Fractal

Ελλάδα-Αλβανία 2-0

της Εύας Στάμου // *

 

fractal_summer

1

Ο άντρας ήταν εννέα χρόνια μικρότερός της. Εκείνη του είπε από την πρώτη στιγμή ότι είναι μεγαλύτερή του. «Ε, ναι το ξέρω, το βλέπω», της απάντησε χωρίς δισταγμό. Ομολόγησε ότι την υπολόγισε γύρω στα 35 με 36. Η Αντιγόνη ήταν 41. «Ναι, ναι, 36», βιάστηκε να επιβεβαιώσει την εικασία του.
«Δεν με πειράζει, είσαι πολύ όμορφη. Σε θέλω.»
«Πρέπει να το σκεφτώ, μού ’ρθε ξαφνικό».
«Τι να σκεφτείς; Ή σου αρέσω ή δεν σου αρέσω, απλά είναι τα πράγματα. Πες μου ότι δεν σου αρέσω και δεν θα σε ξαναενοχλήσω.»
«Όχι, δεν είναι απλά, σκέφτομαι τον άντρα μου.»
«Θέλεις να φύγω; Νομίζω ότι σου αρέσω, με θέλεις κι εσύ, το νιώθω. Αν κάνω λάθος, θα φύγω αμέσως».
«Χρειάζομαι χρόνο. Ναι, φύγε. Θέλω να σκεφτώ, είμαι μπερδεμένη. Φύγε και θα σου τηλεφωνήσω εγώ.»

Υπήρχε σ’ εκείνον κάτι που την έλκυε και ταυτόχρονα την απωθούσε, ήταν το ίδιο χαρακτηριστικό ιδωμένο από άλλη οπτική γωνία. Το θάρρος και το πάθος του, -έλεγε στον εαυτό της όταν η ζυγαριά έγερνε υπέρ του-, την αναστάτωνε, την έκανε να θέλει να παραδοθεί στην επιθυμία του. Το θράσος του,- αποκαλούσε την ίδια ακριβώς συμπεριφορά, όταν ένιωθε αρνητικά,- την θύμωνε, την έβγαζε από τα ρούχα της: ποιος νόμιζε ότι είναι ο Αλβανός; Τι τον έκανε να πιστεύει ότι μπορούσε να την έχει τόσο εύκολα, από πού αντλούσε την εκνευριστική αυτοπεποίθηση με την οποία την είχε πλησιάσει από την πρώτη στιγμή; Ιδιαίτερα όμορφος δεν ήταν, ένας συνηθισμένος νέος, με συμπαθητική φάτσα που γινόταν παιχνιδιάρικη όταν χαμογελούσε, ο άντρας της ήταν χωρίς αμφιβολία πολύ πιο εντυπωσιακός. Επιπλέον η προφορά του ήταν βαριά, τράβαγε τις λέξεις μ’ έναν τρόπο εκνευριστικό που την ενοχλούσε. Τι ήταν λοιπόν αυτό που είχε να σκεφτεί, γιατί δεν τον έστελνε στο καλό από την πρώτη στιγμή;

Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί ήταν μάλλον αυτό το διαφορετικό, το γεγονός ότι προερχόταν από μια κουλτούρα αλλιώτικη. Και φυσικά τα λαμπερά του νιάτα. Ναι, οι διαφορές τους ήταν που την προσέλκυαν, όσα τους χώριζαν αποτελούσαν για την Αντιγόνη τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του. Κι έτσι δεν είπε το όχι, μα δεν έλεγε και το ναι. Οι μέρες κυλούσαν κι ο μικρός είχε γίνει σκιά της, συνέχεια έξω απ’ την πόρτα της τριγύριζε, ευκαιρία δεν έχανε για ματιές διαρκείας που της προκαλούσαν άγχος και ταυτόχρονα την ερέθιζαν.

