Fractal

Περιπλάνηση και αναβάπτιση στο αποικιοκρατικό Μαρρακές

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

marrakes

 

Elias Canetti, Οι φωνές του Μαρρακές. Σημειώσεις ύστερα από ένα ταξίδι. Μετάφραση: Νίκος Δήμου. Εκδόσεις Libro. 2004

 

Οι ‘Φωνές του Μαρρακές’, και οι σημειώσεις ύστερα από ένα ταξίδι, όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου του Ελίας Καννέτι  (Elias Cannetti, 1905-1994), αναφέρονται σε ταξιδιωτικές καταγραφές και εντυπώσεις του συγγραφέα κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, και φυσικά περιγράφουν μια πόλη η οποία βρισκόταν ακόμα υπό τη σκιά της γαλλικής αποικιακής παρουσίας. Το όνομα της μαροκινής πόλης Μαρρακές, όπως άλλωστε και η ονομασία της χώρας, έχει βερβερικές ρίζες και υποδηλώνει τη χώρα του Θεού. Διαθέτει το μεγαλύτερο παραδοσιακό παζάρι στο Μαρόκο και την πιο πολυσύχναστη πλατεία σε όλη την Αφρική, την Τζεμάα ελ Φνα. Ιστορική πλατεία της πόλης, βιτρίνα κυριολεκτικά του παραδοσιακού αλλά και του σύγχρονου Μαρόκου, Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με μακάβριο, ωστόσο, παρελθόν. Κάποτε, κι αυτό δεν είναι χρονικά μακριά, μόλις μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, σε τούτα τα μέρη της πόλης γίνονταν αθρόοι αποκεφαλισμοί των καταδικασμένων σε θάνατο. Στις μέρες μας, τα μεν πρωινά ασφυκτιά από ακροβάτες, παραμυθάδες, νερουλάδες, γητευτές φιδιών, παραδοσιακούς οδοντίατρους, χορευτές και μουσικούς, ενώ το βράδυ γεμίζει από υπαίθριους πάγκους για φαγητό, κυρίως ψητά κρέατα και μπαχαρικά. Όλα αυτά, βεβαίως, στη σκιά του αποφασιστικού και παντοδύναμου Ισλάμ!

Κατά τον 7ο αιώνα το Ισλάμ επεκτεινόταν με ραγδαίους ρυθμούς και το 683 μ. Χ.  οι Ομεϊάδες της Δαμασκού, έφτασαν δυτικά έως το Μαρόκο. Οι Άραβες έφεραν στους Βέρβερους την καινούργια θρησκεία που ανέτειλε στην ιστορία ελπιδοφόρα, και μαζί με αυτή καινούργια ήθη και πολιτιστικά στοιχεία. Έκτοτε πολλές δυναστείες ήρθαν στο προσκήνιο και η χώρα αποκόπηκε κάποια στιγμή από τον έλεγχο και την επιρροή των Αράβων. Μετά τον 11ο αιώνα, το Μαρόκο επέκτεινε την κυριαρχία του σε όλη σχεδόν τη Βορειοδυτική Αφρική, καθώς και σε μεγάλα τμήματα της Ιβηρικής Χερσονήσου (Αλ-Ανταλούς).  Οι Αλαουίτες σταθεροποίησαν τη θέση τους και διατήρησαν τον πλούτο του βασιλείου, παρά τις επιθετικές ενέργειες από την Ισπανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία που κινούνταν προς τα δυτικά. Το 1777, το Μαρόκο ήταν το πρώτο έθνος που αναγνώρισε ως ανεξάρτητο κράτος τις Ηνωμένες Πολιτείες, και η αμερικανική πρεσβεία στην Ταγγέρη ήταν η πρώτη ιδιοκτησία της αμερικανικής κυβέρνησης στο εξωτερικό. Μετά την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων, η περιοχή του Μαγκρέμπ θεωρούταν τεκμηριωμένα περισσότερο πλούσια από την υπόλοιπη άγνωστη Αφρική και αποτελούσε σημείο στρατηγικής σημασίας για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η Γαλλία είχε αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον ήδη από το 1830, και τελικά  η Συνθήκη της Φεζ, που υπογράφηκε στις 30 Μαρτίου 1912, αναγνώρισε το Μαρόκο ως προτεκτοράτο της Γαλλίας. Με την ίδια συνθήκη, η Ισπανία έγινε η προστάτιδα χώρα στη βόρεια και νότια ζώνη της Σαχάρας. Μετά από αυτά, αρκετοί ήταν οι  μαροκινοί στρατιώτες που υπηρέτησαν στο γαλλικό στρατό και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, αλλά και στον ισπανικό στρατό στον Εμφύλιο Πόλεμο.  Στις 2 Μαρτίου 1956, το Μαρόκο ανέκτησε την πολιτική του ανεξαρτησία από τη Γαλλία και την ίδια χρονιά και το 1958 ανέκτησε τις περιοχές που βρίσκονταν  υπό ισπανική κυριαρχία. Με το Πρωτόκολλο της Ταγγέρης, η πόλη της Ταγγέρης, που μέχρι τότε ήταν διεθνής ζώνη με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, ενσωματώθηκε ξανά στη χώρα, το 1956.

