματισμό, κατανάλωση και ‘κατασκευή’ του εαυτού. Το ρητό επιστέγασμα αυτής της θυσίας, είναι η λύτρωση, και πιο πολύτιμος από τη ζωή, ο θάνατός του πυροδοτεί μια φωτιά εξαγνισμού μέσω της οποίας ο ταπεινός άνθρωπος μπορεί να γίνει μεγαλειώδης και πανέμορφος. Εάν η σημασία του μαύρου σώματος έγκειται στη λειτουργία του ως αναγκαία θυσία, τότε το κρίσιμο σημείο της θυσίας είναι η σωτηρία του λευκού ανθρώπου. Όπως και οι σύγχρονες εκδοχές της ιστορίας του Till, τα δύο μυθιστορήματα δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες για τη θυσία, εγκλιματίζοντας και προσαρμόζοντας την ιδέα του τραυματισμού του μαύρου σώματος και την αναγκαιότητα αυτής της καταστροφής, παρουσιάζοντας τον Till ως επικίνδυνο άτομο και ύποπτο για πολλά δεινά παρουσία στον αμερικανικό ρατσιστικό Νότο. Με τη επισήμανση της ομιλίας του ως δύσκολης και άτακτης, τα μυθιστορήματα θεωρούν δεδομένο το ατόπημα και τη συμπεριφορά του Till, και φυσικά την αναγκαιότητα της τιμωρίας του. Με αυτόν τον τρόπο, αμφότερα τα βιβλία αναπαράγουν την εξήγηση αιτίου-αποτελέσματος που ακούστηκε στην ομολογία από τους κατηγορούμενους δολοφόνους, οι οποίοι επίσης περιέγραψαν τον Till, ως επικίνδυνη δύναμη.

Καθ’ όλη τη δοκιμασία του λιντσαρίσματός του, οι Μπράϊαντ και Milam ανέφεραν ότι ο Till συμπεριφερόταν συνεχώς σαν να ήθελε να εξασφαλίσει το μαρτύριό του και ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν γιατί ήταν γεμάτος από αυτό το ‘δηλητήριο’, σε βαθμό απελπισίας. Σηματοδοτώντας τον οι δολοφόνοι του ως επικίνδυνο σημείο, από το οποίο όλοι οι λευκοί οφείλουν να προστατεύουν τον εαυτό τους, η υπερβατική ομιλία του Till, αναπόφευκτα εξασφάλισε το θάνατό του. Αν και με πρόθεση εντελώς διαφορετική από εκείνη των δικηγόρων υπεράσπισης, οι Nordan και Crowe είδαν στο τραυματισμένο μαύρο σώμα, την επικίνδυνη ζωντανή παρουσία του, την επιδεξιότητα των λευκών ανδρών και τη διαβεβαίωση ότι με αυτές τις πράξεις θα εξυπηρετούνταν η δικαιοσύνη. Οριοθετώντας την επικίνδυνη ζωή του Till και την ιστορία του θανάτου του μέσα σε ένα τελετουργικό θυσίας και λύτρωσης, το βιβλίο ‘Mississippi Trial, 1955’ μετριάζει την επικίνδυνη πράξη φέρνοντας τον στην επιφάνεια και στο προσκήνιο. Σε αυτόν τον κύκλο της λύτρωσης, γεμάτο με χριστιανικές εικόνες, η αναδημιουργία μέσα από το μαύρο σώμα δεν επιτρέπει μόνο την αυτογνωσία και την αυτο-διεκδίκηση, αλλά και την πνευματική υπέρβαση για τον λευκό, που είναι τελικά η ίδια η δικαιοσύνη. Σε μια δεδομένη στιγμή δίπλα στον ποταμό, ο Hillburn ονειρεύεται την Εδέμ, μια μοναδική τοποθεσία για ικανοποίηση, ευτυχία και αποδοχή. Μέσα από αυτό το όνειρο, το κείμενο διεκδικεί το ποτάμι, μετατρέποντάς το από τοποθεσία αρχικής ρήξης της φυλετικής γνώσης, σε μια περιοχή αχαλίνωτης θεραπείας γενεών λευκών αγοριών και ανδρών, ένα μέρος ψυχικής ολότητας. Το ποτάμι, από μια περιοχή τρόμου και καταστροφής, γίνεται μέρος της μνήμης, ένα μέρος της ολότητας του Αδάμ. Το σημείο καμπής του μυθιστορήματος όσον αφορά την αναδημιουργία της λευκής οντότητας, είναι η δολοφονία του Till, η εξαφάνιση του σώματός του, και η ανάστασή του. Το μάτι που τα βλέπει όλα, γίνεται όχημα για την αποκάλυψη της λευκής εσωτερικότητας και βεβαίως της επιθυμίας της σπασμένης λευκής ψυχής για ‘θεραπεία’. Οι πρωταγωνιστές των ‘Wolf Whistle’ και ‘Mississippi Trial, 1955’ δεν είναι οι μόνοι Αμερικανοί που βρίσκονται σε πορεία ενηλικίωσης και βρίσκουν την πνευματική αποκάλυψη και λύτρωση μέσα από το σώμα του Till καθώς αυτό ανεβαίνει από τα υπόγεια βάθη. Οι συγγραφείς Nordan και Crowe στέκονται επίσης στο όριο του εαυτού τους απέναντι στο σώμα του Till, καθώς αυτό υψώνεται μπροστά τους, δημιουργώντας εκπληκτικές αφηγήσεις ατομικότητας. Σε άλλες συνεντεύξεις και γραπτά τους για τον Till, οι συγγραφείς τοποθετούν τον εαυτό τους στην αρχέγονη στιγμή όπου κάθε ένας λευκός που μεγαλώνει, φτάνει στα δικά υπόγεια βάθη και τραβά πάνω το ρημαγμένο σώμα του Till.

