Μετάφραση: Η ποιητική σύνθεση “Νεκροτομείο” της ιταλίδας Elisa Biagini
Από τη Βιβή Λάζου // *
Η ποίηση της Elisa Biagini (Ιταλία, 1970) είναι – κατά την ίδια – εξερεύνηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτή την εξερεύνηση, στις ωμές αποκαλύψεις της ιδίως, το σώμα πρωταγωνιστεί. Στο Νεκροτομείο μάλιστα (1998), εμπνευσμένο από τις φωτογραφίες πτωμάτων του Andres Serrano, το σώμα παριστάνεται στην «τέλειά» του κατάσταση: με τη ζωή του συντελεσμένη πορεία και το θάνατό του τετελεσμένο όριό της. Ό,τι μαρτυρεί την πρώτη αναζητείται, ό,τι πιστοποιεί το δεύτερο ασφαλώς επιβάλλεται σ’ αυτή τη νεκροτομή που διεξάγεται με το καταλληλότερο μεταλλικό όργανο, μια γλώσσα ψυχρή, που δεν επιτρέπει σε οτιδήποτε μακάβριο να αποστρέψει από το ζητούμενο, την τιμή στον Άνθρωπο. Κανένας συναισθηματισμός και τίποτε το αποτρόπαιο σ’ αυτή την οριακή εμπειρία, που περισσότερο κι από τη δοκιμασία εκείνου που καλείται να αναγνωρίσει οικείο πρόσωπο, θυμίζει τον απολύτως φυσικό τρόπο με τον οποίο οι γονείς του Σπύρου Ρωμιόπουλου κρατούσαν τα τεκμήρια των νεκροτομών του σαν φωτογραφίες γενεθλίων.
Η τελευταία αποστροφή σε μια γυναίκα («…είσαι σκοροφαγωμένη./ Με κάθε απότομο βήχα / σβήνεις ένα κερί: η δική σου καρδιά είναι από σκοτάδι») μοιάζει να απευθύνεται στη θερμή καταγγελτική φωνή της Νεκροψίας της Άντα Νέγκρι (1870 – 1945), του μόνου προηγούμενου του Νεκροτομείου στην ιταλική λογοτεχνία που εντόπισα[1] – και μάλιστα εντελώς αναπάντεχα – σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου: σ’ εκείνο το ποίημα μια νέα γυναίκα διαμαρτύρεται για την άθλια ζωή και το άθλιο τέλος της στο γιατρό που τέμνει το νεκρό σώμα της.
Νεκροτομείο
Απανθρακωμένος
το δέρμα του τεντώνει
είναι ένα τριαντάφυλλο που σβήνει
είναι χαρτί νεκρό,
μόνο το ταμπελάκι με την κλωστή
δεν καίει:
αντικατοπτρίζεται τεράστιο στην κόρη του ματιού μου.
**
Πάνω στον αμμόλοφο της μύτης
μόνο ένα σημάδι
σαν τσεκουριά,
αυλάκι για τα υγρά
και το χρώμα οφθαλμών: λες κι έχουν ξεθωριάσει.
**
Μισό κόκκινο βλέμμα,
ένας ορίζοντας
ένα σφουγγαρόπανο απλωμένο σκύβει στη μαύρη τρύπα,
στο μισό σκέπασμα
και στο μεταξύ
κάτω απ’ τη φωτιά,
κοκάλινα περιδέραια
το καλυμμένο πρόσωπο,
η σεβαστή συμμετρία του νεκρού.
**
Ακροδάχτυλα που έπεσαν στο σκοτάδι
κι ανασύρθηκαν.
Μούσκεψαν
κι έπειτα στέγνωσαν αμέσως
απ’ το υπερβολικό ρεύμα,
από μια σχισμή αβέβαιη
αλλά βαθιά,
λίγο πάνω απ’ τον καρπό.
