Fractal

Ηλίας Μαγκλίνης: «Οι απώλειες και η διαρκής αίσθηση της απουσίας είναι η μισή μας περιουσία»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

Μ’ αρέσει να τους ακολουθώ τους συγγραφείς. Από το πρώτο μέχρι το πλέον πρόσφατο βιβλίο τους. Εξάλλου εκείνο που φτάνει σε μας σήμερα δεν γεννήθηκε χτες. Κι ας βραβεύτηκε με βραβεία, κι ας αγαπήθηκε πολύ ως βιβλίο.

Τα ίχνη του υπήρχαν εκεί από παλιά. Από τα παιδικά χρόνια, τα πρώτα διαβάσματα, γεννήθηκε σχεδόν στην απόλυτη μοναξιά και αυτό ακριβώς θα ψάξουμε ξεκινώντας από αυτή εδώ τη φορά, σα να είναι η πρώτη φορά, εγκαινιάζοντας κατά κάποιον τρόπο, καινούργια σελίδα.

Τον Ηλία Μαγκλίνη τον διαβάζω με ενδιαφέρον από το «Σώμα με Σώμα» το 2005. Αλλά τον λάτρεψα το 2008 με την «Ανάκριση». Μου έβαλε δύσκολα, με έκανε όλα να τα ξανασκεφτώ, έτσι χάρηκα τόσο με την πολυβραβευμένη «Πρωϊνή γαλήνη».

Όλα θέλησα να τα μάθω, ξεκινώντας απ’ το Κονγκό. Υπήρξε γενναιόδωρος και μας τα είπε όλα, για το διάβασμα και το γράψιμο, για το σπίτι της παιδικής του ηλικίας και το διαμέρισμα στη Γλυφάδα. Για την Αθήνα που αγαπά, τη δημοσιογραφία στην οποία οφείλει πολλά, τις απώλειες στη ζωή του και την απουσία στην ιστορία. Η «Πρωϊνή γαλήνη» έχει πίσω της μεγάλη πορεία.

 

 

Όταν ήμουν μικρός, στο σπίτι με φώναζαν «Κονγκολέζο”

 

 

-Κύριε Μαγκλίνη, θα είσαστε άλλος αν δεν είχατε γεννηθεί στο Κονγκό; Θα γράφατε αλλιώς;

Όλοι θα είμαστε άλλοι εάν είχαμε γεννηθεί κάπου αλλού. Συνεπώς θα γράφαμε και αλλιώς. Στη δική μου περίπτωση, μολονότι τις πολλές αναμνήσεις τις έχει ο κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερος αδελφός μου (ο οποίος, ωστόσο, γεννήθηκε στην Αθήνα), καθώς ήταν έντεκα χρονών όταν αφήσαμε το Κονγκό, υπάρχει κάτι με όλη αυτή την ιστορία που με έχει σημαδέψει υπογείως και με έναν τρόπο που τον αντιλαμβάνομαι περισσότερο όσο μεγαλώνω, όσο γερνάω για την ακρίβεια. Ίσως είναι το σπίτι της παιδικής ηλικίας, το διαμέρισμα στη Γλυφάδα, με τα ελεφαντόδοντα, τις μάσκες, τα ακόντια και τον βαλσαμωμένο κροκόδειλο (μόνο ένα ακόντιο έχω κρατήσει απ’ όλα αυτά), οι φωτογραφίες και οι αφηγήσεις των μεγάλων, οι αναμνήσεις τους από έναν χαμένο παράδεισο. Ίσως είναι επιπλέον τα βλέμματα των άλλων επάνω μου (σε μια δημόσια υπηρεσία π.χ., σε ένα φιλικό σπίτι), όταν με ρωτούν για τον τόπο γέννησής μου και λέω αυτό το εξωτικό -και ελαφρώς κουλό- «Κινσάσα, Κονγκό». Ή το ότι όταν ήμουν μικρός, στο σπίτι με φώναζαν «Κονγκολέζο» (είμαι ο μόνος που έτυχε να γεννηθώ εκεί) και μου άρεσε ούτε που ήξερα τότε γιατί. Παρότι έχω γράψει ελάχιστα γι’ αυτή την υπόθεση, λογοτεχνικά μιλώντας (λίγα πράγματα αναφέρονται στο πρώτο μου βιβλίο, το «Σώμα με σώμα»), η ιστορία του Κονγκό, όσο περνούν τα χρόνια, με συνεπαίρνει όλο και πιο πολύ – και θα είναι ένα από τα επόμενα βιβλία μου, αν είμαι καλά. Οπότε, για να επανέλθω στο ερώτημά σας, αν δεν υπήρχε το Κονγκό στη ζωή μου, ναι, θα έγραφα αλλιώς, θα διάβαζα αλλιώς, θα σκεφτόμουν αλλιώς. Ίσως καλύτερα ίσως χειρότερα πάντως αλλιώς.

