Fractal

Ελίζαμπεθ Μπίσοπ: Η εμβληματική μορφή του αμερικανικού μοντερνισμού

Της Πωλίνας Γουρδέα //

 

Συνέντευξη με τον συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργο Παναγιωτίδη

 

pan2

 

Η σχέση ανάμεσα στο λογοτεχνικό παρόν και στο λογοτεχνικό παρελθόν είναι διαλεκτική. Στην αίγλη του παρελθόντος ανήκει η εξέχουσα μορφή του αμερικανικού μοντερνισμού, η ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπίσοπ. Γεννημένη το 1911 στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης, απέδωσε με την ποίησή της την εικαστική οπτική για τον κόσμο που την περιέβαλε σε κάθε συγκυρία της ζωής της. Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια καλαίσθητη έκδοση με ποιήματά της, σε μετάφραση και επίμετρο Γιώργου Παναγιωτίδη, από τις εκδόσεις poema. Στη συνέντευξη αυτή ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος Παναγιωτίδης ξεδιπλώνει τους λόγους που τον οδήγησαν να καταπιαστεί με το έργο της. Έτσι κατορθώνει να χαρίσει στο ευρύ κοινό ένα οξύτατο πνεύμα μιας γυναίκας που τόλμησε στην εποχή της να είναι ποιήτρια τέτοιου βεληνεκούς. Στο λογοτεχνικό παρόν ανήκει η έκδοση αυτή που μας υπενθυμίζει τους λόγους που κάποιοι ποιητές γίνονται διαχρονικοί. Όπως λέει η Μπίσοπ στο ποίημα με τίτλο Ποίημα (σελ. 54) : «Δεν τον γνώρισα ποτέ. Και οι δύο γνωρίζουμε αυτόν τον τόπο, προφανώς, αυτό το κυριολεκτικά μικρό μετόπισθεν, κοιτώντας το αρκετά ώστε να το απομνημονεύσω, διαχωρίζει τα χρόνια μας. Πόσο παράξενο. Και είναι ακόμη αγαπημένο».

 

 

-Πρόσφατα κυκλοφόρησε η μετάφρασή σας των ποιημάτων της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ από τις εκδόσεις Poema. Τι σας έκανε να επιλέξετε τη συγκεκριμένη πολυβραβευμένη αμερικανίδα ποιήτρια;

Ειλικρινά, οι διακρίσεις και τα βραβεία της Μπίσοπ ήταν το τελευταίο που διαπίστωσα γι’ αυτήν, αφού πρώτα αγάπησα την ιδιόρρυθμη ποιητική φωνή της. Η αλήθεια είναι πως «έπεσα» πάνω της από καθαρή τύχη ή ακόμα καλύτερα ήρθε εκείνη και με βρήκε, καθώς έψαχνα στο διαδίκτυο πράγματα για τις αίθουσες αναμονής. Το πρώτο ποίημά της που διάβασα λοιπόν ήταν το “In the waiting room”. Ήταν ένα είδος ετεροχρονισμένης συμπόρευσής μας πάνω στα ερωτήματα που εγείρει η αναμονή. Με άγγιξε αμέσως η αισθητική της, ο τρόπος της να βλέπει και να μετουσιώνει καλλιτεχνικά τη συνηθισμένη στιγμή της καθημερινότητας, να την αποτυπώνει – να την αποδίδει εικαστικά θα έλεγα – με  απόλυτη εμμονή στη ζωγραφική με τις λέξεις και να την αναγάγει στο συμβολικό της επίπεδο.  Όταν μάλιστα διαπίστωσα πως δεν υπήρχε μία συστηματική παρουσίαση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ στα ελληνικά, τότε ξεκίνησα το εγχείρημά μου χωρίς δεύτερη σκέψη, καταρχήν από δική μου ανάγκη. Δεν θα παραλείψω βέβαια να αναφέρω τον Βασίλη Ρούβαλη, που πίστεψε σε αυτήν την εργασία και με προέτρεψε να την εκδώσουμε από τις εκδόσεις “e-poema”, αφού καταρχήν γνώρισε την προσπάθειά μου χάρη σε τρία ποιήματα της Μπίσοπ που δημοσίευσε στο ομώνυμο ηλεκτρονικό, λογοτεχνικό περιοδικό πριν κάποια χρόνια.

