Fractal

Δύο διηγήματα: “Καπετάν-Αντρέας” & “Ελληνικός καφές για δύο”

Της Ελίνας Βαρβαρήγου // *

 

f2

 

Καπετάν – Αντρέας

 

Έσφιξε δυνατά την κόκκινη μπαντάνα στο κεφάλι του. Πουθενά δεν πήγαινε χωρίς αυτή. Έδεσε το καΐκι στο μόλο και πέταξε για το σπίτι. Όρμησε μέσα αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Βρήκε τη γυναίκα του πάνω από την μεγάλη κατσαρόλα. Πού αλλού πρωί πρωί. «Σβήσε τη φωτιά και έλα μαζί μου γρήγορα». «Ίντα έπαθες πάλι;» του απάντησε εκείνη γνωρίζοντας ήδη ότι κάτι σοβαρό έχει συμβεί. «Έχουμε γεννητούρια πάλι. Το Μαριώ από το κάτω Κουφονήσι, το πιάσανε οι πόνοι. Την έχω στο καΐκι και πάμε για Νάξο. Σε χρειάζομαι μαζί μου. Πάρε καθαρές πετσέτες και ότι άλλο νομίζεις. Μόνο κάνε γρήγορα». «Μήπως να καλέσουμε το λιμενικό; Ο καιρός δεν αστειεύεται σήμερα κύρη μου», τόλμησε να του πει μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά.

Άστραψε το μάτι του καπετάν-Αντρέα. «Ίντα λες ρε γυναίκα που θ’ αφήσω το Μαριώ σ’ αυτούς τους στεριανούς; Πότε με τρόμαξε εμένα η φουρτούνα; Με το καΐκι μου θα την πάω στη Νάξο», απάντησε ψευτοθυμωμένα εκείνος. Έτσι έκανε πάντα. Ποτέ του δεν θύμωνε πραγματικά. Ψευτοθύμωνε. Άνοιξε την πόρτα και έτρεξε για το καΐκι. Δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της περισσότερο.

Την πονούσε αυτή τη γυναίκα ο καπετάνιος. Σαν κόρη του την είχε από την μέρα που πρωτοπάτησε το πόδι της στο νησί. Νεραίδοκόριτσο την φώναζε. Κάτι είχε σκιρτήσει μέσα του τη στιγμή που την είχε δει σαν χαμένη αγκαλιά μ’ ένα μωρό στο μόλο χειμωνιάτικα.

Ιανουάριος ήταν σαν και τώρα, εννέα- δέκα χρόνια πίσω. Διαολεμένος καιρός και εκείνη μόλις είχε κατέβει από το καράβι που ερχόταν από την Κρήτη. Ψιλόλιγνη και αδύνατη, τόσο που φαινόντουσαν τα κόκκαλά της. Όλο το πρόσωπό της, δύο τεράστια μαύρα μάτια και τα μαλλιά της κατάμαυρα και αυτά ν’ ανεμίζουν στον παγωμένο αέρα. Στο ένα της χέρι, φασκιωμένο ένα μωρό, στο άλλο ένα μπογαλάκι με λιγοστά πράγματα. Αγέρωχη φιγούρα. Στεκόταν ακίνητη και από πίσω της να σκάνε τα κύματα. Δεν είδε φόβο στα μάτια της, ούτε απόγνωση. Πείσμα είδε και απέραντη γαλήνη και την πλησίασε σαν υπνωτισμένος.

«Μαρία με λένε», του είπε εκείνη πριν προλάβει να την ρωτήσει τ’ όνομά της, «και έρχομαι από ένα ορεινό χωριό της Κρήτης. Χρειάζομαι στέγη και φαγητό για μερικές μέρες. Μετά βλέπουμε.»

Λέξη δεν χρειάστηκε ν’ ακούσει παραπάνω ο καπετάνιος. Την πήρε σπίτι του στη στιγμή. Για μια βδομάδα φρόντιζαν το μωρό μαζί με την καπετάνισσα και άφηναν την Μαρία να κοιμάται για ώρες. Έτρωγε και κοιμόταν μονάχα. Όλο το χειμώνα έμεινε στο σπίτι του καπετάνιου η Μαρία.

