Fractal

Διήγημα: “Το χρυσόψαρο της αλληλεγγύης”

Της Ελευθερίας Λαγού //

 

f13

 

– “Μη κάνουμε άλλα λάθη” είπαν σε μια στιγμή.

– “Μήκη σαν νά’ χουν όλα πια τα πάθη” συνέχισαν σχεδόν ταυτόχρονα. Τούτες οι λέξεις μπλεγμένες, γαντζωμένες η μία πάνω στην άλλη ηχούσαν σαν καταρράκτες πάνω στα κοφτερά βράχια της γλώσσας. Γιομάτες ακανθώδεις αναγραμματισμούς, μουτζουρωμένα νοήματα, πολυτονικές σημασίες, διφορούμενες έννοιες. Όμοια με σκιές που φιγουράρουν με ένταση το μαύρο μιας λογικής πάνω στο λευκό πανί ενός παράφρονος θεατρικού σανιδιού.

Αυτό είχαν συμφωνήσει ομόθυμα στην τηλεφωνική τους συνομιλία. Σ’ αυτό κατέληξαν οι δυό τους. Έτσι είχαν κοιμήσει βαθιά μέσα τους την αδημονία μέχρι να ξανασυναντηθούν, μέχρι να ξανασμίξουν, μέχρι να ξαναειδωθούν.

Ο Τάσος δεν μπορούσε με τίποτα να τη βγάλει από το μυαλό του. Η Ηλιάνα δεν τον χωρούσε πια στη σκέψη της κι ό,τι περίσσευε απο αυτόν, το βουτούσε στις κόρες των ματιών της. Τον έβρεχε όλο το εικοσιτετράωρο. Κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε εποχή. Μέσα σε έναν θαλασσί ωκεανό. Στων ματιών της τον άβυσσο. Κι άνθιζε η εικόνα του μπροστά της σαν αειθαλές ιδεόδεντρο. Η μορφή του είχε καταντήσει μια αφηρημένη ιδέα που της προκαλούσε πάντα συγκεκριμένα έντονα συναισθήματα. Για τον Τάσο εκείνη ήταν τα πάντα. Ο αέρας που ανέπνεε. Τα χρώματα που ντύνονταν οι μέρες του. Οι μυρωδιές που ρουφούσε η μνήμη του. Ήταν το είναι του. Και το πιο μέσα του ακόμα είναι. Τα ενδότερα δώματα της ψυχής του. Οι νυχτερινοί ονειρισμοί του. Οι φαντασιακές του υπνοβασίες.

Όταν έκανε να θυμηθεί την αρχή της γνωριμίας τους, κατά περίεργο τρόπο – με φωτογραφικό flash back – στο νου του ερχόταν η απόκτηση του χρυσόψαρου που ο αγαπημένος του φίλος, του είχε δωρίσει στα γενέθλιά του, μέσα σε ένα πολύχρωμο και γαλαζοφώτιστο, γυάλινο ενυδρείο. Το χρυσοκόκκινο γυαλιστερό ψαράκι είχε μπει στη ζωή του τόσο αθόρυβα και ξαφνικά όσο κι εκείνη. Από τότε που θυμάται να ταϊζει το χρυσόψαρο, είχε αρχίσει να θρέφεται και μέσα του μια τεράστια ερωτική έλξη. Είχε αρχίσει να φουντώνει μια ακαταμάχητη μάχη πάθους και χιλιομετρικής απόστασης που εγκυμονούσε το δυναμιτισμό μιας ρηξικέλευθης ανάφλεξης.

Εκείνη στη στεριά. Εκείνος στο νησί. Εκείνη με τη σίγουρη δουλειά της. Εκείνος με τις ευκαιριακές επαγγελματικές του ασχολίες. Εκείνη καλομαθημένη. Εκείνος σκληρόπετσος κι ανθεκτικός. Εκείνη γυάλα. Εκείνος βράχος. Εκείνη ονειροπόλα και ρομαντική. Εκείνος γεωμετρικός στο μυαλό και στις πράξεις. Εκείνη μοναχική και κουμπωμένη. Εκείνος έξω καρδιά και ανθρωποκράχτης. Εκείνη φανατική οπαδός των μονολόγων. Εκείνος πρώτος αντισφαιριστής των διαλόγων. Εκείνη θεληματικά αφανής. Εκείνος εκ πεποιθήσεως μπροστάρης.

