Fractal

Αστικό μυθιστόρημα με βαθιά ιστορικά αποτυπώματα

Γράφει η Μαρία Φραγκιαδάκη // *

 

Καρολίνας Μέρμηγκα, «Ο Έλληνας γιατρός», εκδόσεις Μελάνι, 2016

 

Καρπός ιδιαίτερης επιμέλειας, αγάπης και σκληρής δουλειάς είναι το εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και αφηγηματικής δύναμης μυθιστόρημα της Καρολίνας Μέρμηγκα «Ο Έλληνας γιατρός», το οποίο ανατρέχει μεν στο παρελθόν –χρονικός του ορίζοντας τα τέλη του 19ου ως τα μισά του 20ού αιώνα–  αλλά ορίζει εν μέρει, μέσα από προσεγμένες αναγωγές, και το παρόν.

Η έξοχη αυτή λογοτεχνική αφήγηση φωτίζει μία πολυτάραχη περίοδο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μέσα από την καρδιά συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων: τριών ανελέητων πολέμων, καταστροφών, δολοφονιών, δικτατοριών, νοθευμένων εκλογών. Μιλά για την οικονομική κρίση του 1893, τον «Ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897), τους Βαλκανικούς, το Κίνημα του 1909, τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και τον Εθνικό Διχασμό, την Μικρασιατική εκστρατεία και Καταστροφή, τη δικτατορία του Μεταξά, τον Β’ παγκόσμιο (την ιταλική εισβολή και την επική ελληνική αντεπίθεση, την γερμανική κατάκτηση και τον πρώτο χρόνο της Κατοχής με την πείνα και τους νεκρούς)∙ μα και για το Κρητικό ζήτημα, τα Λαυρεωτικά, το ανάθεμα του Βενιζέλου, την εκτέλεση των Έξι, την απίστευτη υπόθεση Γκαίρλιτς (1916), την προβοκάτσια στα γερμανοπολωνικά σύνορα (Γκλάιβιτς 1939), τον βομβαρδισμό του στρατιωτικού νοσοκομείου Ιωαννίνων∙ κι ακόμα, για τους πεινασμένους στρατιώτες, τους Άγγλους που φεύγουν, τους Γερμανούς που έρχονται,  την παράδοση των Αθηνών μέσα στο καφενείο «Παρθενών» -μια οδυνηρή τοιχογραφία εποχής.

Κέντρο των εξελίξεων (στο σύνολο σχεδόν της αφήγησης) η Αθήνα, της οποίας η ευρύτερη εικόνα συμπληρώνεται και με ποικίλες άλλες αναφορές. Τα Ευαγγελικά, η πομπή με την εικόνα της Παναγίας της Τήνου προς τα ανάκτορα για τη σωτηρία του άρρωστου βασιλιά, η πανδημία της φοβερής ισπανικής γρίπης, μα και οι πρόοδοι της επιστήμης, ο πανικός από την «ανθρωποκτόνο ουρά» του κομήτη του Χάλεϊ, οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες (1896), η όπερα «Μαντάμ Μπατερφλάιν» στο Βασιλικό θέατρο παραμονές του πολέμου (1940)∙ η παλιά αστική τάξη και οι ανερχόμενοι αστοί, οι κουτσαβάκηδες και τα φτωχά λουστράκια της πλατείας Συντάγματος, η άλλη Ελλάδα όπου «οι αγρότες σκοτώνονται στο Κιλελέρ, οι ποιητές αυτοκτονούν, οι φτωχοί πεινούν» συνιστούν μια βαθιά ανατομία του ραγδαίου, με πολλαπλές αντιφάσεις,  κοινωνικού μετασχηματισμού της ελληνικής πρωτεύουσας.

Στο αστικό αυτό μυθιστόρημα παρελαύνουν επίσης πρόσωπα με βαρύ αποτύπωμα στην ιστορία: πρωθυπουργοί και  βασιλιάδες (ακόμα κι η αυτοκράτειρα Σίσσυ), άνθρωποι της επιστήμης και του πνεύματος. Πολλοί είναι και οι αφανείς ήρωες: καθηγητές πανεπιστημίου, γιατροί, νοσοκόμες, εθελοντές, σπουδαίες γυναίκες («η Μάνα του Στρατιώτου» Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, η Ελένη Βασιλοπούλου, η πρώτη απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής, η Καλλιρόη Παρρέν) κι άλλοι που τους ξέχασε η ιστορία, όπως ο Έλληνας Εβραίος αξιωματικός Μαρδοχαίος Φριζής κι ο Αμερικανός πάστορας Έιζα Τζένινγκς, ο σωτήρας χιλιάδων Ελλήνων στην καταστροφή της Σμύρνης.

