Fractal

Με την δέουσα προσοχή

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

Δημήτρης Φύσσας «Εμένα μου λες;», εκδόσεις ΑΩ, σελ 40.

 

Αυθεντική, ευθύβολη, ανατρεπτική και πρωτότυπη, θα χαρακτήριζα την ποίηση του Δημήτρη Φύσσα, ποίηση που δεν μοιάζει με άλλη. Θαρρώ μάλιστα πως η λέξη αυθεντική είναι η πιο εύθετη, η πιο κατάλληλη και χαρακτηρίζει τόσο την ποίησή του, όσο και τον ίδιο τον ποιητή. Αυθεντικότητα, ειλικρίνεια, ευθύτητα, ντομπροσύνη, όπως θα έλεγε ο ίδιος, δοσμένη πάντα από τη δική του ιδιαίτερη κριτική, ενίοτε σκωπτική ματιά, μήπως έτσι ‘βάλουμε μυαλό’ και αντικρίσουμε, επιτέλους, την αλήθεια κατά πρόσωπο, μήπως και συμμορφωθούμε, διότι ουσιαστικά, αυτό που εισηγείται ο Δ Φ στην ποίηση του είναι η συνειδητοποίηση της μικρόνοιας, της έλλειψης ευθυκρισίας, αλλά και διορατικότητας σε μια εποχή και μια κοινωνία όπου τα ‘σημαντικά’ και τα ουσιώδη έχουν πλέον ευτελιστεί και τη θέση τους έχει οικειοποιηθεί το «δήθεν». Ανατρεπτικός, αντισυμβατικός ποιητής ως προ τη υλικό, τη φόρμα, το ύφος τη θεματολογία και κυρίως τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Ένας ποιητής που το έχει βάλει σκοπό να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, αντιμαχόμενος την υποκρισία, τις συμβάσεις κάθε είδους.

«Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους. Ποιήματα 1972 – 2008». Τα 17 ποιήματα (το ένα σπονδυλωτό με 12 κομμάτια) αναφέρονται κύρια σε όψεις της Αθήνας, στην Πολυδούρη, σε τέσσερις «δασκάλους» μου, σε μερικά πρόσωπα από την Ιστορία ή τη μυθολογία, στα καφενεία και φυσικά στην ίδια την ποίηση.”  Με αυτά τα λόγια επιλέγει ο ποιητής Δημήτρης Φύσσας να μας εισάγει/ περιγράψει το ποιητικό του βιβλίο με τον ιδιότυπο τίτλο «Εμένα μου λες;», ένας τίτλος που εκφράζει συναίνεση, ίσως πάλι και τη διαφωνία, την αντίθεση ή την άρνηση του για κάθε τι παράδοξο κι οξύμωρο συμβαίνει γύρω του και που τείνει να προσλαμβάνεται πλέον ως ‘ορθό’, να μετατρέπεται με ένα παράδοξο τρόπο σε ‘χρυσό’ κανόνα. Και το πετυχαίνει επιστρατεύοντας ένα ‘παρακινητικό’ τίτλο, προτρέποντας  τον αναγνώστη του ευθύς εξαρχής να τον ακούσει με τη δέουσα προσοχή, να συμμεριστεί την αγανάχτηση και τον θυμό του, απέναντι σε κάθε τι που τον εξοργίζει, που τον απωθεί. Έτσι με τρόπο άμεσο, τον προσκαλεί σε φιλική κουβέντα μαζί του, τον παροτρύνει να σταθεί πλάι του και να συνδιαλεχτεί μαζί του πάνω σε θέματα που είναι φανερό ότι τον αφορούν. Και είναι θέματα που λίγο ως πολύ απασχολούν ανθρώπους του ίδιου φυράματος με εκείνον, της ίδιας ιδεολογικής συνάφειας. Έτσι με μια απλή, καθημερινή και ανεπιτήδευτη γλώσσα, ενίοτε τη γλώσσα του ‘δρόμου’- η απουσία κάθε είδους επιτήδευσης ή προσποίησης αντανακλώνται καθαρά σε όλο το φάσμα του έργου- ξεδιπλώνει σεμνά, χαμηλόφωνα, αλλά αποφασιστικά τη δημιουργική του έμπνευση, για να μας εξιστορήσει τη βιωμένη εμπειρία, τον προσωπικό του στοχασμό, σκέψεις και συναισθήματα, θέσεις του, χωρίς μεγαλοστομίες και υπερβολές, αλλά με μιαν απλότητα και ευγένεια, που ενίοτε απαλείφεται από μια σκληρή, δηκτική γλώσσα… Επιλέγει μάλιστα να ξεκινήσει την ‘αφήγηση’ του, συστήνοντας τον εαυτό του σε εκείνους που δεν τον γνωρίζουν, σαν να τους προσκαλεί να σκάψουν λίγο βαθύτερα μέσα στους στίχους του για να τον ανακαλύψουν περισσότερο, προϊδεάζοντας τους την ίδια στιγμή για τους «κυνισμούς» που θα ανακαλύψουν στους στίχους, την τάση του να κρατά αποστάσεις απ’ όλα εκείνα τα θέματα που τον ενοχλούν ή προκαλούν την αγανάχτηση του, «Θα μ’ εκτιμήσουν μετά θάνατο κάτι περίεργοι τύποι/ Όσοι θ’ ανακαλύψουν τους συγκεκριμένους κυνισμούς/Και μιαν απόσταση απ’ τα πράματα/Που επιτρέπει ένα μικρό φιλτράρισμα στη σκέψη/Ίσα για να μην παρασύρομαι απ’ τους πολλούς/Μα ζώντας κατά τ’ άλλα μες τον κόσμο/Θα μ’ αγαπήσουν μετά θάνατο κάτι περίεργοι τύποι/Που θα συντονιστούνε αναδρομικά με τα γραφτά μου/Και θ’ αναπαρασταίνουν, ίσως, στο μυαλό τους/Τους γυρισμούς μου σπίτι κάθε νύχτα/ Με βήματα βαριά κι αργά στο Τέρμα Πατησίων..»