Η τελευταία φορά που είχε απατήσει τον άντρα της ήταν χρόνια πριν, μ’ έναν συνάδελφό που την είχε κυνηγήσει ανελέητα ένα ολόκληρο σχολικό έτος πριν την πείσει να τον ακολουθήσει στο εργένικο σπίτι του ένα απομεσήμερο του Ιουλίου. Ο καθηγητής της Χημείας ήταν αρρενωπός και καλοφτιαγμένος κι η Αντιγόνη καταλάβαινε από ένστικτο ότι είχε κοιμηθεί και με άλλες συναδέλφους. Τους προηγούμενους μήνες είχαν βγει μαζί κάποια βράδια όταν ο άντρας της έλειπε για επαγγελματικούς λόγους, μα η Αντιγόνη πήρε την απόφαση να πάει σπίτι του ένα απόγευμα με ραντεβού, χωρίς την δικαιολογία του οινοπνεύματος και της αυθόρμητης επιθυμίας. ένα απόγευμα που ο Θάνος την περίμενε σε κεντρικό καφέ του Κολωνακίου πριν συναντήσουν φίλους στο εστιατόριο του Χίλτον για φαγητό. Όλα έγιναν βιαστικά, ακριβώς όπως εκείνη είχε επιλέξει. Βιαστικά και με τρόπο που της επέτρεπε να εντάξει την συγκεκριμένη εμπειρία στο πρόγραμμα της ημέρας δίχως να χρειαστεί να ξεβολευτεί ή ν’ αλλάξει κάτι που θα προκαλούσε τις υποψίες του Θάνου. Βιαστικά με τρόπο που λίγο αργότερα την διευκόλυνε να ξεχάσει εντελώς το συμβάν.

Αυτό ήθελε κατά βάθος και τώρα. Να γίνει κάτι στα γρήγορα, κάτι ανώδυνο συναισθηματικά που δεν θα έθετε σε κίνδυνο τον γάμο της, ούτε βέβαια θα την έκανε να νιώσει φθηνή. Ζητούσε πολλά; Η Αντιγόνη ήταν μαθημένη σ΄ έναν ηδονιστικό τρόπο ζωής όπου δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιοι ήταν οι καλοί και ποιοι οι κακοί, και κυρίως ότι μία ποθητή γυναίκα όπως η ίδια, είχε που και που το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται την εντύπωση που έκανε στους άντρες.

Όσες φορές είχε αναρωτηθεί στο παρελθόν αν και ο Θάνος διατηρούσε κρυφή ερωτική ζωή, είχε βιαστικά αποτινάξει την σκέψη, ξέροντας ότι ήταν κάτι που δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει. Της έφτανε που εκείνος δεν της έδινε σοβαρές αφορμές για ζήλια.

 

2

Ο Αλβανός ήταν υδραυλικός, μέλος του συνεργείου που είχε αναλάβει τις επισκευές της παλιάς Κολωνακιώτικης πολυκατοικίας. Το αφεντικό του ένας Έλληνας γύρω στα πενήντα, είχε στη δούλεψή του έξι άτομα, όλους Αλβανούς, που επέβλεπε γυρνώντας από διαμέρισμα σε διαμέρισμα. Ουσιαστικά χασομερούσε καπνίζοντας στους διαδρόμους, μιλώντας στο κινητό του, και πιάνοντας κουβέντα με τους ενοίκους. Η Αντιγόνη είχε φροντίσει να τον κρατήσει σε απόσταση από την αρχή, η προσωπικότητά του την απωθούσε. Αυτό που δεν κατάφερε ήταν να υψώσει αμυντικό τείχος και απέναντι στους δυο νεαρούς που δούλευαν στο μπάνιο και στην κουζίνα της. Αν ήταν ομοεθνείς της ίσως φερόταν διαφορετικά. Το γεγονός ότι ήταν αλλοδαποί την έκανε υποχωρητική κι ευγενική μαζί τους, μην την πουν ακατάδεκτη ή τίποτα χειρότερο.