**
Κυρτά αποτυπώματα,
άστοχη βολή
τώρα ουλή που στέγνωσε,
ένας ομφαλός
χωρίς εσωτερικά όργανα όμως,
μόνο σωλήνες.
**
Χάνεις τα μάτια
πνίγονται στη θάλασσα των χυμών
υαλώδης και υδατώδης συγχωνεύονται,
μαζί και η κόρη,
μια μάζα σού πέφτει μέσα από τα χέρια,
το φρέαρ όλων των φωτονίων.
**
Στις καμπύλες των χεριών
μέσα στους βρόχους,
όλη εκείνη η σκιά
που πέφτει άσχημα,
σχεδόν γραφίτης
και τα κοχύλια των νυχιών
σε αρμονία με τις κηλίδες του δέρματος.
**
Είσαι το πλησιέστερο στον ύπνο,
χάρτινο περιβραχιόνιο
ετικέτα για βαλίτσα που έχει ήδη φτάσει:
βυθισμένο
σ’ αυτό το λείψανο
χωρίς αίτηση,
η ωχρότητα η τόσο προσφιλής στα ψάρια,
χέρι γυμνό.
**
Ένας εναγκαλισμός στον αέρα
που δε βλέπεις,
αγκάλη γερανού
που έμεινε χωρίς κεφάλι
σε στάση προσοχής έτη φωτός μακριά:
το δέρμα είναι τόσο τραχύ,
το ύστατο ρίγος κατά την ψύξη.
**
Γλιστράει από το πρόσωπο το κάλυμμα
το πλαστικό σάβανο
θαμπό σαν ξινισμένο γάλα,
αποκαλύπτει δύο κενούς δίσκους
δυο λαμαρίνες που έπεσαν πάνω στο οστό,
κομμένη κάθε κουβέντα.
**
Ψηλαφιστά δάχτυλο το δάχτυλο
γύρω απ’ τον καρπό,
είναι το σημάδι απ’ το καλτσάκι:
είναι η διακοπή των υγρών
με το χρόνο.
**
Δεν υπάρχει δειγματοληψία
από εκείνο τον ήχο,
μπορείς μόνο να φανταστείς κάτι από το βήμα
ή τη σταγόνα που κατεβαίνει
και το ξεβάφει.
**
Αποξηραμένη από το δηλητήριο, σταγόνα πια
στο σώμα σου μια έρημος:
και το αίμα ακόμα σκόνη
κι απ’ την τομή όπως κόκκοι κλεψύδρας
που χάθηκαν έξω απ’ το μηχανισμό.
**
Τα νύχια,
κωφά στη σιωπή,
συνεχίζουν τη δουλειά τους
γιατί ξέρουν
πως το σκοτάδι έχει λίγες λαβές,
είναι ολόκληρο λείο και ίσιο σαν πηγάδι.
**
Κάτω από την επιφάνεια άνεμος και κόκαλα
όμως από ’δώ φως και πάνω στο τραπέζι
το σχήμα,
καλυμμένο,
ρούχο πάνω στο πρόσωπο,
ένα κύμα απορρυπαντικού που σε τυφλώνει.
**
Ένα τελευταίο φωτόγραμμα ανάμεσα στα βλέφαρα,
κόρη ακίνητη στο πλαίσιό της
πλακίδιο,
το δάκρυ πηχτό:
πάνω στο φιλμ το φως που τυλίγεται
και καλύπτει ακόμη
το γυάλινο μάτι
το βόλο που θάμπωσε από τον πολύ ύπνο.
**
Τα χρόνια που γκρεμίστηκαν
στο κενό
μέσα στο αυτί
ο χρόνος σε διάλυση,
το μάτι κηλιδωμένο
σαν από τελείες και κόμματα παρατημένα
κι από κάτω το μαύρο πηγάδι της φωνής.
Σώμα που μάζεψε από αποτυχημένες πλύσεις
και μερικές σκοτεινές κηλίδες που δε φεύγουν
είναι τρύπες
σαν από έντομο:
είσαι σκοροφαγωμένη.