 

pan3

 

-Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσατε στη μετάφραση των ποιημάτων της Μπίσοπ;

Η Μπίσοπ, ως γνήσια εκπρόσωπος του αμερικανικού μοντερνισμού, άλλοτε σπάει τη φόρμα και άλλοτε την υπηρετεί με έναν ίσως πιο χαλαρό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση όμως διακρίνεις στα ποιήματά της τον συντακτικό ρυθμό, την προμελετημένη επανάληψη λέξεων και φράσεων, τη μουσική στις περιγραφές, την προσεκτική επιλογή των λέξεων. Δεν παύουν να είναι αριστοτεχνικές οι ομοιοκαταληξίες της και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι αντιθέσεις του περιεχομένου και της φόρμας, όταν χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, το πλαίσιο του σονέτου ή της σεστίνας σε ένα πολύπλοκο μίγμα φορμαλισμού και νοηματικής ελευθερίας. Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποιητικής της φωνής στάθηκαν εμπρός μου ως η μεγαλύτερη πρόκληση θα έλεγα, αν όχι δυσκολία. Εξάλλου, έχοντας κατά νου πως η αγγλική γλώσσα είναι απολύτως οικεία σε πολύ μεγάλο ποσοστό του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, θα ήταν αστείο να ισχυριστώ πως το ζητούμενο για μένα ήταν η μετάφραση της Μπίσοπ. Το ζητούμενο τελικά και η δυσκολία ήταν η μεταφορά στα ελληνικά, κατά το δυνατόν, της αισθητικής των ποιημάτων και της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας της δημιουργού, χωρίς να την προδίδω, χωρίς να παραβλέπω τα νοήματά της για χάρη της φόρμας, την οποία όμως επίσης υπηρέτησα πιστά όπου την βρήκα. 

 

pan4

 

-Στο επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση των ποιημάτων γράφετε ότι η Μπίσοπ αποφεύγει να εμπλέκει την προσωπική της ζωή κι επικεντρώνεται στις εντυπώσεις που της προκαλεί ο φυσικός κόσμος. Θα ήθελα να μας κάνετε ένα σχόλιο, ως ποιητής και μεταφραστής, για τη σημερινή πραγματικότητα του ποιητικού λόγου που (στις περισσότερες σύγχρονες ποιητικές συλλογές) ακούγεται αυτοαναφορικός.

Αυτό που αποφεύγει να εμπλέξει η Μπίσοπ στην ποίησή της είναι σαφώς το ιδιωτικό μέρος της ζωής της, η ορφάνια της, ο ερωτικός της προσανατολισμός. Ίσως ευθύνεται και η εποχή που έζησε. Πάντως η ίδια δεν ήθελε καν το έργο της να ξεχωρίσει ως έργο γυναίκας δημιουργού αλλά ως έργο δημιουργού, πέρα από το φύλο της. Σε πολλά ποιήματά της μάλιστα έχουμε την αφήγηση προσωπικών βιωμάτων, είναι σαφώς αυτοβιογραφικά αλλά σε έναν βαθμό, γιατί πάντα εκμεταλλεύονται το προσωπικό και στοχεύουν στο πανανθρώπινο. Σε κάθε περίπτωση το πρώτο πρόσωπο, η φωνή της δηλαδή, μετατοπίζεται πάντα και αδιαμφισβήτητα στο «εμείς».

Ας πούμε στο ποίημα “In the waiting room”, αφηγείται σαφώς ένα περιστατικό που βίωσε η ίδια, μικρή, όταν βρέθηκε στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντιατρείου μαζί με τη θεία της. Όταν όμως φτάνει να αναρωτιέται: «Γιατί έπρεπε να είμαι η θεία μου, ή εγώ, ή οποιοσδήποτε; Τι παρόμοιο – μπότες, χέρια, η φωνή της οικογένειας που ένιωσα στον λαιμό μου, ή ακόμα το National Geographic κι εκείνα τα φρικτά κρεμασμένα στήθη – μας κρατάνε όλους μαζί ή μας κάνουν όλους εμάς μόνο έναν; Πώς – δεν ξέρω κάποια λέξη γι’ αυτό – πόσο «απίθανο»… Πώς έγινε να βρεθώ εδώ, σαν αυτούς, και να κρυφακούω μια κραυγή πόνου που θα μπορούσε να δυναμώσει και να χειροτερέψει μα δεν μπόρεσε;» τότε σαφώς περνά με ένα θαυμαστό νοηματικό άλμα στην κοινή εμπειρία, στον κοινό υπαρξιακό προβληματισμό των ανθρώπων όλου του κόσμου.