 

-Φύγατε μόλις τριών χρονών απ’ εκεί, έχετε εικόνες;

Μνήμη με την έννοια της συνέχειας, της διάρκειας, δεν θα το έλεγα. Έχω όμως δυνατές, μεμονωμένες φλασιές, εικόνες, φέτες καθημερινότητας χωρίς αρχή και τέλος, μόνον μέση. Δεν υπάρχει διάρκεια και συνέχεια στις μνήμες αυτές αλλά αποκομμένες εικόνες από εξωτικές βίλες, από τη μαύρη νταντά μου, τη Ρεζίν, από κροκόδειλους να λιάζονται στις όχθες μιας λίμνης με το στόμα τους ανοιχτό – συγκεχυμένες εικόνες που μοιάζουν να έρχονται από μια προηγούμενη ζωή, προτού γεννηθώ ακόμα. Θυμάμαι καθαρά ωστόσο τη νύχτα που φεύγαμε για την Ελλάδα: με ένα Μπόινγκ 707 της Sabena, να με κρατάει ο πατέρας μου από το χέρι και να διασχίζουμε τον διάδρομο του αεροδρομίου μέχρι να φτάσουμε στο αεροπλάνο. Δεν το ήξερα τότε φυσικά αλλά οι δικοί μου έφυγαν κάπως πιεσμένα από την εκεί πολιτική κατάσταση. Κάπου μέσα στο αεροπλάνο χάνω τη μνήμη μου, προφανώς διότι με πήρε ο ύπνος. Και δεν θυμάμαι να ξυπνάω ποτέ στην Ελλάδα. Απλώς βρέθηκα εδώ, φυτεμένος.

 

-Η ιστορία του παππού σας, η συνάντηση του πατέρα με τη μητέρα σας είναι εντελώς μυθιστορηματικές, πιστεύετε ότι σας ετοίμασαν a priori να αντέχετε ή να επιδιώκετε τις αλλαγές;

Δεν έχω ιδέα, για να είμαι ειλικρινής. Στη ζωή μου, υπάρχουν περίοδοι που επιδιώκω τις αλλαγές και άλλες όπου επιθυμώ την επανάληψη και τη στατικότητα – εξωτερικά τουλάχιστον. Οι τελευταίες υπερισχύουν. Οι ιστορίες που αναφέρετε στην ερώτησή σας με ετοίμασαν περισσότερο για τη σχέση μου με τη λευκή σελίδα, με την αφήγηση και με τη μνήμη. Με την ιδέα της περιπέτειας ως συναρπαστικές εκδοχές μιας ζωής που δεν βιώθηκε αλλά που πήρε σάρκα και οστά μέσα σε ένα όνειρο.

 

-Τι είναι αυτό που κάνει ένα παιδί να θέλει να γίνει συγγραφέας;

Ομολογώ πως δεν ξέρω. Εκ των υστέρων μπορώ να υποθέσω τι είναι αυτό που έκανε εμένα να θέλω, από παιδί ακόμα, να είμαι συγγραφέας: ένα διαρκές, υπόγειο αίσθημα απώλειας, απουσίας. Κάτι σαν φυσικό, ισόβιο πένθος. Κι ακόμα: η περιέργεια. Η επιμονή. Η ανάγκη, η επιθυμία όχι για το «έτσι είναι» μα για το «αλλιώς»: μια ελάχιστη μετατόπιση στο βλέμμα και όλος ο κόσμος μπορεί να μεταμορφωθεί. Τι άλλο: να διατηρούμε ζωντανή την υποψία ότι αυτός ο χρόνος που μας έλαχε είναι τόσο πλούσιος που κρύβει αμέτρητους άλλους κόσμους και χρόνους μέσα του και εγώ θα πρέπει να τους εξερευνήσω. Ή απλώς να τους θυμηθώ, να θυμηθώ πώς και που χάθηκαν. Να απαλύνω τη ροή του χρόνου. Να κάνω άλλους ανθρώπους να ξεχαστούν με ιστορίες δικές μου. Να πετύχω αυτό που πέτυχαν άλλοι συγγραφείς, αυτό που έκαναν σε εμένα.

 

-Το θέλατε πάντα; Επιλογή μας ή στο DNA μας η συγγραφή; Το επιλέγουμε ή μας επιλέγει το γράψιμο; Και γιατί. Οι ιστορίες μας;

Ναι, το ήθελα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε άλλος συγγραφέας στην οικογένεια, άνθρωποι που αγαπούσαν τα βιβλία ναι, αλλά όχι συγγραφείς. Δεν ξέρω αν το επέλεξα ή με επέλεξε αυτό ή αν το γράψιμο βρισκόταν στο DNA μου. Νομίζω η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση.

 

-Τι σας δίνει η συγγραφή, η λογοτεχνία, που δεν σας δίνει η δημοσιογραφία;

Ένα είδος ελευθερίας που δεν έχω ως δημοσιογράφος και ορθώς δεν έχω. Κανένας δεν περιμένει το επόμενο βιβλίο μου, κανένας δεν μου είπε να γράψω το τάδε ή το δείνα βιβλίο, κανένας δεν μου έθεσε όριο στις λέξεις, όλο προέρχεται από εμένα, κάθε επιλογή και απόφαση βαρύνει εμένα. Γράφω για εμένα αλλά το πιο σωστό θα ήταν να πω πως γράφω από εμένα διότι όλη αυτή η φασαρία δεν γίνεται για να κρύβω τα χειρόγραφα στα συρτάρια μακριά από τα ξένα βλέμματα. Τα ξένα βλέμματα είναι που κρατάνε ζωντανό ένα βιβλίο.