Με κάθε απότομο βήχα
σβήνεις ένα κερί: η δική σου καρδιά είναι από σκοτάδι.
MORGUE
Morto di fuoco
la sua pelle tira
è un rosa che si spegne
è carta morta,
solo il cartello non arde
con lo spago:
si specchia enorme nella mia pupilla.
**
Sulla duna del naso
giusto un segno
come d’accetta,
incavo per i liquidi
e il colore dagli occhi: come stinti.
**
Mezzo sguardo
di rosso,
un orizzonte
un cencio teso s’inchina la buco nero,
al mezzo schermo
e intanto
sotto il fuoco,
pendagli d’osso
il viso ricoperto,
la rispettata simmetria del morto.
**
Polpastrelli caduti nel buio
e ritirati.
Imbevuti
e poi subito seccati
per la troppa corrente,
da un’apertura incerta
ma profonda,
di poco sopra il polso.
**
Stigmate storta,
una mira presa male
adesso traccia asciugata,
un ombelico
ma senza organi dentro
solo tubi.
**
Perdi gli occhi
annegano nel mare degli umori
e vitreo e acqueo si fondono
e pupilla,
una pasta ti cade tra le mani,
il pozzo di tutti i fotoni.
**
Nelle curve di mani
nelle anse,
tutta quell’ombra
che cade male,
quasi grafite
e le conchiglie d’unghie
in tono con le macchie della pelle.
**
Sei il più vicino al sonno,
bracciale di carta
etichetta per valigia già arrivata:
immerso
in questo scampolo
senza una richiesta,
il pallore così caro ai pesci,
mano nuda.
**
Un abbraccio nell’aria
che non vedi,
braccio di gru
rimasto senza testa
in un attenti lontano anni luce:
la pelle e’ così ruvida,
l’ultimo brivido nella surgelazione.
**
Si ritira dal viso la coperta
il sudario di plastica
opaco come latte andato a male,
scopre due piatti vuoti
due bandoni caduti sopra l’osso,
fermato ogni discorso.
**
Toccare dito a dito
intorno al polso
e’ il segno del calzino:
e’ la sosta dei liquidi
col tempo.
**
Non c’e’ campionatura
di quel suono,
puoi solo immaginare di quel passo
o la goccia che scende
e lo stinge.
**
Seccata dal veleno, più una goccia
nel suo corpo un deserto:
anche il sangue di polvere
e dal taglio come grani di clessidra
perduti fuori dal meccanismo.
**
Le unghie,
sorde al silenzio,
continuano il lavoro
perchè sanno
che il buio ha pochi appigli,
è tutto liscio e dritto come un pozzo.
**
Sotto la superficie vento ed ossa
ma da qui luce e sul tavolo
la forma,
coperta,
vestito sul viso,
un’onda di detersivo che t’acceca.
**
Un ultimo fotogramma tra le ciglia,
pupilla ferma nella sua cornice
mattonella,
la lacrima cagliata:
sul film la luce che s’impiglia
e vela ancora
l’occhio di vetro
la biglia opaca dal troppo dormire.
**
Gli anni precipitati
nel vuoto
nell’orecchio
il tempo in soluzione,
l’occhio macchiato
di come punti o virgole lasciati
e sotto il pozzo nero della voce.
Corpo infeltrito da lavaggi sbagliati
e certe chiazze scure che non vanno
sono buchi
come d’insetto:
sei tarmata.
Ogni colpo di tosse
spengi una candela: il tuo e’ cuore di buio.
* Η Βιβή Λάζου (Γιάννενα, 1970) εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Αγαπά τη σύγχρονη Ποίηση και μεταφράζει ό,τι πιστεύει πως είναι καλό να διαδοθεί στην Ελλάδα, κυρίως από τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα γαλλικά.