Ο δε «αυτοαναφορικός» λόγος, συνήθως σκέτος λόγος, ποιητικός δε σε κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις, αν πούμε ότι είναι κι αυτός ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας, τουλάχιστον στα ελληνικά πράγματα τα οποία και γνωρίζουμε καλύτερα. Όταν όμως ο λόγος αυτός δεν εμπεριέχει εκείνα τα νοηματικά άλματα που θα μπορούσαν να τον εκτινάξουν και να τον μετατρέψουν σε κοινό σημείο αναφοράς όλων μας, όταν δεν ηλεκτρίζεται αισθητικά από ένα ευρύτερο νόημα ή έστω από κάποιον εσωτερικό συντακτικό ρυθμό, τότε όσο εντατικά και αν παράγεται, τελικά μας προσπερνάει, φεύγει από το λογοτεχνικό προσκήνιο το ίδιο βιαστικά που συνήθως έρχεται. Η Μπίσοπ, όπως οι δικοί μας Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, βασάνιζε πολύ καιρό τα ποιήματά της μέχρι αυτά να κατασταλάξουν κάπου. Το ποιητικό της έργο περιλαμβάνει «μόνο» 101 ποιήματα. Δυστυχώς στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί, όχι όλοι βέβαια, που εκτίθενται, εκθέτουν τη ζωή τους, απερίσκεπτα, τεμπέλικα και το ίδιο εύκολα που θα τη συζητούσαν με κάποιον φίλο τους, την παρατάσσουν σε στίχους και λένε πως αυτό είναι ένα ποίημα. Δεν είναι έτσι όμως. Αυτό είναι μόνο μία θεραπευτική μέθοδος για τους ίδιους.

 

-Η τεχνική της Μπίσοπ από τους βιβλιοκριτικούς έχει χαρακτηρισθεί ανυπέρβλητη και αφετηρία του αμερικανικού μοντερνισμού. Μιλήστε μας λίγο για τον τρόπο που έκανε τις ποιητικές της συνθέσεις;

Η Μπίσοπ είναι εμβληματική μορφή του αμερικανικού μοντερνισμού. Στην ποίησή της επηρεάστηκε βαθιά από την ποιήτρια και φίλη της Marianne Moore. Σε αντίθεση με τον σύγχρονό της – και φίλο της επίσης – Robert Lowell, που έγραφε εξομολογητικά, η Μπίσοπ επικεντρώνεται με μεγάλη λεπτότητα στις εντυπώσεις που της προκαλεί ο φυσικός κόσμος. Οι ποιητικές της εικόνες αποτελούν ακριβή αποτύπωση του πραγματικού κόσμου, ενώ την ίδια στιγμή αντανακλούν το οξύ πνεύμα και την ηθική της. Η εμμονή της με την ακρίβεια, η οποία υπήρξε και μια μόνιμη αιτία διαμάχης με τον Robert Lowell, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της. Η Μπίσοπ μεταδίδει έντονα συναισθήματα έμμεσα, μέσα από ακριβείς περιγραφές και ιδιαίτερες σκηνοθετικές λεπτομέρειες, αντικείμενων και γεγονότων. Η ίδια έλεγε πως η ακρίβεια έχει την ικανότητα να προσδίδει μια σχεδόν λογοτεχνική ερμηνεία, σ’ ένα στιγμιότυπο ή σ’ ένα αντικείμενο. Στην ποίησή της αποφεύγει επιμελώς οτιδήποτε θα την έκανε να φανεί είτε προφανής είτε μυστηριώδης. Αποκαλύπτει αυτό που η ίδια θεωρούσε ότι πρέπει να αποκαλύψει ή να καλύψει. Επιπλέον η Μπίσοπ αφιέρωνε μεγάλες χρονικές περιόδους στην επιμέλεια του έργου της κι αυτός ίσως είναι ο λόγος που άφησε ατελές ένα μεγάλο κομμάτι του. Η ίδια, επίσης, κάποτε είπε σε μια συνέντευξη ότι «θα πρέπει ίσως να συμπράξουν εκατοντάδες πράγματα την κατάλληλη στιγμή, για να φτιαχτεί ένα ποίημα και τελικά κανείς δεν μπορεί στ’ αλήθεια να ξεχωρίσει ποια από αυτές τις συγκυρίες, ήταν ή δεν ήταν, υπεύθυνη για κάτι που ειπώθηκε».  