Ετοίμαζε καφέ για όλους το πρωί, ήταν χαμογελαστή και δεν δυσανασχετούσε ν’ απαντά τις ερωτήσεις τους για διάφορα θέματα, ακόμα και προσωπικά, όπως τι δουλειά έκανε, αν ήταν χρόνια παντρεμένη, γιατί δεν είχε παιδιά. Η αδιακρισία που θα την είχε θυμώσει αν προερχόταν από Έλληνες, έμοιαζε διασκεδαστική, ακόμα και γραφική στην περίπτωση των Αλβανών. Είναι η διαφορά της κουλτούρας, σκεφτόταν αποφεύγοντας να προσβληθεί.

Τον νεαρό συνέχισε να τον βλέπει και μετά την ολοκλήρωση των εργασιών στο κτήριό τους -το συνεργείο άρχισε να εργάζεται σε μια πολυκατοικία στην απέναντι μεριά του δρόμου. Τότε ήταν που χωρίς την επίβλεψη του αφεντικού και την απαγορευτική παρουσία του συναδέλφου του, ο Μπλέντι την προσέγγισε και με τρόπο ευθύ της ζήτησε να κοιμηθεί μαζί του. Σιγά σιγά έπιασε τον εαυτό της να παραμονεύει πίσω από την κουρτίνα τα πρωινά πριν φύγει με τα πόδια για το σχολείο και να ελέγχει για τυχόν κινήσεις του Αλβανού, να τον σκέφτεται, ν’ αναρωτιέται πως να ήταν ο έρωτας μ’ έναν ξένο, νεότερό της άντρα.

Μια μέρα πριν το συνεργείο αποχωρήσει οριστικά από τη γειτονιά, βγήκε στο μπαλκόνι, παρόλο που το πρωινό ήταν ψυχρό, κι ήπιε τον καφέ της εκεί, ξεφυλλίζοντας μια εφημερίδα. Το ένιωθε ότι ο μικρός την παρακολουθούσε και αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Το τηλέφωνο δεν άργησε να χτυπήσει κι έκλεισαν το πρώτο ραντεβού.

Διάλεξε ένα βράδυ που ο Θάνος έλειπε στη Θεσσαλονίκη για μια έκθεση ειδών γυμναστικής. Η πρώτη συνάντηση έγινε στο διαμέρισμα, η Αντιγόνη δεν μπορούσε να σκεφτεί ένα πιο κατάλληλο και ταυτόχρονα πιο ακατάλληλο μέρος. Δεν ήταν συνηθισμένη να συχνάζει σε ξενοδοχεία τρίτης διαλογής, προτίμησε την σιγουριά του σπιτιού της. ‘Όσο για τον νεαρό, για δικούς του λόγους εκείνος, επέμενε επίσης να βρεθούν στο σπίτι της, να μην τραβήξουν προσοχή σε δημόσιο χώρο, να μην τη φέρει σε δύσκολη θέση. Κι είναι αλήθεια ότι η Αντιγόνη δεν θα κατάφερνε ποτέ να δικαιολογήσει στον κύκλο της την παρουσία της δίπλα σε κάποιον σαν τον αλλοδαπό υδραυλικό.

Ο Μπλέντι εμφανίστηκε στο κατώφλι της λες και πήγαινε σε συνέντευξη για δουλειά: φρεσκοκουρεμένος, ξυρισμένος κόντρα, ατσαλάκωτος. Η ανυπομονησία είχε ζωγραφίσει στο πρόσωπό του μια περίεργη έκφραση, κάτι ανάμεσα σε μορφασμό αγωνίας και ενθουσιασμό. Τον πέρασε στο σαλόνι και τον έβαλε να καθίσει απέναντί της, «να κουβεντιάσουμε», είπε. Ακόμη και τώρα, τελευταία στιγμή, δεν είχε αποφασίσει αν θα κοιμόταν μαζί του.

