Fractal

Η ελληνική ποπ σκηνή της δεκαετίας του ’60 (μέσα από τη ματιά του Νίκου Σάρρου)*. Α’ Μέρος.

Από τους:  Βαλάντη Τερζόπουλο (a.k.a. Electric Looser) και Γιάννη Παναγόπουλο

Φωτογραφίες: Giota C Tzotzoli  / FB Page : Magic Click Photography

 

Ο Νίκος Σάρρος χρειάστηκε 8 χρόνια για να γράψει το μεγαλύτερο ρεπορτάζ της ζωής του. Οι 340 σελίδες του βιβλίου του με τίτλο «Τα ελληνικά συγκροτήματα των 60s» είναι δομημένες πάνω σε δύο αξίες. Την εκτόνωση της, σκέτα, έντονης επιθυμίας του να καταγράψει την ιστορία μουσικών γκρουπ που σχηματίστηκαν στην Ελλάδα (όχι μόνο Αθήνα – Θεσσαλονίκη), στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Την ιδέα να χαρτογραφηθεί η ποπ – μουσική – κουλτούρα της χώρας σε μία περίοδο που η νεολαία της εποχής κόχλαζε από ανάγκη για δημιουργία. Ο Σάρρος παρουσιάζει κάτι που πριν γράψει άκουσε, διασταύρωσε, έζησε. Σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι που ξεκίνησε το 2008 και, απ’ ό,τι φαίνεται, συνεχίζει να απολαμβάνει ακόμα.

 

ποπα (1)

 

-Πότε συναντήθηκες με την ιδέα να γράψεις βιβλίο;

-Λίγες ώρες αφού τελείωσα την ανάγνωση του «25 Χρόνια Ελληνικού Ροκ» του Ντίνου Δηματάτη. Και αυτό, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να συνέβη τον Αύγουστο του 1992. Το λέω έτσι γιατί ήμουν μόλις 16 όταν ένιωσα πως το μικρόβιο της συγγραφής βιβλίου γύρω από την ελληνική μουσική σκηνή των συγκροτημάτων είχε μπει μέσα μου. Έξι χρόνια αργότερα, η πολύ πιο πλήρης έκδοση του «Get that beat» (του ίδιου συγγραφέα) μου έκοψε λίγο τα φτερά αλλά δεν με πτόησε. Και αυτό επειδή ανακάλυψα όσα της έλειπαν. «Πάτησα» πάνω τους για να στηρίξω το δικό μου δημιούργημα. Ένα βασικό μειονέκτημα εκείνου του βιβλίου ήταν η έλλειψη φωτογραφιών συγκροτημάτων της εποχής που, κατά την γνώμη μου, θα την αποτύπωνε καλύτερα. Θεώρησα πως οι φωτογραφίες για κάποιον που, όπως εγώ, δεν την έζησε ήταν απαραίτητο συστατικό. Δεν θα έλεγα ότι το 1998 ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο μου. Όμως σίγουρα τότε βρήκα το θέμα και ξεκίνησα την αναζήτηση των στοιχείων του.

 

– Τι συνέβαινε παράλληλα στη ζωή σου την ίδια περίοδο;

-Τo 1990 όντας μαθητής, ξεκίνησα να μαζεύω δίσκους(κυρίως 45αρια ελληνικά, αλλά και ξένα) πηγαίνοντας, κυρίως, σε υπαίθρια παζάρια. Μέχρι και το 1996 που πήγα φαντάρος είχα δημιουργήσει μία πολύ αξιόλογη συλλογή ελληνικών ποπ δίσκων, αλλά και φωτογραφιών καλλιτεχνών και συγκροτημάτων της εποχής. Το 2002 ξεκίνησα την καταγραφή τους και δειλά-δειλά άρχισα τις πρώτες αναζητήσεις μουσικών. Το 2006 έβαλα μπροστά τη δημιουργία του βιβλίου. Το τελείωσα οκτώ χρόνια μετά. Σε κάποιους τα οκτώ χρόνια μπορεί να φαίνονται πολλά, αλλά πολλές μεταγενέστερες λεπτομέρειες που μάθαινα με έκαναν να αλλάζω κείμενα που είχα ήδη τελειώσει, με συνέπεια να καθυστερώ στην ολοκλήρωση του.

 

-Θέλεις να περιγράψεις το βιβλίο σου σε αριθμούς;

-Το βιβλίο «Τα ελληνικά συγκροτήματα των 60s», που κυκλοφορεί από τις εκδώσεις «Μισκής», έχει 340 σελίδες. Περιλαμβάνει περίπου 150 συγκροτήματα της δεκαετίας του ‘60 σε περισσότερες από 650 ανέκδοτες φωτογραφίες τους. Ελάχιστες είναι οι φωτογραφίες που έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα της εποχής και αυτό συνέβη μόνο και μόνο προκειμένου να καλυφθούν κάποια χωροταξικά κενά στο στήσιμο του βιβλίου. Διευκρινίζω ότι μιλάμε για συγκροτήματα που ξεκίνησαν στα 60ς, άρα δεν θα βρείτε στο βιβλίο μπάντες όπως: Poll, Πελόμα Μποκιού, Εξαδάκτυλος, κτλ.