 

pan5

 

-Η μετάφραση μιας τόσο σημαντικής ποιήτριας πόσο έχει επηρεάσει τον προσωπικό σας τρόπο γραφής;

Θα κορόιδευα τον εαυτό μου αν πίστευα πως δεν με επηρέασε η Μπίσοπ. Βεβαίως και επηρέασε βαθιά τη σκέψη μου, τη σχέση μου με την ποίηση και ακόμα πιο πολύ τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, τον τρόπο που αντιμετωπίζω καλλιτεχνικά τον φυσικό κόσμο. Έχοντας μάλιστα συμφιλιωθεί με τις εκλεκτικές συγγένειες, έπειτα από την ακαδημαϊκή μου ενασχόληση με την παρωδία, ομολογώ χωρίς καμία αναστολή πως ένα εξασκημένο μάτι θα μπορούσε ήδη να αναγνωρίσει ψήγματα της ποιητικής της Μπίσοπ μετουσιωμένα σε κείμενά μου. Ουσιαστικά «έζησα» μαζί της περισσότερα από τρία χρόνια, μελετώντας τη ζωή της, την εκφορά του λόγου της, την αποδοχή της ποίησής της, την ποίησή της και αυτή η συμβίωση δεν θα μπορούσε να με αφήσει ανέγγιχτο.

 

-Ποιο θεωρείτε ότι είναι το διαχρονικό εκείνο στοιχείο που καθιέρωσε την Ελίζαμπεθ Μπίσοπ ως εξέχουσα εμβληματική ποιήτρια;

Πιστεύω πως είναι ακριβώς αυτό που γράφει η Anne Stevenson: «Όλο το έργο της Μπίσοπ, θα πρέπει να κατανοηθεί, ως η καταγραφή ενός ανθρώπου υπερευαίσθητου, προσεκτικού και επιφυλακτικού. Ενός ανθρώπου ευσυνείδητου, με προσήλωση απέναντι σε ό,τι αληθινό. Απαιτείται να διαβαστεί σαν αυτοβιογραφία, αλλά σαν αυτοβιογραφία ειπωμένη από τα ενδότερα. Από μέσα προς τα έξω. Αντί μιας, χρονολογημένης ψηλάφησης, μας δίνεται η πλάγια θέαση των τόπων, των ανθρώπων, των πλασμάτων και κάποιων γεγονότων, καταγεγραμμένων με τέτοιον τρόπο, ώστε δρουν ακόμα και απομακρυσμένα απ’ τον χρόνο».

Στο ποίημα Μία Τέχνη (σελ. 18) η Μπίσοπ μιλά για τη σκληρή μάθηση και εκγύμναση στο να χάνει κανείς πράγματα – πρόσωπα στη ζωή του. Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί∙/ τόσα πολλά πράγματα φαίνονται προσηλωμένα/ στο να χαθούν που ο χαμός τους δεν είναι καταστροφή.

 

bish

 

-Γιατί επιλέξατε να μεταφράσετε Η τέχνη του χαμού κι όχι, ας πούμε, η τέχνη της απώλειας;

 Η λέξη χαμός καταρχήν σημαίνει επίσης απώλεια. Θυμίζω από τις «Στροφές» του Καρυωτάκη «για τη ζωή σου μου ‘λεγες, για το χαμό της νιότης». Βέβαια η λέξη έχει και ένα δεύτερο νόημα, αυτό της γενικής αναστάτωσης, της αναταραχής, ένα νόημα με το οποίο το ποίημα της Μπίσοπ εναντιώνεται. Η Μπίσοπ θέλοντας να υπογραμμίσει το «πώς μαθαίνει κανείς την τέχνη τού να χάνει» στο ποίημά της, μας λέει λίγο ή πολύ πως με την απώλεια δεν αξίζει να αναστατώνεται κανείς, πως πρέπει να εξασκείται στο να χάνει από νωρίς, με τις μικρές καθημερινές απώλειες. Την επιλογή «η τέχνη του χαμού» την καθυστέρησα περίπου μισό χρόνο. Το έγραφα μία έτσι και μία αλλιώς. Το πρόβλημα που είχα να λύσω ήταν πως στο ποίημά της η Μπίσοπ χρησιμοποιεί το ρήμα “lose” αρκετές φορές. “art of losing/ the intent to be lost that their loss is no disaster/ lose something every day/ I lost two cities” Δηλαδή πρόκειται για μία λέξη που επαναλαμβάνεται και αυτό αποφάσισα να το τηρήσω. Αν χρησιμοποιούσα την «απώλεια», τότε θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τύπους του «απολλύω» ενός ρήματος ασυνήθιστου στη νέα ελληνική. Έτσι, τον στίχο που επιλέξατε στην ερώτησή σας θα έπρεπε να τον γράψω: «Η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί∙/ τόσα πολλά πράγματα φαίνονται προσηλωμένα/ στο ν’ απολεστούν που ο απώλειά τους δεν είναι καταστροφή». Δεν μου άρεσε αυτό, μου φάνηκε πολύ ψεύτικο.