Και ήρθε η άνοιξη, και άρχισαν ν’ ασπρίζουν τις αυλές και ν’ ανθίζουν οι μπουκαμβίλιες και ν’ ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα να μπει ο φρέσκος αέρας. Και τότε διάλεξε να του τα πει όλα.

Μοναχοκόρη ήτανε και τέσσερεις αδερφούς είχε που την προσέχανε σαν Παναγιά. Μα ήρθε ο έρωτας μια μέρα και η Μαρία έπαψε να είναι το κοριτσάκι τους. Αγρίμι έγινε που δεν την βαστούσε τίποτα. Φωτιές πετούσαν τα μάτια της όταν ήταν μακριά του κι ύστερα πάλι μέλι έσταζαν σαν έσμιγαν στα κρυφά. Εκείνος ξένος, από την Γερμανία. Ήρθε η στιγμή που έφυγε, μα υποσχέθηκε πως θα ξαναγυρίσει. Τα γράμματά του φυλακτό και το μυστικό της επτασφράγιστο, μα πόσο μπορούσε να το κρατήσει μ’ ένα μωρό να μεγαλώνει μέσα της;

Στην Κρήτη δεν τα σηκώνουνε αυτά. Και μ’ έναν ξένο; Καλύτερα το αίμα της να ξέπλενε την ντροπή τους.

Χάραμα ήταν που τα μάζεψε κι έφυγε. Κρατούσε την κοιλιά της κι έτρεχε. Στη ρίζα μιας ελιάς γέννησε την κόρη της και την ονόμασε Φρίντα όπως τη μάνα του. Στο πρώτο της βλέμμα ορκίστηκε να φύγει από το νησί της και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πίσω. Μπήκε στο πρώτο καράβι δίχως να ξέρει τον προορισμό της.

Ανάσανε τότε ο καπετάνιος. Σαν να ‘φύγε ένα βάρος από πάνω του. Το νεραίδοκόριτσο δεν θα έφευγε ποτέ. Και δεν έφυγε ποτέ από το νησί. Από το σπίτι του έφυγε όμως.

Ο Γερμανός της δεν την ξέχασε. Το πρώτο καλοκαίρι έφτασε στο νησί. Σε μια σπηλιά στο κάτω Κουφονήσι ζούσανε και οι τρείς τους. Κάθε μέρα ο καπετάνιος τους πήγαινε προμήθειες σαν να ήτανε παιδιά του.

Εκεί έφτιαξε η Μαρία το σπιτικό της. Στην αρχή η σπηλιά, μετά μια παραγκούλα και ύστερα μια μικρή ταβέρνα από δίπλα. Κάθε Μάιο ο Γερμανός ερχότανε και κάθε Οκτώβρη έφευγε. Μόνη ξεχειμώνιαζε η Μαρία. Κάθε χρόνος και ένα παιδί. Πανάθεμά τόνε. Εννιά κορίτσια. Εννιά νεραιδοκόριτσα, πανέμορφα με μαύρα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά σαν τη μάνα τους.

«Βάστα Μαριώ μου, βάστα κορίτσι μου, βάστα και φτάνουμε στη Νάξο», προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Καπετάν-Αντρέας αλλά η φωνή του χανόταν ανάμεσα στις κραυγές της που είχαν μπλεχτεί με τα κύματα. Χαλασμός στο καΐκι.

Και τότε το κλάμα του σκίζει τα κύματα και τα σωθικά της Μαρίας μαζί. Κι ύστερα σιωπή.

Για μια στιγμή; Για πάντα; Δεν πρόλαβαν ποτέ να φτάσουνε στη Νάξο.

 

Ελληνικός καφές για δύο

Μικρά γυάλινα μπουκαλάκια σπαρμένα στο δάπεδο της αυλής. Άλλα όρθια, άλλα πλαγιαστά, άλλα άδεια και άλλα μισογεμάτα χώμα. Δίπλα μια κόκκινη πλαστική λεκάνη με νερό, χώμα και φύλλα από τη μουριά που ρίχνει την ανακουφιστική σκιά της στη μικρή αυλίτσα. Και στον πάτο της λεκάνης μπουκαλάκια. Μικρά ιατρικά μπουκαλάκια, απ’ αυτά που μπαίνει το φάρμακο πριν χρησιμοποιηθεί. Μοναδικό τους παιχνίδι και η παιδική φαντασία να τρέχει. Και τι δεν γίνονται αυτά τα μικρά γυάλινα μπουκαλάκια. Βγάζουν φτερά και πετούν στον ουρανό, καράβια και υποβρύχια, μπιμπερό για κούκλες φανταστικές, φίλτρα μαγικά και άλλα πολλά που τις κρατούν απασχολημένες για ώρες.