Η πλειάδα ετούτη υπαρκτών δημόσιων προσώπων κινείται –με  τον ένα ή τον άλλο τρόπο– γύρω από ένα κεντρικό ήρωα με στιβαρή προσωπικότητα, τον «Έλληνα και γιατρό». Πρόκειται για τον πατέρα του πατέρα της συγγραφέως, γιατρό και πολιτευτή, του οποίου η πορεία διασταυρώθηκε κυρίως με τον Βενιζέλο και τον βασιλιά Αλέξανδρο αλλά και με λογίους, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Παλαμά, τον Σουρή, τον Γιώργο Σαραντάρη και την Πηνελόπη Δέλτα. Γύρω του συναριθμούνται επίσης αγαπημένα πρόσωπα του οικογενειακού κύκλου: η μάνα με την πυρωμένη ματιά και τη δωρική αρχοντιά, ο πατέρας, ο θείος, τα αδέρφια, η Μαργαρίτα, η Μίτσα, ο γιος, η κόρη.

Και η άξια εγγονή Καρολίνα Μέρμηγκα θα μεταπλάσει τον Κωνσταντίνο Μέρμηγκα σε ένα θαυμάσιο μυθιστορηματικό χαρακτήρα, τον «Έλληνα γιατρό», χαρίζοντας έτσι στον αγαπημένο της παππού –χωρίς να τον βάζει στο εικονοστάσι των αγίων– ένα είδος αθανασίας.

Η συγγραφέας-εγγονή έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσκολιών του εγχειρήματός της, θα στηριχτεί σε μια εξαντλητική βιβλιογραφία, θα αξιοποιήσει δημόσια και οικογενειακά ντοκουμέντα και θα επιλέξει να τοποθετήσει την προσωπική διαδρομή του παππού μέσα στο ιστορικο-πολιτικό της πλαίσιο. Για να το πω αλλιώς, θα δώσει τη φέτα εκείνη της νεότερης πολιτικής και πολιτιστικής μας ιστορίας εβδομήντα περίπου χρόνων, η οποία οριοθετείται από τη χρονιά γέννησης του Κ. Μ. (1874) έως τον τελευταίο μαύρο χειμώνα της ζωής του –ήταν τότε 67 χρονών.

 

Καρολίνα Μέρμηγκα

 

Απ’ αυτό ακριβώς το τέλος, με ένα ειρωνικότατο σχόλιο («αν κάτι γνωρίζει η αστική τάξη, είναι να συζητά») και μια θεατρικότατη σκηνή, ανοίγει η αυλαία της αφήγησης.

Δεκέμβρης του 1941, Αθήνα. Σε ένα μεγαλοαστικό σαλόνι κάποιοι, παρών και ο Αντιπρόεδρος της Κατοχικής κυβέρνησης, βεγγερίζουν. Ανάμεσα στα τρέχοντα θέματα και η κουβέντα για τον Καθηγητή Μ.: ότι τραυματίστηκε στο τραμ κι έπαθε μόλυνση και τώρα ασθενεί σοβαρά γιατί αρνήθηκε να πάρει  σουλφαμίδες…, ότι κουράρισε τον βασιλιά μα του ‘μεινε στα χέρια! συναρπαστικός καθηγητής, πρωτοποριακές οι εγχειρητικές του μέθοδοι, σπουδαία και τα συγγράμματά του και η μετάφραση του Φάουστ, αλλά ιδιόρρυθμος άνθρωπος… «ναι, τι την ήθελε την Δημαρχία όμως; Γερμανόφιλος…;».  Για όλα ετούτα τα βαριά ερωτηματικά, που, διατυπωμένα με ευγενική υποκρισία μεταξύ ψιθύρων και κουτσομπολιού, αιωρούνται αντιφατικά και διφορούμενα, αναλαμβάνει τώρα η λογοτεχνία να μιλήσει, επιτρέποντας και σε κείνο τον απόντα Καθηγητή Μ. να πει την αλήθεια του.

Ύστερα η αφήγηση γυρνά στην αρχή και, ακολουθώντας τη ζωή του Κωνσταντίνου Μ., εξελίσσεται πλέον γραμμικά, με τις απαραίτητες συντμήσεις. Έτσι, ο αφηγημένος χρόνος οργανώνεται σε τέσσερις μεγάλες ενότητες (1874-1899), (1904-1914), (1915-1922), (1935-1941), αποτελούμενες από μικρές, σχεδόν αυτόνομες διηγήσεις, όπου ο χώρος και ο χρόνος –που  άλλοτε προχωρεί με άλματα και άλλοτε πιο αργά–  είναι οι βασικές ορίζουσες.