 

ποπα (7)

 

-Είπες προηγουμένως πως η ανακάλυψη όσων περισσότερων φωτογραφιών από τα συγκροτήματα εκείνης της εποχής ήταν απωθημένο σου….

– Η δημιουργία του βιβλίου βασίστηκε σε προσωπικές μαρτυρίες μελών συγκροτημάτων της εποχής και οι φωτογραφίες είναι από τα προσωπικά τους αρχεία. Η απόκτησή τους είναι «το δικό μου ταξίδι», αυτό που με γοήτευσε και συνεχίζει ακόμα και τώρα να με γοητεύει. Ανεξάρτητα από αυτό και παρόλο που το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει συνεχίζω και συναντιέμαι με μουσικούς ακόμα και σήμερα. Δύσκολα κόβεις πράγματα που σου δίνουν τόση ευχαρίστηση.

 

-Πόσο προκλητικό ήταν να αποκτήσεις «προσωπικές μαρτυρίες» από τόσους πολλούς ανθρώπους;

-Αν εξαιρέσoυμε τους γνωστούς και αναγνωρίσιμους μουσικούς που μπορούμε να βρούμε εύκολα (π.χ. Πασχάλη, Τουρνά, Λάκη Παπαδόπουλο) για την ανακάλυψη των υπολοίπων στήθηκαν ολόκληρες επιχειρήσεις εντοπισμού τους. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ακολούθησαν καριέρα μουσικού, οπότε για να τους βρω πολλές φορές έπρεπε να λειτουργήσω σαν….ντετέκτιβ! Βρήκα μέλη γκρουπ σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, σε όλη την Ευρώπη, αλλά και τις Η.Π.Α, τη Νότιο Αφρική και την Νέα Ζηλανδία! Πάλι καλά που υπάρχει το internet και το Skype για τις συχνές επικοινωνίες με κάποιους από αυτούς, αν και τα χρήματα που ξοδεύτηκαν σε βενζίνες και τηλέφωνα όλα αυτά τα χρόνια φτάνουν σίγουρα σε 4ψηφιο νούμερο…

 

Σήμερα και μετά από τόσες καταγραφές μουσικών ή ανθρώπων που για μία περίοδο στη ζωή τους ασχολήθηκαν με τη μουσική πιστεύεις πως η εισαγωγή της ποπ κουλτούρας στη μουσική, στην Ελλάδα, ήταν υπόθεση μόνο του Νίκου Μαστοράκη;

-Καταρχήν πρέπει να πω ότι ο Μαστοράκης – παρόλο που του το ζήτησα δις – ήταν από τους λίγους – μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού – που δεν με βοήθησε καθόλου, ούτε με φωτογραφικό υλικό, ούτε με πληροφορίες.

 

Σοβαρά; Οι άλλοι ποιοι ήταν;;

-Ο ένας ήταν μέλος ενός από τα κορυφαία γκρουπ της δεκαετίας, ο οποίος μου αρνήθηκε λέγοντας μου «ότι δεν θέλει να θυμάται εκείνη την δεκαετία, γιατί τον στενοχώρησαν φίλοι και συνάδελφοι». Αργότερα έμαθα ότι ήταν ανέκαθεν ένα ευαίσθητο παιδί, με κάποια προσωπικά θέματα και γι’ αυτό δεν θέλω να αναφέρω το όνομα του. Ο δεύτερος ήταν ο Σούλης Τρουπάκης, των Shooting Stars – τον οποίο έκανα τρία χρόνια να βρω – και ανεξήγητα με απέφυγε χωρίς καμία εξήγηση.

 

Ας επιστρέψουμε στον Μαστοράκη. Για σένα ο ρόλος του στην γέννηση και διάδοση της ποπ μουσικής στην Ελλάδα ποιος ήταν;

-Στον Νίκο Μαστοράκη όπως και σε όλους τους ανθρώπους που είναι πρωτοπόροι σε κάτι, μπορούμε να γράψουμε δεκάδες αράδες με θετικά ή αρνητικά σχόλια. Σίγουρα ο Μαστοράκης βοήθησε στη διαμόρφωση της ποπ κουλτούρας στην Ελλάδα, όμως δεν το έκανε από ανιδιοτέλεια ούτε από αγάπη για την μουσική. Αυτό απλώς ήταν το εισιτήριο του να ξεχωρίσει – και, μάλλον, το πέτυχε. Πλεύρισε το καλύτερο γκρουπ στην Ελλάδα και το έκανε το κορυφαίο της χώρας – άσχετα αν άλλαξε το μουσικό του ύφος για να το πετύχει.. Δημιούργησε την M+M Enterprises – την πρώτη εταιρεία μάνατζερ καλλιτεχνών στην Ελλάδα – αλλά δεν την «έτρεξε» – απλώς χρησιμοποίησε το όνομα του για να γίνει περισσότερο γνωστός. Σίγουρα δεν ήταν ο μόνος που βοήθησε στην διαμόρφωση της ελληνικής ποπ σκηνής της δεκαετίας του ‘60. Φρόντισε να γίνει όμως ο πιο αναγνωρίσιμος.
-Τι είναι αυτό που σε εξιτάρει γύρω από τις μπάντες εκείνης της εποχής; Από εκείνη την εποχή γενικότερα;