Όπως ήδη είπαμε, το βιβλίο περιγράφει  την πόλη η οποία βρισκόταν ακόμα υπό   γαλλική αποικιακή παρουσία. Οι ημερομηνίες δημοσίευσης της αρχικής γερμανικής έκδοσης (1967) και της αγγλικής μετάφρασης (1978, 1982), μπορεί να δώσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι το κείμενο ασχολείται με το Μαρρακές στην μετά την αποικιοκρατία εποχή. Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου φανερώνει τη συνεχή παρουσία της γαλλικής αποικιακής δομής η οποία δεσπόζει στο μεγάλο  ερημωμένο  τοπίο της πόλης. Τα κείμενα του Καννέτι παρουσιάζουν ζωντανές εικόνες από τη διάχυτη φτώχεια και την απελπισία των κατοίκων της. Ο Καννέτι μετακινούμενος συνεχώς μέσα στα στενά δρομάκια της πόλης, την έδρα περασμένων ισχυρών αυτοκρατορικών  δυναστειών, κάποτε  κέντρο ευημερούντος εμπορίου διαμέσου της αφιλόξενης Σαχάρας,  και τον τόπο όπου ζούσαν και δραστηριοποιούνταν  αρκετοί  από τους καλύτερους τεχνίτες της χώρας και της περιοχής, παρατηρεί έναν κόσμο συγκλονιστικό όσο και συναρπαστικό λόγω των πολλών αντιθέσεων που βρίσκονται σε συνεχή βάση μπροστά σε κάθε βήμα του.

 

Elias Canetti

Elias Canetti

 

Από την ίδρυσή της η πόλη, είχε ισχυρά οχυρωματικά έργα.  Τείχη και επάλξεις κυκλώνουν στην κυριολεξία τη Μεντίνα. Με συνολικό μήκος τα δεκαεννέα χιλιόμετρα, και πάχος κάπου δύο μέτρα, έχουν ύψος έως και εννέα μέτρα. Εξέχουσα θέση έχουν οι πύλες της πόλης. Ο Καννέτι μας μεταφέρει στην αγορά για καμήλες και για γαϊδούρια, ακριβώς έξω από το Μπάμπ Ελ-Κεμίς (Bab-el-Kemis). Το γεγονός ότι μετέφεραν τις   καμήλες από τις νότιες επαρχίες της χώρας για να τις πουλήσουν στους κρεοπώλες του Μαρρακές φαίνεται κάπως δύσκολο να το αποδεχθεί, και δημιουργεί μια ισχυρή αίσθηση απογοήτευσης για τον αφηγητή που φαίνεται ότι δεν έχει δει ποτέ καμήλες στην πραγματική τους ζωή. Ο αφηγητής διαμένει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, στο γαλλικό τμήμα της πόλης, με αποτέλεσμα η εξερεύνηση της καθημερινής διαβίωσης  των ιθαγενών  να ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, εκείνο του σοκ και της απώθησης. Τα αντικείμενα πάνω στα οποία πέφτει και εστιάζεται το βλέμμα του, ποικίλλουν από τη μια μέρα στην άλλη.  Υπάρχουν, για παράδειγμα, τυφλοί που φωνάζουν το όνομα του Αλλάχ με ένα  αμετάβλητο ρυθμικό μοτίβο, υπάρχει επίσης ένας τυφλός ζητιάνος που θα βάλει ένα κέρμα στο στόμα του και θα το μασήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτός ο τρόπος του παραπέμπει στην  αναγνώριση της αξίας του νομίσματος, αλλά και στη έκδηλη ευλογία του για τον ευεργέτη του. Υπάρχει, επίσης, η γυναίκα με έντονα ψυχικά προβλήματα η οποία βρίσκεται κάτω από τα μάτια αποδοκιμασίας των περαστικών. Όχι μακριά από το ερειπωμένο σπίτι όπου ζει η παράφρων γυναίκα βρίσκεται η ΄Κούμπα’ την οποία επισκέπτεται μεγάλος αριθμός  προσκυνητών, και η οποία βρίθει στοιχείων εμπνευσμένων από την ισλαμική αρχιτεκτονική.  Η ξύλινη πόρτα της ‘Κούμπα’ έχει μια λαβή σε σχήμα δακτυλίου από την οποία κρέμονται και κουνιούνταν κουρέλια. Αυτά ΄λογίζονταν σαν ράκη από τα ρούχα του ίδιου του άγιου, και για τους πιστούς υπήρχε μέσα τους κάτι από την αγιοσύνη του’.