Μέσα στο συγκεκριμένο αυτό χωροχρονικό πλαίσιο διαδραματίζονται οι περιπέτειες ανθρώπων και αισθημάτων, ψηλαφούνται δράματα και πάθη ατομικά και συλλογικά, αφού όλο το κείμενο υφαίνεται με δύο νήματα μαζί, το ένα της ιδιωτικής ζωής και το άλλο της δημόσιας. Μας παραδίδει έτσι η δημιουργός μια πλατιά λογοτεχνική διήγηση με πυκνή καλοδουλεμένη ύφανση, στέρεη πλοκή και εσωτερική συνοχή, χάρη και στις έξυπνες αντιστίξεις, τους απρόσμενους υπαινιγμούς, τις κρυμμένες συνδέσεις και προσημάνσεις.

Μικρό δείγμα της αξιοζήλευτης αυτής δεξιοτεχνίας τα παρακάτω:

1874, Δεκέμβριος. Στον Κάμπο της Μάνης, στο σπίτι του Νικόλα και της Στασινούλας έχουν γεννητούρια. Την ώρα της εναγώνιας αναμονής, ο Νικόλας διαβάζει στην εφημερίδα –λίγο καθυστερημένα βεβαίως– τα πολιτικά τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα: «βία και νοθεία στις εκλογές του 1874», «Τις πταίει», «Τα στηλιτικά», όπου χλευάζονται οι βουλευτές της κυβέρνησης Βούλγαρη ως προδότες.  «Άγριο πράγμα να σε αποκαλούν προδότη…» μουρμουρίζει (σχεδόν προφητικά) την ώρα που γεννιέται ο Κωστάκης του. Ένας υπαινιγμός, που προοικονομεί σαν τραγική σχεδόν ειρωνεία, εκείνο το «Γερμανόφιλος» που θα ακουστεί μετά από χρόνια και για τον γιο του ετούτο που μόλις γεννήθηκε.

1888. Ο Κωστάκης, μελετηρός και πειθαρχημένος μαθητής Γυμνασίου που διαβάζει την ιστορία του τόπου και πάλλεται από ρομαντικό πατριωτισμό, συναντιέται με τον κορυφαίο αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα –είχαν αρχίσει οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή. Δεν ξέρει ακόμα τι θέλει να σπουδάσει, μα ξέρει πως θέλει να γίνει επιστήμονας, γιατί «Στον νέο αιώνα που έρχεται, τις λύσεις στα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα, θα τις δώσει η επιστήμη…».  Η συζήτηση με τον διαπρεπή επιστήμονα πάνω από τον θολωτό τάφο του Μαχάωνος, γιου του Ασκληπιού, γιατρού και πολεμιστή στην Τροία και πρώτου χειρουργού, καθορίζει τον τελικό προσανατολισμό του ανήσυχου έφηβου∙ ένα έξυπνο λογοτεχνικό εύρημα η εύγλωττη αυτή παραλληλία, κομβικό σημείο, κατά τη γνώμη μου, της μυθιστορηματικής πλοκής.

Πράγματι, το επαρχιωτόπουλο με τους υψηλούς στόχους και τις φιλοδοξίες, γίνεται ένας κορυφαίος χειρουργός, καθηγητής πανεπιστημίου και πολεμιστής στα μέτωπα των πολέμων μα και στον πολιτικό στίβο. Κι ενώ γύρω του μαίνεται ο πόλεμος, το μίσος του διχασμού, ο φόβος, η αμορφωσιά και οι προκαταλήψεις, εκείνος κερδίζει την επαγγελματική και κοινωνική αναγνώριση και μια άνετη ζωή. Μεταπηδά στη νέα αστική τάξη. Βρίσκει τη θέση του «μέσα σ’ αυτή την παράξενη καινούργια χώρα», όπως λέει, με την πείσμονα εργατικότητά του και τον σταθερό αταλάντευτο βηματισμό του.

