Fractal

Και ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε τόσο όμορφα!

του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη // *

 

fractal_Όταν είχε αϋπνία κατέβαινε στην παραλία. Του άρεσε να βλέπει τη θάλασσα. Από μικρός ηρεμούσε στη θέα της. Υπήρχαν εποχές που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Δεν ήξερε γιατί, μα πάλι είχε τα ίδια συμπτώματα. Χτύπησε το δάκτυλο πάνω στο πακέτο. Άναψε ένα τσιγάρο. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το μέρος της θάλασσας.

Τελείωσε το τσιγάρο . Άρχισε να βηματίζει προς τον παραλιακό δρόμο. Καθώς προχωρούσε η ματιά του έπεσε πάνω σε μια αφίσα. Ήταν κολλημένη πάνω σε μια κολόνα. Πλησίασε. Τη διάβασε με προσοχή. Κάτω από την αφίσα υπήρχε μια ανακοίνωση.

«Το Δημοτικό Σχολείο σας προσκαλεί στη θεατρική παράσταση Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Δευτέρα 20.30 μ. μ.».

Το πρόσωπο του φωτίστηκε. Ξανακοίταξε πάλι την ανακοίνωση. Η επιστροφή του ήταν διαφορετική. Δεν αισθανόταν ταλαιπωρημένος. Τώρα κλωτσούσε μια πέτρα και έκανε τις χορευτικές φιγούρες ενός ποδοσφαιριστή. Μετά πήρε την πέτρα και την πέταξε χαμηλά προς τη θάλασσα. Αναπήδησε τρεις φορές και βυθίστηκε. Σήκωσε τα χέρια από ενθουσιασμό. Ευτυχώς ήταν βράδυ. Ίσως και να τον παρεξηγούσαν οι κάτοικοι τού χωριού.

Τα σκαλοπάτια της σκάλας τα βρήκε σαν μια άσκηση γυμναστικής. Τα ανέβηκε δυο – δύο, όπως έκανε όταν ήταν παιδί. Όταν μπήκε στο σπίτι κινήθηκε προς το μέρος της βιβλιοθήκης. Τα χέρια του άρχισαν να χαϊδεύουν το εξωτερικό μέρος των βιβλίων. Τα ακουμπούσε όπως ο μουσικός χαϊδεύει την άρπα του. Κάποια στιγμή σταμάτησε. Τα δάχτυλα του πίεσαν ένα βιβλίο της βιβλιοθήκης. Το πήρε στα χέρια του. Μικρό στον όγκο μα παλιό, φθαρμένο από το χρόνο. Κάθισε στην πολυθρόνα. Το ξεφύλλισε μια – δυο φορές. Τα μάτια του ήταν στραμμένα τώρα μόνο στο βιβλίο. Ό,τι και να συνέβαινε στο δωμάτιο δεν τον απασχολούσε.

Το πρωινό τον βρήκε ξαπλωμένο στον καναπέ με ένα βιβλίο στο χέρι. Ούτε κατάλαβε πώς τον είχε πάρει ο ύπνος.

Κοίταξε το εξώφυλλο τού βιβλίου. Διάβασε ψιθυριστά τον τίτλο του, Ο κύκλος με την κιμωλία. Κούνησε το κεφάλι του. Το έκανε, όταν του έρχονταν παλιές αναμνήσεις. Τις επόμενες μέρες δεν πήγε να εργαστεί στα χωράφια του.

Κάθε μέρα μελετούσε το βιβλίο, περιμένοντας τη Δευτέρα που θα πήγαινε στο σχολείο να δει την παράσταση. Χρόνια είχε να ασχοληθεί με το διάβασμα. Η δουλειά τον είχε κάνει να μην έχει περιθώρια. Προτιμούσε όταν είχε χρόνο να πηγαίνει να χαζεύει τη θάλασσα. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και η Δευτέρα ήρθε. Όλο το πρωί ήταν νευρικός. Συνεχώς κοιτούσε το ρολόι του. Μετρούσε τις ώρες, μετρούσε τα λεπτά, μετρούσε την αγωνία του να δει κάτι. Να δει, τι να δει; Δεν ήξερε κι ο ίδιος γιατί αισθανόταν έτσι. Πλύθηκε, ξυρίστηκε. Φόρεσε τα γιορτινά του ρούχα. Τα φορούσε σε σπάνιες περιπτώσεις. Κηδείες, γάμους, βαφτίσια. Ήταν έτοιμος. Το βήμα του τώρα ήταν αποφασιστικό. Έπρεπε να φτάσει στο σχολείο νωρίτερα. Ήθελε να το απολαύσει.

Ο κόσμος είχε γεμίσει τη μικρή αυλή. Χρόνια είχε να παιχτεί στο χωριό θεατρική παράσταση. Η μόνη διασκέδαση ήταν η τηλεόραση. Ήταν η πρώτη φορά που πολλές από τις τηλεοράσεις τού χωριού δε θα λειτουργούσαν.

Και ενώ είχε βυθιστεί στις σκέψεις , αντιλήφθηκε ότι τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν. Πρόσεξε πως τα βλέμματα όλων στράφηκαν στη σκηνή. Ακούστηκε η φωνή τού αφηγητή. Στον καιρό του τριακονταετούς πολέμου, μια αρχόντισσα φρόντισε να σώσει μόνο τα χρυσαφικά της. Έβαλε τη φροντίδα του μωρού της σε δεύτερη μοίρα. Το ξέχασε στο σπίτι της. Η υπηρέτρια, όμως δεν είχε την ίδια συμπεριφορά. Ξέροντας τί τύχη θα είχε από τους στρατιώτες, το πήρε και έφυγε προς τα βουνά. Με κίνδυνο της ζωής της το μεγάλωσε σαν δικό της παιδί.

