Fractal

Η ιδιότυπη συνάντηση δημιουργού και αναγνώστη: Σοφότερο σε κάνουν οι μη βεβαιότητες

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

emena«Εμένα μου λες» (ποιήματα 1997 – 2016) του Δημήτρη Φύσσα, από τις εκδόσεις ΑΩ

 

[…]Ήμουνα αριστερός σα νέος ευκατάστατος

Μα έφυγα απ’ τα κόμματα νωρίς, φτωχότερος απ’ ό,τι μπήκα:

Σοφότερο σε κάνουν οι μη βεβαιότητες

 

Γράφουμε πολλά, συζητάμε ακόμα περισσότερα γύρω από βιβλία. Από βιβλία που μας αρέσουν, μας συγκινούν, καμιά φορά μας συνταράσσουν. Για πολλούς λόγους, οι περισσότεροι από αυτούς αφορούν τα λογοτεχνικά πράγματα. Καμιά φορά, όμως, πέφτει στα χέρια σου ένα βιβλίο που σε πάει πολλά χρόνια πίσω. Όχι μόνο γιατί εμπεριέχει μνήμες του συγγραφέα (ποιητή εν προκειμένω) από τα δικά του καλά κρατημένα, αλλά γιατί συναντάς τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτά. Και πώς αλλιώς να γίνει; Κάποια σημαδιακά για την πορεία μας χρόνια γράφουν ανελέητα πάνω μας, και καθόσον είναι αδύνατο να τα αποφύγεις, χαμογελάς συνωμοτικά κάθε που βρίσκεις τα ίχνη τους στο χαρτί.

Τον Δημήτρη Φύσσα δεν έπαψα ποτέ να τον παρακολουθώ στην ενδιαφέρουσα πορεία του και στη λογοτεχνία αλλά και στη δημοσιογραφία, αφού εγκατέλειψε (όπως και ο ίδιος το δηλώνει ποιητικά εδώ) κομματικές δεσμεύσεις και ιδεοληπτικές εμμονές. Όπως άλλωστε πολλοί από μας, τότε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνοδοιπορούντες. Δεν είχαν πέσει ποτέ στα χέρια μου ποιήματά του. Τώρα με τούτη την ευσύνοπτη ποιητική κατάθεση στις εκδόσεις ΑΩ διαβάζω και συνυπογράφω. Συνυπογράφω όχι φυσικά τις απολύτως δικές του προσωπικές καταγραφές, αλλά τον τρόπο σκέψης, κυρίως τον τρόπο που οριοθετεί τα ασύμβατα με τον εαυτό του και με τον κόσμο όπως θα τον ήθελε αλλά και θα τον θέλαμε.

Μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω εδώ ολόκληρο το ποίημά του Οι σκίουροι. Για όποιον ακόμα διαβάζει πίσω από τις λέξεις την προσωπική οδύνη για το ανεπιστρεπτί χαμένο, όχι μόνο ως εικόνα ενός κόσμου καλύτερου αλλά και ως βιωματική καταγραφή – κομμάτι του εσωτερικού κόσμου.

 

«Πρέπει να φανταστείς τον τόπο δίχως Αττική Οδό.

 

Υπήρχαν σκίουροι, τους ταΐζαμε, το λέω αλήθεια

Σκίουροι μες τα δέντρα της ΣΕΛΕΤΕ,

Καμιά φορά έρχονταν στα κάγκελα

Δεν ξεθαρρεύαν, τρώγαν μόνο αφού την κοπανάγαμε

Και ξανανέβαιναν στα πεύκα και στα κυπαρίσσια.

 

Ήταν κι ένα ταβερνάκι, ένα μονάχα, ταπεινό

Εξοχή, κατσικοπρόβατα, πρόχειρα σπίτια,

Κάτι μίνι μάρκετ της κακιάς ώρας, αυλές με κότες,

Πολλά σκουπίδια κι ένα γήπεδο, ξερό εννοείται

Στους ξεροχείμαρρούς του κάποιοι μάθαιναν οδήγηση

Συν κάτι αταίριαστες κεραίες του ΟΤΕ:

Ψαλίδι, Δήμος Μαρουσιού.

 

Δε σου μιλάω για τον καιρό του Καποδίστρια

Για τις αρχές του αιώνα σού μιλάω.

(Όχι, φωτογραφίες δεν έχουμε

Ήταν με δίχως κάμερα τα τότε κινητά).

 

Και τώρα γεια, γυρνάω στην αχλύ μου».

 

Πόσοι οδηγοί που παν αεροδρόμιο

Πόσα κωλόπαιδα που τρέχουνε στο «Μολ»

Και πόσα βουτυρόπαιδα στους «άγιους» Βαλεντίνους

Θ’ ακούσουνε ποτέ γι’ αυτούς τους σκίουρους –

 

Αναρωτιέμαι κι εγώ πόσοι από τους αναγνώστες της ποίησης του Δημήτρη Φύσσα θα έχουν τις προσλαμβάνουσες για να μπουν στα τοπία του. Εκείνα τα καφενεία από το «Ό,τι γράφω είναι γεμάτο καφενεία», σκέφτομαι, έχουν αρκετές καρέκλες για να μπούμε όλοι οι επαΐοντες και να ακούσουμε τον ήχο τους; Γιατί κυρίως ήχο έχουν.

