Fractal

Διήγημα: “Ωραία κοιμωμένη”

Της Ελένης Χριστοφοράτου // *

 

 

f6

 

 

«Μούτρα για γαμπρός!»

Η Δωροθέα κακαρίζει σαν κλώσα τινάζοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Χαρακτηριστικό που της πήρε κι η κόρη της η Σία. Όταν γελάνε μάνα και κόρη, κάνουν τις ίδιες κινήσεις κι ο ήχος του γέλιου τους θυμίζει κρώξιμο.

Η Ευτέρπη, η προξενήτρα, σταυροκοπιέται.

«Έλεος, κυρα-Δωροθέα, ούτε κι αυτός σ’ αρέσει;»

«Τι να μ’ αρέσει από δαύτον;»

«Είναι περιζήτητος!»

«Μωρέ, τι μας λες! Παραλίγο να μου καούν τα σουτζουκάκια για να προφτάσω να μιλήσω με το κελεπούρι που μου κουβάλησες. Μα είν’ άντρες αυτοί που μου φέρνεις για τη Σία μου;»

Η Σία χαμογελά. Πόσο πολύ την αγαπά η μάνα της και πόσο ψηλά τη βάζει! Τον τελευταίο μήνα έχουν παρελάσει απ’ το σπίτι τους τουλάχιστον έξι υποψήφιοι γαμπροί. Ή μήπως εφτά; Πρέπει να κοιτάξει στο ημερολόγιό της, δεν είναι σίγουρη. Σημασία έχει πως όλοι πήρανε πόδι κακήν κακώς. «Αυτοί, μάτια μου, δε σε φτάνουνε ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι. Δε σε χαλαλίζω εγώ για δαύτους. Κορίτσι πράμα με τόσα προσόντα!»

Βέβαια αν κάτσει ν’ αναλογιστεί τα τόσα προσόντα της η Σία, θα σκοντάψει σε τοίχο. Γιατί μόλις τέλειωσε το Δημοτικό, η Δωροθέα τής έφραξε το δρόμο για το Γυμνάσιο. «Όσα έμαθες έμαθες. Και πολλά είναι. Θα μάθεις τώρα το νοικοκυριό. Χρυσοχέρα θα σε κάμω».

Κι έγινε η Σία χρυσοχέρα. Μόλις δεκαεπτά χρονών κι ήταν η καλύτερη μαγείρισσα του τόπου. Τι κρεατόπιτες βγαίναν απ’ τα χεράκια της, τι μουσακάδες, τι ψητά. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Μονάχα σαν περνούσε απ’ το σχολειό, σπανίως γιατί πλέον φρόντιζε ν’ αλλάζει δρόμο και να κάνει ολόκληρο κύκλο για να φτάσει στο πατρικό της, σκεφτόταν μήπως τα προσόντα έχουν κι άλλο άρωμα πέρα απ’ τις μυρωδιές των φαγητών της. Μια σκέψη φευγαλέα όπως όλες της οι σκέψεις, σαν να τις βάραινε ενοχή κι έπρεπε να ξεκουμπιστούν τάχιστα απ’ το ξανθό της κεφαλάκι.

Η Δωροθέα καμάρωνε στις συγχωριανές της.

«Ποιος δε θα ’θελε τέτοια κοπελάρα να του κρατάει το σπιτικό!»

«Δώσε την, λοιπόν, σε κάποιον, καημένη. Την πίστη έχεις βγάλει στη φουκαριάρα την Ευτέρπη».

«Η Ευτέρπη, χα! Όλους τους καλούς τούς πάει αλλού και για τη δικιά μου κρατάει τα μπάζα».

Απ’ τη μεριά της η Ευτέρπη έβραζε από θυμό. Έβλεπε τη Δωροθέα αγκαζέ με τη Σία να σουλατσάρουν στην πλατεία του χωριού και της ανακατεύονταν τ’ άντερα.

«Κακό χρόνο να ’χεις, ξιπασμένη κουρούνα που μ’ έχεις κάνει ρεντίκολο σε τόσα παλικάρια. Τι θες, μωρή, για γαμπρό; Κάνα πρίγκιπα;» σκεφτόταν.

Μάνα και κόρη τη χαιρετούσαν χορωδιακά.

«Καλημέρα, κυρα-Ευτέρπη, τι κάνεις;» «Ου να μου χαθείς, σκατόγρια», συμπλήρωνε από μέσα της η Δωροθέα, «που δεν είσαι άξια έναν άντρα της προκοπής να βρεις για τη Σία μου και καμαρώνεις πως είσαι κι η καλύτερη προξενήτρα, τρομάρα σου!»

Όλο όμως και τη γυρόφερνε την προξενήτρα της πεντάρας. Γιατί μονάχη της πού να τον έβρισκε το γαμπρό; Αυτή η πατσουρόγρια είχε γνωριμίες, δικτυωμένη παντού η πονήρω, το μάτι της γυάλιζε σαν της αλεπούς.

«Κυρα-Ευτέρπη, κυρα-Ευτέρπη μου».