______________________________________________
[1] Στην Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία των εκδόσεων Αυλός, επιμ. Δ. Γιάκου – Μ. Γιαλουράκη,1977.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
-
-
Μετάφραση | Joseph Roht, Ο ξεχωριστός μαθητής ( 1916)
30/01/2024, 7:39 μμ -
-
Mετάφραση: “Il dolore”, Irma Kurti
09/01/2024, 8:17 μμ -
Τρία ποιήματα του Κωστή Παλαμά στ’ αγγλικά
12/12/2023, 8:52 μμ -
Δύο ποιήματα του Mosab Abu Toha
12/12/2023, 8:51 μμ
ΘΕΜΑΤΑ
-
Το μυθιστορηματικό Σύμπαν της Ευγενίας Φακίνου
Γράφει η Ελένη Γκίκα // Ευγενία Φακίνου «Γράμματα στη Χιονάτη», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 220 «Αυτό ήταν το σπίτι της! Το σπίτι της το αγαπημένο! Στην ορεινή Κορινθία. Αυτό που για χάρη του είχε γίνει μαραγκός, ηλεκτρολόγος, μάστορας κι
Περισσότερα -
Με ρίζες στην αρχαία τραγωδία
Γράφει η Τζίνα Ψάρρη // Τόμας Χάρντι «Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Gutenberg, σελ. 600 Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ, γράφτηκε το 1884 και είναι το πρώτο από τα τέσσερα μυθιστορήματα που εδραίωσαν την λογοτεχνική αξία
Περισσότερα -
Κώστας Αρκουδέας: «Κάθε απώλεια μας διδάσκει να εκτιμάμε το δώρο της ζωής. Πολλά κρυμμένα διδάγματα κατασταλάζουν μέσα μας»
Συνέντευξη στη Νιόβη Ιωάννου // * Ακάματος εκφραστής του λόγου ο Κώστας Αρκουδέας δεν παραλείπει να αφήνει κάθε φορά κι σπουδαίο έργο στο βωμό της ελληνικής γραμματείας. Τελευταίο του μυθιστόρημα «Το χαμένο Νόμπελ» μια αληθινή ιστορία. -Θα
Περισσότερα -
Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας και η Πεπίτα
Της Πωλίνας Γουρδέα // Ποιος είπε ότι η συγγραφή δεν μπορεί να είναι ομαδική δουλειά; Κρατώ στα χέρια μου μια παιδική ιστορία με τον ευφάνταστο τίτλο Πεπίτα – η βίλα που έκλαιγε πολύ. Πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι
Περισσότερα -
Το Ευ Ζην των Δασκάλων
Γράφει η Μαρία Αδαμοπούλου // * Σχολείο πήγα στο δημόσιο Δημοτικό κοντά στο σπίτι μας. Θυμάμαι να με πηγαίνει η μάνα μου και να με φέρνει, όταν ήμουν πιο μικρή, και αργότερα να κάνω τη
Περισσότερα -
✔️ Ζαχαρίας Στουφής: «Στην πραγματικότητα δεν φοβόμαστε τον θάνατό μας, φοβόμαστε την ζωή μας»
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα // «Νιώθω σαν πορνογράφος στο μεσαίωνα» «Νομίζω πως είναι μια μορφή αντίδρασης στο ρεύμα που επικρατεί στην εποχή μου. Μου αρέσει πολύ που ασχολούμαι με κάτι που οι άνθρωποι το αποφεύγουν, νιώθω σαν πορνογράφος στο
Περισσότερα -
Δοκίμιο: “Άνευ βιβλιογραφίας…”
Της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη // * Πάτησα το γκάζι του αυτοκινήτου στο 180, πάντα με ξετρέλαινε η ταχύτητα. Πάσχω απ’ την ψυχιατρική διαταραχή της «δραπετομανίας». Ο Samuel A. Cartwright, μέλος του Ιατρικού Συλλόγου της Λουϊζιάνα εν έτει 1851
Περισσότερα