 

[…]Εγώ γουστάρω κρότο των ζαριών στο τάβλι.

 

Η αφιέρωση του συγκεκριμένου ποιήματος Στον Θωμά Κοροβίνη λειτουργεί σαν ένας ακόμα στίχος στο ποίημα, εισαγωγικός και κατατοπιστικός ως προς το τοπίο στο οποίο μπαίνουμε. Έτσι άλλωστε λειτουργούν και οι υπόλοιπες αφιερώσεις στα ποιήματα. Καθοδηγητικές και υποβοηθητικές στο περιεχόμενό τους. Ονόματα περνούν, που σημαίνουν πολλά, άλλα ανήκοντα στον κοινό λογοτεχνικό τόπο και άλλα σε πιο ιδιωτικές (κοινές κάποιες) μνήμες. Όλα μαζί να φτιάχνουν όχι μόνο έναν ποιητικό κόσμο (αυτό θα ήταν αναμενόμενο σε έναν καλό ποιητή) αλλά να προσδιορίζουν το ως πού και το με ποιους πορεύεσαι.

Ο ποιητής ξέρει τον ρόλο του. Ανοίγει το παράθυρο και μας φωνάζει να πλησιάσουμε, να κοιτάξουμε μέσα, να αφουγκραστούμε, γιατί αρχίζει να ιστορεί.

 

[…]και γω να μείνω δω, για να μπορώ να ιστορώ.

 

Κι έχει να πει πολλά, κι ας τα χωράει μέσα σε λίγες σελίδες. Τον υπόλοιπο δρόμο τον κάνει ο αναγνώστης, περπατώντας στους δρόμους της αγαπημένης Αθήνας, εκεί στο τέρμα Πατησίων με τα κλειστά πλέον περίπτερα, τους ρημαγμένους κόσμους τόσων ανθρώπων μέσα στην κρίση. Ο Δημήτρης περπατάει, θυμάται και ιστορεί. Μπαίνει σε παλιά ταπεινά κουτούκια, αυτά της νεαρής μας ηλικίας που τίποτα δεν είχαν αλλά όλα μας τα έδιναν. Ίσως γιατί δεν είχαμε ανάγκη από κάτι περισσότερο. Το λέει και ο ίδιος:

 

Δημήτρης Φύσσας

Δημήτρης Φύσσας

 

[…]Ποτέ δε νοιάστηκα για καλοπέραση και λούσα.

 

Αλήθεια ποιον προτιμώ, τον πεζογράφο Φύσσα ή τον ποιητή; Μου αρέσει ο τρόπος που μετράει τις λέξεις του όταν γράφει. Και λέω πως ίσως ο ποιητικός λόγος τον απελευθερώνει από την αναγκαιότητα της ανάλυσης του λόγου. Εδώ η ποίηση φτιάχνει πλοκή από τις εικόνες της, γιατί -να το πούμε κι αυτό- ξετυλίγει ολόκληρη ιστορία ζωής, από τα νεανικά χρόνια ως σήμερα. Ακόμα και μνεία υστεροφημίας εμπεριέχει, όταν στο ομώνυμο της συλλογής Εμένα μου λες θα καταφέρει να δώσει την ύστερη εικόνα του:

 

Θα μ’ εκτιμήσουν μετά θάνατο κάτι περίεργοι τύποι

Όσοι θ’ ανακαλύψουν τους συγκεκριμένους κυνισμούς

Και μιαν απόσταση απ’ τα πράγματα

Που επιτρέπει ένα μικρό φιλτράρισμα στη σκέψη

Ίσα για να μην παρασύρομαι απ’ τους πολλούς

Μα ζώντας κατά τ’ άλλα μες τον κόσμο.[…]

 

Αυτό το παραπάνω θαρρώ πως έχει σε μεγάλο βαθμό περιγράψει τον Δημήτρη Φύσσα, τουλάχιστον αυτόν που εγώ έχω κρατήσει ως εικόνα του από εκείνη τη μακρινή δεκαετία του ’70 που καθόρισε εν πολλοίς τη μετέπειτα πορεία όλων μας. Και ίσως να ήθελα να πω κι άλλα με αφορμή το βιβλίο του αυτό, αν και από ώρα έχω αντιληφθεί ότι ξέφυγα από αυτά που απαιτεί μια κριτική βιβλίου. Από την άλλη σκέφτομαι ότι ποτέ στην ουσία δεν έγραψα μια τυπική κριτική, παρασυρόμενη από την ιδιαίτερη σχέση που αποκτώ με τα βιβλία και τους συγγραφείς που αγαπώ. Καλύτερα, λοιπόν, να πω ότι ετούτο εδώ είναι ένα σημείωμα για μια αλλοτινή εποχή, με αφορμή την ποιητική κατάθεση του Δημήτρη, ένα σημείωμα που έχει και κάτι από την προσωπική μου διαδρομή. Σε τελευταία ανάλυση αυτή η ιδιότυπη συνάντηση δημιουργού και αναγνώστη δεν αποτελεί το ευκταίον στα λογοτεχνικά πράγματα;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top