Ο πυρήνας, της αφήγησης του Καννέτι, ωστόσο, περιστρέφεται γύρω από την Μέλλα, ένα πολυσύχναστο και πυκνοκατοικημένο μέρος, γεμάτο από εβραϊκές οικογένειες. Αυτή η πρώην εβραϊκή συνοικία του Μαρρακές, όχι πολύ μακριά από τώρα, φιλοξενούσε στα σπλάχνα της κάπου δεκαέξι χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές, τη μεγαλύτερη συνάθροιση εβραίων στο Μαρόκο μέχρι την ανεξαρτησία της χώρας.  Η αρχική επιδρομή του αφηγητή στο εσωτερικό της Μέλλα, τον υποχρεώνει να γνωρίσει την αχαλίνωτη φτώχεια που περιβάλλει ολόκληρο το συγκεκριμένο μέρος. Τα εβραϊκά καταστήματα είναι σαν μικρά χαμηλά περίπτερα και τα αρτοσκευάσματα που πωλούνται εξαιρετικά γραφικά. Αυτό, όμως, που εντυπωσιάζει τον αφηγητή περισσότερο είναι η διακριτική στάση των Εβραίων εμπόρων:

‘… Είχαν έναν τρόπο να μαθαίνουν γρήγορα και να σχηματίζουν γνώμη του προσώπου που έβλεπαν. Ούτε μία φορά δεν πέρασα απαρατήρητος. Όταν σταματούσα πάντα κάποιος εμφανιζόταν και με εξέταζε αναλόγως. Αλλά ως επί το πλείστον έπιανα τη γρήγορη , ευφυή ματιά πριν σταματήσω…’.

Προχωρώντας βαθύτερα στην εβραϊκή συνοικία μετά τα  παζάρια, ο αφηγητής έρχεται σε ένα τετράγωνο του οποίου η γοητεία και η ατμόσφαιρα φαίνεται να τον γοητεύουν  και να τον αναγκάζουν να επιστρέψει εκεί αρκετές φορές:

‘… Είχα την αίσθηση ότι ήμουν πραγματικά κάπου αλλού τώρα, ότι είχα φτάσει στο τέρμα  του ταξιδιού μου. Δεν ήθελα πια να φύγω, ήμουν εδώ πριν εκατοντάδες  χρόνια, αλλά είχα ξεχάσει και τώρα μου ξαναγύρισαν όλα. Βρήκα να ανοίγεται αυτή η πυκνότητα και η ζεστασιά της ζωής, που νοιώθω  μέσα μου. Ήμουν αυτή η πλατεία έτσι που στεκόμουν εκεί. Πιστεύω πως είμαι πάντα αυτή πλατεία…’. Αυτή η πρώτη επίσκεψη στην περιοχή, αποτελεί, και υπαινίσσεται, ένα είδος επιστροφής στην πατρίδα. Εβραίος ο ίδιος, ο αφηγητής αισθάνεται βαθιά προσήλωση σε τούτη τη Μέλλα. Από την περιήγηση δεν παραλείπεται η επίσκεψη στο εβραϊκό κοιμητήριο,  όπου, ‘… οι ταφόπετρες ήταν τόσο χαμηλές,  που σχεδόν δεν τις έβλεπες… το κοιμητήριο έμοιαζε με ένα γιγάντιο σωρό από χαλάσματα… Οι πέτρες που έβλεπες και τα κόκαλα που φανταζόσουν, όλα κείτονταν… Δεν ήταν ευχάριστο να πορεύεσαι εδώ όρθιος…’.  Ο περίπατός του όμως στο εβραϊκό νεκροταφείο αμαυρώθηκε από την επίμονη και θορυβώδη απαίτηση των ζητιάνων, ενώ την επόμενη μέρα επιστρέφει και κάνει την τυχαία γνωριμία με την  οικογένεια Νταχάν. Η απόφαση του αφηγητή για να μπει στο σπίτι των τελευταίων, λόγω της περιέργειάς του, δημιουργεί τελικά περισσότερη ενόχληση παρά ανακούφιση, αφού κατά την εναπομένουσα περίοδο της παραμονής του στο Μαρακές, ο αφηγητής ενοχλείται με τα αδιάκοπα αιτήματα ενός νεαρού  άνεργου μέλους της οικογένειας για μια συστατική επιστολή.  Ο αφηγητής κρατά τα τελευταία τμήματα του βιβλίου που αναφέρονται στην γαλλική αποικιακή παρουσία στην πόλη και παρουσιάσει παράξενα παραμύθια των σεξουαλικών φαντασιώσεων κάποιων θαμώνων γαλλικών εστιατορίων και   μπαρ στα οποία  συχνάζει.

Ο Ελίας Καννέτι, επισκέφτηκε το Μαρόκο το 1954, κι είναι άξιο απορίας που τα κείμενα και οι σημειώσεις του για το ταξίδι συναρμολογήθηκαν και ήρθαν στη δημοσιότητα τόσα χρόνια αργότερα. Ίσως περίμενε να ωριμάσει η ιδέα μέσα του, ίσως για άλλους λόγους. Για πολλούς αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του συγγραφέα. Εξαρτάται. Ίσως να είναι κι έτσι!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top