«Τι ’ναι, κυρα-Δωροθέα; Μη μου πεις πάλι να σου φέρω γαμπρό».

«Έ, άμα δεν το πω σε σένα, σε ποιόνε να το πω, κυρα-Ευτέρπη μου;»

«Πού να τολμήσω να ξανανακατέψω άνθρωπο για τέτοιες δουλειές; Ν’ αρχίσεις πάλι να τον ξεφτιλίζεις και να μην ξέρει από πού να φύγει;»

«Ε, όχι και να τον ξεφτιλίζω».

«Μάλιστα, κυρά μου, ξεφτίλα τούς κάνεις τους ανθρώπους. Όταν τους γελάς κατάμουτρα παρέα με τη θυγατέρα σου και τους βρίσκεις του κόσμου τα ελαττώματα, πώς λέγεται αυτό;»

«Λέγεται οτι δεν παίρνουμε και γουρούνι στο σακί, κυρα-Ευτέρπη μου, έτσι λέγεται. Να δούμε, να εξετάσουμε και μετά θα πούμε το ναι».

«Αμήν και πότε θα το πείτε κείνο το ευλογημένο το ναι!»

«Θα το πούμε, θα το πούμε. Βρες εσύ κάτι καλό και θα ’ρθει κι η σειρά του ναι».

Κι η Σία το πίστεψε πραγματικά πως έφτασε η ώρα του ναι σαν αντίκρισε το Στάθη να δρασκελίζει το κατώφλι του σπιτιού τους κι έγινε πιο κόκκινη απ’ τις τουλίπες που της έφερε. Ψηλός κι αδύνατος με μάτια μαύρα σαν κάρβουνα, γοητευτικός και καταδεκτικός. Το δίχως άλλο θ’ άρεσε στη Δωροθέα.

Όμως αυτή στράβωσε τα μούτρα της και σ’ όλη την κουβέντα απαντούσε μονολεκτικά. Πάγωσε η ψυχή της Σίας, το ψυχανεμίστηκε κι ο Στάθης πως ήταν ανεπιθύμητος. Η Ευτέρπη, συνηθισμένη πια, τον σήκωσε να φύγουν. «Τουλάχιστον, δε σε κοροϊδέψανε, αγόρι μου. Πάλι καλά να λες», του ψιθύρισε στην έξοδο.

Κοίταζε η Σία τη μάνα της με παράπονο.

«Τι κοιτάς έτσι; Μη μου πεις! Σ’ άρεσε αυτός; Αυτός ο ξερακιανός;»

«Αδύνατος ήταν…»

«Αυτός, μανάρι μου, ένα φου να του ’καμες, έπεφτε χάμω. Ο άντρας πρέπει να ’χει μπράτσα, να μπορείς ν’ ακουμπήσεις πάνω του, που λέει ο λόγος. Τι να σου κάμει αυτό το απολειφάδι;»

Παντρεύτηκε τo απολειφάδι την κόρη της μανάβισσας κι όλοι τη μακαρίζανε για την τύχη της. Κι οι προηγούμενοι υποψήφιοι, τα μπάζα κατά τη Δωροθέα, βρήκαν γυναίκες κι έκαναν οικογένεια. Η Σία μεγάλωνε περιμένοντας αυτόν που της αρμόζει, τον κατάλληλο που θα την έφτανε έστω στο μικρό της δαχτυλάκι. Το πρόσωπό της έχασε την αλλοτινή του φρεσκάδα και τα μαλλιά της άρχισαν να πετούν κάτι ενοχλητικές άσπρες τρίχες ήδη απ’ τα τριάντα πέντε της. Άρχισε να τα βάφει.

«Μη σε νοιάζει, κόρη μου. Εσύ είσαι λουλούδι».

«Ένα μπογιατισμένο λουλούδι», προσπαθούσε η Σία να κάνει χιούμορ για να μην πάθει κατάθλιψη. Ήταν κι εκείνο το θέμα με την περίοδό της που την απασχολούσε. Είχε μειωθεί ανησυχητικά, εκεί που ’χε μια βδομάδα αίμα, τώρα είχε μόλις τρεις μέρες. Φοβόταν πρόωρη κλιμακτήριο, μα δεν τολμούσε να το πει στη Δωροθέα. Μερικά θέματα δε συζητιόντουσαν μεταξύ τους, ήταν ταμπού.

Όταν η Δωροθέα έμεινε στον τόπο από καρδιά, η Σία, σαραντάρα πλέον, τα μάζεψε και μετακόμισε στην Αθήνα. Τίποτα πια δεν την κρατούσε στο χωριό, ήταν κι εκείνοι οι ψίθυροι πίσω απ’ την πλάτη της που της τσίτωναν τα νεύρα: «Η κακομοίρα έμεινε τελικά στο ράφι».