Στην εισαγωγή του ‘Getting Away with Murder’, του δεύτερου βιβλίου του για τον Emmett Till, ο Chris Crowe περιγράφει επίσης τη στιγμή που ανακαλύπτει το φόνο του Till ως το πέρασμά του από την αιματοβαμμένη μαύρη πύλη (the blood stained gate), μια αναγνώριση μέσα από την οποία δραματοποιεί την προέλευση της συγγραφικής του υποκειμενικότητας. Αν και γεννήθηκε στο Σικάγο, όπως και ο Emmett Till, ένα χρόνο πριν ο Emmett δολοφονηθεί, και αν και ο ίδιος ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, ο Crowe δεν είχε διαβάσει ή ακούσει ποτέ τίποτα για τον Till και τη δραματική του δολοφονία. Σε κάποια φάση ενώ ερευνούσε και αναζητούσε υλικό για ένα έργο του, βρήκε μια φρικιαστική φωτογραφία από αυτό το αγόρι από το Σικάγο, που βρισκόταν μέσα σε ένα φέρετρο, με το πρόσωπο και το κεφάλι του φρικτά παραμορφωμένα. Σοκαρισμένος από το θέαμα και τις πληροφορίες που άντλησε, με τη δική του παρόρμηση και φαντασία, ο Crowe έγραψε το μυθιστόρημα που ήταν μια πραγματική έκπληξη. Ακόμη και αν η αντιπαράθεση του με τον Till έφερε στον Crowe τη γνώση ότι ήθελε οπωσδήποτε όλοι οι Αμερικανοί έφηβοι να γνωρίσουν αυτή την ιστορία και τη σημαντική θέση της στην αμερικανική ιστορία, ωστόσο ο ίδιος αποφάσισε το μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να αποτελεί και να περιέχει ακριβώς την υπόθεση της δολοφονίας του νεαρού νέγρου και ότι θα έπρεπε να είναι κάπως σχετική με κάτι που τελικά επηρεάστηκε από τη δολοφονία του Έμετ, αλλά μια ιστορία ουσιαστικά διαφορετική από τη δολοφονία αυτή καθεαυτή. Στο τέλος, ο Crowe αποφάσισε να επικεντρωθεί στους τρόπους με τους οποίους το κατεστραμμένο σώμα επιτρέπει την ανάλυση της σύγκρουσης των γενεών που απειλεί να παραλύσει τα λευκά αρσενικά άτομα που δεν μπορούν να ταυτιστούν με τον πατέρα τους, και με αυτό τον τρόπο στη διεκδίκηση της θέσεως που λαμβάνει ο συγγραφέας και ο πρωταγωνιστής του πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Η λαίλαπα της δολοφονίας του Έμετ και η δίκη, ανάγκασαν τον πρωταγωνιστή Hiram, να δει τα πράγματα που ήταν προηγουμένως αόρατα για αυτόν, όπως το ρατσισμό και τις εντάσεις μεταξύ των γενεών, καθώς και των πατεράδων και των γιων, ακόμα και μέσα στη δική του οικογένεια. Έτσι, το ‘Mississippi Trial, 1955’ του έδωσε την ευκαιρία, όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε, να γράψει ένα βιβλίο που έχει σημασία σε πολλά επίπεδα. Όταν, σαράντα δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Till, ο Chris Crowe περιγράφει τη δική του συγκλονιστική αναμέτρηση με το πονεμένο μαύρο σώμα, ουσιαστικά δραματοποιεί το κείμενο και με τον τρόπο του διαμορφώνει τις κατάλληλες πιέσεις και σε άλλα αμερικανικά κείμενα. Περαιτέρω, ο ίδιος αναλαμβάνει και περικλείεται με το μανδύα της αυθεντίας επειδή η αντιπαράθεσή του με τον Till του επιτρέπει ένα είδος προσωπικής συμφιλίωσης, μια ανάλυση ενός φανταστικού και προσωπικού δράματος απώλειας και στερήσεων μεταξύ πατέρα και γιού, από την οποία δημιουργεί μια εξιδανικευμένη ολότητα που δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τον άσχημα τραυματισμένο μαύρο νεαρό.