-Με εξιτάρουν στιγμές, συναισθήματα, εικόνες που ξεπηδούν από τη μουσική τους. Δεν θα μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητο το πάθος και η επιμονή των αυτοδίδακτων νέων να μάθουν κάποιο όργανο για να παίξουν την μουσική που αγαπούν – εγώ έχω ξεκινήσει 3 φορές να μάθω ντραμς και κιθάρα και τα έχω παρατήσει! Με κινητοποίησε η αγάπη, η σύμπνοια και η επιθυμία ανθρώπων που ζούσαν στην ίδια γειτονιά να καταφέρουν να φτιάξουν κάτι που αγαπούσαν. Η εικόνα να κάθονται γύρω από ένα πικάπ Teppaz, να βάζουν έναν δίσκο και ακούγοντάς τον να προσπαθούν να καταλάβουν τον ρυθμό του, να βγάλουν τα ακόρντα του, να αποστηθίσουν τους στίχους του – και ας μην ξέρουν αγγλικά – με γοητεύει. Οι στίχοι των τραγουδιών εκείνων των συγκροτημάτων που στο 90% τους, μιλούν για αγάπη, έρωτα, πάθος, χωρισμό μού περνούν μία αίσθηση αυθεντικής αγνότητας και ειλικρινούς ρομαντισμού. Όλες αυτές οι εικόνες με εξιτάρουν σχεδόν ζηλεύω που δεν τις έζησα.

 

-Έχεις δουλέψει ως δημοσιογράφος. Είναι λάθος να πούμε πως το περιεχόμενο του βιβλίου σου, είναι ένα μεγάλο ρεπορτάζ;

-Από τη στιγμή που η έρευνα σε ένα μεγάλο μέρος της είναι πρωτογενής και στα πιο πολλά βιογραφικά των συγκροτημάτων οι πληροφορίες διασταυρώνονταν από περισσότερα του ενός άτομα τότε ναι- μπορείς να το χαρακτηρίσεις και ρεπορτάζ. Σε κάποια γκρουπ έφτασα να μιλήσω με πάνω από πέντε διαφορετικά μέλη τους πριν καταλήξω στο τελικό κείμενο. Στους MGC λόγου χάρη μίλησα με επτά! Δεν αποκλείω να υπάρχουν και λάθη, όμως όσο μπόρεσα και ήταν εφικτό προσπάθησα να τα αποφύγω. Σκέψου ότι αν εξαιρέσεις το περιοδικό της εποχής «Μοντέρνοι Ρυθμοί» και κάποια μονόστηλα σε έντυπα («Μοντέρνο Τραγούδι», «Πρώτο», «Φαντάζιο» και την εφημερίδα «Βραδυνή») δεν υπήρχε βοήθεια από γραπτά κείμενα της εποχής.

 

– Ποιοι ήταν οι δημοσιογραφικοί όροι που έθεσες ή έπρεπε να θέσεις στη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου σου;

Δεν θα έλεγα ότι έθεσα όρους, με την έννοια του απόλυτου. Ο κανόνας άλλωστε επιβεβαιώνεται από την εξαίρεση του. Ξεκινώντας να γράφω έλεγα ότι δεν θα εκφέρω προσωπική γνώμη στα κείμενα των συγκροτημάτων. Υπήρξαν στιγμές που αυτό το αθέτησα. Που το άφησα να συμβεί. Αυτό έγινε, κυρίως, προς το τέλος της συγγραφής, Όταν είχα πλέον αποκτήσει εμπεριστατωμένη άποψη για πρόσωπα και γεγονότα. Είχα πει ότι δεν θα έβαζα μεμονωμένες φωτογραφίες μουσικών, καθότι ήθελα να αναδείξω την ομάδα και όχι το άτομο. Στην περίπτωση των Forminx, όμως δεν γινόταν – το έκανα. Το μόνο, που από την αρχή ως το τέλος έθεσα σαν όρο και τον κράτησα, ήταν να μην συμπεριλάβω στο βιβλίο συγκροτήματα που δεν θα είχα καταφέρει να αποκτήσω φωτογραφίες τους – ακόμη και αν γνώριζα το βιογραφικό τους. Παρόλο που αδίκησα κάποια γκρουπ, που μάλιστα είχαν ηχογραφήσει και δίσκους, δεν γινόταν να κάνω διαχωρισμό σε κάτι τόσο σημαντικό, τουλάχιστον για μένα.

 

* Το βιβλίο «Τα ελληνικά συγκροτήματα των 60s» θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Vinil is back».

 

✔ Διαβάστε το Β΄ Μέρος της συνέντευξης >>

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top