Τόσες διαφορές δεν έλεγαν να διαταράξουν στο ελάχιστο τη δική τους ερωτική “αταραξία”. “Θέλγω… ελκύω… αγαπώ…” ήταν το καθημερινό τους επικοινωνιακό λεξιλόγιο αισθηματικά ερμηνευμένο.

Όμως, αλίμονο.. .η χιλιομετρική απόσταση ήταν αληθινό βάσανο. Μεγένθυνε κατακόρυφα μια απροσδιόριστη ανησυχία. Σμίκρυνε την επίφαση της νηνεμίας τους. Και οι μέρες κυλούσαν. Οι μήνες περνούσαν. Και ήδη κατά ένα σχεδόν χρόνο γέρασε ο “φαντασιακός” τους χρόνος. Στην πραγματικότητα, όμως, όλο αυτό το διάστημα, τον είχε γεράσει η προσοχή της. Την είχε γεράσει η απροσεξία του.

Την ήθελε παθιασμένα κοντά του. Να της μιλάει, να την αγγίζει. Η φωνή της πλέον δεν υποκαθιστούσε τη μορφή της. Η κρήνη της χροιάς της δεν έσβηνε πια τη δίψα του να τη δει. Και τα όνειρά του τα πυρπολούσαν πλέον κάτι φόβοι, δυνάστες. Είχαν μετατραπεί σε αρπαχτικούς γίγαντες που έσκιαζαν τον πόθο του και του προκαλούσαν μόνο το στεναγμό και τον οδυρμό. Κι έτσι ο ειρμός των σκέψεών του δεν άργησε να αρχίσει να ξεστρατίζει.

Έγινε κακοδαίμων και κακότροπος. Οξύθυμος και οξύγλωττος. Δεν την έβλεπε. Δεν την άγγιζε. Δεν της μιλούσε κατάματα παρά μόνο μέσω των τηλεφωνικών γραμμών του δικτύου. Σαν να του έφταιγαν όλα . Το σύμπαν ολάκερο, αφιλόξενο κι άκαρδο, συνωμοτούσε να είναι μακριά του. Και να πού το απέδιδε αυτό…

Τα νήματα του σύμπαντος τα κινούσαν τα ασθμαίνοντα ρουθούνια του χρυσόψαρου, οι αναπνοές του, οι μπουρμπουλήθρες του, τα αέναα κινητικά μάτια του και οι ασταμάτητες δήθεν βόλτες του στο μικρόκοσμο του ενυδρείου του. Αυτές σίγουρα ανήκαν στο μυστικό τελετουργικό μιας Δύναμης που τον απομάκρυνε από τον ήλιο του, την Ηλιάνα του.

Ένα χρυσόψαρο, λοιπόν έφταιγε για της ζωής του το συναισθηματικό φουρτούνιασμα. Ένα χρυσόψαρο βάσταζε στο γλιστερό κορμί και στο λίκνισμά του, ολόκληρης της ζωής του το σκαμπανέβασμα και το αντάριασμα. Τη σχέση του που τον ρήμαζε ψυχικά, την αρρώστια του κοντινού συγγενή του, το προχθεσινό του τρακάρισμα, την κακή φετινή σοδειά που του απέδωσε ο ελαιώνας του, τις άτυχες ψαριές του με την τράτα, των σωθικών του σωρρηδόν όλες τις έγνοιες.