Αν όμως οι Nordan και Crowe ξαναγράφουν τη δολοφονία του Till με την ελπίδα ότι παρουσιάζοντας ξανά ένα δύσκολο και εμβληματικό ιστορικό γεγονός το οποίο ακόμα και με τη βοήθεια της μυθοπλασίας μπορεί να αποτελεί μια πράξη δικαιοσύνης, με το να τον φέρνουν ξανά στο προσκήνιο, όπως έχει κάνει και η ιστορία άλλωστε πολλές φορές, στην πραγματικότητα τον φιμώνουν και πάλι! Γράφοντας έστω και μυθιστορηματικά γι αυτή την περίπτωση, οι δύο συγγραφείς παρουσιάζουν ένα ταξίδι που αρχίζει από το αρχικό τραύμα, προχωράει στο βαρύ πένθος και φτάνει στην τελική θεραπεία, μια πορεία που αποκρύπτει όμως την ιστορία του Till από τη ζωή στο θάνατο, διότι προϋποθέτει ένα πολυπόθητο τέλος στη ρατσιστική βία και τα επακόλουθά της, κάτι που εξακολουθεί όμως να αποτελεί μέγα ερωτηματικό. Τα έργα αυτά προσπαθούν να σώσουν ή να λυτρώσουν τα λευκά παιδιά της Αμερικής από την καταστροφή με την αντιπαράθεσή τους με τους νέγρους, να τους προστατεύσουν από τις συνέπειες ή να τις τροποποιήσουν από τις πολυεπίπεδες σχέσεις εξουσίας από τις οποίες διέπονται. Η αξία της ιστορίας του Till, είναι η ικανότητά της να καταλύει το σχηματισμό του λευκού προσώπου, η επανάληψη την ιστορίας δεν εργάζεται για να φωτίζει το ανθρώπινο υποκείμενο πίσω από μια βάναυση δολοφονία, αλλά αντ’ αυτού μας αφήνει με ότι είχαμε προηγουμένως, δηλαδή την αδιαφάνεια των ιστορικών δεδομένων, καθώς και την ανήκουστη κραυγή του προσώπου του νεαρού που σχηματίστηκε από τον ανείπωτο πόνο. Η αναπαράσταση τέλος του γεγονότος στα βιβλία αυτά, γίνεται ένα δομικό στοιχείο του έργου της δικαιοσύνης και φυσικά της όλης διαδικασίας της ‘αμερικανικής επούλωσης’.

 

9780803727458_l

 