 

 

-Δημοσιογράφος πώς γίνατε; Συνέβη; Το επιλέξατε;

Περισσότερο με επέλεξε αυτό. Δεν ήξερα τι να πω στους γονείς μου ως προς τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Περισσότερο από μια στερεοτυπική άποψη για αυτά τα ζητήματα, τους έλεγα πως θα γίνω δημοσιογράφος χωρίς να έχω ιδέα τι εννοούσα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι δεν ήθελα να κάνω τηλεόραση· με τίποτα όμως. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα τα κότσια να γίνω συγγραφέας ζώντας από τα βιβλία μου και μόνον διότι ήξερα πως δεν θα μπορώ να ζω από τα βιβλία μου και μόνον. Δεν είχα την οικονομική άνεση από το σπίτι μου ώστε να το κάνω αυτό και δεν ήθελα να κλειστώ σπίτι μου και να ζω μίζερα, ειδικά στο πατρικό μου. Ήθελα να φύγω. Κυρίως, είχα απόλυτη, ζωτική ανάγκη να φύγω από το σπίτι μου και το συντομότερο δυνατόν να μην με στηρίζουν οι γονείς μου. Αυτό για μένα ήταν βασική προϋπόθεση για να μπορέσω να γράψω και όχι το αντίθετο. Οι γονείς μου με στήριξαν πολύ ωστόσο ως ένα σημείο. Αλλά τη δυνατότητα της ανεξαρτησίας, της οικονομικής και πρακτικής, και άρα και υπαρξιακής, μου την έδωσε η δημοσιογραφία. Η οποία μου προσέφερε και άλλα πολλά: ερεθίσματα, γνωριμίες με συναρπαστικούς ανθρώπους, ταξίδια, την πολυτέλεια να ασχολούμαι με πράγματα που με συναρπάζουν και με συγκινούν, την ευκαιρία να βγω απ’ το καβούκι μου. Οκέι, έχει και άφθονη «λάντζα», προχειρότητα, υπερέκθεση, κούραση, άγχος αλλά ποια δουλειά δεν τα έχει όλα αυτά;

 

-Τα πρώτα αναγνώσματα καθόρισαν κάτι όσον αφορά την επιλογή; Θυμάστε τα πρώτα σας διαβάσματα; Ποιοι ήταν και παραμένουν οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Δεν το ξέρεις όταν συμβαίνει αλλά προφανώς και τα πρώτα αναγνώσματα σε σφραγίζουν δια βίου. Στη δική μου περίπτωση ήταν ένα ετερόκλητο υλικό από Ιούλιο Βερν, σύγχρονη επιστημονική φαντασία, κλασικές ιστορίες τρόμου και φαντασμάτων, ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (από τον Καρτιέ, τον Σίρερ), οι ιστορίες της Γαλλίας και των ΗΠΑ από τον Αντρέ Μορουά, η σειρά «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα», η οκτάτομη εγκυκλοπαίδεια του Κουστώ, Τζ. Χ. Ουελς, Τζακ Λόντον. Στην εφηβεία μου ανακάλυψα τις δίτομες «Παραδόσεις» του Πολίτη και ενθουσιάστηκα (δεν ήξερα ότι είχαμε συγκλονιστικές ιστορίες φαντασμάτων και στην Ελλάδα), τον Μυριβήλη, τον Καβάφη, τον Πόε, όμως έμαθα πολλά και από την τηλεόραση της δεκαετίας του ’70: τον «Συμβολαιογράφο», τα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου, τις «Ρίζες», τους «Πανθέους», την «Αστροφεγγιά» αρχές του ’80. Η «Εκπαιδευτική Τηλεόραση» τα μεσημέρια – μεγάλη απόλαυση, με μύησε και στην ισόβια αγάπη της κλασικής μουσικής. Γενικά, η τηλεόραση των παιδικών μου χρόνων με έσπρωξε στο διάβασμα – κάτι που σήμερα ακούγεται τουλάχιστον οξύμωρο. Σχεδόν όλα τα παραπάνω βιβλία, και τους παραπάνω συγγραφείς, τα αγαπώ έως σήμερα, ενώ βέβαια έχουν προστεθεί και πολλοί άλλοι. Κάποιες εφηβικές αγάπες δεν άντεξαν στο χρόνο ωστόσο, όπως ο Καζαντζάκης και ο Έρμαν Εσσε.

 

-Από την εποχή της Γλυφάδας η καρδιά σας βρισκότανε στην Αθήνα, τι είναι εκείνο που σας κάνει να αισθάνεστε την Αθήνα ενδιαφέρουσα, θελκτική;