Ξυπόλυτες και οι δυό τους, με τις φουστίτσες τους ανασηκωμένες και τα μαλλιά ξεχτένιστα, απόλυτα απορροφημένες στο μαγικό τους κόσμο. Η Βασιλική έξι και η Κατερίνα τεσσάρων. Μοναδικό πρόβλημα της Κατερίνας εκείνο το ζευγάρι αντρικά δετά παπούτσια που την κοιτάζουν απειλητικά στην είσοδο του σπιτιού. Είναι μεγάλα και άσχημα και η μάνα της βάζει μέσα εφημερίδες για να μην της βγαίνουν από το πόδι. Τα μισεί αυτά τα παπούτσια.

Ένα ελαφρύ τρίξιμο στην αυλόπορτα και η φιγούρα του πατέρα τους, τις κάνει να πεταχτούν όρθιες. Ακουμπάει την ιατρική τσάντα του κάτω και τις σηκώνει ψηλά. Η ζωή του όλη αυτά τα κορίτσια. Ψάχνει στις τσέπες του και βγάζει τέσσερα μικρά μπουκαλάκια. «Αυτά για σήμερα κορίτσια», και είναι σαν να τους δίνει το ακριβότερο παιχνίδι.

Ένα χρόνο τώρα στην Αθήνα. Οδός Σερίφου. Σπίτι δανεικό, έπιπλα δανεικά, ρούχα δανεικά. Τί του ανήκει πια; Χαμένα τα ‘χει κάποιες στιγμές. Η Αθηνά και τα κορίτσια του μονάχα. Γυναίκες της ζωής του. Στηρίγματα για να κινήσει τη γη ολόκληρη. Και οι αναμνήσεις του. Αχ αυτές οι θύμησες! Πού να τις πρωτοχωρέσει; Πώς να στριμώξει το νησί του στο μικρό σπιτάκι της οδού Σερίφου;

Δεν χρειάζεται καν να κλείσει τα μάτια του για να μυρίσει το τζαντζαμίνι και το νυχτολούλουδο και στο κεφάλι του ακόμα οι κιθάρες. Αχ το Αργοστόλι του. Μπλέκονται οι καντάδες με τις καμπάνες από τον Άγιο Γεράσιμο. Μεγάλη η Χάρη Του. Μόνο στο νησί του τον βρίζουν τον Άγιο και τον προσκυνούν μαζί. Έτσι είναι οι

Κεφαλλονίτες. Παράξενοι άνθρωποι, περίεργοι, διαφορετικοί. Όλα του λείπουν. Ένα μεγάλο κενό μέσα του.

Και ύστερα εκείνη η τρομαχτική νύχτα που του άλλαξε τη ζωή. Η γυναίκα του και τα κορίτσια ήταν στην Αθήνα για δουλειές. Άγιο είχανε. Εκείνος στο σπίτι με την ανάπηρη αδερφή του. Μεσάνυχτα ήταν όταν μύρισε τον καπνό και άκουσε τις φωνές από κάτω: «γιατρέ, έβγα έξω, γιατρέ μα τον Άγιο ξύπνα».

Το σπίτι διώροφο και ψηλοτάβανο. Κάθε όροφος ήταν σαν δύο. Στο ισόγειο βρισκόταν ένα χρωματοπωλείο. Κάτι συνέβη. Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Από εκεί ξεκίνησε η φωτιά. Όταν πετάχτηκε από το κρεβάτι του, η ξύλινη σκάλα του σπιτιού είχε παραδοθεί στις φλόγες.

Βγήκε στο μπαλκόνι. Το πλήθος από κάτω φώναζε και το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Χρόνος για χάσιμο δεν υπήρχε. Έτρεξε μέσα και μάζεψε ότι σεντόνι και τραπεζομάντιλο έβλεπε μπροστά του. Έδενε κόμπους σαν τρελός και ο καπνός να τον πνίγει. Τί να περισώσει; Όλη η ζωή του σ’ αυτό το σπίτι. Ένα δευτερόλεπτο μόνο, η βέρα του, τη φοράει, εντάξει, το ρολόι που του χάρισε ο πατέρας του όταν μπήκε στην ιατρική, το φοράει, εντάξει. Πιάνει το ραδιόφωνο που είχε μόλις αγοράσει για τα κορίτσια και το τοποθετεί στην άκρη στο μπαλκόνι μήπως και σωθεί.