Νωρίτερα όμως, στο εναρκτήριο ποίημά του με τίτλο ο «Μια και δεν πέθανα το ΄13» ο ποιητής κάνει εξ αρχής σαφή τη θέση και την ιδεολογία του σε σχέση με την τέχνη που υπηρετεί, φανερώνοντας τη θλίψη και την πικρία του απέναντι σε μια συνθήκη που επικρατεί στους κόλπους της. «Και συνεχίζω του γραφιά την πλεύση, /Αν του ‘ρθει κανενός να με βραβεύσει/Δηλώνω από τώρα ασυμφωνία./Βραχείες λίστες και βραβεία δε μου κάνουνε/Εκδότες, αναγνώστες, ίντερνετ μού φτάνουνε». Την κριτική του απέναντι στην εθελοτυφλία και την υποκρισία της λογοτεχνικής σκηνής, που συχνά πυκνά υπερτιμά τη μετριότητα, αγνοώντας την ουσιαστικότερη αξία των πραγμάτων, αποτυπώνεται καθαρά στο ποίημα του «Καγχάζω τώρα». «Καγχάζω τώρα με τους μεγαλόστομους ποιητές/Τι U U –, τι U U U U –, τι – U, τι U – U/«Τι ό,τι κι αν πεις»– πάντα στα ώπα ώπα απαγγελλόμενοι,/Με το εθνικό το ακροατήριο να χάσκει δακρυσμένο/Και με τις αναλύσεις Νεοελ. Λογοτ. στις τάξεις/Τι θα γινόσασταν δίχως τις αναλύσεις– Οι στίχοι « ό,τι κι αν πεις»  και «τι θα γινόταν» είναι δάνεια από τον Καβάφη και εδώ επιβεβαιώνεται η επιρροή του μεγάλου αλεξανδρινού ποιητή που θεωρήθηκε και αυτός με τη σειρά του αντισυμβατικός, ανατρεπτικός στην εποχή, του επικυρώνοντας τον υπαινιγμό του Δ.Μ, ότι τελικά, η κοινωνία ανέκαθεν ενδυόταν την υποκρισία; Στο ίδιο ύφος συνεχίζει και παρακάτω «Κάντε με δέσποτα λοιπόν, αφού επιμένετε/Να ξέρετε όμως πως σας βάζω όρους:/Δεν παρατάω ούτε γυναίκα, ούτε τα τρία μου παιδιά/Ούτ’ απαρνιέμαι τη φιλοσοφία/Και πάντα τη φαλάκρα μου θα εγκωμιάζω… / Αυτός πέθανε νέος, σκασμένος, άκληρος/Και ξέροντας ότι τον είχαν χρησιμοποιήσει/… Ήμουνα αριστερός σα νέος ευκατάστατος/Μα έφυγα απ’ τα κόμματα νωρίς, φτωχότερος απ’ ό,τι μπήκα:/Σοφότερο σε κάνουν οι μη βεβαιότητες– /Η φτώχεια όμως να δεις πόσο σοφότερο σε κάνει. Την κριτική του στάση απέναντι στα ζητήματα που τον εξοργίζουν συνεχίζει και στο ποίημα του, «Ολιγωρία» που αφιερώνεται στον Στράτο Φουντούλη: «Αδιαφορώντας για το πλήθος ένα γύρω/Άλλος θα διορθώσει τον επίμονο ημιμαθή/(Τον αγορεύοντα εν μέσω εκστασιασμένων αμαθών)/Και θα του πει όσα εγώ απαξίωσα να πω» Αλλά η κριτική του δεν σταματά στα κοινά, αλλά και στις ίδιες τις μεταμορφώσεις της πόλης που γνώρισε. Εδώ η κριτική αποτυπώνεται εύστοχα και μάλλον χιουμοριστικά, αλλά πάντα με μια δόση πικρίας  για ό,τι παρήλθε ανεπιστρεπτί  στο ποίημα του «ΠΑΤΗΣΙΑ – ΝΕΑ ΕΛΒΕΤΙΑ», «Η πόλη αυτή θα λιάζεται σα θα ’χουμε πεθάνει./Πάντως τα τρόλεϊ, κίτρινα, τώρα κυριαρχούν/Μαζί