Μια άλλη χορωδία φωνών που αντέδρασε στις επανειλημμένες εκταφές στηρίχθηκε σε μια λειτουργία ανάγνωσης των λειψάνων του Till ως κάποιου ατιμώρητου και δυσανάγνωστου ‘μαύρου θορύβου’, ο οποίος αντιπροσωπεύει όλα τα είδη των πολιτικών ιδανικών που είναι αθόρυβα και δυσανάγνωστα μέσα στους επικρατούντες τύπους του πολιτικού ορθολογισμού. Η μητέρα του Till ξεκίνησε αυτό το είδος απείθαρχης ανάγνωσης του σώματος του Till, όταν απέκτησε το πτώμα του από έναν ανώνυμο τάφο του Μισισιπή, απέρριψε την επισκευή του, και επέμεινε το σώμα του να παραμείνει σε κατάσταση δημόσιας θέας για τρεις ημέρες στο Σικάγο, τη γενέτειρα πόλη του θύματος, αρκετό χρόνο για δημοσιεύσουν φωτογραφίες σε εθνικό επίπεδο οι εφημερίδες και τα περιοδικά και να επιτραπεί στις χιλιάδες των μαύρων πενθούντων να παρακολουθήσουν μια προβολή, για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τι είχαν κάνει στο αγόρι της (“see what they had done to [her] boy”). Ο στόχος της μητέρας του Till όμως, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν νόμιμο μέτρο, διότι ο νόμος δεν θα αναγνώριζε την προσωπικότητα του Till, δεν θα αποκαθιστούσε το γιο της, όσο μπορούσε, ούτε θα τιμωρούσε τους δράστες των εγκλημάτων εναντίον του. Αντί αυτού, δημιούργησε μια κοινότητα θεατών που έγιναν ακροατές στην περίπλοκη διάρθρωση της θλίψης και του παράπονου, με τη δημιουργία ενός δημόσιου χώρου για τη μαύρη θλίψη που έκανε ορατή την πληγή και την πράξη του τραυματισμού, που έφερε το καταστροφικό και αποκρουστικό θέμα του Emmett Till, στο φως. Ίδρυσε ένα τελετουργικό χώρο για την εξωτερίκευση της μαύρης θλίψης όταν έβαλε μια φωτογραφία του εν ζωή δίπλα στο φέρετρό του, όταν επέμενε ότι πρέπει να της επιτραπεί να πει την ιστορία της ζωής και του θανάτου του, όπως επικαλούταν συνεχώς τη μεταφορά του γιου της, χρησιμοποιώντας την έκφραση, ‘Η καρδιά μου βρίσκεται θαμμένη μέσα σε ένα ξύλινο κουτί από πεύκο κάτω από το γυαλί’. Κάθε πράξη της, επέμεινε ενστικτωδώς στη λειτουργία της μνήμης στηριζόμενη τόσο στην απώλεια όσο και στην πείνα και δίψα για ζωή, στην οποία πράξη ο Till όχι μόνο πέθαινε, αλλά ξαναγεννιόταν ξανά και ξανά. Η λύτρωση θα μπορούσε να έρθει και να βρεθεί μόνο στη δύσκολη χρονική σύμπτωση της ζωής και της ανεπανόρθωτης ζημιάς, με τη γνώση ότι η ζωντανή καρδιά χτυπούσε ακόμα στον τάφο. Κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης του 2005, οι συγγενείς του Till επανέλαβαν την αρχική αντίδραση της μητέρας του παιδιού με το επιχείρημα ότι η επίτευξη της δικαιοσύνης ήταν πολύ πέρα από κάθε ένδικο βοήθημα, και αντ’ αυτού ήταν μια άσκηση στην αποκάλυψη των μη επιτρεπόμενων ιστοριών. Ήλπιζαν ότι η εκταφή του σώματος θα αποκάλυπτε τελικά την ανείπωτη ιστορία του Έμετ Τιλ, και ότι η δημόσια αναγνώριση της απερίγραπτης εικόνας του σώματος, όχι φυσικά με απαραίτητα νομικά μέτρα, θα επέφερε τελικά τη δικαιοσύνη που ήταν ο κρυφός και φανερός τους πόθος. Κάνοντας με αυτόν τον τρόπο την ταλαιπωρία ορατή και ακουστή, ο μαύρος θόρυβος αναγνώριζε τη μεροληψία και την ανεπάρκεια της αποκάλυψης, ότι η κραυγή μέσα από τα μαύρα βάσανα δεν θα ακουγόταν στο πλαίσιο των νομικών λόγων, και ότι για να ακούσει κάποιος την κραυγή πρέπει επίσης να ακούσει ‘ότι δεν μπορεί να μεταφερθεί’. Η δικαιοσύνη στη συνέχεια, δεν είναι θέμα αποζημίωσης και κλεισίματος της υπόθεσης, αλλά δημιουργία ενός μηχανισμού για συνεχή έκφραση του πόνου, μια σταθερή μεθοδολογία, ένας τρόπος για να θυμόμαστε και αναμετρούμαστε με την πονεμένη υποκειμενικότητα του Έμετ Τιλ, που τον κάνει μέρος των ζωντανών νεκρών, αυτός που “can be called upon, fed, and remembered”. Η ‘σταθερή μεθοδολογία’ εδώ τονίζει, όχι την επιθυμία να καταστεί κάτι μόνιμο ή να διατηρήσει τη θέση του, αλλά για να επιδιορθώσει ή επισκευάσει τη δημιουργική απόδοση της θλίψης, ως τρόπο πολιτικής δράσης και ψυχικής θεραπείας. Ο στόχος αυτής της ‘σταθερής μεθοδολογίας και τελετής’ δεν ήταν το κλείσιμο, αλλά η τελετουργική έκφραση του πένθους. Με τον τρόπο αυτό, ο Till θα έπαυε να λειτουργεί ως δείκτης της υποτροπής της κρίσης και θα άρχιζε τη διαμόρφωση της σύγχρονης πρακτικής της αμερικανικής δικαιοσύνης.