 

-Για τους νέους μεταφραστές που ξεκινούν τώρα την πορεία τους τι θα θέλατε να επισημάνετε για τη δύσκολη αυτή τέχνη;

Θα ήταν αστείο να θεωρήσω τον εαυτό μου μεταφραστή. Τουλάχιστον δεν το επαγγέλλομαι, ούτε το κάνω συστηματικά. Προτιμώ να πω ότι μετατόπισα ή μετακίνησα αισθητικά την ποίηση μίας αγαπημένης ποιήτριας από προσωπική ανάγκη, για να τη μάθω καλύτερα, αλλά και για τη μοιραστώ με όσους αναγνώστες θελήσουν να τη γνωρίσουν με τον δικό μου τρόπο. Τα τριάντα ποιήματα που σταχυολόγησα και έγραψα στα ελληνικά, έχουν κάτι από τη Μπίσοπ μα θα ήταν ψέμα να μην παραδεχτώ πως έχουν και κάτι από εμένα. Συμβίωσα μαζί της και την ξαναέγραψα στη γλώσσα μου, περισσότερο ως ποιητής, όπως ίσως το έκανα στο παρελθόν και με τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού, παρά σαν μεταφραστής. Θεωρώ ότι ο καλός μεταφραστής, αυτός που έχει σπουδάσει την τέχνη του και την αγαπά, τα γνωρίζει αυτά και δεν θα περίμενε τις δικές μου συμβουλές.

 

-Όταν αγοράζετε ένα μεταφρασμένο κείμενο ποιο είναι το πρώτο πράγμα που παρατηρείτε στον λόγο;

Αυτό είναι μεγάλο ζήτημα. Σε καμία περίπτωση δεν αποζητώ κάτι από την αισθητική απόλαυση που θα μου προσέφερε το πρότυπο, το αρχικό κείμενο, αν γνώριζα βεβαίως τη γλώσσα του. Θέλω όμως το μεταφρασμένο κείμενο να έχει δικό του, αναγνωρίσιμο, «συμπαγές» στέρεο ύφος, στο οποίο να μπορεί κάποιος να διακρίνει συγκεκριμένη αισθητική άποψη από την πλευρά του μεταφραστή, άποψη που να συνάδει με το κλίμα του αρχικού κειμένου, αισθητική που να φαίνεται ότι σέβεται τον συγγραφέα του κειμένου. Το πρόβλημα γίνεται τραγικό όταν κάποιος μεταφραστής επιχειρεί για παράδειγμα να μεταφράσει έναν Ιάπωνα, από τη μετάφραση ενός Άγγλου. Δεν θα διάβαζα τέτοιο κείμενο, εκτός αν ήθελα να κοροϊδέψω τον εαυτό μου.

 

pan6

 

– Όταν συνομιλεί κανείς μ’ ένα οξύ πνεύμα, μέσω του κειμένου που αφήνει πίσω του ως ίχνος, τι οφείλει να κάνει πρωτίστως από ηθικής πλευράς;