με τα παλιά, κλειστά περίπτερα της κρίσης/Τα ταχυδρομικά κουτιά και τα ταξί./Λοιπόν, στο Τέρμα του «11»  οι οδηγοί καπνίζουν /Μιλάν στο κινητό και πίνουν κόκα κόλα περιμένοντας/Μετανάστες, γριές, νοικοκυρές, πρεζόνια/Και κάτι ξεχασμένους συνταξιούχους, κουστουμάτους/Που δεν παρέλειψαν καν τα γιλέκα τους– μα εντελώς ΄50..» Την Αθήνα ενός φτωχού πλην αυθεντικού παρελθόντος αποτυπώνει εύστοχα στο ποίημα του «Οι σκίουροι». Εδώ έχουμε την αναπαράσταση της παλιάς συνθήκης σε μιας περιοχή που τώρα δεν θυμίζει σε τίποτα τη παλιά εικόνα και μορφή της «Πρέπει να φανταστείς τον τόπο δίχως Αττική Οδό./Υπήρχαν σκίουροι, τους ταϊζαμε, το λέω αλήθεια/Σκίουροι μες τα δέντρα της ΣΕΛΕΤΕ,/Καμιά φορά έρχονταν στα κάγκελα /Δεν ξεθαρρεύαν, τρώγαν αφού φεύγαμε/Και ξανανέβαιναν στα πεύκα και τα κυπαρίσσια/Ήταν κι ένα ταβερνάκι, ένα μονάχα, ταπεινό/Εξοχή, κατσικοπρόβατα, πρόχειρα σπίτια,/Κάτι μίνι μάρκετ της κακιάς ώρας, αυλές με κότες…/ Και τώρα γεια, γυρνάω στην αχλή μου/Πόσοι οδηγοί που παν αεροδρόμιο/Πόσα κωλόπαιδα που τρέχουνε στο «Μολ»/ Και πόσα βουτυρόπαιδα στους «άγιους» Βαλεντίνους/ Θ’ ακούσουνε ποτέ γι’ αυτούς τους σκίουρους..;» Αυτοβιογραφικό θα χαρακτήριζα το ποίημα του- το λέει άλλωστε και ο τίτλος του- «Πρώιμη Αυτοβιογραφία» εξεικονίζοντας εδώ και πάλι τον εαυτό του σε νεαρότερη ίσως ηλικία: «Ποτέ δε νοιάστηκα για καλοπέραση και λούσα/Έπαιξα μπάλα σε οικόπεδα άχτιστα, στους δρόμους/Δούλεψα σ’ εργοστάσιο με σόμπες και καλοριφέρ/Πρόλαβα αυτά που κι αν κοιτάξετε, δε θα τα δείτε/Νερό απ’ το πηγάδι, στάμνες, λάμπες πετρελαίου..» Και είναι αυτή η ζωή που του παρείχε την πρώτη του ύλη για τα ποιήματα του. Η τραγικότητα των ‘χαμένων ‘ τέκνων της πόλης στα στέκια και τις γειτονιές μιας  που έχει πλέον αλλάξει και έχει μεταμορφωθεί σε μια ‘απρόσωπη’ αστική ‘γειτονιά’ αποτυπώνεται έξοχα, μοναδικά στο ποίημα του «Οδός Ξουθού». εδώ αποτυπώνεται ο ξεπεσμός και η απόλυτη ευτέλεια στο πρόσωπο μιας πόρνης εξαρτημένης από τα ναρκωτικά. Η εικόνα ομολογώ με συντάραξε, ωμός ρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο, «.. εκεί, στο πιο στενό ομονοιακό δρομάκι/Στην παραβιασμένη είσοδο του πρώην ξενοδοχείου, /Ο δόκτορας τής σκάει πέντε ευρώ, «Πάρ΄ τα Μαρκέλλα»/(Στάνταρ, πριν και μετά την κρίση- πάντα χαρτονόμισμα)/Αυτή πέφτει στα γόνατα, ο δόκτορας τη χύνει/Κι ύστερα τη φωτογραφίζει με το κινητό/Χυμένη μούρη, μάτια,  στόμα, μάγουλα./Μέχρι το άλλο χαρτονόμισμα, την άλλη πρέζα, /Το νέο ξεχαρμάνιασμα της άλλης τής βδομάδας».