Στο εκτεταμένο ποίημά της, ‘Ένα στεφάνι για τον Έμετ Τιλ’ (A Wreath for Emmett Till) η νέγρα Marilyn Nelson (1946- ) από το Οχάιο, προσπαθεί να ακούσει τις σιγανές, αλλά και θορυβώδεις μαύρες φωνές που έχουν βάλει ως σκοπό να αποκαταστήσουν την ανεπανόρθωτη βλάβη του θανάτου του Till με το να ‘ξαναδιαβάζουν’ το σώμα του. Ως διακεκριμένη ποιήτρια, μεταφράστρια και πετυχημένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων, η Marilyn Nelson ενδιαφέρεται βαθιά για τις διάφορες χρήσεις της ποιητικής μορφής σε ιστορικά γεγονότα. Στο ποίημα αυτό για τον Emmett Till, εργάζεται και προσπαθεί να αποκαλύψει, τι αποδεικτικά στοιχεία προσφέρει η λογοτεχνία σε μια ιστορία βίαιου λιντσαρίσματος, και πιο συγκεκριμένα ποιές ιστορίες λιντσαρίσματος μπορούσαν οι αισθητικές μορφές των λογοτεχνικών απεικονίσεων να αποκαλύψουν, κάτι που φυσικά δεν έγινε και που δεν γνωρίζουμε ως τώρα. Όπως και στα προαναφερθέντα βιβλία ‘Wolf Whistle’ και ‘Mississippi Trial’, το ποίημα της Νέλσον επιδιώκει ένα γραπτό τελετουργικό ανάμνησης, ως μέσο για την επίτευξη δικαιοσύνης για τον Emmett Till, αλλά αμφισβητώντας τις έννοιες του Nordan και του Crowe που βρίσκονται στο μαύρο σώμα, το ποίημα προσφέρει τον ψίθυρο μιας άλλου είδους εκπροσώπησης της ιστορίας της φυλετικής βίας. Στο έργο της, θα δούμε τη δυνατότητα του επαναπροσδιορισμού των εννοιών της δικαιοσύνης, έτσι ώστε το τραυματισμένο μαύρο σώμα να μπορεί να μετακινηθεί, από το να αποτελεί αντικείμενο επούλωσης σε ένα θέμα πένθους, μια διαδικασία που αναγνωρίζει το ανεπανόρθωτο κακό του παρελθόντος, αλλά βρίσκει επίσης την έκφραση σε έναν τρόπο να ζει μέσα στην απώλεια και, μέσω αυτής, ως ένας νέος οργανισμός στο μαύρο κατεστραμμένο σώμα.

 

51mpilc-JfL

 

 

Στο ‘Στεφάνι για τον Emmett Till’, η Νέλσον δείχνει ότι με το να θυμόμαστε το δολοφόνο ή τους δολοφόνους του Till, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση του γεγονότος με την τωρινή στιγμή μας είναι, εν μέρει, πρόβλημα μορφής. Αν η πράξη της μνήμης μπορεί να επιδεινώσει τη διαδικασία του τραυματισμού, ποιες πολιτιστικές μορφές άραγε μπορούν να καλύψουν τις πονεμένες πτυχές του μαύρων χωρίς να κάνουν αυτόν τον πόνο ορατό; Ποιες λοιπόν μορφές εκπροσώπησης μπορούν να προσφέρουν, όχι την ικανότητα να ξεπεραστούν αυτές οι επώδυνες καταστάσεις ή να δώσουν έστω κάποια λύση, αλλά για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για συλλογική έκφραση του πόνου; Η ριζοσπαστική μορφή του κειμένου και η προσοχή στις αποτυχίες της μορφής μέσα σε αυτό, αφήνουν να εννοηθεί ότι ούτε οι νόμιμες ούτε οι παραδοσιακές καλλιτεχνικές θεραπείες επαρκούν ή έστω ικανοποιούν μερικώς, και δεν μπορούν να ‘εξαγοράσουν’ τον νεκρό, αλλά μόνο να τους σαγηνέψει και πάλι. Προσπαθώντας να κάνει την ανθρωπιά του πικραμένου μαύρου σώματος ορατή, η Νέλσον λέει την ιστορία του Till μέσα από την αυστηρή σειρά δεκαπέντε σονέτων. Οι λέξεις έχουν σημαντική παρουσία, και το πρόσωπό του, ο θάνατός του, ορίζει φυσικά τη μορφή αυτού του ποιητικού έργου. Όπως το χρησιμοποιεί η Νέλσον, το στέμμα είναι ένα μέσο για τη δέσμευση των ανταγωνιστικών και αντιφατικών εννοιών του διαμελισμένου σώματος του Till, μέσα σε ένα σύνολο από καλά ισορροπημένες εντάσεις. Στο ποίημα, η φόρμα καταγράφει αμίλητες σημασίες, έννοιες οι οποίες δεν μπορούν να εκφραστούν. Το ποίημα ξεκινάει αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς της γλώσσας. Το πρώτο σονέτο, το οποίο ανοίγει με το “Rosemary for remembrance, Shakespeare wrote”, υπογραμμίζει την οδυνηρή ανάγκη να εξευρεθεί κάποιος τρόπος ομιλίας και πράξης, εκεί όπου το υλικό και η αλληγορία συναντιούνται, αλλά αναγνωρίζει ταυτόχρονα την επικίνδυνη ανεπάρκεια της μορφής. Όταν η Nelson γράφει, “Flowers had a language then. Rose petals in a note / said I love you”, ουσιαστικά καλεί ένα ουτοπικό όραμα της γλώσσας που ενώνει το υλικό και τις συμβολικές σημασίες, όπου τα αντιπροσωπευτικά αντικείμενα και η κοινή γνώση της σημασίας τους, ξεπερνούν την ανεπάρκεια των λέξεων. Η υποκειμενικότητα του Emmett Till σηματοδοτεί το σημείο όπου η γλώσσα συγκρούεται ενάντια στον εαυτό της στις αντιφατικές παρορμήσεις να δημιουργήσει και να χαλάσει πάλι το υποκείμενο. Το ποίημα αγωνίζεται να αρθρώσει, όχι μόνο τρόμο, αλλά και αθωότητα, αγάπη, δικαιοσύνη και θλίψη, να υπάρξει μια συνοχή στην ιστορία του θανάτου και της ζωής του, στην λήθη και τη μνήμη, να κάνει τις αντίθετες έννοιες να φωτίσουν η μια την άλλη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή όταν η μια προσπαθεί να επισκιάσει την άλλη. Το ποίημα είναι χτισμένο πάνω στην αδυναμία της γλώσσας να εκπροσωπήσει την πικραμένη ανθρωπιά του Emmett Till, με την ελπίδα ότι το στεφάνωμα ετερόκλητων συμβόλων θα υποδηλώνει ξεκάθαρα την περίπτωση του Emmett Till. Όταν οι λέξεις αποτυγχάνουν, η δομή του ποιήματος έχει ως στόχο να χτίσει κάτι φυσικό, ένα υλικό τελετουργικό χώρο για την έκφραση της μαύρης θλίψης. Το αλληλένδετο μοτίβο, από μόνο του, αναπαριστά την αρχική θραύση του νέγρικου σώματος σε κομμάτια και την προσπάθειά μας να το θυμηθούμε ξανά, έτσι ώστε η μορφή να μιμείται τη μεταφυσική πράξη που απαιτείται για να συμπεριλάβει το θέμα αυτής της θλίψης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η χρησιμότητα του πονεμένου σώματος, είναι η άρνησή του να θαφτεί πραγματικά, και ακόμα η σπουδαιότητά του ως δείκτη τόσο του τραύματος όσο και της ζωής που έζησε μέσα στη σάρκα. Το στεφάνι της Νέλσον είναι ένα λογοτεχνικό πείραμα, μια μορφή ως μέσον έννομης προστασίας. Αυτή η προσπάθεια να δημιουργήσουμε έναν τελετουργικό χώρο για την άρθρωση του μαύρου πόνου, πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με τη συνεχή ένταση μεταξύ της επιθυμίας μας να θυμόμαστε και της επιθυμίας μας να ξεχνάμε, μια ένταση που είναι το αντίθετο των σταθερών αφηγήσεων των τόσο εμφανών στα έργα των προαναφερθέντων Nordan και Crowe.