Θα μιλήσω για εμένα, γιατί διαφορετικά θα γινόμουν διδακτικός και δεν το θέλω. Όφειλα να περάσω ατελείωτες ώρες, ημέρες με τη Μπίσοπ, να της αφιερώσω τον χρόνο μου για να την κατανοήσω, για να αναπτύξω τη δική μου, μοναδική σχέση μαζί της. Άκουσα τη φωνή της, την είδα σε όσες φωτογραφίες μπορούσα να τη δω, την «είδα» να γράφει, «επισκέφτηκα» κάποιους χώρους που έζησε, ταξίδεψα μαζί της στη Βραζιλία, κάθισα αντίκρυ της στην αίθουσα αναμονής του οδοντιατρείου όπου βρέθηκε μαζί με τη θεία της, τη χειροκρότησα όταν έπαιρνε κάποιο από τα βραβεία της, όταν απήγγειλε, διάβασα και άκουσα ότι μπόρεσα από όσα έγραψαν και είπαν γι’ αυτήν. Προσπάθησα να αφουγκραστώ την καλλιτεχνική και την ανθρώπινη αντίληψή της για τον κόσμο. Προσπάθησα να την συναισθανθώ. Ναι, η ενσυναίσθηση ίσως τελικά ήταν αυτό που της όφειλα. Το προσπάθησα σίγουρα μα αν το πέτυχα είναι άλλο ζήτημα.       

 

-Η Μπίσοπ χρησιμοποιεί συγκινησιακή γλώσσα που δεν έχει δραματικούς τόνους. Όλη της η συναισθηματική δύναμη κρύβεται στο μη ειπωμένο το οποίο αγγίζει τον αναγνώστη. Πόσο σπάνια ιδιότητα είναι αυτή για έναν ποιητή;

Αν μιλάμε για τον συμβολισμό, ναι η Μπίσοπ δεν έχει καμία αγωνία για όσα κρύβονται ή φανερώνονται στην ποίησή της γιατί και τα κρυφά και τα φανερά με κάποιον τρόπο φτάνουν στον αναγνώστη της. Οι αναγνωστικοί συγκινησιακοί κραδασμοί, που προκαλεί το έργο της, έχουνε ως πηγή τους την ακρίβεια, την ένταση με την οποία η Μπίσοπ αποδίδει καλλιτεχνικά, με μία εικαστικού τύπου αφήγηση, τα πράγματα, τις καταστάσεις, τα γεγονότα που της κεντρίζουν την προσοχή και θέλει να απαθανατίσει. Δίνει στον αναγνώστη της το προνόμιο, με λίγη καλή προαίρεση, να δει με τα δικά της μάτια, να δει με τη δική της ψυχή, οπότε αν αυτός καταφέρει και το κάνει, τότε θα τον αγγίξει το ίδιο συναίσθημα που άγγιξε κι εκείνην. Το να κατορθώσει κάποιος να σε κάνει κοινωνό της ευαισθησίας του, το να νιώσεις πως μοιράζεσαι την ίδια μ’ εκείνον σχέση με τον κόσμο, θεωρώ πως είναι ιδιαίτερα σπάνιο προσόν, όχι μόνο ανάμεσα στους ποιητές, αλλά και ανάμεσα στους ανθρώπους γενικότερα.

 

-Ποιο είναι το αγαπημένο σας ποίημα της Μπίσοπ και γιατί;

Αγάπησα και τα τριάντα ποιήματά της, όλα όσα μετατόπισα ή μετέφερα στα ελληνικά. Αν έψαχνα σε μία πρώτη πεντάδα, δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω ανάμεσα στα «Μία τέχνη», «Ερωτήματα του ταξιδιού», «Ο χάρτης», «Στην αίθουσα αναμονής», «Το ψάρι». Θεωρώ πως κάποια, αν όχι και τα πέντε αυτά, επιβάλλεται να συμπεριληφθούν στα σχολικά μας ανθολόγια και λυπάμαι που δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να τα απολαύσω από τα δικά μου σχολικά χρόνια. Μα για να απαντήσω στην ερώτηση, θα διαλέξω μερικούς στίχους από το «Ποίημα», ναι από ένα ποίημα που ονομάζεται «Ποίημα», γιατί σε αυτούς τους στίχους βρήκα να κρύβεται και κάτι από τη δική μου κρυφή σχέση με τη Μπίσοπ. «Τα οράματά μας συμπίπτουν-«οράματα» είναι τόσο σοβαρή λέξη-οι ματιές μας, δύο ματιές: τέχνη «αντιγραμμένη από τη ζωή» και ζωή η ίδια, ζωή και η ανάμνησή της τόσο συμπιεσμένη έχουν περάσει η μία μέσα στην άλλη. Ποια σε ποια;»

 