Ήμουν επτά οκτώ χρονών, δηλαδή εκεί γύρω στα 1977-78, ανεβαίναμε σε φιλικό σπίτι στα Πατήσια με τους γονείς μου, Σάββατο βράδυ, εγώ μόνος στο πίσω κάθισμα της οικογενειακής Σιτροέν «Βάτραχος». Φτάνοντας στην Ομόνοια του σιντριβανιού και στρίβοντας για την Γ’ Σεπτεμβρίου, είδα έναν άνθρωπο πεσμένο στο πεζοδρόμιο, πλάι στην είσοδο με τις κυλιόμενες σκάλες. Έδειχνε αναίσθητος, δεν ήταν πολύ νέος ούτε και ηλικιωμένος, είχε τα χέρια του ανοιχτά, παραδομένος. Ίσως ήταν ένας δυο περαστικοί όρθιοι από πάνω του, δεν είμαι σίγουρος. Όταν το έδειξα με ένα μίγμα δέους και αποτροπιασμού στους γονείς μου κάτι είπαν για «ναρκωτικά». Δεν ξέρω φυσικά αν ήταν κάτι τέτοιο. Αλλά ήξερα από τότε ότι τέτοιες σκηνές μόνον στο κέντρο της Αθήνας θα έβλεπα. Για την αφελή παιδική μου καρδιά όλο αυτό ήταν περιπέτεια. Ή, αν θέλετε, ήταν λογοτεχνία, σινεμά, μουσική. Η Αθήνα, η ατόφια πόλη με τραβούσε ήδη από τότε. Στην εφηβεία μου, τα Σάββατα, ανέβαινα με το λεωφορείο στο δισκάδικο «Χάπενινγκ» της Ιπποκράτους, αν θυμάμαι καλά. Ή είχαμε πάει κάνα δυο φορές σε σινεμά πορνό στην Αγίου Κωνσταντίνου. Και τα Εξάρχεια ήταν ένας μύθος. Στη Γλυφάδα όλα ήταν πολύ πιο εξωτικά, καθαρά, τακτοποιημένα. Στην τότε Γλυφάδα. Εμένα με τραβούσε το «βρώμικο» της πόλης. Η Σόλωνος. Κι έπιανα τον εαυτό μου να ενδιαφέρεται για την παλιά Αθήνα που έβλεπα στις ελληνικές ταινίες του ’50 και του ’60. Μεγάλη αγάπη στην Αθήνα μου μετέδωσαν η μουσική και τα γραπτά του Μάνου Χατζιδάκι, όπως επίσης πολλά κείμενα των Σεφέρη, Τσαρούχη, Ιωάννου, Ταχτσή. Κατάφερα να έρθω να μείνω στην Αθήνα το 1997 τελικώς, αρχικά στην περιοχή της Ακρόπολης, στην οδό Καλλισπέρη, και από το 1999 έως σήμερα στο Μετς. Και μετά τη γέννηση της κόρης μου διατηρώ ένα μικρό γραφείο στη Σόλωνος. Αν κάποτε μου το έλεγε κάποιος ότι θα ζούσα στο Μετς και θα είχα γραφείο στη Σόλωνος θα του απαντούσα ότι μοιάζει με όνειρο. Δεν είναι όνειρο αλλά μερικές στιγμές είναι πολύ ωραία όλα αυτά.

 

 

Η κρίση έφερε ένα μεγάλο εσωτερικό βάρος: ότι αποτύχαμε, όλοι, ο καθένας από το πόστο του.

 

 

-Άλλαξε η Αθήνα μετά την κρίση; Εξακολουθεί να είναι η πόλη που αγαπάτε;

Όχι μετά την κρίση αλλά από πριν, η Αθήνα έχει απομυθοποιηθεί τελείως. Ίσως διότι την έζησα. Η Αθήνα άλλαξε πολύ μετά το 2004, και προς το καλύτερο και προς το χειρότερο. Την αγαπώ και την μισώ ταυτόχρονα. Την βαριέμαι πολύ και με κουράζει αφάνταστα. Αλλά είμαι δεμένος μαζί της. Δεν θα μπορούσα να ζήσω πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Σε καμία πόλη της επαρχίας και σε καμία εξοχή δεν θα ζούσα ποτέ εκτός κι αν με υποχρέωνε κάποιος με την απειλή του όπλου. Από την άλλη, σήμερα, στα 47 μου, έχουν αντιστραφεί οι όροι: εξωτική μου φαίνεται όχι η Αθήνα αλλά η Γλυφάδα των παιδικών μου χρόνων, με τα «αμέρικαν μπαρ», τους μεθυσμένους Αμερικανούς της Βάσης, τα «Αστέρια» στις δόξες τους. Αν κάποιος μου έλεγε τη δεκαετία του ’90 ότι θα μιλούσα έτσι για τη Γλυφάδα θα του απαντούσα πως είναι τρελός. Στα είκοσι και τα τριάντα μου μισούσα τη Γλυφάδα. Όχι πια. Για την ακρίβεια, δεν μισώ τίποτα πια.

 

-Τι έχει αλλάξει η κρίση στη δική σας ζωή;