«Τι να πούμε», απάντησε ο μικρός θαρρετά, «δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε. Πάμε στην κρεβατοκάμαρα».
Η Αντιγόνη τον κοίταξε επιτιμητικά: ποια κρεβατοκάμαρα, σκέφτηκε, δεν υπάρχει περίπτωση, όλα έχουν τα όριά τους. Ο μικρός είχε καθίσει δίπλα της ακάλεστος κι είχε χωρίς καθυστέρηση αρχίσει να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να την φιλά στο λαιμό, αφού εκείνη δεν έδειχνε καμία διάθεση ν’ ανταποδώσει τα φιλιά του.

Κύλησαν έτσι λίγα λεπτά. τόσα χρειάστηκαν για να εγκαταλείψει απότομα τις άμυνες της, περισσότερο από δυσκολία να αποφασίσει τι θα κάνει, παρά από επιθυμία, και ν’ αρχίσει να υπακούει στις εντολές του άντρα. Σε μια στιγμή πέρασε από την μια κατάσταση στην άλλη, υιοθέτησε έναν ρόλο που μπορεί για τις περισσότερες γυναίκες να είναι οικείος, μα όχι για κείνη που είχε συνηθίσει να έχει το πάνω χέρι στις ερωτικές επαφές της, ακόμα και με τον Θάνο.

Αυτά που ακολούθησαν ήταν τόσο έντονα που το επόμενο διάστημα η Αντιγόνη προσπάθησε να τα σβήσει, να τα εξαφανίσει απ’ τη μνήμη της, όπως κάνουμε είτε μ’ ένα τραύμα που βιαζόμαστε να επουλώσουμε ή με μια εμπειρία τόσο ανοίκεια που αδυνατούμε να εντάξουμε στη ζωή μας. Είχαν ενωθεί σαν άγρια ζώα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποτέ άλλοτε να της έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο. Είχε μεταμορφωθεί. Ο μικρός την απελευθέρωνε και ταυτόχρονα η παρουσία του της δημιουργούσε ενοχές που την έκαναν επιθετική, σχεδόν τιμωρητική απέναντί του.
Όσο κι αν επέμενε να αποδιώχνει απ’ την σκέψη της τις εικόνες που την πλημμύριζαν, δεν κατάφερε ν’ απαλλαγεί από μιαν αίσθηση γλυκιάς μέθης που την καταλάμβανε, μια περίεργη ζαλάδα που την έκανε να τα βλέπει όλα μέσα από έναν θολό, παραμορφωτικό φακό που εστιάζει μόνο σ’ ένα σημείο, αποκλείοντας το σύνολο, σαν αυτόν που δοκιμάζει στα μάτια μας ο οφθαλμίατρος για να διαπιστώσει τους βαθμούς της μυωπίας.

Αυτό τις πρώτες μέρες μετά την ερωτική τους συνεύρεση. Στη συνέχεια άρχισε να επαναφέρει στο μυαλό της τα γεγονότα, να αναπολεί εικόνες από όσα έζησε με τον Μπλέντι, να κομματιάζει και να ξανασυνθέτει τα στιγμιότυπα αφήνοντας το καλύτερο για το τέλος της ημέρας, όταν κουρασμένη έπεφτε για ύπνο ή όταν έκανε το τελευταίο βραδινό τσιγάρο στη βεράντα, με τον αρρωστημένο τρόπο που κάποιος εθισμένος στο ποτό ή τη ζάχαρη φυλάει το τελευταίο ποτηράκι ή το τελευταίο γλυκό για μια ώρα ανάγκης.