Το αυτοσχέδιο σεντονένιο σχοινί είναι έτοιμο και το κρεμάει από τα κάγκελα του μπαλκονιού. Φορτώνει την Αγγιολίνα στην πλάτη του και είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το σπίτι.

«Ένα λεπτό γιατρέ, αντάντε. Να το τεστάρω πρώτα», ακούγεται μία φωνή από το πλήθος. Το αυτοσχέδιο σχοινί κόβεται στα δύο και μαζί κάθε ελπίδα διαφυγής. Η ζωή του σώζεται στιγμιαία, αλλά οι φλόγες πλησιάζουν.

Ούτε που κατάλαβε από πού εμφανίστηκε ο Μεμάς και πως κατάφερε να πετάξει το καραβόσκοινο με τον γάντζο στα κάγκελα του μπαλκονιού. Μόνο όταν πάτησε τα πόδια του κάτω και αφού έδωσε στην Αγγιολίνα να πιεί νερό και την καθάρισε από τις μουτζούρες, κοίταξε τις παλάμες του. Χαρακωμένες βαθιά και το αίμα να τρέχει.

Ξυπόλυτο, με τις πιτζάμες ματωμένες τον βρήκε η γυναίκα του την επόμενη μέρα που γύρισε στο νησί. «Όλα χάθηκαν Αθηνά μου», της είπε με σκυμμένο το κεφάλι.

«Τίποτα δεν χάθηκε. Είμαστε όλοι εδώ. Αυτά που χάθηκαν ξαναγίνονται», του απάντησε εκείνη, βγάζοντας ένα τσιγάρο από την άσπρη κασετίνα της. «Πιάσε τώρα το σπερματσέτο ν’ ανάψω και αύριο παίρνουμε το παπόρο για την Αθήνα. Αρκετό σπαβέντο πέρασες, ξεκινάμε καινούργια ζωή τώρα».

Λεβέντισσα γυναίκα η Αθηνά. Με τίποτα δεν το έβαζε κάτω. Μισογεμάτο το έβλεπε πάντα το ποτήρι και δεν την σταματούσε τίποτα. Όλα εκείνη τα κανόνισε.

Κοίταξε το ρολόι του. Πήγε κιόλας έξι. Ώρα για το απογευματινό καφεδάκι. Στιγμή ιερή. Ανάβει το καμινέτο και με αργές κινήσεις ανακατεύει τον καφέ στο μπρίκι. Μόλις τον βλέπει να φουσκώνει και το άρωμά του τυλίγει το μικρό κουζινάκι, τον μοιράζει σε δύο φλιτζάνια.

Τα τοποθετεί με ευλάβεια στο τραπεζάκι της αυλής, ύστερα φέρνει το τασάκι και δίπλα βάζει τα τσιγάρα της με τον αναπτήρα της. «Έλα Αθηνά μου. Έτοιμο το καφεδάκι σου. Σου πήρα και τσιγάρα σήμερα γιατί είδα ότι σου είχαν τελειώσει».

Ύστερα θα καθίσει και θα γυρίσει την καρέκλα του προς το μέρος της. Εκείνη θα κοιτά τον ορίζοντα, θ’ απολαμβάνει τον καφέ της, θα ρουφάει το τσιγάρο της και θα ονειρεύεται. Εκείνος θ’ απολαμβάνει την ιερή ετούτη ώρα μαζί της για την υπόλοιπή του ζωή.

 

 

 

* H Ελίνα Βαρβαρήγου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Είναι ιδιοκτήτρια του παιδικού σταθμού-νηπιαγωγείου «Μαίρη Πόππινς» στη Φιλοθέη. Παράλληλα ασχολείται με την συγγραφή παιδικού βιβλίου και βιβλίου για ενήλικες. Έχει σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Dijon στην Γαλλία. Παρακολούθησε πρόσφατα σεμινάρια δημιουργικής γραφής με τον Αλέξη Σταμάτη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top