Στάθηκα τυχερός. Εργάζομαι σε μια εφημερίδα που δεν έκανε παράλογα ανοίγματα, που είναι νοικοκυρεμένη. Πέρα λοιπόν από μια μικρή μείωση στην αρχή της κρίσης και, βέβαια, την δυσβάστακτη φορολογία που όμως μας αφορά όλους, δεν έχω νιώσει την κρίση στο πετσί μου, ως εργαζόμενος θέλω να πω. Από την άλλη, ακριβώς επειδή εργάζομαι σε εφημερίδα, είναι πολλές φορές το χειρότερο μέρος να βρίσκεσαι σε καιρό τέτοιας κρίσης. Φήμες, πληροφορίες, ψέματα, υπερβολές και ακριβείς δυσάρεστες αλήθειες, όλα πρώτοι εμείς τα μαθαίνουμε. Και δυσκολευόμαστε να τα χωνέψουμε. Πέραν αυτών όμως, η κρίση έφερε ένα μεγάλο εσωτερικό βάρος: ότι αποτύχαμε, όλοι, ο καθένας από το πόστο του. Και ότι, επτά χρόνια μετά, συνεχίζουμε να αποτυγχάνουμε. Ένα από τα πιο δυσάρεστα παρεπόμενα της κρίσης είναι αυτός ο εξαναγκασμός (που γίνεται και ψυχαναγκασμός) να βλέπεις τα πάντα, από τη δική σου τη ζωή μέχρι την μεγάλη εικόνα γύρω σου, λογιστικά, φοροτεχνικά. Δεν περιφρονώ τους φοροτεχνικούς, προς Θεού! Με έχουν σώσει σε διάφορες φάσεις. Όμως όταν το μέσο καταντάει να γίνεται σκοπός, όταν ο τρόπος σκέψης μας καταντάει λογιστικός, αυτό είναι μια καταδίκη. Το δε καλοκαίρι του 2015 ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που με κατέλαβε ένα σύνδρομο καταδίωξης, όταν η γυναίκα μου ήταν οκτώ μηνών έγκυος. Θυμήθηκα όμως ότι ο παππούς και η γιαγιά μου έκαναν τη μητέρα μου τον Μάρτιο του 1942 στην Αθήνα. Επαναλαμβάνω: στην Αθήνα. Και τον Απρίλιο του 1944 ακολούθησε το δεύτερο παιδί τους, η θεία μου. Το 1947, εν μέσω του εμφυλίου, ένα ακόμα κορίτσι. Γιατί να φοβηθώ εγώ; Είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε τη δουλειά μας αυτή τη στιγμή. Όσο καλύτερα μπορούμε. Και για τον εαυτό μας και για τη χώρα. Την επόμενη φορά να αποτύχουμε λίγο καλύτερα.

 

 

-Στη δική σας γραφή;

Ελάχιστα την επηρέασε. Ή μάλλον καθόλου. Θεματολογικά ειδικά, καθόλου. Η τρέχουσα κρίση είναι τρέχουσα και δεν έχω την κατάλληλη απόσταση από τα γεγονότα για να τα βάλω στο χαρτί. Θα είναι δημοσιογραφία. Ίσως άλλοι να το καταφέρνουν. Εγώ δεν μπορώ. Γενικά, ό,τι με απασχολούσε με απασχολεί. Ό,τι εμμονές είχα, έχω.

 

-Τι είναι εκείνο που θυμάστε από τα χρόνια στην Αγγλία; Και γιατί «θέλατε να φύγετε σαν τρελός»;

Την τελευταία χρονιά της Θάτσερ, το 1989-90. Το ότι με το που πήγα, άρχισαν για πρώτη φορά να προβάλλονται στην αγγλική τηλεόραση οι συνεδριάσεις της Βουλής των Κοινοτήτων. Τις τολμηρές, επιθετικές γυναίκες που δεν περίμεναν να τις φλερτάρεις για να γίνει κάτι. Τα μεγάλα χάουζ πάρτι. Τη Λορέιν από μια κωμόπολη έξω από το Λίβερπουλ. Την Άντρια που δούλευε στα τοπικά Μακντόναλντς του Σάντερλαντ. Θυμάμαι ακόμα μια ωραία κινηματογραφική λέσχη στο Νιούκαστλ και τον καθεδρικό του Ντάραμ. Τα τεράστια γκρίζα κύματα της Βόρειας Θάλασσας. Διαβάσματα πολλά και μουσικές. Τα γνωστά δηλαδή. Όσο για το γιατί ήθελα να φύγω σαν τρελός: ήθελα να φύγω από το σπίτι μου. Ήμουν 19 χρονών. Ήθελα να φύγω και από τη Γλυφάδα και από την Ελλάδα. Ωραία ήταν.

 

-Εξακολουθείτε να θέλετε να φεύγετε;

Εσωτερικά μόνον. Που σημαίνει: να καταβυθίζομαι ακόμα περισσότερο στο υλικό της πραγματικότητας. Όχι ότι περιφρονώ τα ταξίδια. Αλλά οι τάσεις φυγής έχουν μετριαστεί εδώ και χρόνια. Τώρα πια «φεύγω» με την κόρη μου.

 

 

Κάθε γραπτό μου είναι η πτήση μου. Αφού πήγαινα για πιλότος στα 18 μου και λοξοδρόμησα, έπρεπε φαίνεται να πετάξω κάπως αλλιώς.

 

 

-Ξεκινήσατε να γράφετε από τα δύσκολα: Θάνατος και Απώλεια στο «Σώμα με σώμα» που κυκλοφόρησε από εκδόσεις Πόλις το 2005, Πόνος στην «Ανάκριση» που κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 2008. Πώς «βγήκατε» μετά απ’ αυτά;

Βγήκα με απώλειες: μέσα σε τρία χρόνια πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η πολυαγαπημένη μου θεία -δεύτερη μάνα- και μικρότερη αδελφή της μητέρας μου (όλοι από καρκίνο). Πέθανε και ο Ηρακλής Παπαλέξης ξαφνικά στα 52 του και διαλύθηκε ο πρώτος μου γάμος. Η φυσιολογική αντίδραση θα ήταν να γράψω κωμωδίες για αρχή. Έστω μαύρες κωμωδίες. Απέτυχα. Και ιδού τα αποτελέσματα.