Αναρωτήθηκε αν ο μικρός έκανε πάντα έρωτα μ’ αυτόν τον επιθετικό τρόπο ή αν υπήρχε κάτι στην ίδια που τον προκαλούσε. Άνοιξαν μια κουβέντα για το ερωτικό του παρελθόν. Της είπε ότι ήταν η δεύτερη Ελληνίδα που γνώριζε ερωτικά. Όταν έφτασε στην Ελλάδα πριν από μια δεκαετία περίπου είχε κάνει σχέση με μια κοπέλα λίγο νεότερή του, ένα πρόσχαρο κορίτσι που τον είχε βοηθήσει πολύ να ενταχθεί στον ελληνικό τρόπο ζωής. Έκτοτε δεν έτυχε να ξαναβγεί με Ελληνίδα, έμπλεξε για τα καλά με την Αλβανική κοινότητα και έβγαινε μόνο με ομοεθνείς του. Οι Ελληνίδες όμως είχαν κάτι ιδιαίτερο, τους άρεσε περισσότερο το σεξ κι ήταν πιο απελευθερωμένες από τις δικές τους. Τα κουβέντιαζε συχνά με τους φίλους του κι ήξερε ότι κατά βάθος οι περισσότεροι, ακόμα κι όσοι ήταν παντρεμένοι με όμορφα και καλά κορίτσια από την χώρα τους, επιθυμούσαν το σεξ με Ελληνίδες. «Οι δικές μας είναι πιο τρυφερές, πιο συναισθηματικές, εσείς κάνετε έρωτα σαν άντρες, χωρίς αίσθημα, καμιά φορά είναι καλύτερα έτσι.»

Την πρώτη φορά έμειναν μαζί ένα εικοσιτετράωρο. Η Αντιγόνη ετοίμασε μια μακαρονάδα κι ο Μπλέντι πετάχτηκε στην γειτονική κάβα με χίλιες προφυλάξεις που της φάνηκαν περιττές, – ποιος γνωστός του κατοικούσε αλήθεια στο Κολωνάκι;- κι έφερε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί την μάρκα του οποίου του είχε υποδείξει η ίδια.

 

3

Την δεύτερη φορά συναντήθηκαν στο άδειο σπίτι ενός γνωστού του Μπλέντι. Είχαν μεσολαβήσει δύο εβδομάδες από την πρώτη ερωτική επαφή, ακριβώς επειδή η Αντιγόνη δεν έλεγε να συμφωνήσει να βρεθούν σε άγνωστο έδαφος. Μετά από δική του επιμονή υποχώρησε, ωστόσο είχε κακή διάθεση. Καθόλου δεν της άρεσε που έπρεπε να ψάξει μιαν άγνωστη διεύθυνση στη Νέα Σμύρνη, μια συνοικία που γνώριζε ελάχιστα. Αποφάσισε να πάρει ταξί και στη διαδρομή ένιωσε έναν ανοίκειο φόβο να την παραλύει. Πέρασε απ’ το μυαλό της η σκέψη ότι ο μικρός μπορεί να μην την περίμενε μόνος. Θα μπορούσε ακόμα να είχε κρύψει στο δωμάτιο κάποια κάμερα. Αν κινηματογραφούσε την συνεύρευσή τους θα είχε την ευκαιρία να την εκβιάζει στο μέλλον για λεφτά ή περισσότερες συναντήσεις.

Έφτασε στο σημείο του ραντεβού με μικρή καθυστέρηση και τον είδε στον κήπο του σπιτιού να την περιμένει. Η πονηρή έκφραση που είχε το πρόσωπό του την έκανε να νιώσει δυσάρεστα. Έσπρωξε την σκουριασμένη καγκελόπορτα και τον συνάντησε, αυτός δίσταζε να βγει στο δρόμο να την υποδεχτεί. Στάθηκαν για λίγο αμήχανοι κοιτώντας ο ένας τον άλλο κι ύστερα ο Μπλέντι άρχισε να της λέει πόσο την πεθύμησε, πόσο όμορφη ήταν με το άσπρο, μακρύ της φόρεμα και να την τριγυρίζει σαν σκυλάκι που υποδεχόταν το αφεντικό του μετά από μέρες απουσίας.

Πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού, όπου η Αντιγόνη διαπίστωσε με δυσαρέσκεια ότι τα περισσότερα δωμάτια ήταν άδεια, οι τοίχοι άβαφοι, κι υπήρχαν τρύπες στο πάτωμα σκεπασμένες με λινάτσα. Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκαν σ’ έναν μικροσκοπικό χώρο όπου δέσποζε ένα κρεβάτι -στρωμένο με φρεσκοσιδερωμένο, λευκό σεντόνι- και δυο καρέκλες καφενείου. Ακούμπησε στη μία την τσάντα της, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και τον κοίταξε φουρτουνιασμένη.
«Έφερα το σεντόνι από το σπίτι μου», είπε εκείνος χαμογελώντας με υπερηφάνεια.
«Συγχαρητήρια», απάντησε με απροκάλυπτη ειρωνεία. Κι ύστερα πιο ήρεμα: «Σε ποιον ανήκει το σπίτι;»
«Δουλεύω εδώ τώρα, έχω το κλειδί».

Ένιωσε την δυσαρέσκειά της να μεγαλώνει, ωστόσο γδύθηκε κι έπεσε μαζί του στο κρεβάτι, περισσότερο για να σιγουρευτεί ότι δεν τον ποθούσε πια, παρά από επιθυμία. Έκαναν έρωτα με κινήσεις μηχανικές και τρόπο εντελώς συνηθισμένο που σε τίποτα δεν θύμιζε την πρώτη τους επαφή. Όταν τελείωσαν ο Μπλέντι πήρε το χέρι της ανάμεσα στα δικά του και προσπάθησε να την κοιτάξει στα μάτια, μα η Αντιγόνη τον απέφυγε.

Εκείνος, λες και δεν κατάλαβε ότι για την παρτενέρ του η μαγεία είχε οριστικά χαθεί, άρχισε να της μιλάει με την βαριά προφορά του για κάτι που στην αρχή η Αντιγόνη δεν κατάλαβε. Της πήρε ώρα να βγει απ’ τις σκέψεις της, να επιτρέψει στα λόγια του να καταγραφούν στο μυαλό της – της πήρε ώρα να συνειδητοποιήσει τι της έλεγε και κυρίως τι της ζητούσε.

Για κάποιον γάμο της μίλαγε, για ένα μωρό, κι εκείνη απωθούσε τις λέξεις μία μία, τις απόδιωχνε με βία, αρνιόταν ν’ ακούσει και να πιστέψει την αλήθεια. Χρειάστηκε προσπάθεια για να δεχτεί ότι της περιέγραφε τον δικό του γάμο, την εγκυμοσύνη της γυναίκας του, το παιδί που ο ίδιος περίμενε σε λίγες βδομάδες.

Το μυαλό της θόλωσε, ένιωσε τον θυμό ν’ ανεβαίνει απ’ το στομάχι στον οισοφάγο και να την πνίγει, να της κόβει την ανάσα. Το φως στα μάτια της λιγόστεψε και αισθάνθηκε το σώμα της να παραλύει. Δεν θυμόταν να είχε ξανανιώσει τόσο προσβεβλημένη. Ήταν πρόστυχος! Ένα κάθαρμα που δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να κοιμηθεί μαζί της μία και δύο φορές, όχι επειδή του άρεσε, όπως ισχυρίστηκε για να την καταφέρει, μα επειδή δεν γινόταν να συνευρεθεί ερωτικά με την έγκυο γυναίκα του. Ή μήπως όχι;