Συνεχώς γυρνοβολούσε στο μυαλό του κάτι που είχε παλιότερα διαβάσει και του είχε κάνει εντύπωση: “Μια ζαριά ποτέ δε μπορεί να καταλύσει το τυχαίο.” Να ήταν πράγματι όλα τυχαία, αναρωτιόταν; Ποια ζαριά θα μπορούσε να του ανατρέψει τούτη την κακοτυχία που τον έζωνε;

Παιδευόταν αλλά δεν είχε βρει καμιά άλλη πιο ικανοποιητική επιλογή εκτός από αυτή. Θα ξεφορτωνόταν την αρνητική του αύρα μια και καλή. Θα ξεφορτωνόταν το ίδιο το χρυσόψαρο. Το σκέφτηκε αρκετές μέρες μέχρι να αποφασίσει πως. Κάποτε, με σίγουρες κινήσεις μάζεψε το ενυδρείο με την τροφή τοποθετώντας το προσεκτικά σε μια νάυλον σακούλα. Λες και το περίττευε με το προστατευτικό κάλυμα μιας μέδουσας. Άνοιξε βιαστικά την εξώθυρα.

Όταν έφτασε στο παραθαλάσσιο πάρκο του λιμανιού, εντόπισε το αγαπημένο του παγκάκι. Στράφηκε κατευθείαν κατακεί. Απίθωσε το μικρό ενυδρείο βγάζοντάς το με στοργική προσοχή από το πλαστικό περιτύλιγμα και απώθεσε δίπλα του τη συσκευασμένη του τροφή.

Το καμάρωσε έτσι που οι παιχνιδιάρες ηλιαχτίδες χρύσιζαν ακόμα περισσότερο τα λέπια του κι έκανε να μετανιώσει. Να κάνει μεταβολή. Να μεταβεί από την “εγκληματική” του εγκατάλειψη.

“Μα όχι” σκέφτηκε “Τούτο δω θα είναι το παγκάκι της αλληλεγγύης. Κάποιος θα το περιμαζέψει. Εμένα μου περισσεύει η τύχη του. Ας την πάρει κάποιος που τη χρειάζεται. Εγώ χρειάζομαι πίσω το μυαλό μου, τον εαυτό μου, τη ζωή μου. Τους σφυγμούς μου να σφύζουν από κανονικότητα. Την πίεσή μου να πιέζει σωστά την αριθμογραμμή της αναπνοής μου . Την ήρεμη χώνεψη μου να τιθασεύει την εντερική μου αναρχία. Τη λογική μου να συλλαμβάνει τη φυγάδα φαντασία μου. Τα όνειρά μου να κατοικούν προστατευτικά πια καταλύματα. Τις εσωτερικές φωνές μου να ξαναγυρνούν βάζοντας σημάδι τον υπόκωφο αντίλαλο των σπηλιών από όπου ξέφυγαν”.

Κι ο καιρός συνέχιζε να κυλά με το γνώριμο ρυθμό του, σαν βόμβος ποταμού…

Μόλις που είχε σκάσει μύτη η άνοιξη… κι έσκασε σαν άκαιρος κεραυνός το νέο της άφιξής της. Η Ηλιάνα θα ερχόταν στο νησί. Αύριο θα την έβλεπε μετά από πολύ καιρό κι αυτός ευτυχώς που είχε προλάβει να ξεφορτωθεί το χρυσόψαρο. Θα την έβλεπε και θα μιλούσαν. Θα την έβλεπε και θα συζητούσαν. Θα ζητούσαν να τεντώσουν το μήκος της απόστασης, για να πατρονάρουν το μήκος της σχέσης τους .Θα διέγραφαν μετά το πλάτος των καρδιών τους για να ράψουν το εύρος της αγάπης τους. Τόσο καιρό μακριά της ζούσε για αυτή τη στιγμή.

Την περίμενε στωικά, καρτερικά πάνω από μισή ώρα στο λιμανάκι του νησιού, στο σημείο που συναντιόντουσαν. Δίπλα του οι ψαρόβαρκες σιγοψιθύριζαν κουτσομπολίστικα για το στήσιμό του. Τη σχεδόν ακίνητη κι ανταλάντευτη στάση του σώματος του. Ένα απαλό αεράκι είχε αναλάβει αυτόβουλα το ρόλο του τυράννου, μια σηκώνοντας την αγωνία του ψηλά στον ουρανό και μια αφήνοντας την να πέσει με πάταγο χάμω.