Η αμερικανίδα ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, γεννημένη στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης το 1911, συχνά σπαταλούσε αρκετά χρόνια γράφοντας ένα μοναδικό ποίημα, εργαζόμενη κόντρα στον αυθορμητισμό και την έμπνευση της στιγμής. Με την ποίησή της, έχοντας το πάθος της ακρίβειας, απέδωσε τους τόπους όπου έζησε, τον Καναδά, την Αμερική, τη Βραζιλία. Στα ποιήματά της υποκρύπτεται η αποξένωσή της, ως γυναίκας, λεσβίας, ορφανής, ταξιδιώτισσας δίχως πατρίδα. Τη ζωή της σημάδεψαν ο χαμός των γονιών της όταν η ίδια ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία, το άσθμα από το οποίο υπέφερε, η κατάθλιψη, η βραζιλιάνα σύντροφός της  Lota de Macedo Soares, η Βραζιλία, η ποιήτρια Marianne Moore και ο ποιητής Robert Lowell. Αφού αρνήθηκαν να εκδώσουν ποιήματά της πολλοί αμερικάνοι εκδότες, τελικά η πρώτη της ποιητική συλλογή, North and South, εκδίδεται το 1947. Σε όλη της τη ζωή δημοσίευσε συνολικά 101 ποιήματα και το έργο της τιμήθηκε με πολλά σημαντικά βραβεία Μετά το θάνατό της, το 1979,  η φήμη της άρχισε να μεγαλώνει τόσο ώστε εντέλει οι περισσότεροι αμερικάνοι κριτικοί να συμφωνούν στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μία από της σπουδαιότερες αμερικανίδες ποιήτριες του 20ου αιώνα.  Κάθε ποίημά της αρχινά όπως ξημερώνει μία όμορφη ημέρα και στο τέλος του δεν έχεις παρά να προσδοκάς τη μεταφυσική της νύχτας. Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ είναι η «χελώνα», όπως την θέλει η κριτική, της αμερικανικής ποίησης που αργά και σταθερά έλαβε εξέχουσα θέση με το εμβληματικό της έργο. Η ιδιαζόντως εικαστική οπτική της για τον κόσμο και τα πράγματα και η απαράμιλλη σκέψη της έχουν καταστήσει το έργο της μνημείο της ανθρώπινης σκέψης. Το 2011 ορίστηκε ως έτος επετείου για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή της, επέτειο την οποία μοιράστηκε με τους Wiilliam Golding, Terence Rattingan και Tennessee Williams. «Όλοι τους τιμούνται σήμερα», αναφέρει το βρετανικό λογοτεχνικό περιοδικό The Times Literary Supplement, «αλλά όλοι ακολουθούν παραμένοντας ένα βήμα πίσω από τη χελώνα Μπίσοπ… η οποία μόλις μία δεκαετία πριν από τα μέσα του 1940 εξέδωσε ένα ταπεινό βιβλίο με ποίηση χωρίς ρίμα (μέτρο) και το οποίο τώρα πια, αποδεικνύεται πολύ πιο μοντέρνο από το έργο όλων όσων αναφέρονται παραπάνω». Στην ιστορία της αμερικάνικης λογοτεχνίας, μόνον η Emily Dickinson θα μπορούσε ίσως να παραλληλιστεί με την Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, καθώς και οι δύο έτυχαν πραγματικά τεράστιας δημοτικότητας και φήμης ακριβώς μετά τον θάνατό τους.

 

 

pan7Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1965 στην Αλεξανδρούπολη. Είναι εκπαιδευτικός με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη δημιουργική γραφή και υποψήφιος διδάκτορας του ΜΠΣ «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση από το 1989, δημιουργική γραφή από το 2009. Είναι μόνιμος συνεργάτης και διδάσκων στο ΜΠΣ «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Συντάχτηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» για μια δεκαετία, έως το 2005, απ’ όπου παρουσίαζε κυρίως ποιητές. Το ίδιο έκανε και στο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών. Το μυθιστόρημα του, Ερώτων και Αοράτων διακρίθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (νυν «Αναγνώστης») το 2008 και το βιβλίο του Γιώργος Σεφέρης – Βίος και Παρωδία,ήταν στη μικρή λίστα των υποψήφιων βιβλίων για το βραβείο δοκιμίου του «Αναγνώστη» το 2015.  Κείμενά του υπάρχουν σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. [ www.yiorgospanayiotidis.com ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top