«Τι παιχνίδι παίζεις;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα, κι ο τόνος της φωνής της δεν φανέρωνε το παραμικρό συναίσθημα.
«Κανένα παιχνίδι», απάντησε ο Μπλέντι χαμογελώντας. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και δεν θέλω να υπάρχουν μυστικά ανάμεσά μας.»
«Ερωτευμένος;»
«Ναι, δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο απ’ το πρωί ως το βράδυ παρά μόνο πώς θα γίνει να βλεπόμαστε συχνά, ακόμα και να συζήσουμε. Και ξέρεις τι σκέφτηκα;»
«Για πες μου.»
«Σκέφτηκα να κάνουμε και μαζί ένα παιδί. Δεν θέλεις ένα μωράκι; Αποκλείεται να μην θέλεις, εσύ είσαι καλή γυναίκα, πρέπει να έχεις ένα μωρό, σου αξίζει. Αν δεν μπορεί ο άντρας σου, εγώ μπορώ και θέλω. Να κάνουμε ένα μωρό κι εσύ που είσαι πλούσια να το μεγαλώσεις.»
Επικράτησε σιωπή. Το χέρι της νεκρό πουλί ανάμεσα στα δικά του. Τον κοίταξε ερευνητικά κι είδε το πρόσωπό του να χλομιάζει.
«Τι έχεις Αντιγόνη μου;»
«Είσαι αλήτης!»
«Τι έχεις, τι έπαθες, γιατί μού…»
«Γι αυτό ήρθες μαζί μου άθλιε; Επειδή δεν γινόταν να κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου; Ή για τα λεφτά; Μίλα, πες μου όλη την αλήθεια!»
«Μα τι λες; Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, γι αυτό, γι αυτό…»
«Γι αυτό τι; Σκέφτηκες να με αφήσεις έγκυο και να ζεις από τα λεφτά μου, τα λεφτά του άντρα μου; Κάθαρμα! Αυτά έβαλες στο μάτι; Μήπως θέλεις να γίνω και νονά τού παιδιού σου και να του φέρνω δώρα τη Λαμπρή;»
«Αντιγόνη μη το κάνεις αυτό, μην μου μιλάς έτσι, θα το μετανιώσεις, όταν καταλάβεις, θα το μετανιώσεις. Εγώ… εγώ σε θέλω, σ’ αγαπώ. Είσαι καλή Αντιγόνη, είσαι καλή και ήθελα να κάνουμε μαζί παιδί.»
«Σκάσε! Μην μ’ αγγίζεις! Φύγε από κοντά μου! Σε άφησα να με αγγίξεις δύο φορές, κι εσύ το μόνο που είχες στο μυαλό σου ήταν πώς να με χρησιμοποιήσεις, πώς να εκμεταλλευτείς τη γνωριμία μας. Γιατί δεν μου είπες ότι είσαι παντρεμένος, ότι περιμένεις παιδί;»

Είχε αρχίσει να ντύνεται ουρλιάζοντας, τρέχοντας πάνω κάτω στο δωμάτιο και στον στενό διάδρομο που το συνέδεε με το υπόλοιπο σπίτι. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, το πρόσωπο της κόκκινο, η ξεβαμμένη μάσκαρα δημιουργούσε αντιαισθητικές μαύρες γραμμές που έρεαν ως το πηγούνι. Προς μεγάλη της έκπληξη, έκλαιγε.

Ο Μπλέντι τα είχε χαμένα. Γυμνός ακόμα με μιαν έκφραση τρόμου στο βλέμμα, προσπαθούσε να την ηρεμήσει, να καταλάβει τι είχε πάει τόσο στραβά. Αγωνιζόταν να την πείσει πως τον αδικούσε, μα τα ελληνικά που – λόγω του σοκ – είχαν αποτραβηχτεί στο πίσω μέρος του μυαλού του, δεν τον βοηθούσαν να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη.

Στο τέλος η Αντιγόνη έπεσε πάνω του με ορμή κι άρχισε να τον χαστουκίζει, να τον χτυπά όπου βρει, να τον φτύνει. Ο Μπλέντι έμεινε ακίνητος, αποφασισμένος να υποστεί ότι ήταν αναγκαίο προκειμένου να εκτονωθεί εκείνη και να σταματήσει το μαρτύριό του μια ώρα αρχύτερα. Που και που μόνο επαναλάμβανε: «Μην το κάνεις αυτό Αντιγόνη, όλα τελείωσαν τώρα, όλα τελείωσαν.»