Τα φώτα με τους μικρούς ηθοποιούς οδήγησαν τους θεατές στη μουσική μαγεία τού θεάτρου. Τα παιδιά έπαιζαν σαν να οδηγούνταν από τη μπαγκέτα του μαέστρου. Η μια σκηνή διαδεχόταν την άλλη. Και έφτασε η σκηνή της δίκης. Ο δικαστής έπρεπε να αποφασίσει ποιος θα πάρει το παιδί.

Μια σελίδα γύρισε στη μνήμη τού αγρότη. Κοντά παντελόνια και μια μικρή μπλούζα κάλυπταν την όμορφη κορμοστασιά ενός παιδιού. Η διερευνητική του ματιά παρατηρούσε την αίθουσα τού δικαστηρίου. Μπροστά του οι δικαστές, πίσω του οι ερωτήσεις καθισμένες σε δύο ξύλινα καθίσματα. Παιχνίδι έντασης πάνω στη λεπτή ισορροπία της ύπαρξης του. Δεν μπορούσε να καταλάβει το τι συνέβαινε. Γιατί είχε έρθει στο δικαστήριο. Ποια ήταν η πραγματική του μητέρα. Ύστερα από λίγες μέρες συνάντησε μια κυρία μ’ ένα δικηγόρο. Τα χέρια της και η παρουσία της έδειχναν συγκίνηση.

Ήθελε να ενώσει τα χέρια της, να γίνει ένα σύμπλεγμα μαζί του, μα η ταραχή την έκανε να νιώθει ότι την εμποδίζει η απόσταση. Εκείνη την ημέρα ήταν που τον έριξαν στο βάραθρο των σκέψεων. Είχε μάθει ότι η άγνωστη που είχε απέναντι του ήταν η αληθινή του μητέρα. Αυτή που τον είχε γεννήσει.

Και η άλλη; Αυτή που αγαπούσε και που δάκρυζε μαζί της όταν του ανέφερε τις δυσκολίες που είχε για να τον αναθρέψει; Την αγαπούσε υπερβολικά. Δεν γνώρισε πατέρα και ήταν το στήριγμα της ζωής του. Τώρα τον πριόνιζαν και τον έριχναν στην άβυσσο. Πώς μπορούσε ν’ απλώσει τα χέρια του στην άγνωστη; Δεν είχε κάτι κοινό μ’ αυτή. Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις. Πάντα ήταν μαζί της ψυχρός. Από την άλλη δεν μπορούσε να βλέπει τα μάτια της μάνας που τον μεγάλωσε. Ήθελε να τα φιλήσει, να της δείξει πόσο την αγαπά. Τον είχε μεγαλώσει από μωρό. Η αληθινή του μητέρα, τον είχε δώσει γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μετά τον θάνατο του άντρα της. Το παιδί δόθηκε στην οικογένεια ενός εμπόρου. Αυτό που γύρευε το παιδί, την αγάπη, την βρήκε και έκανε τον μικρό να νιώθει πάντα ευτυχισμένος.

Σε κανένα χαρτί δεν γράφτηκε ότι το παιδί είχε υιοθετηθεί. Και να που τώρα αυτή η λεπτομέρεια κλονίζει τα θεμέλια της κηδεμονίας του. Το παιδί βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μητέρες και ο δικαστής θ’ αποφασίσει ποιος θα το πάρει. Όχι το ίδιο το παιδί. Γι’ αυτό το αποτέλεσμα είναι πάντα γνωστό. Το παιδί ανήκει στην αληθινή του μητέρα. «Τ’ άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες για τη νομική». Τέτοιες που κλείνουν εύκολα τη σελίδα της μνήμης.

Ο δικαστής έπρεπε ν’ αποφασίσει σε ποιόν ανήκει το παιδί. Έπρεπε κάτι να εφεύρει για να τις δοκιμάσει. Χάραξε έναν κύκλο με μια κιμωλία και τοποθέτησε το παιδί μέσα στον κύκλο λέγοντας στις δυο γυναίκες να το τραβήξουν προς το μέρος τους. Μόνον η αληθινή μάνα το τράβηξε. Η άλλη δεν ήθελε να το κάνει να πονέσει. Έπρεπε να έβλεπες την έκφραση των θεατών. Συμμετείχαν στην παράσταση και τη ζούσαν. Στο τέλος σηκώθηκαν όρθιοι με ενθουσιασμό. Όλοι τους είχαν χαρούμενα πρόσωπα. Η δίκαιη λύση είχε δοθεί. Το παιδί ανήκε στη μητέρα που το μεγάλωσε. Δεν κατάλαβε το πώς, αλλά η ψυχική του διάθεση είχε αλλάξει. Το πρόσωπο του έδειχνε ότι κάτι ζωτικό τού είχε συμβεί. Έφυγε από την παράσταση με τις καλύτερες αναμνήσεις, διώχνοντας τις απορίες που αιωρούνταν στη σκέψη του.

Και ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε τόσο πολύ όμορφα!

 

elpidoforos1* Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης κατάγεται από την Λέσβο και γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Μπέρμιχαμ και μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο, όπου και εργάστηκε για μια πενταετία ως δάσκαλος στο Ευρωπαϊκό Σχολείο. Από το 2002 ζει στο Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας και εργάζεται ως Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε. στην Άρτα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top