 

Δημήτρης Φύσσας

 

Στο σπονδυλωτό ποίημα που απαρτίζεται από 12 μικρότερα ποιήματα και τιτλοφορείται  «Ό,τι γράφω είναι γεμάτο καφενεία»: αναπαριστά και πάλι ένα αστικό τοπίο, περιοχές και στέκια που υπήρξαν κάποτε μικροί παράδεισοι, τα φωταγωγημένα καφενεία του που φιλοξενούν ένα ετερόκλητο κοινό (και πάλι διακρίνω εδώ τις επιρροές του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή, «Μαρμάρινα τραπέζια, αρχαία ψυγεία, σκόνη, τσόχα,/Πατάρια όπου ποτέ κανείς δεν ανεβαίνει/Τηλεοράσεις ανοιχτές που ουδείς ποτέ προσέχει…./ Με γεροντάκια στις καρέκλες με καμπύλες πλάτες/Με τις απίθανες, τις  πιο ετερόκλητες διακοσμήσεις/ (Θα χρειαζόταν ένα ποίημα χωριστό μόνο για δαύτες) / Και -σπάνια πια-  τ’ απολιθώματα: τζουκμπόξ και φλιπεράκια/Ένα μπιλιάρδο ξεχασμένο, ένα ποδοσφαιράκι χάρβαλο/Στο βάθος κήπος πια, παρατημένα.»

Και πιο κάτω συνεχίζει, «Δε λέω «καφετέριες», προσοχή, λέω «καφενεία»/Εκείνες είναι χώροι αλλιώτικοι, με τις γελοίες τους μουσικές/ Δε λέω ««cafè», τα κομψεπίκοψα φλωράδικα,/Μα ούτε και «ρακάδικα» –μη χέσω– δεν αντέχω,/Κι ούτε βεβαίως –έσχατη πτώση– τα ρακομελάδικα./Εγώ γουστάρω κρότο των ζαριών στο τάβλι./ Και μάλιστα εξακολουθώ να τα γουστάρω/Έστω κι αν λένε τον  καφέ «ελληνικό» -καγχάστε-/Έστω κι αν μ’ ενοχλούνε καθώς πάντα οι καπνοί../ Αίφνης –και τέλος, γιατί κάπως πρέπει κάποτε να κλείσω–/Είναι και μερικά που κατεβάζουν τα ρολά».

Σαν επίλογο της μικρής αυτής περιδιάβασης στην «αιρετική» ως προς τη δομή, το ύφος και τη γλώσσα ποίηση του Δημήτρη Φύσσα, επιλέγω το «JUST ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ», δωρισμένο στον Στο Δημοσθένη Κούρτοβικ, «Ούτε περήφανος, ούτε και μη περήφανος/Είμαι επειδή γεννήθηκα και θα πεθάνω ως Έλλην/Ήταν οι μέρες μου πολύ, πολύ μακριά/Κι από τους «Επιτάφιους» κι απ’ τα «Ω ξείν΄ αγγέλλειν». Εδώ ο ποιητής εμμέσως πλην σαφώς, εντέχνως οπωσδήποτε ασκεί κριτική σε κάθε τι που χαρακτηρίζει εμάς τους σύγχρονους έλληνες, έτσι όπως είμαστε περιχαρακωμένος στο εγώ μας, μέσα στις μικρές ή μεγαλύτερες αστικές μας γειτονιές, στους μικρούς περίκλειστους κόσμους μας αρνούμενοι να δούμε τι συμβαίνει πέρα από τη μύτη μας.

Τραγούδια του δρόμου, της ζωής, μελαγχολικές μπαλάντες ή μικρές αφηγήσεις, καθώς το καθένα από αυτά εξιστορεί μια μικρή ιστορία, μια κατάσταση, μια συνθήκη.. Διότι πράγματι ο ποιητής Δ Φύσσας είναι ένας Έλληνας ποιητής που εξανίσταται, θυμώνει και εξεγείρεται με το δικό του τρόπο και υψώνει τη φωνή του απέναντί σε κάθε τι αποκρουστικό, ευτελές, ταπεινό συμβαίνει σήμερα στην κοινωνία μας. Διότι αυτός είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας και δη της ποίησης να αναδεικνύει το ωραίο, να υπογραμμίσει το σαχλό, το ευτελές, και να ‘προτείνει’ τη δική του ηθική αντίληψη/στάση απέναντι σε καίρια ζητήματα του βίου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top