Στο τέλος του σονέτου, διαβάζει κανείς,“For grief, more than one / For one is not enough: rue, yew, cypress. / Forget-me-nots. Though if I could I would”.

Το δεύτερο σονέτο, ξεκινάει με αυτή τη γραμμή, αλλά ελαφρώς αλλαγμένη:

“Forget him not. Though if I could, I would / Forget much of that racial memory”.

 

Η αμερικανίδα ποιήτρια από το Κλήβελαντ του Οχάιο, Marilyn Nelson (1946- ).

Η αμερικανίδα ποιήτρια από το Κλήβελαντ του Οχάιο, Marilyn Nelson (1946- ).

 

Μετακινούμενη μέσα στην ίδια γραμμή δύο φορές, η ποιήτρια τοποθετεί αυτές τις δραματικές αντιθέσεις πλάι-πλάι και τις κρατά σε ένταση και επαναλαμβάνοντας αυτή τη δράση σε ολόκληρο το ποίημα, αποκαλύπτοντας και ανασυγκροτώντας τη διαδικασία της μνήμης, η Νέλσον δημιουργεί τα στρώματα του στεφανιού της. Κρατώντας σε ένταση την επιθυμία να θυμόμαστε και να ξεχάσουμε, το ποίημα αρνείται ότι η τελική ολότητα μπορεί να βρεθεί στα διαμελισμένα λείψανα, αλλά προσφέρει αντί αυτού τη διαδικασία της στεφάνωσης ως μια συνεχή προσπάθεια να υφάνει το νόημα από διαφορετικές σκοπιές. Η διαδικασία ‘στεφανώματος’ του ποιήματος, αναγνωρίζει το ανεπανόρθωτο του αρχικού λυπητερού γεγονότος, αλλά μέσω της ενσωμάτωσης στη γενικότερη δημιουργική διαδικασία, έχει τεράστια ελπίδα για το τι μπορεί να γίνει κάποια άλλη στιγμή. Έτσι, το ποίημα καταγράφει εκείνο ακριβώς το διάστημα ανάμεσα στην καταστροφή του παλιού κόσμου και την αναμενόμενη ώρα της λύτρωσης. Αυτός ο ενδιάμεσος χώρος είναι η κύρια αλληγορία του μαύρου πολιτικού διαλόγου, και το γράψιμο της Νέλσον τοποθετεί το έργο της μέσα στο πολιτικό πλαίσιο της όλης προσπάθειας προς την κατεύθυνση της πολυπόθητης δικαιοσύνης.