 

-Έχετε πει ότι κάνατε ψυχανάλυση. Η ψυχανάλυση προσδίδει ή αφαιρεί απ’ την γραφή; Από την άποψη ότι φωτίζει αινίγματα, διαλευκάνει μυστήρια, κάνει λαμπίκο ή σχεδόν συμπεριφορές. Για να πω την αμαρτία μου τη φοβόμουν όταν ξεκίνησα, δεν θα ‘χω λόγο να γράφω σκέφτηκα, και το λέω επειδή σαν ερώτηση ίσως δεν είναι και τόσο… διακριτική.

Η ψυχανάλυση φοβίζει ακόμα; Εντυπωσιακό. Κάποτε οι άνδρες φοβόντουσαν να πάνε στον/στην «Ψυ» μη τυχόν και ανακαλύψουν ότι είναι ομοφυλόφιλοι. Προσωπικά, ανακάλυψα ότι είμαι ακόμα πιο συγγραφέας απ’ ό,τι νόμισα. Καλός, κακός, αυτό δεν έχει τόση σημασία. Η ψυχανάλυση με άνοιξε και με μαλάκωσε. Αυτό είναι καλό πράγμα για έναν άνθρωπο που γράφει.

 

-Έχετε επισημάνει εμμονές στη γραφή; Θέματα στα οποία επανέρχεστε; Ας πούμε το σώμα, ως οδύνη, ηδονή…

Ναι, αυτά που αναφέρετε ισχύουν. Κυρίως όμως, η πρωταρχική μου εμμονή είναι η απώλεια. Η απουσία. Ότι η ζωή μας είναι μια συλλογή από απώλειες και απουσίες – με ύστατο συλλεκτικό «απόκτημα» εκείνη της απώλειας της δικής μας ύπαρξης. Απώλειες: Θάνατοι αγαπημένων, χωρισμοί, σπίτια που χάθηκαν, μετακομίσεις και μεταναστεύσεις, απολύσεις και παραιτήσεις – όλοι αυτοί οι μεγάλοι και μικροί θάνατοι της ζωής μας. Οι απώλειες και η διαρκής αίσθηση της απουσίας είναι η μισή μας περιουσία. Και συνυπάρχουν με τις παρουσίες της ζωής μας. Το ένα δεν γίνεται χωρίς το άλλο. Νομίζω πως αυτή τη συνθήκη προσπαθώ να εξερευνήσω γράφοντας.

 

 

-Πώς φτάσατε στην «Πρωϊνή γαλήνη» [εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015]; Η «Πρωϊνή γαλήνη» είναι κάτι άλλο; Είναι η ολοκληρωμένη σας ματιά στη ζωή;

Με πολύ κόπο, έρευνα, αγωνία, απαγκίστρωση από την πατρική φιγούρα, και μετά από τρία βιβλία και κάμποσα διηγήματα. Η γενικότερη ιδέα της «Πρωινής γαλήνης» προϋπήρχε μέσα μου. Από παιδί, νομίζω. Συνειδητά από τα 28 μου. Σήμερα είμαι 47. Όχι κι άσχημα. Σχετικά με το αν είναι η ολοκληρωμένη μου ματιά στη ζωή, μεγάλη κουβέντα αυτή, δεν θα την τολμούσα. Οπωσδήποτε η «Πρωινή γαλήνη» δεν έχει τις μονομερείς ματιές των δύο πρώτων βιβλίων. Ανταποκρίνεται, νομίζω, καλύτερα στην πιο σύνθετη πραγματικότητα που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Ωστόσο, τώρα που τη σκέφτομαι από απόσταση, έχει και αυτή τα προβλήματά της. Την αγαπώ όπως και να’ χει.

 

-Ήταν ο τρόπος σας, ίσως, να γίνετε και… πιλότος;

Ναι. Κάθε γραπτό μου είναι η πτήση μου. Αφού πήγαινα για πιλότος στα 18 μου και λοξοδρόμησα, έπρεπε φαίνεται να πετάξω κάπως αλλιώς.

 

-Η «πτήση» ως έννοια και η γνώμη του πατέρα που πια δεν υπάρχει ειδικά σε αυτό το βιβλίο, τελικά, σας απασχολεί;

Όπως είπα και στην προηγούμενη απάντηση, ναι, η πτήση, μεταφορικά και κυριολεκτικά, με απασχολεί πολύ. Μολονότι δείχνω προσγειωμένος έως και αυστηρός, βαρύς και ξενέρωτος – όπως λένε οι άλλοι δηλαδή (ο ψυχοθεραπευτής μου αντιδρά σε αυτή την άποψη). Όσο για τη γνώμη του πατέρα μου… ο πατέρας είναι πάντοτε εδώ με τον τρόπο του και σε κρίνει. Νομίζω πως αν ζούσε, δεν θα το είχα γράψει πάντως. Θα ήταν κάτι άλλο, σίγουρα. Καλύτερο, χειρότερο, δεν ξέρω, πάντως κάτι άλλο.