Ένα πράγμα μόνο απορρυθμίζει αυτόν τον μέχρι κυνισμού ορθολογιστή: ο έρωτας, ένας εξ αρχής καταδικασμένος έρωτας. Ωστόσο, παντρεύεται, κάνει οικογένεια, αγαπά τη γυναίκα του, καμαρώνει τα παιδιά του «το μερίδιό του στην αθανασία», «μα η ψυχή του είναι η Μαργαρίτα», ο αιώνιος δυνατός του έρωτας. Κι αγωνίζεται σ’ όλη του τη ζωή να βρει ισορροπίες ανάμεσα σε αντικρουόμενα αισθήματα και ρόλους. Συχνά ετούτος ο σκληροτράχηλος στρατιωτικός γιατρός μαλώνει με τον εαυτό του. Ένας αδυσώπητος αυτοέλεγχος η αγωνία να παραμείνει συνεπής στις αρχές του, να μην ενδώσει. Η εσωτερική μάχη με τη συνείδησή του ή με σκιές, ειδικά πριν από δύσκολες αποφάσεις, δίνεται με τη μορφή ονείρου ή εφιάλτη∙ και μάλιστα, σαν να είναι ο Φάουστ ο μυστικός συνομιλητής-συμβουλάτοράς του στη βασανιστική αυτή δοκιμασία∙ ένα επίσης ωραίο εύρημα της συγγραφέως για να προσεγγίσει τον ήρωά της εκ των έσω, στην ουσία του…

Ο φανατικά ταγμένος στην επιστήμη του καθηγητής δεν βρίσκει παρηγοριά μόνο στον έρωτα, μα και στην τέχνη. Γι’ αυτό θαύμαζε τόσο τη Γερμανία∙ για την επιστήμη και την τέχνη της. Και τώρα λυπάται και οργίζεται για την απίστευτη μεταστροφή στη βαναυσότητα. Πώς έφτασε αυτή η χώρα στον φρικτό εθνικοσοσιαλισμό; Συνεχίζει όμως να πιστεύει «στα ανθρώπινα μεγαλουργήματα και στην καλοσύνη». Την ώρα μάλιστα της μεγάλης απόγνωσης, στους ανθρώπους του πνεύματος της Γερμανίας απευθύνει εκείνο το συγκλονιστικό ραδιοφώνημά του…

Όσο για το ακανθώδες ζήτημα, η απάντηση είναι ξεκάθαρη: ναι, αναλαμβάνει τη Δημαρχία της κατοχικής πρωτεύουσας! αλλά, όχι! δεν είναι φιλοναζιστής!  Το επαναλαμβάνει μετ’ επιτάσεως! Ξέρει βεβαίως ότι η πράξη του θα εκληφθεί -στην καλύτερη περίπτωση- ως ματαιοδοξία, έρωτας για εξουσία  ή δουλοπρέπεια∙  προπαντός, θα κατηγορηθεί ως δωσίλογος∙ κι είναι βαριά η κατηγορία του προδότη∙ ακολουθεί και τα παιδιά και τα εγγόνια του …

Δύσκολη η απόφαση, όχι χωρίς πόνο∙ κανείς απ’ την οικογένειά του δεν τον στηρίζει∙ είναι μόνος. Ωστόσο, θα το βάλει το χέρι του στη φωτιά. Έτσι, εξάλλου, έκανε πάντα∙ πάντα ήταν παρών στα δύσκολα. «Είμαι γιατρός. Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά μου», λέει. Και τελικά, δεν θα υποχωρήσει μπροστά στο φόβο μη σπιλωθεί το κύρος του.  Θα υπακούσει στο μέγα χρέος προς την πατρίδα που γονατίζει, προς τον εξαθλιωμένο λαό που παραπαίει και πεθαίνει πεινασμένος κι έρημος, αφού ο βασιλιάς και οι άρχοντες έχουν φύγει.

Θέλει πραγματικά να βοηθήσει όπως μπορεί. Και το κάνει πράξη. Αρνείται μισθό, κυκλοφορεί με το άθλιο τραμ –εκεί τραυματίζεται- και προσπαθεί παντοιοτρόπως να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και την αξιοπρέπεια της υπόδουλης χώρας του∙ τέλος, θα αρνηθεί να παραδώσει στον φοβερό γερμανό Διοικητή δέκα ονόματα ομήρων, και με μια γενναία πράξη απόγνωσης και περηφάνιας, θα δώσει το δικό του όνομα εις δεκαπλούν, και θα παραιτηθεί.