Βρήκε δουλειά σε μια ταβέρνα κι έδωσε τα στοιχεία της σ’ ένα γραφείο συνοικεσίων. Αν έβρισκε κάποιον σαν το Στάθη, θα ’λεγε το πολυπόθητο ναι. Κανένας Στάθης όμως δε διάβαινε την πόρτα της. Μόνο μεσήλικες της κακιάς συμφοράς και γερόντια που τους τρέχαν τα σάλια. Είχε αρχίσει να νιώθει γελοία κάθε φορά που φτιασιδωνόταν και πασαλειβόταν με αρώματα για τον εκάστοτε υποψήφιο. Βρώμαγε πατσουλί που της έφερνε αηδία. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και

καταλάβαινε πως δεν την έπαιρνε πια να ’χει αξιώσεις. Κείνες οι ρυτίδες στο κούτελο τής ήταν μισητές. Τις έτριβε με μανία λες κι ήταν λεκές που θα φύγει με το τρίψιμο.

Κάπου είχε ακούσει πως γίνονται κάτι επεμβάσεις που λέγονται πλαστικές. Ρώτησε γιατρούς που της έταζαν πως θα τραβάνε από δω, θα τραβάνε από κει και θα την κάνουν είκοσι χρόνια νεότερη. Ανατρίχιασε στη σκέψη τόσων τραβηγμάτων και παραιτήθηκε. Ας την αγαπούσε κάποιος για τα ψυχικά της χαρίσματα. Μια γειτόνισσα χήρα πάσχιζε να της ανεβάσει το ηθικό. «Εσύ, Σία μου, είσαι ψυχούλα και θα τον βρεις τον άνθρωπό σου». Παρηγοριόταν η Σία κι αναμετρούσε τις ψυχικές της αρετές. «Είμαι καλή, έντιμη, σωστή…» Λίγες τής φαίνονταν κι έστυβε το μυαλό της να βρει κι άλλες. «Α, ναι, και εργατική, και φιλότιμη και ειλικρινής…» Στην τελευταία λέξη σταματούσε και συλλογιζόταν πόσο ειλικρινής υπήρξε με τον εαυτό της όταν χασκογελούσε με τη μάνα της κοροϊδεύοντας τους γαμπρούς. Την έπιασε ένα παράπονο που δε γαλήνευε με τίποτα. Όρκισε τη χήρα, αν πέθαινε, να φροντίσει να τη βάψουν.

«Έχω ακούσει πως βάφουνε τους νεκρούς. Μην αφήσεις να με θάψουνε άβαφτη, έχω τους λόγους μου. Να, πάρε κι αυτά. Δεν ξέρω πόσο κάνει, θα ρωτήσω και θα σου φέρω κι άλλα».

«Κουνήσου απ’ τη θέση σου, χριστιανή μου! Τι κουβέντες ειν’ αυτές; Αντί να σκέφτεσαι το γάμο σου, σκέφτεσαι θανάτους;»

«Πού ξέρεις; Μπορεί ο γάμος μου να ’ναι εκεί απάνω…»

Είχε πατήσει τα εξήντα όταν της καρφώθηκε για τα καλά η ιδέα πως ο γάμος της είναι «εκεί απάνω». Φόρεσε ένα παλαιομοδίτικο νυφικό, το ’χε αγορασμένο απ’ τα δεκαεννιά της, έσιαξε τα μαλλιά της, τους έβαλε ανθάκια ροζ, ασορτί με το μπουκετάκι. Το ’χε φυλαγμένο στην ντουλάπα της επιμελώς κάτω απ’ τις κυλότες. Χρυσοί κρίκοι στ’ αυτιά, λίγο κραγιόν στα χείλη, χρώμα σάπιο μήλο, τ’ αγαπημένο της. Άνοιξε το κουτάκι με την μπλε σκιά, είχε θρυμματιστεί. Πίεσε το πινελάκι στα απομεινάρια της βαφής. Ίσα που κατόρθωσε να βάψει τα μάτια.

Είχε φανταστεί τη γαμήλια τελετή ως την τελευταία της λεπτομέρεια. Απόψε οι εικόνες του γάμου γλιστρούν στη σκέψη της, όπως τα κίτρινα φύλλα στις υδρορροές. Να ’ρθε το πλήρωμα του χρόνου να γίνουν πραγματικότητα; Την πιάνει αδημονία…

Τη βρήκαν πεσμένη στα πλακάκια του μπάνιου. Είχε λερωθεί και μύριζε κάτουρο. Ανησύχησε η χήρα που δεν την είχε δει μια βδομάδα και πήρε το εκατό. Χρειάστηκε να γκρεμίσουν την πόρτα. Τη μετέφεραν στο νεκροτομείο. Στα εξήντα της, με τις άσπρες τρίχες και τις ρυτίδες στο κούτελο χωρίς πλαστικές. Η χήρα αξίωσε να τη βάψουν περίτεχνα. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον γελοίο κι η χήρα έβριζε για καιρό μετά τους «μπογιατζήδες που κάνανε κλόουν τη φιλενάδα της».

Δεν ανησυχούσε για τίποτα η Σία. Ο Καλός της θα την ξυπνούσε μ’ ένα φιλί.

 

* Η Ελένη Χριστοφοράτου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει πάρει διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Άπαρσις. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και άλλα φιλοξενούνται στη Σελίδα  www.easywriter.gr

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top