 

-Έχετε πει ότι «δεν είναι η ιστορία του πατέρα σας» και επειδή γράφω το κατανοώ απολύτως. Μπορεί «για την ιστορία της οικογένειάς μας να γράφουμε και να ξαναγράφουμε» όπως έχουν ήδη πει αλλά ό,τι γράφεται τελικά είναι πάντοτε πιο πολύ. Τι ακριβώς υπήρξε «Η πρωϊνή γαλήνη» για σας;

Να μάθω να ζω με τα όριά μου, με το πεπερασμένο των ικανοτήτων μου, με τις απώλειες και τις απουσίες. Όχι ότι τα έχω καταφέρει πλήρως αλλά είμαι σε καλό δρόμο. Ακόμα κι αν μείνω στα μισά του δρόμου, μιαν αίσθηση γαλήνης την έχω. Κυρίως νωρίς το πρωί, όταν ξυπνώ. Λατρεύω να ξυπνώ νωρίς το πρωί.

 

-Έχετε πει ότι γράφετε το πρωϊ. Θα μπορούσε να πει ότι είναι η… δική σας πτήση αυτή;

Ναι, σίγουρα. Δεν είμαι των νυχτερινών πτήσεων. Είμαι ξενέρωτος, είπαμε.

 

 

-Αλήθεια πόσο σημαντικό είναι για σας το ότι ειδικά αυτό εδώ το βιβλίο βραβεύτηκε και βραβεύεται; Βραβείο Ακαδημίας, Βραβείο Κλεψύδρας, Βραβείο του περιοδικού www.oanagnnostis.gr Όχι απλώς «κανονίσατε να γράψετε ένα βιβλίο», αλλά ένα πολυβραβευμένο βιβλίο κιόλας που θα τον αφορά. Αν με ρωτούσαν για το δικό μου νεκρό μπαμπά θα έλεγα ότι το «έμαθε», με κάποιον τρόπο το ξέρει, αν σας ρωτούσα εσάς;

Όχι, δεν έχω παρόμοια αίσθηση. Μακάρι να την είχα. Εισπράττω μια εκκωφαντική σιωπή από το Επέκεινα. Ξέρω ότι θα χαιρόταν· ειδικά με το βραβείο της Ακαδημίας. Είχε σημαντικό χρηματικό έπαθλο, βλέπετε. Έξι χιλιάδες ευρώ. Ακόμα μου φαίνεται απίστευτο.

 

 

Στην μεγάλη εικόνα της μακροϊστορίας, η ανθρώπινη περιπέτεια μοιάζει ασήμαντη

 

 

-Πόσο επιτρέπει «το σφαγείο της Ιστορίας» τις προσωπικές πτήσεις των ανθρώπων, κύριε Μαγκλίνη;

Η ανθρωπότητα μόνον μπροστά πηγαίνει, ο κόσμος προχωράει ακάθεκτος και προοδεύει, εξελίσσεται, αν δούμε την μεγάλη εικόνα, και παρά τα κατά καιρούς πισωπατήματα, τα εγκλήματα, τις γενοκτονίες. Πισωπατήματα συμβαίνουν σε καιρούς μεταβατικούς, καιρούς κρίσης, όπως τους σημερινούς ακριβώς επειδή υπάρχει αβεβαιότητα και όλοι φοβούνται. Θέλω να πιστεύω, δεν θα ζήσουμε κάτι αντίστοιχο σήμερα με τις σφαγές του παρελθόντος, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο. Όμως σε ένα παιδί από τη Συρία, αυτή η διαπίστωση δεν λέει τίποτα. Δεν λέει επίσης τίποτα στα έξι εκατομμύρια των Εβραίων ή στα εκατομμύρια θύματα των γκουλάγκ ότι ο κόσμος προχωράει πάντοτε μπροστά και ότι όλες αυτές οι υπάρξεις απλώς έτυχαν σε μία από τις πιο κρίσιμες, μεταβατικές φάσεις και τις ρούφηξε η μαύρη τρύπα. Διότι η ζωή τους διακόπηκε με τον πιο τραγικό, φρικτό, παράλογο τρόπο. Όμως αυτή βλέπω ότι είναι η αλήθεια: στην μεγάλη εικόνα της μακροϊστορίας, η ανθρώπινη περιπέτεια μοιάζει ασήμαντη. Έχει κάτι απάνθρωπο αυτό. Γι’ αυτό όμως και έχει τόση σημασία να τονίζουμε την ανθρώπινη περιπέτεια, είτε στην τραγωδία είτε στην κωμωδία της. Στην τρυφερότητα και την γλυκύτητά της. Με ιστορίες, αφηγήσεις, μουσικές, ταινίες, με έρωτες και ταξίδια, με μια ευρεία έννοια της ποίησης, της τέχνης. Η ανθρώπινη δημιουργικότητα είναι κάτι συγκλονιστικό. Αυτό το τελευταίο συνιστά μιαν ελάχιστη παρηγοριά και γίνεται τόπος παραμυθίας απέναντι σε όλες αυτές τις πτήσεις που το σφαγείο της Ιστορίας τις έστειλε πρόωρα και βάναυσα στο χώμα.