Ο Έλληνας γιατρός όμως είναι και ένας πνευματώδης, με ιδιαίτερο χιούμορ, ιατροφιλόσοφος, που μιλά για το χρέος των γιατρών «εξίσου προσεκτικά με την αντισηψία πρέπει να διδάσκουμε και την αξιοπρέπεια», για την αναξιοκρατία, την εύθραυστη δημοκρατία, την Μεγάλη Ιδέα, τον εθνικισμό, το ναζισμό∙ για τη δύναμη ή την ανικανότητα της τέχνης να εμποδίσει την παρακμή και τα εγκλήματα, για τη συμμετοχή ή όχι στην εξουσία. Ελκυστικός, πράγματι,  άνθρωπος ο Κ. ή Μ. ή Κωνσταντίνος, ο προεξάρχων πρωταγωνιστής σε τούτο το μυθιστόρημα χαρακτήρων.

Ωστόσο, είναι αλήθεια αυτό που επισημαίνει η Καρολίνα Μέρμηγκα: «Δεν κάνει ένα μυθιστόρημα για τον παππού της». «Ο Έλληνας γιατρός» δεν είναι ούτε μυθιστορηματική βιογραφία ούτε μυθιστόρημα εποχής∙ ούτε καν ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι όλα αυτά μαζί και πολύ περισσότερα. Πρόκειται για ένα πολυπρισματικό λογοτεχνικό έργο, επίτευγμα της πεζογράφου, η οποία επέλεξε να προσεγγίσει την επίσημη ιστορική πραγματικότητα μέσα από την καθημερινότητα των ανθρώπων. Κατέστησε έτσι κυρίαρχο υποκείμενο μέσα στον κόσμο των γεγονότων τον άνθρωπο∙ απογυμνωμένο, ευάλωτο μα και δυνατό, κυρίως μπροστά στον πόνο. Και έδειξε πως ο ανθρώπινος πόνος έχει το ίδιο ειδικό βάρος και στις φτωχογειτονιές και στα σαλόνια, ακόμα και μέσα στα παλάτια∙ μπροστά στη μοναξιά των μεγάλων αποφάσεων, στη βάσανο του έρωτα, μα προπαντός την ώρα του θανάτου.

Γιατί και ο έρωτας κατέχει σημαντική θέση μέσα στο σύμπαν αυτής της αφήγησης, σε τρεις μάλιστα εκδοχές: ως ο περιπαθής έρως του Μιμήκου και της Μαίρης με τη διπλή αυτοκτονία, ο μελοδραματικός έρωτας της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνα Δραγούμη, σε θαυμάσια αντίστιξη με εκείνο του Κωνσταντίνου και της Μαργαρίτας, οι οποίοι αρνούμενοι την απελπισία, προτιμούν τον σαρκασμό και την «τεθλασμένη» ζωή.

Μα εκείνο, νομίζω, που η Καρολίνα Μέρμηγκα ακουμπά με ιδιαίτερη τρυφερότητα και λεπτότητα συναισθημάτων, είναι ο θάνατος. «Πέθανε όπως πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι, με όσο βάρος και θάρρος τού είχε δώσει η ζωή. Έτσι πάμε στο θάνατο, μ’ αυτά που έχουμε μαζέψει από τη ζωή», φιλοσοφεί ο γιατρός σχολιάζοντας τη στάση του νεαρού βασιλιά Αλέξανδρου.  Και όταν πλησιάζει το δικό του τέλος, «…θέλει να τον αφήσουν ήσυχο. Σπίτι του».  Και, σα να διδάσκει ακόμα, συμπληρώνει: «Οι άνθρωποι πρέπει να πεθαίνουν στα σπίτια τους… Κάποτε δεν υπήρχε σπίτι όπου να μην έχει πεθάνει κάποιος… Σήμερα οι άνθρωποι ζουν σε χώρους όπου δεν αγγίχτηκαν από τον θάνατο… Η αστική τάξη δεν ξέρει να πεθαίνει».

Σχόλια ευθύβολα, στοχαστικά, με ποιητικές αποχρώσεις ενίοτε, επιτήδεια σφηνωμένα στον κορμό της αφήγησης, στο σώμα της πρότασης ή στην αρχή ενός κεφαλαίου, εκφράζουν υπόρρητα δυνατά συναισθήματα, κουβαλούν εμπειρία ζωής και σοφία για τα ανθρώπινα.

«Ο Έλληνας γιατρός» της Καρολίνας Μέρμηγκα, απόσταγμα ευφυούς λόγου, αποκαλύπτει με συγκινησιακό μα ισορροπημένο τρόπο, τόσο την τραγικότητα όσο και τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου, τις σκοτεινές και τις φωτεινές πλευρές μιας εποχής, το προσωπικό και το συλλογικό νεοελληνικό  δράμα.

 

 

* Η Μαρία Φραγκιαδάκη είναι  φιλόλογος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top