Εκείνη δεν ερχόταν… Δεν έλεγε να έρθει… Μια στιγμή ακούστηκε ο ήχος μηνύματος στο κινητό του. Σημάδεψε ηχηρά σε δευτερόλεπτα την απουσία της. Την έλλειψη. Την ερημιά. Μια έρημο από ηρεμία.

“Δε θα μπορέσω να έρθω. Δεν πρέπει να έρθω… Σε αγαπώ αλλά δε θα έρθω.”

Ξαφνικά ένιωσε να κρυώνει, να παγώνει, να γίνεται πέτρα, τσιμέντο, τοίχος. Όμοιος με “τον τοίχο της καλοσύνης” που οι άνθρωποι της μικρής κοινωνίας του νησιού έστηναν ως ένδειξη αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, στους φτωχούς και τους κατατρεγμένους.

“Είμαι ένας τοίχος της καλοσύνης” ψέλισσε. “Σου δίνω κομμάτι από του εαυτού μου τα σπλάχνα που μου περισσεύει. Πάρε ό,τι χρειάζεσαι αλλά μη ξεχάσεις να έρθεις . Μην αναθαρρέψεις και δε με δεις. Σε άνθρωπο μιλάς μέσα από το άψυχο κινητό, με άνθρωπο μοιάζω, για άνθρωπο να με περνάς… μην το ξεχνάς”.

΄Εκανε να κάτσει. Γύρεψε το πέτρινο πεζούλι της προβλήτας. Έκλεισε τα μάτια του. Έκλαψε για πολλή ώρα. Σαν να μη κατάλαβε για πόσο. Έσφιξε τα μάτια του με δύναμη από πείσμα στου ήλιου τα καμώματα. Ξεστράτισαν τότε λέξεις από το στόμα του που ηλιοσφυρίζανε κι αυτές παραπονιάρικα:

“Θεέ μου! Τι ζέστη! Ο καύσωνας αυτός φλογοβολάει τα σωθικά μου, γεμίζει με άπνοια τις ταξιδιάρες σκέψεις μου. Ο καύσωνας αυτός έχει τη θέρμη των δακρύων και την ένταση του θρήνου… Πάντα θα πενθώ για τη δική σου απώλεια, για του φευγιού σου την αποκοτιά. Σε έχασα, αλτήρα της ψυχής μου και της καρδιάς μου απύθμενο όνειδος. Αβάσταχτη νιώθω τούτη τη μοναξιά, μέσα στο πάθος μου για σένα, τον άλλο μου εαυτό”.

Στέρεψαν οι λέξεις… Στράγγιξαν τα δάκρυα…Και τότε σαν να βυθίστηκε σε ένα γλυκό και βαθύ ύπνο. Κι ονειρεύτηκε…

Ήταν λέει σε ένα μεγάλο, σε ένα τεράστιο ενυδρείο, αυτός κι εκείνη και κολυμπούσαν… Ναι, στ’ αλήθεια κολυμπούσαν συνεχώς και ακατάπαυστα…. και μάλιστα τόσο, που σαν να είχαν βγάλει λέπια από τη μέση και κάτω, σαν να τους είχαν φυτρώσει πραγματικές ψαροουρές…. Κολυμπούσαν συνεχώς λες κι ήταν καταδικασμένοι μόνο σε αυτό ώσπου εμφανίστηκε το χρυσόψαρο της αλληλέγγυας τύχης. Τότε άρχισε επίμονα να χτυπά τα τοιχώματα του ενυδρείου με μια τόσο αφύσικη δύναμη που έσπασαν… και μεμιάς χύθηκαν στα νερά μιας απέραντης θάλασσας…

Κι όλο φούσκωνε μέσα του από μια αστείρευτη ευτυχία, από μια καλοτυχία, από μια υπέρμετρη καλοσύνη.

Δεν κολυμπούσαν πλέον μόνο οι δυο τους αλλά και αιωρούνταν και επέπλεαν στο κάλλος της ύλης, στο κάλλος της ψυχής, στο κάλλος της απεξάρτησης απο τις εμμονές, στο κάλλος μιας γοητευτικής ελευθερίας…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top