 

-Η δική μας ιστορική περίοδος ευνοεί τις πτήσεις; Και τι είναι εκείνο το «παρά ταύτα» που επιτρέπει σε κάποιον «να πετάξει», να διαφοροποιηθεί;

Θα το καταφέρει αν αντλήσει δύναμη από τον εαυτό του, από μέσα του. Αυτόνομα. Δίχως να περιμένει τίποτα σε ανταμοιβή. Υπέροχο είναι όταν έρχεται η ανταμοιβή (το ξέρω, το ένιωσα πρόσφατα), όμως είναι κάτι ανέλπιστο. Δεν σε αφορά διόλου παρά μόνον μέχρι και αφού συμβεί. Και για λίγο. Μετά την ξεχνάς πάλι. Διαφορετικά, διαπράττεις μιαν έκπτωση: ο σκοπός του έργου (αυτό που δηλαδή σε υπερβαίνει) μεταλλάσσεται σε σκοπιμότητα. Και κάπως έτσι γίνεσαι δεκτικός σε κάθε είδους τοξικότητες.

 

-Στο βιβλίο σας ενυπάρχουν δυο εμφύλιοι: ο δικός μας και ο Κορεάτικος, πιστεύετε ότι το τραύμα από τον δικό μας εμφύλιο δεν έχει επουλωθεί;

Όχι, απλώς έχει κουκουλωθεί. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Έως το 1974, και σίγουρα έως το 1981, η ερμηνεία των γεγονότων ήταν μονομερής. Μετά, έως και πολύ πρόσφατα, έγινε μονομερής από την άλλη πλευρά. Τα τελευταία χρόνια αρχίσαμε να προσεγγίζουμε τον εμφύλιο λίγο πιο ψύχραιμα, με τεκμήρια. Γενικά, έχουμε την τάση όλη μας την Ιστορία να την προσεγγίζουμε μέσα από μυθοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις. Π.χ., οι μορφές του 1821 λογίζονται σαν ημίθεοι έως σήμερα. Άνθρωποι ήταν που υπερέβαλαν εαυτόν αλλά δεν ξέχασαν και τα συμφέροντά τους, που σφάχτηκαν μεταξύ τους, που έσφαξαν και γυναικόπαιδα. Επίσης, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται γενικότερα, ο εμφύλιος είναι πολύ νωπός. Επειδή τρέχουμε με υψηλές ταχύτητες και το νέο παλιώνει μέσα μας προτού παλιώσει το ίδιο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ιστορία, ο χρόνος, υπακούει στις δικές μας αντιλήψεις. Η Ιστορία έχει μια δική της νομοτέλεια. Θέλει πολύ χρόνο για να χωνευτεί επίσης. Σκεφτείτε ότι ακόμα ζούμε με το τραύμα του 1453 και του 1922. Γιατί να μην ζούμε και με το τραύμα του 1944-50; Και δείτε πώς, με την έλευση της κρίσης, φέραμε με χαρακτηριστική ευκολία στην επιφάνεια όλη την εμφυλιοπολεμική ρητορική του μίσους, εκείνη της δεκαετίας του ’40. Το ζήτημα είναι πώς μπορούμε να αφηγηθούμε εκείνα τα γεγονότα χωρίς να εξωραΐζουμε ή να καταδικάζουμε. Με όλες τις αντιφάσεις των γεγονότων. Όταν κάτι γίνεται αφήγηση, επινοημένη ή πραγματική, περνάμε σε μιαν άλλη διάσταση κατανόησης.

 

-Τελικά η «αγάπη» ή το «τραύμα» είναι εκείνο που διαρκεί;

Και τα δύο διαρκούν, συχνά ισοβίως. Κάποτε και η αγάπη γίνεται τραύμα. Μπορούν να είναι αξεδιάλυτα μερικές φορές. Το ζητούμενο είναι πώς θα αγαπήσεις το τραύμα σου, με την έννοια ότι θα του δώσεις χώρο και θα μάθεις να συνυπάρχεις μαζί του. Να συμφιλιωθείς μαζί του. Να μην σε στοιχειώνει.

 

-«Σωρείτες» είμαστε κύριε Μαγκλίνη; Και τι είναι εκείνο που διαρκεί;

Διαρκεί μονάχα η στόχευσή μας, η εξερεύνησή μας, η αναζήτησή μας για το αλλιώς. Είτε αυτό λέγεται έρωτας είτε αγάπη είτε και τα δύο αυτά μαζί, είτε λέγεται τέχνη, δημιουργικότητα. Οι «Σωρείτες» ζούνε δέκα λεπτά μόνον. Υπό μία έννοια, και ο ανθρώπινος βίος τόσο σύντομος είναι μέσα στο σύμπαν. Στόχος μας πρέπει να είναι όμως η διαστολή του χρόνου. Οι συνεχείς, ακατάπαυστες επανεκκινήσεις, όχι μια παθητική, γραμμική διαδοχική συνέχεια. Μόνον έτσι μπορεί κάποιος να μετατρέψει τον χρόνο από στοιχείο φθοροποιό σε μνημείο διάρκειας.

 

-Τι γράφετε τώρα; Τις… πρωϊνές πτήσεις σας τί τις απασχολεί;

Αυτή είναι η μόνη ερώτηση στην οποία δεν θα απαντήσω. Είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο είμαι προληπτικός: δεν μιλώ καθόλου γι’ αυτά που δουλεύω παρά μόνον αφού βρίσκομαι στο τελικό στάδιο. Το βέβαιο είναι ότι οι πτήσεις καλά κρατούν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top