Το κατεστραμμένο μάτι του νεαρού νέγρου, είναι το κυρίαρχο σύμβολο αυτού του είδους της μνήμης. Το μάτι αποτελεί κομβικό σημείο του νοήματος στα γραπτά που εξετάζουν την έννοια του θανάτου του, όπως εύστοχα διατυπώθηκε από κριτικούς, οι οποίοι κατέστησαν σαφή τον τρόπο με τον οποίο οι προσπάθειες προς την κατεύθυνση της δικαιοσύνης είναι ‘υπόχρεες’ στα τυφλωμένα μάτια του Till. Τι θα σήμαινε άραγε να κοιτάξουμε μέσα στα διαλυμένα μάτια του Emmett Till; Η μετάβαση στο τελευταίο σονέτο, είναι αποκαλυπτική:“Like his gouged eye, watching boots kick a face / Like his gouged eye which watched boots kick his face”.

Εδώ η Νέλσον αντιτίθεται στο είδος της αποστασιοποιημένης και όμορφης μαρτυρίας, το ‘συνοθύλευμα πτυχώσεων των ονείρων μας’ που χαρακτηρίζει τις αναπαραστάσεις του Till, και αντ’ αυτού αλλάζει φράση και νόημα. Από δάκρυα σε δάκρυα, το πονεμένο σώμα εισβάλλει πλήρως στη μεταφορά του ποιήματος, κι ο πόνος, η φυσική παρουσία του διαμελισμένου σώματος του Till, πιέζει αναπόφευκτα, όπως και το “gouged eye” που βρίσκεται μπροστά σε όλο το ποίημα. Στο τέλος του δεύτερου σονέτου χρησιμοποιεί το δέντρο ως σύμβολο για να θυμόμαστε το λιντσάρισμα του Till. Στο τρίτο σονέτο, η φωνή της ποιήτριας γίνεται η φωνή που θα μας κάνει να δούμε. Η Νέλσον καλεί την εικόνα του άρρωστου δέντρου, τη σημαδεμένη φωνή, τη φωνή του απρόθυμου μάρτυρα, τον μάρτυρα και τους συμμετέχοντες στο περιστατικό. Κατά τη διαδρομή των δεκαπέντε σονέτων, η ποιήτρια κατοικεί σε πολλαπλές θέσεις, όπως το δέντρο κάτω από το οποίο σκοτώθηκε δίπλα στο ποτάμι, έρχεται στη θέση της μητέρας του νεαρού προσπαθώντας το δικό της πόνο να τον κάνει δημόσιο θρήνο, μιλάει απευθείας στον Emmett Till, μιλάει από τη θέση των πενθούντων φίλων του για μια σειρά ιστορικών αγριοτήτων και για τη συλλογική εμπειρία της βίας και μετέπειτα σταματά. Τα γεγονότα αυτά χορηγούν στην ποιήτρια ένα είδος άδειας και επιτρέπουν στη Νέλσον και βεβαίως σε εμάς να παρακολουθήσουμε αόρατα γεγονότα, η ύφανση των οποίων επιτρέπει στη Νέλσον να συγκεντρώσει τα απαραίτητα στοιχεία για το στεφάνι της, να αναμορφώσει τη συμβολική γλώσσα του μαύρου πόνου.

Το ποίημα της Νέλσον απορρίπτει κατηγορηματικά την ιδέα των λυτρωτικών δεινών που τροφοδοτούν την ανάλυση των μυθιστορημάτων του Nordan και του Crowe. Όταν λέει, “Sinners I can’t believe Christ’s death redeems / your ash hair, Shulamith-Emmett, your eye”, ουσιαστικά δεν μας επιτρέπει, αλλά μας αρνείται την ευκαιρία να δούμε το θάνατο ως θυσία για τη λύτρωση των υπόλοιπων, ενώ αντίθετα σε ένα άλλο σημείο, το μάτι που ερευνά τα πάντα, ο κλέφτης της ζωής (“the theft of life”), μας κάνει να θυμόμαστε, ότι αυτό είναι ο πραγματικός μηχανισμός της μνήμης. Η μνήμη της βέβηλης και άσεμνης απώλειας, είναι η μόνη λεωφόρος μας, η μόνη σημαντική μας πράξη! Φέρνει την εικόνα του κακοποιημένου ματιού μπροστά μας για να μας πει πως πρέπει να δούμε κατάματα την τραγωδία, όσο οδυνηρή και αν είναι: “we must bear witness to atrocity”, να γίνουμε μάρτυρες του λιντσαρίσματος του Έμετ Τιλ, γιατί σε αντίθεση με το κακοποιημένο μάτι του νεαρού νέγρου, εμείς μπορούμε να δούμε και να μιλήσουμε, “we are whole: we can speak what we see” !