«Γιατί με κορόιδεψες; Γιατί μου έκρυψες το γάμο σου;»
«Για να μη με διώξεις, είμαι ερωτευμένος μαζί σου, δεν ήθελα να σε χάσω.»
«Πώς τόλμησες; Κωλόπαιδο! Τι απίστευτο θράσος!»
Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει. Τον απώθησε με όλη της τη δύναμη και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Παλιό-Αλβανέ!»

Βγήκε στον δρόμο σε έξαλλη κατάσταση. Είχε πλύνει το πρόσωπό της και κρύψει τα ερεθισμένα μάτια της κάτω απ’ τα μεγάλα, μαύρα γυαλιά της. Προχωρούσε δίπλα στα οχήματα σχεδόν παραπατώντας. Πιο πολύ την ενοχλούσε που δεν φώναξε κι εκείνος, δεν αντέδρασε βίαια, ωθώντας και την ίδια να είναι πιο συγκρατημένη από όσο είχε ανάγκη για να ξεσπάσει, να βγάλει από μέσα της όλον εκείνο το θυμό που της δημιούργησε η εξομολόγησή του.

Στο δρόμο επικρατούσε αναστάτωση. Κραυγές, κορναρίσματα, αυτοκίνητα που προσπερνούσαν με υπερβολική ταχύτητα, μια αίσθηση κινδύνου. Τρόμαξε. Η συναισθηματική της κατάσταση την έκανε να φανταστεί παράλογα πράγματα, όπως ότι όση ώρα ήταν κλεισμένη στο σπίτι, συνέβη κάτι φρικτό, κάτι αντίστοιχο με την πτώση των Δίδυμων Πύργων.

Στάθηκε στην άκρη του δρόμου αναζητώντας ταξί. Δυο αναψοκοκκινισμένοι νεαροί που ούρλιαζαν σε μια γλώσσα ακατάληπτη, πέρασαν από το απέναντι πεζοδρόμιο, τόσο κοντά της που σχεδόν την άγγιξαν. Ρώτησε αυθόρμητα, μην αντέχοντας άλλο την αγωνία: «Τι συμβαίνει παιδιά, έγινε κάποιο ατύχημα;»
«Κερδίσαμε! Τους σκίσαμε τους Αλβανούς! Ελλάδα-Αλβανία 2-0!»

 

EvaStamou* Η Εύα Στάμου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έκανε ανώτατες σπουδές συμβουλευτικής ψυχολογίας, φιλοσοφίας, και κοινωνιολογίας των έμφυλων σχέσεων στη Βρετανία. Το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής της στην ψυχολογία ήταν η διαμόρφωση της γυναικείας προσωπικότητας κατά τη μέση ηλικία. Έχει διδάξει ψυχιατρική ηθική και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ κι έχει εργαστεί στην Πρότυπη Ψυχιατρική κλινική του Γιορκ και σε κέντρα ψυχοθεραπείας στο Μάντσεστερ. Το 2012 συνέχισε την έρευνά της ως Visiting Scholar στο MIT. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα: «Ελιγμοί» (Οδός Πανός, 2004) «Ντεκαφεϊνέ» (Οδός Πανός, 2005) «Εθισμός» (Μελάνι, 2011) και τη συλλογή διηγημάτων «Μεσημβρινές συνευρέσεις» (Μελάνι, 2009). Το 2013 κυκλοφόρησε από το Scholar’s Press η μονογραφία της Ageing and Female Identity in Midlife. Και το 2014 το δοκίμιο «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας» από τις εκδόσεις Gutenberg. Σήμερα εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχοθεραπεύτρια ατόμων και ζευγαριών.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top