Και το ποίημα καταλήγει με την επιστροφή στους στίχους που διαβάσαμε στη αρχή του, “Rosemary for remembrance, Shakespeare wrote”. Μόνο που τώρα όμως, το σονέτο προσφέρει μια γενναία ελπίδα και ακόμα την επιτακτική ανάγκη να βρούμε και να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα, να θυμόμαστε, και να μιλάμε γι αυτά που βλέπουμε! Αυτή η διαδικασία εξεύρεσης τρόπου άρθρωσης που μπορεί να δει και να μιλήσει για την διαμελισμένη ανθρωπιά και ακεραιότητα του Till, μας οδηγεί στο τέλος του ποιήματος, το οποίο είναι επίσης η αρχή του. Η βαθύτερη ελπίδα της Νέλσον βρίσκεται μέσα στις δημιουργικές πράξεις, στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντισταθούμε στα κλεισίματα κάποιων κεφαλαίων της ιστορίας και να δημιουργήσουμε παράλληλα τις απαραίτητες δημιουργικές διαδικασίες του πένθους. Το τελικό σονέτο μας γράφει ότι αν θα μπορούσε να ξεχάσει, θα το έκανε, αλλά αφού είναι ανίκανη για κάτι τέτοιο, τουλάχιστον λέει να μαζέψει λουλούδια απ’ την άνοιξη για το στεφάνι της για να στεφανώσει τον Emmett Till:

‘‘Rosemary for Remembrance, Shakespeare wrote.
If I could forget, believe me I would.
Pierced by the screams of a shortened childhood,
Emmett Till’s name still catches in my throat.
Mamie’s one child, a body thrown to bloat,
Mutilated boy martyr. If I could
Erase the memory of Emmett’s victimhood,
The memory of monsters. . . .That bleak though
Tears through the patchwork drapery if dreams.
Let me gather spring flowers for a wreath:
Trillium, apple blossoms, Queen Anne’s lace,
Indian pipe, bloodroot, white as moonbeams,
Like the full moon, which smiled calmly on his death,
Like his gouged eye, which watched boots kicked his face’’.

Τα λόγια ‘να μιλάμε για ότι βλέπουμε’ αντιπροσωπεύουν φυσικά τη λυτρωτική ελπίδα του ποιήματος. Ωστόσο, αυτό που αποκαλύπτει η συγκεκριμένη στροφή δεν είναι απλώς αισιόδοξο. Με την όλη διαμόρφωση της δραματικής ιστορίας στις προηγούμενες στροφές, τονίζεται περισσότερο η φευγαλέα και προσωρινή φύση της λύτρωσης. Ενώ στις προηγούμενες στροφές κυριαρχεί μια περίτεχνη εσωτερική απασχόληση μέσα στους στίχους, η τελική στροφή κυριαρχείται από τη συντριβή του σώματος με δάκρυα μέσα από το αραχνοΰφαντο όνειρο της επούλωσης του τραύματος. Στο τέλος, υπάρχει μόνο η διαδικασία της στεφάνωσης που μαζί με το μάτι συμβολίζει ένα μακρινό λευκό βλέμμα και ακόμα την επώδυνη μαρτυρία, κάνοντας την απαίτηση για περαιτέρω επαγρύπνηση σε θέματα που αφορούν τον Emmett Till και όχι μόνο, κάτι παραπάνω από επιτακτική. Το ποίημα της Νέλσον, ‘A Wreath for Emmett Till’, φαντάζεται τον Emmett Till ως ένα ιστορικό πρόσωπο με τη σύγχρονη έννοια, όπως υποδηλώνεται από τα λουλούδια, που ορίζεται από την ελπίδα, αλλά και τον κίνδυνο, από την αναγνώριση του γεγονότος ότι θα περιστοιχιζόμαστε πάντοτε από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της λήθης και της μνήμης, και ότι όλες οι προσπάθειές μας θα μετρώνται και ελέγχονται και από το ολοένα ανοικτό μάτι μας, ως αναπόσπαστο εργαλείο αποκάλυψης των δύστροπων τεκταινομένων του περίεργου, όπως καθημερινά διαπιστώνουμε, καιρού μας. Κάπου σε μια πραγματεία του με τίτλο “The Killing of Black Boys” (1997) ο John Edgar Wideman (1941- ), έγραφε: ‘We have yet to look upon Emmett Till’s face. No apocalyptic encounter, no ritual unveiling, no epiphany has freed us. The nightmare is not cured’.

 

Βιβλιογραφία

  • Lewis Nordan: ‘Wolf Whistle’. Algonquin Books, 2003.
  • Chris Crowe: ‘Mississippi Trial, 1955’. New York: Penguin, 2002.
  • Marilyn Nelson: ‘A Wreath for Emmett Till’. Boston: Houghton Mifflin, 2005.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top